Τι ρωτάμε την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά;
Μια εσπερίδα γεμάτη ερωτήσεις -ο τίτλος της εξάλλου ήταν η ερώτηση «Τι ρωτάμε την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά;»-,
εν δυνάμει απαντήσεις, αλλά και γόνιμες τοποθετήσεις πραγματοποιήθηκε
χτες στο αμφιθέατρο του Μουσείου Ακρόπολης, μετά από πρωτοβουλία της
υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, Μυρσίνης Ζορμπά. Αναπτυγμένη σε δυο
πάνελ, η συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν Έλληνες αρχαιολόγοι και
ιστορικοί, επικεντρώθηκε γύρω από «την ανάγκη να εξεταστεί εκ
νέου ο ρόλος της αρχαίας πολιτιστικής κληρονομιάς στο γενικότερο πλαίσιο
διαμόρφωσης της σύγχρονης πολιτικής για τον πολιτισμό», όπως ήταν και το σκεπτικό της κ. Ζορμπά ως προς την πραγματοποίηση της εκδήλωσης.
«Τι γίνεται αντιληπτό από αυτόν τον τίτλο και από το συγκεκριμένο ερώτημα; Το γεγονός ότι το Υπουργείο Πολιτισμού θέτει ως προτεραιότητα τη διατύπωση μιας ερώτησης, την επιθυμία να ξεκινήσει μια συζήτηση, έναν γόνιμο, πολυσυλλεκτικό διάλογο και όχι να διακηρύξει μια θέση, ένα πρόγραμμα ή μια πολιτική», δήλωσε, μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή της η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΑ, Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη, που συντόνισε το πρώτο πάνελ ομιλητών.
Μεταξύ αυτών, ο Δημήτρης Παντερμαλής, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας και πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, που αναφέρθηκε στις προσπάθειες του ιδρύματος να κάνει τον επισκέπτη, με έναν απλό τρόπο, συμμέτοχο του μουσειακού γίγνεσθαι. «Μέσα σ' ένα μουσείο έχουμε αυθεντικά έργα, αλλά όσο κανείς τα μελετά τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα έργα έχουν φτάσει σε εμάς αλλοιωμένα. Πριν θέσουμε, λοιπόν, ερωτήματα πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε καλά ποια είναι τα αντικείμενα τα οποία ρωτάμε», συνέχισε ο καθηγητής, παρουσιάζοντας μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυθεντικών έργων που έχουν υποστεί απώλειες και αλλοιώσεις, αλλά με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας αναπαράχθηκε η αρχική τους μορφή. Το εντυπωσιακό αποτέλεσμα (όπως το παράδειγμα της αρχαϊκής κόρης που παρουσιάστηκε στην οθόνη σε όλο της το χρωματικό μεγαλείο ή το ανάγλυφο με τη «Σκεπτόμενη» Αθηνά, που μόλις έχει αρχίσει να αποκαλύπτει τα «μυστικά» της), βοηθά τον επισκέπτη όχι μόνο να κατανοήσει καλύτερα τα έργα, αλλά να έχει και μια βιωματική εμπειρία.
Η Τούλα Μαρκέτου, αρχαιολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), στην ομιλία της επισήμανε ότι «τα σχετικά ερωτήματα συνδέονται σήμερα με τις συλλογικές ταυτότητες και προβληματισμούς, όπως αυτοί διατυπώνονται στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης», αναφερόμενη ταυτόχρονα στις δράσεις του ΣΕΑ, όπως οι μαζικές κινητοποιήσεις όταν κινδυνεύει η πολιτιστική κληρονομιά. «Εμείς ρωτάμε τα μνημεία κι εκείνα απαντούν ότι πρέπει να παραμείνουν δημόσιο κοινωνικό αγαθό στο διηνεκές. Απαντούμε εμείς ως η φωνή και απάντηση όλων των αποψινών ερωτημάτων, ότι ο ΣΕΑ θα αγωνιστεί με κάθε μέσο ώστε τα μνημεία να παραμείνουν κοινωνικό αγαθό που θα προσφέρεται σε όλους και όλες για να μην καταλήξουν στο χαρτοφυλάκιο του υπερταμείου για αξιοποίηση και ρευστοποίηση», υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, η κ. Μαρκέτου.
