Το αδιέξοδο Ερντογάν στη Συρία
Γιώργος Καπόπουλος
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Σχεδόν εννέα χρόνια μετά την εμπλοκή της Αγκυρας στη Συρία, η
εξωτερική πολιτική Ερντογάν στην ευρύτερη Μέση Ανατολή βρίσκεται σε
αδιέξοδο.
Σήμερα η Τουρκία είναι ταυτόχρονα αφερέγγυος σύμμαχος για
τις ΗΠΑ, αναξιόπιστος συνομιλητής για τη Ρωσία και ανεπιθύμητος
προστάτης για την πλειονότητα των σουνιτικών αραβικών χωρών.
Η πολιτική Ερντογάν στη Συρία ξεκίνησε με την ψευδαίσθηση ότι η πτώση του καθεστώτος Ασαντ ήταν θέμα μηνών, με τη διακυβέρνηση να περνά υπό την προστασία και τον έλεγχο της Αγκυρας στα χέρια μιας σουνιτικής κυβέρνησης.
Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Οσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τη Διάσκεψη για τη Συρία στο Μαρακές στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012 δεν θα ξεχάσουν τον «αέρα» τού τότε ΥΠΕΞ της Τουρκίας Νταβούτογλου δίπλα στον υπ’ αριθμόν 2 του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Γουίλιαμ Μπερνς και στον επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας, Φαμπιούς. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν προσπαθούσε να κρύψει ότι αισθανόταν ως πρώτος μεταξύ ίσων, ως ο αναγκαίος και απαράκαμπτος ενδιάμεσος για τα ζωτικά συμφέροντα που θα ήθελαν να διασφαλίσουν οι συνομιλητές του στην επόμενη μέρα στη Δαμασκό.
Ολα άρχισαν να αλλάζουν όταν οι τζιχαντιστές του ISIS κατέλαβαν τη Μοσούλη στα μέσα του 2014. Τότε οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στη Συρία άλλαξαν, με τη συντριβή των τζιχαντιστών να σκιάζει την ανατροπή του καθεστώτος της Δαμασκού που θα τερμάτιζε την επιρροή και παρουσία του Ιράν και της Ρωσίας στην περιοχή. Από τότε η Τουρκία του Ερντογάν προσπαθεί πεισματικά να περισώσει τη δική της ατζέντα, που δεν είναι άλλη από την παρεμπόδιση της χειραφέτησης των Κούρδων στη Βορειοανατολική Συρία μέσω του ελέγχου της Βορειοδυτικής Συρίας από τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις που στηρίζει.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής της Αγκυρας είναι μια μη ανατάξιμη κρίση στη στρατηγική σχέση με την Ουάσινγκτον και στη συνέχεια μια οριοθέτηση σε επίπεδο τακτικών ελιγμών της όποιας προσέγγισης με τη Μόσχα.
Ολα τα παραπάνω, την ώρα που η Τουρκία συγκρούεται μετωπικά με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο για την ηγεμονική επιρροή στις αραβικές σουνιτικές χώρες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη Λιβύη. Οπως επισημαίνει ο αναλυτής Τσένγκιζ Τσαντάρ, ως φιλικές για την Τουρκία του Ερντογάν χώρες μπορούν να θεωρηθούν μόνον το Κατάρ, το Πακιστάν και το Αζερμπαϊτζάν.
Το ταυτόχρονο άδειασμα του Ερντογάν από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία αλλά και επί της ουσίας και από τη Γαλλία και τη Γερμανία κυριάρχησε την τελευταία εβδομάδα. Πανικόβλητος για τις εξελίξεις ο Ερντογάν σπεύδει να ανακοινώσει τετραμερή σύνοδο κορυφής με τη συμμετοχή των Μέρκελ, Πούτιν και Μακρόν. Δυο μέρες μετά δηλώνει ότι η συνάντηση δεν έχει κλείσει, με το Κρεμλίνο να ανακοινώνει ότι δεν υπάρχουν σχετικές προετοιμασίες για συμμετοχή της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν σπεύδει να αναφέρει ότι θα γίνει διμερής συνάντηση με τον Πούτιν - για να εισπράξει ακόμη μια διάψευση από το Κρεμλίνο.
Ενδιαμέσως διαπιστώθηκαν και τα όρια μιας προσέγγισης με τις ΗΠΑ, καθώς δεν δόθηκε συνέχεια στο αίτημα της Τουρκίας για προμήθεια πυραύλων «Πάτριοτ». Το Κρεμλίνο διαμηνύει ότι το καθεστώς Ασαντ είναι στρατηγικός σύμμαχός του στη Μέση Ανατολή ενώ την ίδια στιγμή Ουάσινγκτον, Παρίσι και Βερολίνο, πέραν μιας φραστικής συμπαράστασης, διαμηνύουν στην Αγκυρα ότι δεν θα συγκρουστούν με τη Μόσχα, στηρίζοντας την τουρκική εμπλοκή στο Ιντλίμπ.
