Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2016

Η πεζογραφία φτωχότερη

Πέθανε ο συγγραφέας Αντώνης Σουρούνης!



"Με μεγάλη μας λύπη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του πολυβραβευμένου πεζογράφου και μέλους της Εταιρείας μας. Ο Αντώνης Σουρούνης έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, εμπνευσμένα από μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, από τα χρόνια που έζησε ως μετανάστης στη Γερμανία, από τα ποικίλα επαγγέλματα που άσκησε και από τον ιδιαίτερο τρόπο του να βλέπει τα πράγματα. Στους οικείους του εκφράζουμε τη συμπαράστασή μας."  
Εταιρεία Συγγραφέων

Αποτέλεσμα εικόνας για αντώνης σουρούνης
Πέθανε το βράδυ της Τετάρτης 5 Οκτωβρίου σε ηλικία 74 ετών στη Θεσσαλονίκη ο πεζογράφος Αντώνης Σουρούνης, έπειτα από χρόνια ασθένεια.

Γεννήθηκε το 1942 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε εκεί. To 1960, με την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών, εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει συγγενείς του.

Σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Κολωνίας, του Σααρμπρύκεν και του Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Στη συνέχεια εργάστηκε σε ποικίλα επαγγέλματα: από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας. Έζησε στη Φρανκφούρτη έως το 1970 όταν επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και βιοποριζόταν ως συγγραφέας. Τα τελευταία χρόνια είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του.


Στα πρώτα βιβλία του πρωταγωνιστούν άνθρωποι της νύχτας, άτομα λαϊκά ή άλλα, άντρες και γυναίκες, που ζουν ασκώντας τα πιο ετερόκλητα και απίθανα επαγγέλματα, σε συνθήκες δύσκολες και βρίσκονται γενικά στο περιθώριο της κοινωνικής αποδοχής: χαρτοπαίκτες, άνεργοι ναυτικοί, μαστρωποί, ναρκομανείς, πόρνες, βιομηχανικοί εργάτες, τυχοδιώκτες και μικροαπατεώνες. Μετά το 1990 και το Πάσχα στο χωριό, αρχίζουν να επικρατούν οι μυθιστορηματικές συνθέσεις με θέμα τα βιώματα ενός ταξιδιώτη ή μετανάστη που έχει επαναπατριστεί στην Ελλάδα.

Το 1995 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο Ο χορός των ρόδων. Το 2006 βραβεύτηκε από την εξαμηνιαία λογοτεχνική επιθεώρηση του περιοδικού να ένα μήλο και έναν χρόνο αργότερα από το περιοδικό Διαβάζω με το «Βραβείο μυθιστορήματος» για το έργο του Το μονοπάτι στη θάλασσα.

Η έκφραση του είναι λιτή, η γλώσσα του σκωπτική, ιδιωματική λαϊκή, μεταφορική. Σε συνέντευξή του στην Αναστασία Λαμπρία, που δημοσιεύτηκε στο protagon.gr το 2009, είχε πει για τον τρόπο της γραφής του: «Οι λέξεις: Όταν κάθομαι να γράψω γράφω λέξεις που δεν τις ξέρω. Δεν τις έχω ακούσει ποτέ. Κι ανοίγω το λεξικό να δω, είν’ αυτή η σωστή λέξη; Κι είναι αυτή η λέξη. Καμία άλλη, μόνο αυτή. Είναι σαν να τις έχω ξαναπεί κάποτε στη ζωή μου, σε άλλη ζωή ίσως. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μου λες ότι λείπουν τα επίθετα, δεν ξέρω τι είναι αυτό. Γράφω κατεβατά ολόκληρα, τελειώνει η φράση, η εικόνα, έρχεται η εικόνα και οι λέξεις βγαίνουν μετά, κατευθείαν (…) Δεν στήνω εγώ τα πρόσωπα, δεν στήνω τίποτα. Μόνοι τους παίρνουν θέση. Αλήθεια σου λέω. Εγώ είμαι ο δούλος, ο μπάτλερ τους που σερβίρω, δεν ξέρω τι γίνεται, ποτέ δεν ξέρω τι γίνεται».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ :Αντώνης Σουρούνης: "Ξύπνα και γράψε με" | Protagon.gr


Η  κηδεία του συγγραφέα θα γίνει σήμερα Πέμπτη 6 Οκτωβρίου στις 4.00 το απόγευμα, στην Αγία Αναστασία Θεσσαλονίκης (κάτω από τα κοιμητήρια).
*********************
 