Ο Γιάννης Παπαδάτος, αναπληρωτής καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), μίλησε για την εμπειρία από τα προγράμματα δημόσιας αρχαιολογίας που έχει οργανώσει το ΕΚΠΑ στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών ανασκαφών στην Ανατολή Ιεράπετρας και στο Πλάσι Μαραθώνα. «Σε αντίθεση με τους συμβατικούς αρχαιολογικούς χώρους, μια ανασκαφή προσφέρει πολλές δυνατότητες και πλεονεκτήματα για τέτοιες δράσεις (σσ. εργαστήρια διαλόγου, μινωικά μαγειρέματα κ.α.), αφού δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να βιώσουν από κοντά και επομένως να κατανοήσουν πολύ καλύτερα την αρχαιολογική επιστήμη, τις μεθόδους και τις πρακτικές της. Και μάλιστα στο πλαίσιο μιας πολυαισθητηριακής εμπειρίας, που μπορεί να περιλαμβάνει ανεπανάληπτα συναισθήματα που γεννά η αποκάλυψη αρχαίων αντικειμένων στο χώμα», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής.
Το δεύτερο πάνελ της εσπερίδας συντόνισε ο Κώστας Στρατής, Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στην τοποθέτησή του, ο κ. Στρατής επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «η μέριμνα για την προστασία, την ανάδειξη και τη διαχείριση των αρχαιοτήτων αποτελεί καθήκον διαρκές και αναπόδραστο προς μια κληρονομιά η οποία διαρκώς αυξάνεται και αποκαλύπτεται νέα είτε κυριολεκτικά, με ανασκαφές και νέα ευρήματα, είτε, κυρίως, μεταφορικά, αφού κάθε εποχή ξαναδιαβάζει το παρελθόν της, θέτει σε αυτό νέα ερωτήματα και επεξεργάζεται καινούργιες αναγνώσεις του».
Τις σκέψεις του «ως προς δυνατότητα της γεφύρωσης της αξιοποίησης του πολιτιστικού αποθέματος και του τουριστικού φαινομένου, όπως αυτό αρθρώνεται σήμερα», εξέφρασε στη δική του ομιλία ο 'Αγγελος Βλάχος, ιστορικός και σύμβουλος τουριστικής πολιτικής. «Τα αγαθά που συνδέονται με το πολιτιστικό απόθεμα αποτελούν ασφαλώς φυσικά μονοπώλια. Η μοναδικότητα αυτή έχει ως συνέπεια τη δυνατότητά τους να κινητοποιούν πολλαπλάσιους οικονομικούς πόρους από αυτούς που επενδύονται επ' αυτών, ιδίως όταν οι επενδύσεις αυτές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης αναπτυξιακής πολιτικής. Η οποία, κατά την ταπεινή μου άποψη, μας λείπει τις περισσότερες φορές τουλάχιστον», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο κ. Βλάχος.
«Η Αρχαιολογική Υπηρεσία μπορεί να είναι εξαιρετικά πρωτοποριακή γιατί δεν της λείπει η φαντασία κι έχει και γνώση», δήλωσε η Αγγελική Κοτταρίδη, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, στην ομιλία της, «η αξιοποίηση των αρχαίων γίνεται αίτημα των τοπικών φορέων που εκδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες, οι οποίες όμως καλά θα κάνουν να βρίσκονται στο οικόπεδο του γείτονα και οι οποίες γίνονται ως δια μαγείας αόρατες μόλις αρχίσει η συζήτηση για κηρύξεις, προστασία, μορφολογικό έλεγχο κι επιβολή κανόνων δόμησης, πράγματα που σε άλλους τόπους, ίσως με λιγότερα προγονικά κλέη, είναι προφανή και αυτονόητα». Όσο για το αν «μπορεί η αειφορία να εναρμονιστεί με την επιθετική και αδηφάγα επιδίωξη του άμεσου μέγιστου κέρδους, με άλλα λόγια πόσους επισκέπτες αντέχουν τα μνημεία και σε ποιο χρόνο ή πόσες παρεμβάσεις τουριστικής αξιοποίησης καταστρέφουν ανεπιστρεπτί τον χώρο που υποτίθεται υπηρετούν και αναδεικνύουν, «φοβάμαι», είπε, «ότι αυτή η κατεπείγουσα συζήτηση ούτε που έχει ξεκινήσει…».
Στην εκδήλωση μίλησαν, επίσης, ο Δημήτρης Πλάντζος, κλασικός αρχαιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνδιευθυντής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής 'Αργους Ορεστικού (Καστοριά), η Μιμίκα Γιαννοπούλου, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην κλασική αρχαιολογία, μέλος του ΔΣ του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ) και ο Στέλιος Λεκάκης, κλασικός αρχαιολόγος και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Newcastle.