Η πολιτική Ερντογάν στη Συρία ξεκίνησε με την ψευδαίσθηση ότι η πτώση του καθεστώτος Ασαντ ήταν θέμα μηνών, με τη διακυβέρνηση να περνά υπό την προστασία και τον έλεγχο της Αγκυρας στα χέρια μιας σουνιτικής κυβέρνησης.
Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Οσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τη Διάσκεψη για τη Συρία στο Μαρακές στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012 δεν θα ξεχάσουν τον «αέρα» τού τότε ΥΠΕΞ της Τουρκίας Νταβούτογλου δίπλα στον υπ’ αριθμόν 2 του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Γουίλιαμ Μπερνς και στον επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας, Φαμπιούς. Ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν προσπαθούσε να κρύψει ότι αισθανόταν ως πρώτος μεταξύ ίσων, ως ο αναγκαίος και απαράκαμπτος ενδιάμεσος για τα ζωτικά συμφέροντα που θα ήθελαν να διασφαλίσουν οι συνομιλητές του στην επόμενη μέρα στη Δαμασκό.
Ολα άρχισαν να αλλάζουν όταν οι τζιχαντιστές του ISIS κατέλαβαν τη Μοσούλη στα μέσα του 2014. Τότε οι προτεραιότητες των ΗΠΑ στη Συρία άλλαξαν, με τη συντριβή των τζιχαντιστών να σκιάζει την ανατροπή του καθεστώτος της Δαμασκού που θα τερμάτιζε την επιρροή και παρουσία του Ιράν και της Ρωσίας στην περιοχή. Από τότε η Τουρκία του Ερντογάν προσπαθεί πεισματικά να περισώσει τη δική της ατζέντα, που δεν είναι άλλη από την παρεμπόδιση της χειραφέτησης των Κούρδων στη Βορειοανατολική Συρία μέσω του ελέγχου της Βορειοδυτικής Συρίας από τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις που στηρίζει.
Το αποτέλεσμα της πολιτικής της Αγκυρας είναι μια μη ανατάξιμη κρίση στη στρατηγική σχέση με την Ουάσινγκτον και στη συνέχεια μια οριοθέτηση σε επίπεδο τακτικών ελιγμών της όποιας προσέγγισης με τη Μόσχα.
Ολα τα παραπάνω, την ώρα που η Τουρκία συγκρούεται μετωπικά με τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο για την ηγεμονική επιρροή στις αραβικές σουνιτικές χώρες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη Λιβύη. Οπως επισημαίνει ο αναλυτής Τσένγκιζ Τσαντάρ, ως φιλικές για την Τουρκία του Ερντογάν χώρες μπορούν να θεωρηθούν μόνον το Κατάρ, το Πακιστάν και το Αζερμπαϊτζάν.
Το ταυτόχρονο άδειασμα του Ερντογάν από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία αλλά και επί της ουσίας και από τη Γαλλία και τη Γερμανία κυριάρχησε την τελευταία εβδομάδα. Πανικόβλητος για τις εξελίξεις ο Ερντογάν σπεύδει να ανακοινώσει τετραμερή σύνοδο κορυφής με τη συμμετοχή των Μέρκελ, Πούτιν και Μακρόν. Δυο μέρες μετά δηλώνει ότι η συνάντηση δεν έχει κλείσει, με το Κρεμλίνο να ανακοινώνει ότι δεν υπάρχουν σχετικές προετοιμασίες για συμμετοχή της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο Ερντογάν σπεύδει να αναφέρει ότι θα γίνει διμερής συνάντηση με τον Πούτιν - για να εισπράξει ακόμη μια διάψευση από το Κρεμλίνο.
Ενδιαμέσως διαπιστώθηκαν και τα όρια μιας προσέγγισης με τις ΗΠΑ, καθώς δεν δόθηκε συνέχεια στο αίτημα της Τουρκίας για προμήθεια πυραύλων «Πάτριοτ». Το Κρεμλίνο διαμηνύει ότι το καθεστώς Ασαντ είναι στρατηγικός σύμμαχός του στη Μέση Ανατολή ενώ την ίδια στιγμή Ουάσινγκτον, Παρίσι και Βερολίνο, πέραν μιας φραστικής συμπαράστασης, διαμηνύουν στην Αγκυρα ότι δεν θα συγκρουστούν με τη Μόσχα, στηρίζοντας την τουρκική εμπλοκή στο Ιντλίμπ.