 *********************
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
 2012)

Πάσχα στο χωριό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Έθνος
(2011) Μισόν αιώνα άνθρωπος, Έθνος
(2010) Νύχτες με ουρά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Οι συμπαίχτες, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Μισόν αιώνα άνθρωπος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Πάσχα στο χωριό, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Το μπαστούνι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Υπ' όψιν της Λίτσας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Το μονοπάτι στη θάλασσα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) 2004 Το ημερολόγιο της τύχης, Νάρκισσος
(2002) Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Γκας ο γκάνγκστερ, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996) Μισόν αιώνα άνθρωπος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1996) Το μπαστούνι, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1994) Les premieres meurent toujours les dernieres, Kauffmann
(1994) Ο χορός των ρόδων, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1992) Υπ' όψιν της Λίτσας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1989) Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Εκδόσεις Καστανιώτη
 
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2012) Τέλος καλό, όλα καλά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2012) Τέλος καλό, όλα καλά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Η Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Ιανός
(2005) Ο δρόμος για την Ομόνοια, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Το παιχνίδι των τεσσάρων, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1997) Άσεμνες ιστορίες, Εκδόσεις Πατάκη
(1997) Άσεμνες ιστορίες, Εκδόσεις Πατάκη
(1997) Άσεμνες ιστορίες, Εκδόσεις Πατάκη



Κριτικογραφία
Στα σαγόνια του συγγραφέα [Παντελής Καλιότσος, Ποιους θα δαγκώσω άμα λυσσάξω], "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 17.12.2010
 
 *********************
 ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

1. Αντώνη Σουρούνη, «Ξενοφοβία»

Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του '50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε:
«Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις».
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμη λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τί θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ' ένα μήνα το ξανάφησε.
«Ας με διώξουν», είπε. «Δεν θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».
Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας, κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να 'ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες των τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τί τρεφόμασταν εκεί απ' όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζομε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε, αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ' αυτήν.
Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ' αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν' ακούσουν τ' αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ' όλους, γιατί είχε καταντήσει να 'ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να 'ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ σ' ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τί σε περιμένει. Τα 'λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τί να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ' αυτά τα σκατά. Το σπίτι του βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν' ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν' αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε.
Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο, επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το 'τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω.
«Το καλοκαίρι θα 'ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μου μαθαίνει ελληνικά».
Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί νά 'ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.
[πηγή: Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 32002, σ. 43-45]
*****************
2. 
[......]Μείναμε δυο μέρες μαζί και τις νύχτες ακόμα πιο μαζί. Το πρωί της τρίτης μέρας έβαλα κι εγώ το δάχτυλό μου πάνω στο γυμνό της σώμα και άρχισα να γράφω.
Ξεκίνησα από κάτω προς τα πάνω με το πρώτο γράμμα κεφαλαίο, πέρασα στην κοιλιά, ανέβηκα στο στομάχι, στο στήθος, στο στέρνο, όπου πάνω του έγραψα την πιο δυσβάστακτη φράση και φτάνοντας στον μακρύ λαιμό της ζωγράφισα ένα μεγάλο ερωτηματικό. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της αόρατης γραφής η Χάριετ, στηριγμένη στους αγκώνες και με ανασηκωμένο κεφάλι, προσπαθούσε παίζοντας να μαντέψει τα γραφόμενά μου και μόλις έβαλα την τελεία στο ερωτηματικό, αναπήδησε. «Αυτό το κατάλαβα, αυτό το κατάλαβα!» φώναξε δείχνοντας τον λαιμό της. «Ρώτησες κάτι - δεν ρώτησες;». Δεν μιλούσα και συνέχισε με τον ίδιο ενθουσιασμό. «Αμα ρωτάς γι' αγάπη, σ' αγαπάω, άμα ρωτάς για καφέ, να μας κάνω, αν θες βόλτα και ρωτάς, θέλω κι εγώ, αν...» σταμάτησε ξαφνικά και χαμογέλασε αμήχανα. «Κι αν ρωτάς πότε θα φύγω, να φύγω...». «Εγώ θα φύγω», μίλησα επιτέλους. «Αυτό έγραφες τόση ώρα στο στήθος μου;» ρώτησε σέρνοντας την παλάμη της πάνω του, σαν να έσβηνε κάποιον λεκέ.
«Υποσχέθηκα σ' ένα φίλο που έρχεται από Ισπανία να τον περιμένω για να πάμε στη Μύκονο. Ακροβάτης είναι...» συμπλήρωσα, για να κάνω πιο πιστευτά τα λόγια μου μ' ένα τόσο σπάνιο επάγγελμα.
Κατέβηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται. «Πού πας;» ρώτησα με σφιγμένο το στομάχι. «Είσαι κι εσύ ακροβάτης;» ρώτησε αντί για απάντηση. «Οχι, δεν είμαι. Γιατί ντύνεσαι;». «Γιατί φεύγω. Ξέρεις, από την πρώτη στιγμή ήμουν σίγουρη ότι θα είσαι συγγραφέας», συνέχισε με ύφος απογοητευμένο. «Αλλά και ακροβάτης να είσαι, το ίδιο κάνει· και οι δύο περπατούν σε τεντωμένο σχοινί». «Σου είπα, δεν είμαι ακροβάτης, συγγραφέας είμαι». «Αλήθεια;» σταμάτησε να ντύνεται. «Το πέτυχα, λοιπόν!». «Δηλαδή, δεν είμαι ακόμη, αλλά θα γίνω», εξήγησα με σιγουριά. «Θα γίνεις για μένα;» ήρθε πιο κοντά μου. «Και για σένα». «Και για ποιον άλλο, για τον ακροβάτη;». «Για μένα», είπα και την αγκάλιασα.
Ηπιαμε καφέ σ' ένα γαλακτοπωλείο και φάγαμε φρέσκα τυροπιτάκια, που μόλις τα είχε βγάλει η γυναίκα από τον φούρνο. «Θα μου δώσεις την διεύθυνσή σου στην Αθήνα;» ρώτησε ξαφνικά. «Θα' θελα να σου στείλω καμιά κάρτα από τη Δανία, να δεις σε τι όμορφη χώρα ζω». Το είπε τη στιγμή που ετοιμαζόμουν εγώ να της ζητήσω διεύθυνση. Καθώς της την έδινα, μου έδινε κι εκείνη τη δική της, χωρίς να τη ζητήσω. «Ωραία!» χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά της. «Τώρα που έχουμε ο ένας τον άλλο στην τσέπη, μπορούμε να φύγουμε, ε;»
Πήραμε τον δρόμο για τον ξενώνα αμίλητοι. Οσο πλησιάζαμε σ' αυτόν τόσο πιο πολύ ένιωθα ότι απομακρύνομαι από κείνη. Μια-δυο φορές μου ήρθε να της πω, παράτα τον ξενώνα και τους συμφοιτητές, να παρατήσω κι εγώ τα ακροβατικά και να πάμε όπου θες, ακόμη και στη χώρα σου, δεν με νοιάζει. Την άλλη στιγμή όμως σκεφτόμουν τη φίλη μου, που θα ερχόταν και θα μ' έψαχνε και θα 'πρεπε να κρύβομαι συνέχεια, όχι τόσο από κείνη όσο από τον εαυτό μου. Το ότι την έκανα ακροβάτη από ακροβάτισσα έφτανε και περίσσευε, δεν είχα σκοπό να συνεχίσω τη ζωή μου από ψέμα σε ψέμα. Θα μπορούσα να την περιμένω εδώ και μετά ν' αποχωρήσω με χίλιες δυο προφάσεις, ακόμα και λέγοντάς της την αλήθεια, δεν μ' ένοιαζε. Μ' ένοιαζε όμως να κυκλοφορώ με ένα σακίδιο ψέματα και να τα πουλάω στους ανθρώπους.
Η μόνη που χάρηκε βλέποντάς μας ήταν η Ινγκριτ. Τις συνόδευσα στο πλοίο κι έμεινα στο μουράγιο ώσπου εκείνο χάθηκε μαζί με τα κορίτσια.
Το βράδυ ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μου έφερε ένα τηλεγράφημα. «Εκανα συμβόλαιο για ένα μήνα. Στοπ. Ελα Μαδρίτη. Στοπ». Το πρωί μπήκα στο πλοίο για την Κρήτη. Βρήκα τους συμφοιτητές τής Χάριετ, την Ινγκριτ, αλλά όχι τη Χάριετ. «Μου είπε ότι πάει στη Μύκονο να σε βρει», ανασήκωσε τους ώμους η φίλη της και ξανασήκωσα κι εγώ το σακίδιο.[.......]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

    ΚΟΣΜΟΣ   Ζαλίζει το κόστος της κλιματικής κρίσης στην Eλλάδα και την ΕΕ ...