Όλοι οι ομιλητές ευχαρίστησαν την υπουργό Πολιτισμού Μ. Ζορμπά για την εξαιρετική πρωτοβουλία της να διοργανώσει τη συγκεκριμένη συζήτηση.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
«Τι γίνεται αντιληπτό από αυτόν τον τίτλο και από το συγκεκριμένο ερώτημα; Το γεγονός ότι το Υπουργείο Πολιτισμού θέτει ως προτεραιότητα τη διατύπωση μιας ερώτησης, την επιθυμία να ξεκινήσει μια συζήτηση, έναν γόνιμο, πολυσυλλεκτικό διάλογο και όχι να διακηρύξει μια θέση, ένα πρόγραμμα ή μια πολιτική», δήλωσε, μεταξύ άλλων, στην τοποθέτησή της η γενική γραμματέας του ΥΠΠΟΑ, Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη, που συντόνισε το πρώτο πάνελ ομιλητών.
Μεταξύ αυτών, ο Δημήτρης Παντερμαλής, ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας και πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης, που αναφέρθηκε στις προσπάθειες του ιδρύματος να κάνει τον επισκέπτη, με έναν απλό τρόπο, συμμέτοχο του μουσειακού γίγνεσθαι. «Μέσα σ' ένα μουσείο έχουμε αυθεντικά έργα, αλλά όσο κανείς τα μελετά τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι αυτά τα έργα έχουν φτάσει σε εμάς αλλοιωμένα. Πριν θέσουμε, λοιπόν, ερωτήματα πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε καλά ποια είναι τα αντικείμενα τα οποία ρωτάμε», συνέχισε ο καθηγητής, παρουσιάζοντας μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα αυθεντικών έργων που έχουν υποστεί απώλειες και αλλοιώσεις, αλλά με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας αναπαράχθηκε η αρχική τους μορφή. Το εντυπωσιακό αποτέλεσμα (όπως το παράδειγμα της αρχαϊκής κόρης που παρουσιάστηκε στην οθόνη σε όλο της το χρωματικό μεγαλείο ή το ανάγλυφο με τη «Σκεπτόμενη» Αθηνά, που μόλις έχει αρχίσει να αποκαλύπτει τα «μυστικά» της), βοηθά τον επισκέπτη όχι μόνο να κατανοήσει καλύτερα τα έργα, αλλά να έχει και μια βιωματική εμπειρία.
Η Τούλα Μαρκέτου, αρχαιολόγος και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), στην ομιλία της επισήμανε ότι «τα σχετικά ερωτήματα συνδέονται σήμερα με τις συλλογικές ταυτότητες και προβληματισμούς, όπως αυτοί διατυπώνονται στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης», αναφερόμενη ταυτόχρονα στις δράσεις του ΣΕΑ, όπως οι μαζικές κινητοποιήσεις όταν κινδυνεύει η πολιτιστική κληρονομιά. «Εμείς ρωτάμε τα μνημεία κι εκείνα απαντούν ότι πρέπει να παραμείνουν δημόσιο κοινωνικό αγαθό στο διηνεκές. Απαντούμε εμείς ως η φωνή και απάντηση όλων των αποψινών ερωτημάτων, ότι ο ΣΕΑ θα αγωνιστεί με κάθε μέσο ώστε τα μνημεία να παραμείνουν κοινωνικό αγαθό που θα προσφέρεται σε όλους και όλες για να μην καταλήξουν στο χαρτοφυλάκιο του υπερταμείου για αξιοποίηση και ρευστοποίηση», υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, η κ. Μαρκέτου.
Ο Γιάννης Παπαδάτος, αναπληρωτής καθηγητής προϊστορικής αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), μίλησε για την εμπειρία από τα προγράμματα δημόσιας αρχαιολογίας που έχει οργανώσει το ΕΚΠΑ στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών ανασκαφών στην Ανατολή Ιεράπετρας και στο Πλάσι Μαραθώνα. «Σε αντίθεση με τους συμβατικούς αρχαιολογικούς χώρους, μια ανασκαφή προσφέρει πολλές δυνατότητες και πλεονεκτήματα για τέτοιες δράσεις (σσ. εργαστήρια διαλόγου, μινωικά μαγειρέματα κ.α.), αφού δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να βιώσουν από κοντά και επομένως να κατανοήσουν πολύ καλύτερα την αρχαιολογική επιστήμη, τις μεθόδους και τις πρακτικές της. Και μάλιστα στο πλαίσιο μιας πολυαισθητηριακής εμπειρίας, που μπορεί να περιλαμβάνει ανεπανάληπτα συναισθήματα που γεννά η αποκάλυψη αρχαίων αντικειμένων στο χώμα», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής.
Το δεύτερο πάνελ της εσπερίδας συντόνισε ο Κώστας Στρατής, Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού. Στην τοποθέτησή του, ο κ. Στρατής επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «η μέριμνα για την προστασία, την ανάδειξη και τη διαχείριση των αρχαιοτήτων αποτελεί καθήκον διαρκές και αναπόδραστο προς μια κληρονομιά η οποία διαρκώς αυξάνεται και αποκαλύπτεται νέα είτε κυριολεκτικά, με ανασκαφές και νέα ευρήματα, είτε, κυρίως, μεταφορικά, αφού κάθε εποχή ξαναδιαβάζει το παρελθόν της, θέτει σε αυτό νέα ερωτήματα και επεξεργάζεται καινούργιες αναγνώσεις του».
Τις σκέψεις του «ως προς δυνατότητα της γεφύρωσης της αξιοποίησης του πολιτιστικού αποθέματος και του τουριστικού φαινομένου, όπως αυτό αρθρώνεται σήμερα», εξέφρασε στη δική του ομιλία ο 'Αγγελος Βλάχος, ιστορικός και σύμβουλος τουριστικής πολιτικής. «Τα αγαθά που συνδέονται με το πολιτιστικό απόθεμα αποτελούν ασφαλώς φυσικά μονοπώλια. Η μοναδικότητα αυτή έχει ως συνέπεια τη δυνατότητά τους να κινητοποιούν πολλαπλάσιους οικονομικούς πόρους από αυτούς που επενδύονται επ' αυτών, ιδίως όταν οι επενδύσεις αυτές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης αναπτυξιακής πολιτικής. Η οποία, κατά την ταπεινή μου άποψη, μας λείπει τις περισσότερες φορές τουλάχιστον», δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο κ. Βλάχος.
«Η Αρχαιολογική Υπηρεσία μπορεί να είναι εξαιρετικά πρωτοποριακή γιατί δεν της λείπει η φαντασία κι έχει και γνώση», δήλωσε η Αγγελική Κοτταρίδη, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, στην ομιλία της, «η αξιοποίηση των αρχαίων γίνεται αίτημα των τοπικών φορέων που εκδηλώνουν έντονο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες, οι οποίες όμως καλά θα κάνουν να βρίσκονται στο οικόπεδο του γείτονα και οι οποίες γίνονται ως δια μαγείας αόρατες μόλις αρχίσει η συζήτηση για κηρύξεις, προστασία, μορφολογικό έλεγχο κι επιβολή κανόνων δόμησης, πράγματα που σε άλλους τόπους, ίσως με λιγότερα προγονικά κλέη, είναι προφανή και αυτονόητα». Όσο για το αν «μπορεί η αειφορία να εναρμονιστεί με την επιθετική και αδηφάγα επιδίωξη του άμεσου μέγιστου κέρδους, με άλλα λόγια πόσους επισκέπτες αντέχουν τα μνημεία και σε ποιο χρόνο ή πόσες παρεμβάσεις τουριστικής αξιοποίησης καταστρέφουν ανεπιστρεπτί τον χώρο που υποτίθεται υπηρετούν και αναδεικνύουν, «φοβάμαι», είπε, «ότι αυτή η κατεπείγουσα συζήτηση ούτε που έχει ξεκινήσει…».
Στην εκδήλωση μίλησαν, επίσης, ο Δημήτρης Πλάντζος, κλασικός αρχαιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνδιευθυντής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής 'Αργους Ορεστικού (Καστοριά), η Μιμίκα Γιαννοπούλου, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην κλασική αρχαιολογία, μέλος του ΔΣ του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων (ΤΑΠ) και ο Στέλιος Λεκάκης, κλασικός αρχαιολόγος και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Newcastle.
Όλοι οι ομιλητές ευχαρίστησαν την υπουργό Πολιτισμού Μ. Ζορμπά για την εξαιρετική πρωτοβουλία της να διοργανώσει τη συγκεκριμένη συζήτηση.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου