Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2015

Υπέροχο διήγημα-Καταπληκτική ταινία



Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ
ΒΙΥ
Διήγημα

(Απόδοση από τα ρωσικά: Βασίλης Κ. Μηλίτσης)


 "Ο Βιυ" (Ρωσικά: Вий) είναι ένα διήγημα τρόμου γραμμένο από τον Νικολάι Γκόγκολ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1835 στη συλλογή Ιστορίες του Μιργκόροντ. Ο τίτλος αναφέρεται στο όνομα μιας δαιμονικής οντότητας, 
κεντρικής στην πλοκή του διηγήματος. 

 Με τους πρώτους χτύπους της καμπάνας από το κωδωνοστάσιο του σεμιναρίου της μονής Μπρατσκ,  ένα πλήθος μαθητών και φοιτητών – γραμματικών, ρητόρων και θεολόγων –  από ολόκληρη την πόλη του Κιέβου έσπευδαν στο σεμινάριο με τα βιβλία υπό μάλης για την έναρξη των καθημερινών μαθημάτων.

 Οι γραμματικοί δεν ήταν παρά σχολιαρούδια. Καθώς περπατούσαν σπρώχνονταν μαλώνοντας μεταξύ τους με τσιριχτές φωνές. Τα ρούχα τους ήταν σχεδόν κουρελιασμένα ή βρόμικα, και οι τσέπες τους ήταν φίσκα από άχρηστα πράγματα. Σφυρίχτρες καμωμένες από φτερό πένας, μισοφαγωμένα ζαχαρωτά, και μερικές φορές ακόμη κι από σπουργιτάκια, που καμιά φορά ένα από αυτά άρχιζε ξαφνικά να τιτιβίζει μέσα στην ασυνήθιστη ησυχία του μαθήματος κάνοντας στον κάτοχό του να φάει αρκετές ξυλιές στις παλάμες του με βέργα από κλαδί κερασιάς.

Οι ρήτορες ήταν περιποιημένοι: τα ρούχα τους ήταν συχνά εντελώς απείραχτα, αλλά τα πρόσωπά τους στολίζονταν σχεδόν πάντοτε από διάφορα διακριτικά, όπως ένα πρησμένο μάτι ή αντί για χείλη είχαν μια τεράστια φουσκάλα, ή ό, τι άλλα σημάδια. Μιλούσαν και βρίζονταν μεταξύ τους με φωνή τενόρου.

Οι φιλόσοφοι ακολουθούσαν με μια φωνή κατά μια οκτάβα χαμηλότερη. Οι τσέπες τους, εκτός από στελέχη δυνατού ταμπάκου, δεν περιείχαν τίποτε άλλο. Δε διέθεταν λεφτά για ολόκληρα κομμάτια καπνού, κι οτιδήποτε φαγώσιμο έπιαναν τα χέρια τους, το καταβρόχθιζαν αμέσως. Κάπνιζαν και έπιναν συνεχώς αναδίδοντας μια μυρωδιά αλκοόλ και καπνού, κι αν κάποιος περνούσε από κοντά τους, κοντοστεκόταν και οσμιζόταν τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο.

Κατά την ώρα αυτή η αγορά άρχισε να ζωντανεύει και γυναίκες έχοντας μπροστά τους τις πραμάτειες από κουλούρια, ψωμάκια με κολοκυθόσπορους και παπαρουνόσπορους τραβούσαν από τα μανίκια εκείνους τους επίδοξους πελάτες που φορούσαν ρούχα από ακριβό ύφασμα: -αρχοντόπουλα, ε, σεις αρχοντόπουλα, από δω, από δω! Φώναζαν από κάθε μεριά. –εδώ τα καλά κουλούρια,  καρβελάκια με παπαρουνόσπορους,, όλα φρέσκα, νόστιμα, εδώ τα μελομακάρονα! Μούρλια! Μια άλλη πάλι δείχνοντας κάτι μακρουλό και στριφτό, καμωμένο από ζυμάρι, ξεφώνιζε: -εδώ, αρχοντόπουλα, τα καλά κριτσίνια! Να, αγοράστε κριτσίνια! –μην αγοράσετε τίποτε απ’ αυτήν! Δε βλέπετε τι κακιά που είναι; Δείτε τι άσχημη μύτη έχει και τι λιγδιασμένα χέρια!

Αλλά τους φιλοσόφους και τους θεολόγους τους φοβούνταν, επειδή αυτοί αρέσκονταν να απλώνουν τα χέρια τους και να δοκιμάζουν χωρίς ποτέ να πληρώνουν.

Φθάνοντας στο σεμινάριο, ολόκληρο το πλήθος των σπουδαστών έμπαινε στις χαμηλοτάβανες, αλλά κατά τα άλλα ευρύχωρες, αίθουσες με τα μικρά παράθυρα, τις φαρδιές πόρτες και τα μουντζουρωμένα θρανία. Ξαφνικά οι αίθουσες γέμιζαν από ένα κακόφωνο βουητό: οι πρωτόσχολοι, άριστοι σπουδαστές των τελευταίων τάξεων, επιφορτισμένοι με την εκπαίδευση των νεότερων μαθητών, εξέταζαν τους μαθητές τους. Οι τσιριχτές φωνές των γραμματικών συντονίζονταν με τον αντίλαλο στα τζάμια κάνοντάς τα να τρίζουν. Σε μια γωνιά ακουγόταν ο βόμβος της φωνής ενός ρήτορα, που το στόμα του και τα χείλη του προσέδιδαν κύρος φιλοσόφου. Όλο αυτό το βαθύ μπάσο βουητό ακουγόταν από μακριά σαν ένα μπουμ, μπουμ, μπουμ… Οι πρωτόσχολοι ενώ επέβλεπαν το μάθημα με το ένα μάτι,  με το άλλο κοίταζαν κάτω από τα θρανία, μήπως ανακαλύψουν να προεξέχει από την τσέπη κάποιου υποτελούς σεμιναριστή  κανένα ψωμάκι, ή πίτα ή κολοκυθόσποροι.

Κάθε φορά που αυτό το λόγιο πλήθος έφθανε για μάθημα νωρίτερα, ή ανακάλυπταν πως οι καθηγητές τους αργούσαν πέρα από το κανονικό, με ομόφωνη απόφαση σχεδίαζαν μια μάχη, στΗν οποία έπρεπε να συμμετάσχουν όλοι, ακόμη και οι επιμελητές, που κατά τα άλλα ήσαν υπεύθυνοι να διατηρούν την τάξη και την ηθική σ’ όλο το σχολικό σώμα.

Συνήθως δυο θεολόγοι έκριναν τον τρόπο πώς θα διεξαγόταν η μάχη: είτε ολόκληρη η τάξη θα μαχόταν από μόνη της ή όλο το μαθητικό σώμα θα χωριζόταν σε δυο αντίπαλα μέρη, από τη μια μεριά οι λαϊκοί κι από την άλλη οι σεμιναριστές. Σε κάθε περίπτωση, πρώτοι άρχιζαν οι γραμματικοί, αλλά μόλις έμπαιναν οι ρήτορες στη μάχη, οι πρώτοι αποσύρονταν βιαστικά σε μια εξέδρα, από όπου παρακολουθούσαν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Κατόπιν εφορμούσαν στον αγώνα οι φιλόσοφοι με τα μακριά, μαύρα μουστάκια τους, και στο τέλος οι χοντρόλαιμοι θεολόγοι με τα τεράστια φουσκωτά παντελόνια τους. Συνήθως η έκβαση του αγώνα έφερε νικητές τους θεολόγους, ενώ οι φιλόσοφοι πιεζόμενοι και ξύνοντας τα πλευρά τους, αποσύρονταν στα θρανία να ανασάνουν.

Ο καθηγητής τους, γινόμενος ο ίδιος καμιά φορά μάρτυρας μιας τέτοιας μάχης, αμέσως αντιλαμβανόταν, με το που έμπαινε στην τάξη, από τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των σπουδαστών, αν η μάχη ήταν καλή. Και ενώ ο ίδιος ζέσταινε τις παλάμες ενός ρήτορα με μια βέργα από σημύδα, ένας άλλος καθηγητής στη διπλανή αίθουσα περιποιόταν ομοίως τα χέρια ενός φιλοσόφου μ’ έναν πλατύ ξύλινο χάρακα. Όσο για τους θεολόγους, αυτοί είχαν ξεχωριστή μεταχείριση: κατά την έκφραση του καθηγητή, τους έκανε τελατίνι μ’ ένα κοντό δερμάτινο καμουτσίκι.

Στις γιορτές και διακοπές οι σεμιναριστές έπαιρναν γύρο τα σπίτια της πόλης και έπαιζαν θέατρο. Ενίοτε ανέβαζαν μια κωμωδία, όπου πάντα ένας θεολόγος, λίγο πιο μικρός στο ανάστημα από το καμπαναριό του Κιέβου, πρωταγωνιστούσε στο ρόλο της Ηρωδιάδας ή της γυναίκας του Πετεφρή. Τότε έπαιρναν ως δώρο μερικές πήχεις ύφασμα ή ένα σακί αραποσίτι ή μισή ψητή χήνα ή ό, τι άλλο παρόμοιο.

Οι δυο κληρονομικά αντίπαλες φατρίες του σεμιναρίου – λαϊκοί και θρησκευτικοί – είχαν εντελώς εξαντλήσει τα μέσα διατροφής τους, και επιπλέον είχαν μια ακατάπαυστη όρεξη. Ήταν αδύνατο να υπολογίσεις τον αριθμό των γκαλούσκι που καταβρόχθιζαν στο δείπνο. Οι εθελοντικές πάλι δωρεές πλουσίων νοικοκύρηδων δεν επαρκούσαν. Τότε η επιτροπή της σχολής, αποτελούμενη από φιλοσόφους και θεολόγους, έστελνε τους γραμματικούς και τους ρήτορες υπό την αιγίδα ενός φιλοσόφου –χωρίς ενίοτε να εξαιρούνται και σεβάσμιοι επίτροποι – με σακιά στην πλάτη τους να εισβάλουν σαν ακρίδες στα μποστάνια των κατοίκων. Τότε το δείπνο των σπουδαστών εμπλουτιζόταν με χυλό κολοκύθας. Οι επιτροπή έπεφτε με τα μούτρα σε πεπόνια και καρπούζια και έτρωγαν μέχρι σκασμού. Την επόμενη μέρα οι ελεγκτές άκουγαν δύο απαγγελίες μαθημάτων: η μία έβγαινε από τα χείλη των μαθητών και η άλλη από τα στομάχια τους που γουργούριζαν. Μαθητές και σεμιναριστές φορούσαν μακριά επανωφόρια, παρόμοια με ρεντινγκότες, που έφθαναν μέχρι την επόμενη Παρασκευή, μια οικεία τους έκφραση που σημαίνει κάτω από τους αστραγάλους.

Το σπουδαιότερο ημερολογιακό γεγονός του σεμιναρίου ήταν η έναρξη των διακοπών – που ξεκινούσαν τον Ιούνιο και οι σπουδαστές πήγαιναν στα σπίτια τους. Τότε όλος ο κεντρικός δρόμος γέμιζε από γραμματικούς, ρήτορες, φιλοσόφους και θεολόγους. Όποιος απ’ αυτούς δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη, έβρισκε φιλοξενία στο σπίτι κάπου συντρόφου του. 

Οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι έβαζαν πλώρη μήπως βρουν καμιά θέση προγυμναστή σε παιδιά πλουσίων οικογενειών για να αμειφτούν στο τέλος της σαιζόν μ’ ένα ζευγάρι καινούριες μπότες, και μερικές φορές μ’ ένα επανωφόρι. Ολόκληρη αυτή η στρατιά των λογίων πορευόταν σε μια μεγάλη ορδή, ετοιμάζοντας το συνηθισμένο τους χυλό και κατασκηνώνοντας στο ύπαιθρο. Ο καθένας τους κουβαλούσε μαζί του έναν σάκο που περιείχε ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι τσουράπια.

Οι θεολόγοι ήταν ιδιαίτερα οικονόμοι και νοικοκυρεμένοι: για να φθείρουν τις μπότες τους, τις έβγαζαν και τις κουβαλούσαν στους ώμους τους, δεμένες στην άκρη ενός ραβδιού, ιδίως όταν ο δρόμος ήταν λασπωμένος. Κατόπιν ανασκούμπωναν τα μπατζάκια των παντελονιών τους μέχρι τα γόνατα, και άφοβα τσαλαβουτούσαν ξυπόλυτοι μέσα στις λακκούβες.

 Μόλις αντίκριζαν κανένα αγρόκτημα από τη μια ή την άλλη μεριά του δρόμου, λοξοδρομούσαν αμέσως και πλησίαζαν το αγροτόσπιτο, στέκονταν μαζεμένοι κάτω από τα παράθυρα και άρχιζαν να ψέλνουν. Ο νοικοκύρης, κάποιος αγρότης γέρο-Κοζάκος, άκουγε συγκινημένος για πολλή ώρα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του, και έκλαιγε με λυγμούς λέγοντας στη γυναίκα του:

 «Γυναικούλα μου, άκου τι σοφές ψαλμωδίες λένε οι σπουδαστές! Πήγαινε να τους φέρεις λίγο λαρδί ή ό, τι άλλο έχουμε.» Κι αμέσως ο σάκος τους γέμιζε με πρώτης ποιότητας λαρδί και αρκετές μπατσινόπιτες. Και αυτά ενίοτε συμπληρώνονταν μ’ ένα κοτόπουλο. Δυναμωμένοι μ’ αυτές τις προμήθειες, οι γραμματικοί, ρήτορες, φιλόσοφοι και θεολόγοι συνέχιζαν την πορεία τους.

Όμως, όσο πιο πολύ απομακρυνόταν το πλήθος από την πόλη, τόσο περισσότερο λιγόστευε. Βαθμηδόν οι περισσότεροι έφτασαν στα σπίτια τους, αφήνοντας πίσω εκείνους που οι οικογενειακές τους εστίες  βρίσκονταν ακόμη πιο μακριά.

Σε μια τέτοια πορεία τρεις σπουδαστές, βγήκαν από το δρόμο τους να ανανεώσουν τις προμήθειές τους στο πρώτο χωριό που θα συναντούσαν, μια και ο σάκος τους είχε προ πολλού αδειάσει. Οι εν λόγω σπουδαστές ήταν: ο θεολόγος Χαλιάβα, ο φιλόσοφος Χομά Μπρουτ και ο ρήτορας Τιμπέρι Γκορομπέτς.

Ο θεολόγος ήταν ψηλός με φαρδιούς ώμους και με εκκεντρική ιδιοσυγκρασία. Έκλεβε ό, τι έπιανε το χέρι του. Γενικά είχε ένα εξαιρετικά δύσθυμο ταμπεραμέντο, κι όταν ήταν υπό την επήρεια μέθης, πήγαινε να κρυφτεί μέσα στους θάμνους βάζοντας σε μεγάλους μπελάδες όλους εκείνους που έπρεπε να τον βρουν.

Ο φιλόσοφος Χομά Μπρουτ ήταν εκ φύσεως χαρωπός. Του άρεσε να χουζουρεύει και καπνίζει νωχελικά το τσιμπούκι του. Όταν όμως μεθούσε φώναζε τα όργανα και χόρευε τροπάκ. Συχνά έτρωγε το ξύλο της χρονιάς του, αλλά το δεχόταν με στωικότητα, δηλώνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του.

Ο ρήτορας τώρα Τιμπέρι Γκορομπέτς δεν είχε ακόμη το δικαίωμα να τρέφει μουστάκι, να πίνει  βότκα ή να καπνίζει τσιμπούκι. Είχε εντελώς κουρέψει τα μαλλιά του αφήνοντας μόνο ένα λοφίο στην κορυφή του κρανίου, διότι δεν είχε ακόμη ενηλικιωθεί. Αλλά αν έκρινε κανείς από τα καρούμπαλα που διακοσμούσαν συχνά το μέτωπό του στην τάξη, έδειχνε πως κάποτε θα γινόταν γενναίος πολεμιστής. Ο θεολόγος Χαλιάβα και ο φιλόσοφος Χομά συχνά του τραβούσαν το τσουλούφι σ’ ένδειξη ιδιαίτερης εύνοιας, και τον είχαν να κάνει τα θελήματά τους.

Είχε πέσει ήδη το σούρουπο όταν ξεστράτισαν σ’ ένα μονοπάτι από τον κεντρικό δρόμο. Ο ήλιος είχε βασιλέψει αλλά η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη ζεστή από τον καύσωνα της ημέρας. Ο θεολόγος και ο φιλόσοφος βάδιζαν σιωπηλοί καπνίζοντας τα τσιμπούκια τους, ενώ ο ρήτορας τσάκιζε μ’ ένα ραβδί τις κορυφές των γαϊδουράγκαθων στην άκρη του μονοπατιού. Το δρομάκι ελισσόταν ανάμεσα  από συστάδες με οξιές και φουντουκιές που φύτρωναν εδώ κι εκεί μέσα στα λιβάδια.

Μικρές πλαγιές και καταπράσινοι λόφοι, ολοστρόγγυλοι σαν τρούλοι, παρεμβάλλονταν στην επίπεδη πεδιάδα. Το ώριμο καλαμπόκι που διάκριναν σε δυο χωράφια μαρτυρούσε πως κάπου εκεί κοντά έπρεπε να βρίσκεται κάποιο χωριό. Είχε περάσει όμως πάνω από μια ώρα διασχίζοντας τα χωράφια και δεν υπήρχε ίχνος κατοικίας. Ήδη είχε νυχτώσει αρκετά και μόνο στο δυτικό ορίζοντα φαινόταν ακόμη μια αμυδρή κόκκινη φωταύγεια.

 «Τι στο διάτανο!» αναφώνησε απογοητευμένος ο φιλόσοφος Χομά Μπρουτ, «θα έπαιρνα όρκο ότι εδώ κοντά είναι ένα αγρόκτημα». Ο θεολόγος κοντοστάθηκε, κοίταξε γύρω του, έβαλε το τσιμπούκι στο στόμα του και οι τρεις τους συνέχισαν το δρόμο τους.

«Θεέ και Κύριε!» είπε ο φιλόσοφος και κοντοστάθηκε ξανά, «μ’ αυτό το σκοτάδι δεν μπορείς να δεις ούτε τη μύτη σου!» 

«Έλα, μπορεί να συναντήσουμε κάποιο αγρόκτημα λίγο πιο πέρα», είπε ο θεολόγος χωρίς να βγάλει το τσιμπούκι από το στόμα του.

Εν τω μεταξύ όμως η νύχτα έπεσε για τα καλά. Μικρά μαύρα σύννεφα έκαναν το σκοτάδι πιο πυκνό, μια και δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι. Οι σπουδαστές διαπίστωσαν ότι είχαν χάσει προ πολλού το δρόμο τους. Ο φιλόσοφος άρχισε να ψαχουλεύει γύρω του σέρνοντας τα πόδια του να βρει το μονοπάτι. Τελικά είπε απότομα: «Μα πού στην ευχή είναι ο δρόμος;» Ο θεολόγος στάθηκε για λίγο και μετά από σκέψη δήλωσε: «Πράγματι, η νύχτα είναι πίσσα σκοτάδι». Ο ρήτορας έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να ψάχνει ψηλαφητά να βρει το μονοπάτι, τα χέρια του όμως σκόνταφταν σε αλεποφωλιές. Γύρω τους απλωνόταν μια απέραντη στέπα, λες και δεν τη πάτησε ανθρώπινο πόδι. Οι ταξιδιώτες έκαναν μια άλλη προσπάθεια να προχωρήσουν, αλλά συναντούσαν μπροστά τους την έρημη στέπα που τους περιέβαλλε. Ο φιλόσοφος άρχισε να φωνάζει, αλλά η φωνή του έσβηνε στην απεραντοσύνη χωρίς καμιά ανταπόκριση. Μόνο λίγο αργότερα άκουσαν ένα αδύναμο σκούξιμο, παρόμοιο με ουρλιαχτό λύκου.

 «Άλλος μπελάς κι αυτός! Τι κάνουμε τώρα;» είπε ο φιλόσοφος.

«Τι θες να κάνουμε; Θα μείνουμε και θα περάσουμε τη νύχτα στα χωράφια!» αποκρίθηκε ο θεολόγος ψάχνοντας συγχρόνως στην τσέπη του να βρει την τσακμακόπετρα και να ξανανάψει το τσιμπούκι του. Ο φιλόσοφος όμως δεν ήταν της ίδιας γνώμης. Συνήθιζε πάντα πριν πέσει για ύπνο να γεμίσει την κοιλιά του με μισό καρβέλι ψωμί και ένα κιλό λαρδί, γι’ αυτό στην προκειμένη περίσταση ένιωθε στο στομάχι του ένα βασανιστικό κενό. Εξάλλου, παρόλη τη χαρωπή του ιδιοσυγκρασία, φοβόταν και λίγο τους λύκους.

«Όχι, Χαλιάβα, δε γίνεται,» είπε. «Πώς θέλεις  να ξαπλώσουμε κατάχαμα σαν τα σκυλιά χωρίς να βάλουμε κάτι στο στόμα μας να στυλωθούμε; Ας κάνουμε ακόμη μια προσπάθεια για να βρούμε κάποιο κατάλυμα  και να ζεστάνουμε το μέσα μας με κάνα ποτηράκι βότκα για να βγάλουμε τη νύχτα». Στο άκουσμα της λέξης βότκα, ο θεολόγος έφτυσε και δήλωσε: «Καλά λες, δεν ωφελεί να μένουμε άλλο εδώ έξω στα χωράφια».

Οι σπουδαστές συνέχισαν την πορεία τους και, προς μεγάλη τους χαρά, άκουσαν κάποιο σκυλί να γαυγίζει από μακριά. Στήνοντας τ’ αυτιά τους και διαπιστώνοντας από πού ερχόταν το γάβγισμα, αναπτερώθηκε το ηθικό τους. Προχωρώντας μετά από λίγο διέκριναν ένα φως. «Ένα αγροτόσπιτο, δόξα σοι, ο Θεός!» είπες ο φιλόσοφος. Το προαίσθημά του βγήκε αληθινό: σε λίγο πράγματι διέκριναν μικρό υποστατικό, αποτελούμενο μόνο από δυο μικρά σπίτια περιτριγυρισμένα από μια αυλή. Ένα φως έφεγγε στα παράθυρα. Πέντε με έξη δαμασκηνιές πλαισίωναν το φράκτη. Κοιτώντας μέσα από τα ανοίγματα της σανιδένιας αυλόπορτας, οι σπουδαστές διέκριναν μια αυλή, όπου εδώ και κει υπήρχαν διάφορα κάρα. Μερικά αστέρια ήδη άρχισαν να λαμπυρίζουν στον ουρανό.

«Άντε, σύντροφοι, ας βάλουμε τα δυνατά μας! Με κάθε κόστος πρέπει να βρούμε κάπου να βγάλουμε τη νύχτα!»

Οι τρεις λόγιοι άρχισαν να χτυπάνε δυνατά την αυλόπορτα και συγχρόνως να φωνάζουν: «Ανοίξτε!». Η πόρτα ενός από τα σπιτάκια ακούστηκε να ανοίγει τρίζοντας και ένα λεπτό αργότερα οι σπουδαστές είδαν μπροστά τους μια γριά που φορούσε ένα επανωφόρι από προβιά. «Ποιος είναι;» φώναξε ξεροβήχοντας. «Αφήστε μας να περάσουμε μέσα, γιαγιάκα, βόλεψέ μας να βγάλουμε τη νύχτα. Χαθήκαμε, είναι κρίμα να μείνουμε έξω στα χωράφια, και μάλιστα με άδειο στομάχι». «Αλλά τι σόι άνθρωποι είστε εσείς;» «Εντελώς άκακοι: είμαστε ο θεολόγος Χαλιάβα, ο φιλόσοφος Μπρουτ και ο ρήτορας Γκορομπέτς». «Δε γίνεται να σας φιλοξενήσω,» απάντησε μουρμουρίζοντας η γριά. «Όλο το σπίτι είναι γεμάτο κόσμο, και κάθε γωνιά είναι πιασμένη. Πού να σας βολέψω; Κι είστε αρκετά μεγαλόσωμοι για να γκρεμίστε το σπίτι. Σας ξέρω δα εσάς τους θεολόγους και φιλόσοφους. Μια και σας μπάσω σπίτι, είστε ικανοί να μας διώξετε. Μόλις αρχίζεις και μπάζεις μέσα μεθύστακες σαν του λόγου σας, χαιρέτα τα υπάρχοντά σου. Άντε, πάτε παραπέρα. Δεν υπάρχει χώρος εδώ για σας!»

«Λυπήσου μας, γιαγιάκα! Πώς μπορείς να είσαι τόσο άπονη; Μην αφήνεις Χριστιανούς να χαθούν. Βόλεψέ μας όπου να’ ναι, κι αν κάνουμε κάτι που δεν πρέπει ή αν προξενήσουμε οποιαδήποτε ζημιά, να ξεραθούν τα χέρια μας, και όλη η κατάρα του Θεού να πέσει πάνω μας!»  Η γριά φάνηκε να συγκινείται κάπως. «Καλά,» είπε αφού σκέφτηκε λίγο, «θα σας αφήσω να μπείτε, αλλά θα σας βάλω σε διαφορετικούς χώρους, γιατί δε θα ησυχάσω είσαστε όλοι μαζί τη νύχτα. Είστε ικανοί για κάθε κατεργαριά».

«Κάνε όπως καταλαβαίνεις. Δε θα το συζητήσουμε κιόλας,» απάντησαν οι σπουδαστές.

Η αυλόπορτα κινήθηκε βαριά πάνω στους ρεζέδες και οι τρεις τους μπήκαν στον αυλόγυρο.

«Λοιπόν τώρα, γιαγιάκα,» είπε ο φιλόσοφος, ακολουθώντας τη γριά, «εάν είχες κανένα ξεροκόμματο! Θεέ μου! Η άδεια κοιλιά μου γουργουρίζει σαν να περνά κάρο με άλογα. Έχω να βάλω ψωμάκι στο στόμα μου από την αυγούλα!»

«Αμ, τι σας έλεγα;» αποκρίθηκε η γριά. «Να που αρχίσατε με μιας τη διακονιά. Όμως δεν έχω ούτε φαΐ ούτε φωτιά στο σπίτι.»

«Μα θα πληρώσουμε για όλα,» συνέχισε ο φιλόσοφος. «Θα πληρώσουμε αύριο πρωί-πρωί με λεφτά.» Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα, «μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι.»

«Λοιπόν τώρα, γιαγιάκα,» είπε ο φιλόσοφος, ακολουθώντας τη γριά, «εάν είχες κανένα ξεροκόμματο! Θεέ μου! Η άδεια κοιλιά μου γουργουρίζει σαν να περνά κάρο με άλογα. Έχω να βάλω ψωμάκι στο στόμα μου από την αυγούλα!»

«Αμ, τι σας έλεγα;» αποκρίθηκε η γριά. «Να που αρχίσατε με μιας τη διακονιά. Όμως δεν έχω ούτε φαΐ ούτε φωτιά στο σπίτι.»

«Μα θα πληρώσουμε για όλα,» συνέχισε ο φιλόσοφος. «Θα πληρώσουμε αύριο πρωί-πρωί με λεφτά.» Και πρόσθεσε χαμηλόφωνα, «μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι.»

«Άντε βολευτείτε όπως-όπως και να πείτε κι ευχαριστώ. Καλά κουμάσια  μου έφερε ο διάβολος εδώ!»

Η απάντησή της πολύ απογοήτευσε το φιλόσοφο Χομά. Ξαφνικά όμως τη μύτη του χτύπησε η μυρωδιά λιαστού ψαριού. Ρίχνοντας μια ματιά στο φαρδύ παντελόνι του θεολόγου, ο οποίος βάδιζε δίπλα του, είδε ένα τεράστιο ψάρι να εξέχει από την τσέπη του. Ο τελευταίος είχε κιόλας αδράξει την ευκαιρία να κλέψει ένα ολόκληρο ψάρι από τα κάρα που βρίσκονταν στην αυλή. Περισσότερο ενήργησε έτσι από συνήθεια παρά από πείνα. Είχε ήδη ξεχάσει το ψάρι και έψαχνε να σουφρώσει κάτι άλλο. Έτσι ο φιλόσοφος έβαλε το χέρι του στην τσέπη του θεολόγου σαν να το έβαζε στη δική του και του άρπαξε το λάφυρο.

Εν τω μεταξύ η γριά βρήκε ένα κατάλληλο κατάλυμα για τον καθένα τους: το ρήτορα τον έβαλε σε μια παράγκα, το θεολόγο σε μια άδεια αποθήκη, και τέλος το φιλόσοφο σ’ ένα σκεπαστό μαντρί.

Μόλις ο φιλόσοφος έμεινε μόνος του, καταβρόχθισε το ψάρι εν ριπή οφθαλμού, εξέτασε το καλαμένιο χώρισμα του μαντριού, έδωσε μια κλωτσιά ένα γουρούνι που έχωσε με περιέργεια τη μουσούδα του από το διπλανό κουμάσι μέσα από ένα άνοιγμα, και ξάπλωσε από τη δεξιά μεριά και κοιμήθηκε σαν ψόφιος.

Ξαφνικά άνοιξε η χαμηλή πορτούλα και μπήκε σκυφτά μέσα στο μαντρί η γριά.

‘Λοιπόν, γιαγιάκα, τι γυρεύεις εδώ;’ Ρώτησε ο φιλόσοφος.

Δεν έδωσε καμιά απάντηση, αλλά πλησίασε προς το μέρος του με απλωμένα χέρια.

‘Αχά, βλέπω που το πας, περιστεράκι μου, αλλά δε θα γίνει το χατίρι σου. Παραείσαι μεγάλη για τέτοια’ σκέφτηκε ο φιλόσοφος και έκανε προς τα πίσω, αυτή όμως συνέχιζε να τον πλησιάζει σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει. Μεγάλος φόβος τον κατέλαβε, γιατί είδε τα μάτια της γριάς στρίγκλας να λάμπουν παράξενα. ‘Άκου, γιαγιά, Σαρακοστή έχουμε και δε θέλω ν’ αμαρτήσω, ούτε για χίλια χρυσά.’ Η γριά όμως του όρμησε  χωρίς να πει λέξη. Αυτός την έσπρωξε προς τα πίσω. ‘Κάνε πίσω, στρίγκλα, μακριά από μένα!’ ξεφώνισε. Αυτή όμως συνέχισε να απλώνει τα χέρια του να τον αγκαλιάσει.

Έκανε να βγει πηδώντας, αλλά αυτή στάθηκε στην πόρτα και του έφραξε το δρόμο. Τα μάτια της πετούσαν φλόγες καθώς τον πλησίασε. Ο φιλόσοφος προσπάθησε να την απωθήσει αλλά προς κατάπληξή του δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε χέρια ούτε πόδια, κι ούτε μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη για να τον ακούσει κανείς. Άκουγε μόνο την καρδιά του να χτυπά δυνατά, κι ενώ η γριά τον πλησίαζε, αυτός σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος του, κι έσκυψε το κεφάλι του. Τότε σβέλτη σαν γάτα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στον ώμο του, τον χτύπησε στα πλευρά με μια σκούπα, κι αυτός άρχισε να τρέχει σαν άλογο κουβαλώντας την στους ώμους.

Όλα αυτά συνέβησαν με τέτοια γρηγοράδα που ο φιλόσοφος μετά βίας μπορούσε να σκεφτεί. Έπιασε με τα χέρια του τα γόνατά του για να σταματήσει τα πόδια του να μην τρέχει. Αλλά προς μεγάλη του έκπληξη τα πόδια του έτρεχαν προς τα εμπρός ενάντια στη θέλησή του και έφευγε καλπάζοντας πιο γρήγορα  κι από ένα καυκάσιο άτι.

Πετώντας πάνω από την αγροικία, βγήκαν σε μια ανοιχτή επίπεδη κοιλάδα, που δίπλα της εκτεινόταν ένα κατάμαυρο δάσος, τότε μόνο ο φιλόσοφος κατάλαβε τι γινόταν: «Αχά, εμ βέβαια. Αυτή είναι μάγισσα».


Ένα νέο φεγγάρι, σαν δρεπάνι, έφεγγε στον ουρανό. Το άτολμο φως του μεσονυκτίου έπεφτε απαλά πάνω στη γη σαν πέπλο. Δάση, λιβάδια, ακόμη κι ο ίδιος ο ουρανός, φαίνονταν σαν να κοιμούνταν με ανοιχτά μάτια. Η νυχτερινή αύρα ήταν ταυτόχρονα ζεστή και υγρή. Τα δέντρα και οι θάμνοι έριχναν μακριές σκιές, σαν ουρές από κομήτες, πάνω στην ελαφρά πλαγιαστή πεδιάδα. Τέτοια ήταν η νύχτα που ο φιλόσοφος Χομά Μπρουτ κάλπαζε με τον παράξενο καβαλάρη στην πλάτη του. Ένα παράξενο καταθλιπτικό, γλυκό και συνάμα δυσάρεστο συναίσθημα πλημμύριζε την καρδιά του. Έσκυψε το κεφάλι του και είδε πως τα χόρτα, που προηγουμένως, άγγιζαν τα πόδια του, φαίνονταν να φύτρωναν πολύ πιο κάτω από αυτόν, βαθειά στον πάτο μιας θάλασσας, πεντακάθαρης σαν το βουνίσιο ρυάκι. Πάνω στη επιφάνειά της μπορούσε να διακρίνει την αντανάκλασή του με τη μάγισσα πάνω στην πλάτη του. Και στη θέση του φεγγαριού έβλεπε τώρα να λάμπει ένας ήλιος. Έβλεπε τις καμπανούλες να γέρνουν τα κεφαλάκια τους και να βγάζουν ένα ευχάριστο κουδούνισμα. Είδε μετά μια νεράιδα να βγαίνει από μια συστάδα καλαμιών. Είδε την πλάτη της και τα πόδια της να λαμποκοπούν μπροστά στα μάτια του και παρατήρησε πως ήταν φτιαγμένη από μια καθαρή, τρεμάμενη γυαλάδα. Γύρισε προς το μέρος του και είδε στο πρόσωπό της δυο απαστράπτοντα μάτια, ενώ έλεγε ένα τραγούδι που διαπερνούσε την ψυχή του. Κατόπιν τον πλησίασε, άγγιξε την επιφάνεια του νερού, ξέσπασε σε αργυρόηχα γέλια και έφυγε κολυμπώντας. Κατόπιν την ξαναείδε να κολυμπά ανάσκελα, δείχνοντας τα άσπρα πορσελάνινα στήθη της, που έλαμπαν στο φως του ήλιου. Μικρές μαργαριταρένιες στάλες νερού ήταν σκορπισμένες πάνω τους.

Τα είδε όλα αυτά ή όχι; Ονειρευόταν ή ήταν ξυπνητός; Και τι ήταν αυτό εκεί κάτω – άνεμος ή μουσική; Φαινόταν να έρχεται όλο και πιο κοντά και διαπερνούσε την ψυχή του σαν τραγούδι που δυνάμωνε και έπεφτε. ‘Τι είναι αυτό;’ αναρωτιόταν καθώς ατένιζε εκείνα τα βάθη καλπάζοντας ολοένα.

Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Βίωνε ταυτόχρονα ένα παράξενο συναίσθημα καταπίεσης και ευδαιμονίας σ’ όλο του το είναι. Συχνά αισθανόταν ότι δεν είχε πλέον καρδιά και πίεζε ανήσυχος το στήθος του με το χέρι για να βεβαιωθεί. Αλλόφρονας και ξεθεωμένος από την κούραση, άρχισε να φέρνει στη μνήμη του όλες τις προσευχές που ήξερε. Άρχισε να απαγγέλλει σιγανά όλα τα ξόρκια κατά των κακών πνευμάτων όταν ξαφνικά ένιωσε μια αίσθηση ανακούφισης. Τα πόδια του άρχισαν να επιβραδύνουν το βήμα τους και το κράτημα της μάγισσας στο σβέρκο του έγινε πιο αδύναμο. Τα πόδια του άγγιξαν το πυκνό χόρτο και έπαψε να βλέπει οτιδήποτε παράξενο γύρω του. Το λαμπρό μισοφέγγαρο ξανάρχισε να λάμπει στον ουρανό.

«Λαμπρά!», σκέφτηκε ο φιλόσοφος Χομά Μπρουτ και συνέχισε να λέει τα ξόρκια του φωναχτά. Τελικά αστραπιαία τίναξε από πάνω του τη μάγισσα και μ’ ένα άλμα βρέθηκε τώρα ο ίδιος στους ώμους της. Η μάγισσα τώρα άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα που ο καβαλάρης δεν πρόφταινε ν’ ανασάνει. Το έδαφος έφευγε από τα πόδια της και τα πάντα φαίνονταν καθαρά ακόμη και στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Οι κοιλάδες ήταν ομαλές, αλλά τόσο που έτρεχε η μάγισσα έκανε τα πράγματα να θαμπώνουν μπροστά στα μάτια του. Παρόλη την τρεχάλα, ο Χομά πρόφθασε ν’ αρπάξει ένα ραβδί που βρισκόταν στο δρόμο τους, και μ’ αυτό άρχισε να ξυλοφορτώνει τη μάγισσα. Αυτή έμπηξε κάτι άγρια ουρλιαχτά από πόνο και λύσσα, στην αρχή απειλητικά, αλλά σιγά-σιγά γίνονταν αδύναμα και τελικά τόσο απαλά και γλυκά που ακούγονταν σαν αργυρόηχα κουδουνίσματα και τον συγκινούσαν κατάβαθα στην ψυχή του. Τότε του ήρθε άθελά του μια σκέψη: είναι πράγματι η μάγισσα γριά;

«Ο, δεν αντέχω άλλο», αναστέναξε με κομμένη την ανάσα και εντελώς αποκαμωμένη πέφτοντας στο έδαφος.

Ο Χομά στάθηκε στα πόδια του και την κοίταξε στα μάτια: άρχισε να χαράζει και στο βάθος φάνταζαν οι τρούλοι των εκκλησιών του Κιέβου λαμπυρίζοντας αχνά στο πρωινό φως. Μπροστά κείτονταν μια όμορφη κοπέλα με λαμπερά, ανάκατα μαλλιά και με βλέφαρα μακριά σαν βέλη. Ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι με απλωμένα τα γυμνά της μπράτσα, να βογκάει και τα μάτια της να πλημμυρίζουν δάκρυα.

Ο Χομά άρχισε να τρέμει σαν το φύλλο και κατακλύστηκε από ένα ανείπωτο μείγμα οίκτου, ταραχής και δειλίας – αισθήματα πρωτόγνωρα γι’ αυτόν. Το’ βαλε στα πόδια αμέσως, και καθώς έτρεχε, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, δεν μπορούσε να εξηγήσει το παράξενο και πρωτόγνωρο συναίσθημα που ένιωθε. Δεν είχε πια καμιά διάθεση να γυρίσει πίσω στο αγροτόσπιτο, κι έτσι έσπευσε προς το Κίεβο συλλογιζόμενος συγχρόνως το ασυνήθιστο αυτό συμβάν.





* * * * *



Περίπου την περίοδο εκείνη βούιξε ο τόπος από φήμες πως η κόρη ενός πλούσιου σότνικ, που το τσιφλίκι του βρισκόταν κάπου πενήντα βέρστια μακριά από το Κίεβο, είχε γυρίσει σπίτι από έναν περίπατο σε άθλια κατάσταση, σχεδόν μισοπεθαμένη. Ούτε καν είχε τη δύναμη να φτάσει μέχρι την πόρτα του πατέρα της. Και εκεί έπεσε ετοιμοθάνατη εκφράζοντας την τελευταία επιθυμία της μετά το θάνατό της για τρεις μέρες να διαβαστούν προσευχές πάνω στο φέρετρό της από κάποιον σπουδαστή του σεμιναρίου του Κιέβου, ονόματι Χομά Μπρουτ. Το γεγονός τούτο κοινοποιήθηκε στο φιλόσοφο από τον ίδιο τον πρύτανη του σεμιναρίου καλώντας τον στο γραφείο του και λέγοντάς τον να ξεκινήσει αμέσως, μια και ο πλούσιος σότνικ έστειλε υπηρέτες και μια άμαξα για να τον μεταφέρουν. Ο φιλόσοφος άρχισε να τρέμει και κυριεύτηκε από ένα δυσάρεστο και αδιευκρίνιστο προαίσθημα. Αισθάνθηκε ένα καταθλιπτικό προμήνυμα ότι κάτι κακό θα του συνέβαινε και χωρίς να σκεφτεί δήλωσε πως δεν είχε καμιά όρεξη να πάει. 

‘Για άκου δω, κυρ Χομά,’ είπε ο πρύτανης, ο οποίος κάτω από άλλες συνθήκες μιλούσε πολύ ευγενικά στους σπουδαστές του. ‘Δεν προτίθεμαι να σε ρωτήσω αν θες να πας ή όχι. Το καλό που σου θέλω είναι να πας γιατί σε περίπτωση ανυπακοής θα βάλω να σε δείρουν τόσο δυνατά με βέργες σημύδας που δε θα σκεφτείς να κάνεις μπάνιο για πολύν καιρό’.

Ο φιλόσοφος έξυσε το κεφάλι του και βγήκε σιωπηλός από το γραφείο, σκοπεύοντας να το σκάσει με την πρώτη ευκαιρία. Με πολλή σκέψη, άρχισε να κατεβαίνει τα απότομα σκαλιά που οδηγούσαν στην περιτριγυρισμένη από πυκνές λεύκες αυλή. Κοντοστάθηκε για λίγο στα σκαλιά γιατί άκουσε τον πρύτανη να δίνει με δυνατή φωνή σαφείς οδηγίες στον οικονόμο του, και σε κάποιον άλλο, ίσως αγγελιοφόρο σταλμένο από τον σότνικ.

‘Ευχαρίστησε τον αφέντη σου για το πλιγούρι και τ’ αυγά,’ είπε ο πρύτανης, ‘και πες του πως μόλις είναι έτοιμα τα βιβλία που αναφέρει στο σημείωμά του, θα του τα στείλω. Τα έχω ήδη δώσει σ’ έναν γραφέα για να τ’ αντιγράψει. Και μην ξεχάσεις να υπενθυμίσεις στον αφέντη σου πως έχει στις λιμνούλες του εξαιρετικά ψάρια, ιδιαίτερα εκλεκτούς οξυρύγχους. Θα είχε την καλοσύνη να μου στείλει μερικά όταν ευκαιρήσει, καθώς εδώ στην αγορά τα ψάρια είναι ακριβά και κακής ποιότητας. Και συ, Γιαφτούχ, κέρασε στους συντρόφους σου ένα ποτηράκι ποτό. Το νου σου επίσης να δέσεις το φιλόσοφο, γιατί αλλιώς θα τον ψάχνουμε και δε θα τον βρίσκουμε’.

‘Για δες τον αχρείο του κερατά!’ σκέφτηκε ο φιλόσοφος. ‘Κάτι μυρίστηκε το γλοιώδες ερπετό και πάει να μου τη φέρει!’

Μόλις κατέβηκε στην αυλή είδε την άμαξα, που με την πρώτη ματιά την πέρασε για αχερώνα με ρόδες. Ήταν πράγματι ευρύχωρη σαν καμίνι όπου μπορούσες να ψήσεις τούβλα. Ήταν μια άμαξα Κρακοβίας σαν εκείνες που οι Εβραίοι ταξίδευαν σε ομάδες από πόλη σε πόλη, για να βρουν μια καλή αγορά. Έξι γεροδεμένοι, αν και κάπως ηλικιωμένοι, Κοζάκοι, περίμεναν δίπλα στην άμαξα. Τα ρούχα τους, από ακριβό ύφασμα και στολισμένα με χρυσαφένια σιρίτια και φούντες, έδειχναν ότι ο κύριός τους ήταν πλούσιος και σημαντικός. Κάτι μικρές ουλές στο πρόσωπό τους μαρτυρούσαν τη γενναιότητά τους το πάλαι στο πεδίο της μάχης.

‘Τι μου μένει να κάνω;’ Αναρωτήθηκε ο φιλόσοφος. ‘Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.’ Κι έτσι πλησιάζοντας τους Κοζάκους είπε ‘Καλή σας μέρα, σύντροφοι.’

‘Καλώς όρισες, κυρ Φιλόσοφε!’ απάντησαν κάποιοι απ’ αυτούς.

‘Λοιπόν, θα ταξιδέψω μαζί σας! Υπέροχο όχημα,’ συνέχισε να λέει καθώς ανέβαινε στην άμαξα. ‘Αν είχαμε και όργανα, θα χορεύαμε κιόλας πάνω του.’

‘Ναι, είναι ευρύχωρη άμαξα,’ είπε ένας από τους Κοζάκους, κι έκατσε  συνάμα στη θέση δίπλα στον αμαξά. Ο αμαξάς είχε δέσει ένα πανί γύρω από το κεφάλι του, καθώς είχε κιόλας βρει την ευκαιρία να βάλει αμανάτι το καπέλο του σ’ ένα καπηλειό. Οι υπόλοιποι πέντε, με το φιλόσοφο, μπήκαν κι αυτοί στην τεράστια άμαξα και κάθισαν πάνω σε σακιά γεμάτα από κάθε λογής πράγματα που αγόρασαν στην πόλη.

‘Θα ήθελα να μάθω,’ είπε ο φιλόσοφος, ‘εάν όλη αυτή η άμαξα ήταν φορτωμένη με αλάτι ή σίδερο, πόσα άλογα θα χρειάζονταν να τη σύρουν;’

‘Πράγματι,’ είπε ο Κοζάκος που καθόταν πλάι στον αμαξά, αφού σκέφτηκε για λίγο, ‘θα χρειάζονταν πολλά.’

Και δίνοντας αυτή την ικανοποιητική απάντηση, ο Κοζάκος θεώρησε πως είχε το δικαίωμα να παραμείνει σιωπηλός καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής.

Ο φιλόσοφος φλεγόταν από περιέργεια να μάθει τι σόι άνθρωπος ήταν ο σότνικ και τι χαρακτήρα είχε. Ήταν επίσης περίεργος να μάθει για την κόρη του, η οποία είχε επιστρέψει στο σπίτι με τόσο παράξενο τρόπο και τώρα ήταν ετοιμοθάνατη, και το πεπρωμένο της φαινόταν να σχετίζεται με το δικό του. Ήθελε επίσης να ξέρει πώς ζούσαν στο σπίτι του σότνικ. Αλλά οι Κοζάκοι ήταν μάλλον φιλόσοφοι σαν κι αυτόν, διότι ως απάντηση στις απορίες του απλά έβγαζαν σύννεφα καπνού από τα τσιμπούκια τους και βολεύονταν όσο μπορούσαν πιο άνετα πάνω στα σακιά τους.

Εν τω μεταξύ, ένας απ’ αυτούς απηύθυνε στον αμαξά μια σύντομη προσταγή: ‘Ε, Οβέρκο, τα μάτια σου ανοιχτά, γέρο-υπναρά, και όταν φτάσουμε στο καπηλειό που είναι πάνω στο δρόμο για το Τσουκραϊλόφ, μην ξεχάσεις να σταματήσεις και να μας ξυπνήσεις αν μας έχει πάρει ο ύπνος.’ Κι αμέσως άρχισε να ροχαλίζει δυνατά. Πλην όμως, η προτροπή του ήταν εντελώς περιττή. Δεν πρόλαβε καλά-καλά η τεράστια άμαξα να πλησιάσει το προαναφερθέν καπηλειό, και όλοι φώναξαν ομόφωνα: ‘Στάσου, στάσου!’ Εξάλλου, τα άλογα του Οβέρκο ήταν μαθημένα να σταματάνε από μόνα τους έξω από κάθε χάνι.

Παρόλη την κάψα του Ιούλη, κατέβηκαν όλοι και μπήκαν σ’ ένα χαμηλό, βρόμικο δωμάτιο όπου ο Εβραίος πανδοχέας τους καλωσόρισε με φιλικό τρόπο σαν παλιούς γνώριμους και βάλθηκε με μεγάλη προθυμία να τους εξυπηρετήσει. Τους έφερε μερικά λουκάνικα, κρύβοντάς τα κάτω από το μακρύ επανωφόρι του και τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, γυρίζοντας αμέσως την πλάτη του σε μια τροφή που απαγόρευε το Ταλμούδ.  Όλοι κάθισαν γύρω από το τραπέζι και δεν πέρασε πολλή ώρα που ο καθένας τους είχε μπροστά του μια πήλινη κανάτα. Ο φιλόσοφος Χομά ήταν αναγκασμένος να συμμετάσχει κι αυτός στο τσιμπούσι, και καθώς οι Ουκρανοί όταν μεθούν αρχίζουν να φιλούν ο ένας τον άλλον και να κλαίνε, όλο το δωμάτιο ηχούσε από εκδηλώσεις στοργής. ΄

‘Έλα, έλα δω, Σπίριντ, έλα να σ’ αγκαλιάσω!’

‘Έλα κι εσύ, Ντόρος, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου!’

Ένας Κοζάκος μ’ ένα γκρίζο μουστάκι, ο μεγαλύτερος απ’ όλους στην ηλικία, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του και άρχισε να ρίχνει μαύρο δάκρυ, επειδή θυμήθηκε πως ήταν πεντάρφανος πάνω στον απέραντο κόσμο του Θεού. Ένας άλλος ψηλός και πολυλογάς πάσχιζε να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του, ‘για όνομα του Θεού, μην κλαις! Έλα, έλα – είναι θέλημα Θεού.’

Ο Κοζάκος, που τον φώναζαν Ντόρος, ήταν όλο περιέργεια, και απηύθυνε πολλές ερωτήσεις στο φιλόσοφο Χομά. ‘Πολύ θα ήθελα να ξέρω,’ ρωτούσε, ‘τι μαθαίνετε στο σεμινάριο, μαθαίνετε τα ίδια πράγματα που διαβάζει ο διάκος στην εκκλησία ή κάτι άλλο;’

‘Τι ρωτάς,’ είπε ο παρηγορητής, ‘ας τους να μαθαίνουν ό, τι θέλουν. Ο Θεός ξέρει τα μέλλοντα. Ο Θεός τα ξέρει όλα.’

‘Όχι, θέλω να μάθω,’ απάντησε ο Ντόρος, ‘θέλω να ξέρω τι γράφουν τα βιβλία τους. Μπορεί να γράφουν κάτι διαφορετικό από το βιβλίο του διάκου.’

‘Για το Θεό!’ είπε ένας άλλος, ‘γιατί όλη αυτή η κουβέντα; Είναι θέλημα Θεού και κανείς δεν μπορεί ν’ αλλάξει ό, τι κανονίζει.’

‘Εγώ, όμως, θέλω να ξέρω τι γράφουν τα βιβλία. Θα γραφτώ κι εγώ στο σεμινάριο, μα το Θεό, θα το κάνω. Νομίζεις πως δε θα μάθω; Όλα, θα τα μάθω όλα.’

‘Θεέ και Κύριε! ‘αναφώνησε ο παρηγορητής, και έγειρε το κεφάλι του στο τραπέζι, γιατί δεν μπορούσε να το κρατήσει όρθιο.

Οι υπόλοιποι Κοζάκοι μιλούσαν για τα αφεντικά τους και γιατί λάμπει το φεγγάρι στον ουρανό.

Όταν ο φιλόσοφος Χομά έκρινε σε τι κατάσταση βρίσκονταν, αποφάσισε να επωφεληθεί και να την κοπανίσει. Πρώτα αποτάθηκε στον γκριζομάλλη Κοζάκο, ο οποίος θρηνούσε για το χαμό των γονιών του. ‘Μα, καλέ μου θείε,’ του είπε, ‘γιατί κλαις έτσι; Κι εγώ ορφανό είμαι! Αφήστε με να φύγω, παιδιά, τι με θέλετε;’

‘Αφήστε τον να πάει!’ είπε κάποιος από αυτούς, ‘ορφανό είναι το καημένο, αφήστε τον να πάει όπου θέλει.’

Και ήταν έτοιμοι να τον ξεπροβοδίσουν οι ίδιοι, όταν εκείνος που διψούσε για γνώση τους σταμάτησε και τους είπε, ‘Μη, θέλω να μου πει για το σεμινάριο. Θα γραφτώ κι εγώ στο σεμινάριο.’

Προσέτι, δεν ήταν και βέβαιο εάν ο φιλόσοφος θα ήταν σε θέση να εκτελέσει το σχέδιο της διαφυγής του, διότι καθώς προσπάθησε να σηκωθεί από το κάθισμά του, αισθάνθηκε τα πόδια του σαν από ξύλο και άρχισε να βλέπει την πόρτα διπλή και τρίδιπλη και με δυσκολία θα μπορούσε να βρει τη σωστή έξοδο.

Και μόνο όταν έπεσε το βραδάκι, θυμήθηκε η παρέα ότι έπρεπε να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Συνωστίσθηκαν μέσα στην άμαξα, μαστίγωσαν τα άλογα, και βάλθηκαν να λένε ένα τραγούδι που τα λόγια του και τη σημασία ήταν δύσκολο να καταλάβεις. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας περιπλανιόνταν εδώ και κει, έχοντας χάσει το δρόμο που έπρεπε να τον ξέρουν με κλειστά μάτια. Επιτέλους κατηφόρισαν απότομα μπαίνοντας σε μια κοιλάδα, και ο φιλόσοφος παρατηρούσε φευγαλέα δεντράκια και στέγες σπιτιών. Όλα αυτά ανήκαν στην ιδιοκτησία του σότνικ.

Ήταν κιόλας περασμένα μεσάνυχτα. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, αν και λίγα αστέρια λαμπύριζαν εδώ κι εκεί. Φως δε φαινόταν από κανένα σπίτι. Μπήκαν σε μια μεγάλη αυλή με σκυλιά να γαβγίζουν. Από όλες τις μεριές υπήρχαν αχερώνες και μικρά σπιτάκια με καλαμένιες στέγες. Ακριβώς απέναντι από την πύλη της αυλής ήταν ένα οίκημα μεγαλύτερο από τα άλλα και φαινόταν να είναι η κατοικία του σότνικ. Η άμαξα σταμάτησε μπροστά σε μια μικρή αχερώνα, και οι επιβάτες της μπήκαν βιαστικά μέσα και έπεσαν για ύπνο. Ο φιλόσοφος προσπάθησε να περιεργαστεί το εξωτερικό του σπιτιού, αλλά όσο κι αν έτριβε τα μάτια του, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε. Το σπίτι έμοιαζε να μεταμορφώνεται σε αρκούδα και η καμινάδα στον πρύτανη του σεμιναρίου. Μετά αφέθηκε στην αγκαλιά του μορφέα. 

Όταν το επόμενο πρωί ξύπνησε, ολόκληρο το σπίτι βρισκόταν σε μεγάλη  αναστάτωση. Η νεαρή αρχοντοπούλα είχε πεθάνει μέσα στη νύχτα. Οι υπηρέτες έτρεχαν αλαφιασμένοι πέρα δώθε. Οι γριές έκλαιγαν και θρηνολογούσαν, και ένας συρφετός από περίεργους κοίταζαν προσηλωμένοι μέσα από την περίφραξη στην αυλή, σαν να ήταν κάτι το αξιοπερίεργο να δουν. Ο φιλόσοφος τώρα άρχισε να περιεργάζεται την τοποθεσία και τα οικήματα, που δεν μπόρεσε να δει τη νύχτα.

Το σπίτι του σότνικ ήταν ένα από κείνα τα χαμηλά και μικρά κτήρια, τέτοια που συνήθιζαν να χτίζουν άλλοτε στη Ρουθηνία.  Είχε σκεπή από βρίζα, ένα οξυκόρυφο αέτωμα, μ’ ένα παράθυρο σε σχήμα ματιού. Ήταν παντού ζωγραφισμένο με γαλάζια και κίτρινα λουλούδια, και με κόκκινα μισοφέγγαρα. Στηριζόταν πάνω σε μικρές δρύινες κολώνες, εξαγωνικές στη βάση τους, κυκλικές από τη μέση και πάνω, που κατέληγαν σ’ ένα κιονόκρανο διακοσμημένο με αλλόκοτα ανάγλυφα. Κάτω από το αέτωμα υπήρχε μια σκεπαστή βεραντούλα με καθίσματα από την μια και την άλλη πλευρά.

Οι τοίχοι του σπιτιού στηρίζονταν σε παρόμοιες κολώνες. Μπροστά από το σπίτι δέσποζε μια μεγάλη αχλαδιά σε σχήμα πυραμίδας, με τα φύλλα της να βρίσκονται σε αέναη κίνηση. Μια διπλή σειρά από χαμηλές κατασκευές σχημάτιζαν έναν φαρδύ δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του σότνικ. Πίσω από τις αχερώνες κοντά στην πύλη εισόδου της αυλής βρίσκονταν δύο τριγωνικά κελάρια με αχυρένιες σκεπές, το ένα φάτσα στο άλλο.  Ο τριγωνικός τοίχος στο καθένα είχε μια χαμηλή πορτούλα, και ήταν ζωγραφισμένος με κάθε λογής εικόνες. Μια εικόνα έδειχνε έναν Κοζάκο να κάθεται πάνω σ’ ένα βαρέλι και να κουνάει μια κανάτα πάνω από το κεφάλι του. Από κάτω υπήρχε η επιγραφή θα το πιω όλο! Αλλού πάλι ήταν ζωγραφισμένα διάφορα ξύλινα κύπελλα, και για πρόσθετη ομορφιά, ένα άλογο ζωγραφισμένο ανάποδα, ένα τσιμπούκι, και καμπανάκια με την επιγραφή το κρασί είναι η χαρά του Κοζάκου.

Στο πατάρι ενός αχερώνα προεξείχαν ένα τύμπανο και σάλπιγγες. Στην πύλη βρίσκονταν δύο κανόνια. Όλα αυτά έδειχναν την αγάπη του σότνικ για μια χαρούμενη και βακχική ζωή. Μπροστά στην πύλη υπήρχαν και δυο ανεμόμυλοι και πίσω από την κατοικία δεντρόκηποι. Μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων το μόνο που έβλεπε κανείς ήταν οι μαυρισμένοι καπνοδόχοι των σπιτιών των χωρικών. Ολόκληρο το χωριό απλωνόταν σε μια ευρεία και επίπεδη προεξοχή της βουνοπλαγιάς, η οποία κατέληγε σε μιαν απόκρημνη κορυφή στη βορεινή πλευρά. Κι αν την έβλεπες από κάτω, έδειχνε ακόμη πιο απόκρημνη. Εδώ κι εκεί στην μακρινή κορυφή φύτρωναν μικροί αγριόθαμνοι και σπάρτα, που τα κυρτά στελέχη τους έδειχναν μαύρα στην αντίθεση του γαλάζιου ουρανού. Το γυμνό αργιλώδες χώμα έδινε μια μελαγχολική εντύπωση, καθώς ήταν διαβρωμένο με βαθιές αυλακώσεις από το νερό της βροχής. Στη βουνοπλαγιά αυτή ήταν κτισμένα κάνα δύο καλυβάκια, και πάνω σ’ ένα από αυτά άπλωνε τα κλαδιά της μια τεράστια μηλιά. Οι ρίζες της στηρίζονταν με μικρούς πασσάλους  και σωρούς από χώμα. Τα μήλα παρασυρμένα από τον άνεμο κυλούσαν και κατέληγαν στην αυλή του σότνικ. Από την κορυφή του βουνού κατέβαινε ελικοειδώς ένα δρομάκι προς το χωριό.

Ο φιλόσοφος κοιτάζοντας την απόκρημνη πλαγιά, θυμήθηκε τη διαδρομή της περασμένης νύχτας και απόρησε πως μπόρεσαν να κατέβουν έναν τέτοιο δρόμο χωρίς, μέσα στη θολούρα του πιοτού, να κουτρουβαλήσουν όλοι τους, άμαξα και αποσκευές. Ή τα άλογα του σότνικ ήταν πολύ οξυδερκή ή οι Κοζάκοι είχαν πολύ ανθεκτικό κεφάλι στο ποτό. Όταν πάλι ο φιλόσοφος γύρισε και κοίταξε προς στην αντίθετη κατεύθυνση, είδε μια εντελώς αλλιώτικη εικόνα. Λιβάδια απλώνονταν μέχρι πέρα μακριά, που το λαμπερό πράσινο χρώμα τους γινόταν σταδιακά πιο σκούρο στο βάθος. Σε μια απόσταση, κάπου είκοσι βέρστια μακριά, φαίνονταν πολλά άλλα χωριά. Δεξιά αυτών των λιβαδιών υπήρχε μια λοφοσειρά, και στο μακρινό βάθος έβλεπε κανείς τον Δνείπερο που στραφτάλιζε με μια φωταύγεια σαν το καθρέφτισμα ατσαλιού.

‘Υπέροχο μέρος!’ μονολόγησε ο φιλόσοφος. ‘Εδώ αξίζει να ζει κανείς, να πιάνει ψάρια στον Δνείπερο και να βγαίνει κυνήγι για πέρδικες και μπεκάτσες με τουφέκι ή παγίδες. Πρέπει να υπάρχει πολύ κυνήγι εδώ. Μπορεί κανείς να μαζεύει πολλά φρούτα σε σακιά να τα ξηραίνει και να τα πουλάει στην πόλη, η ακόμη καλύτερα, να τα αποστάζει και να κάνει βότκα. Πράγματι δε συγκρίνεται η σπιτική βότκα που γίνεται από φρούτα με το συνηθισμένο δηλητήριο που σερβίρουν στην πόλη. Αλλά δε θα ήταν κι άσχημη ιδέα ν’ αρχίσω να καταστρώνω σχέδια πώς να την κοπανίσω.’

Πίσω από το φράχτη παρατήρησε πως υπήρχε ένα μονοπάτι, εντελώς κρυμμένο από το πυκνό χόρτο της στέπας. Μηχανικά ο φιλόσοφος προχώρησε προς αυτό, έχοντας υπόψη του να περπατήσει λιγάκι κατά μήκος αυτού απαρατήρητος, και κατόπιν ήσυχα – ήσυχα να βγει λαθραία στον ανοιχτό χώρο πίσω από τα σπίτια των χωρικών. Ξαφνικά όμως ένιωσε ένα στιβαρό χέρι πάνω στον ώμο του. Πίσω του στεκόταν ο ίδιος γέρο-Κοζάκος που μόλις χθες θρηνούσε με πικρό δάκρυ το θάνατο των γονιών του και τη δική του μοναξιά. ‘Χαμένος κόπος, κυρ φιλόσοφε, αν νομίζεις πως θα μας ξεφύγεις,’ είπε. ‘Κανείς δε φεύγει από δω. Εξάλλου οι δρόμοι είναι τρομερά δυσκολοδιάβατοι για πεζοπόρους. Έλα, σε θέλει η αφεντιά του, ο σότνικ. Σε περιμένει εδώ και ώρα στο δωμάτιό του.’

‘Ναι, βέβαια! Τι λες τώρα; Ευχαρίστως και θα έρθω,’ είπε ο φιλόσοφος ακολουθώντας τον Κοζάκο.

Ο σότνικ ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας με γκρίζα γένια και με σημάδια βαθιάς λύπης στο πρόσωπό του. Καθόταν κοντά σ’ ένα τραπέζι, με το κεφάλι στηριγμένο στα χέρια του. Έδειχνε να είναι γύρω στα πενήντα-πέντε, αλλά η βαθιά απελπισία του και η χλομάδα του προσώπου του έδειχναν πως η ψυχή του είχε ολοκληρωτικά συντριβεί, και όλη η πάλαι ευθυμία του είχε χαθεί εντελώς.

Όταν ο Χομά και ο Κοζάκος μπήκαν μέσα, υποκλίθηκαν βαθιά και ο σότνικ ένευσε αδύναμα με το κεφάλι.

‘Ποιος είσαι, από πού κατάγεσαι και τι δουλειά κάνεις, καλέ μου άνθρωπε;’ Ρώτησε ο σότνικ με μια ουδέτερη φωνή, ούτε φιλική, ούτε κι αυστηρή.

‘Σπουδάζω φιλοσοφία και με λένε Χομά Μπρουτ.’

‘Και ποιος είναι ο πατέρας σου;’

‘Δεν ξέρω, άρχοντα.’

‘Και η μητέρα σου;’



‘Και πάλι δεν ξέρω. Λογικά, πρέπει να είχα μητέρα, αλλά ποια ήταν και πού έμενε, μα το Θεό, δε γνωρίζω.’

Ο σότνικ έμεινε σιωπηλός και για μια στιγμή χάθηκε στις σκέψεις του. ‘Πώς γίνεται και ξέρεις την κορούλα μου;’

‘Δεν την ξέρω, η αφεντιά σου. Σε διαβεβαιώνω δεν την ξέρω. Δεν είχα ποτέ όσο ζω πάρε-δώσε με νεαρές κοπέλες. Πανούκλα να πέσει πάνω τους, με το συμπάθιο.’

‘Τότε γιατί διάλεξε εσένα, κι όχι κάποιον άλλο, να διαβάσει τις επικήδειες προσευχές πάνω από το  φέρετρό της;’

Ο φιλόσοφος σήκωσε τους ώμους με απορία. ‘Ένας Θεός ξέρει. Είναι σ’ όλους γνωστό ότι οι ανώτεροι στην κοινωνία συχνά έχουν ιδέες που κι οι πλέον σπουδαγμένοι δεν μπορούν να κατανοήσουν. Κι εγώ τι μπορώ να κάνω; Όπως λέει κι η παροιμία όπως σου λαλούν, χορεύεις.

‘Είσαι σίγουρος πως λες αλήθεια, κυρ Φιλόσοφε;’

‘Να πέσει φωτιά να με κάψει, αν λέω ψέματα.’

‘Αν ζούσε λίγο ακόμη,’ είπε ο σότνικ λυπημένα, ‘τότε σίγουρα θα μάθαινα την αλήθεια. Η καημενούλα είπε να μην προσευχηθεί  κανείς άλλος στο φέρετρό μου, πατέρα. Μόνο στείλε να φωνάξουν από το σεμινάριο στο Κίεβο το σπουδαστή Χομά Μπρουτ. Αυτός να μείνει ξάγρυπνος για τρεις συνεχόμενες νύχτες και να προσεύχεται πάνω στο φέρετρό μου για την αμαρτωλή ψυχή μου — ξέρει αυτός. Αλλά τι πραγματικά ξέρεις εσύ, ποτέ δεν τόπε. Το περιστεράκι μου δεν μπόρεσε να βγάλει άλλη λέξη και πέθανε. Καλέ μου άνθρωπε, σίγουρα είσαι ξακουστός για την ευσέβειά και ευλάβειά σου, κι έτσι πιθανόν να άκουσε για σένα.’

‘Τι; Για μένα;’ Είπε ο φιλόσοφος έκπληκτος  κάνοντας ένα βήμα πίσω. ‘Εγώ ευσεβής και ευλαβής!’ ανέκραξε προσηλώνοντας το βλέμμα του στον σότνικ. Ο Θεός να έχει καλά την αφεντιά σου! Τι είναι αυτά που λες; Να, πέρυσι ανήμερα τη Μεγάλη Πέμπτη, αντί να νηστέψω, έσκασα τρώγοντας.’

‘Τι να πω; Η καημένη πρέπει να είχε κάποιο λόγο για να τα κανονίσει έτσι, και γι’ αυτό θα πρέπει ν’ αρχίσεις τα καθήκοντά σου σήμερα.’

‘Θα ήθελα να επισημάνω στην αφεντιά σου …  φυσικά εκείνος που ξέρει λίγο τις Γραφές κάτι μπορεί να κάνει … αλλά πιστεύω θα ήταν καλύτερα στην προκείμενη περίσταση να καλέσετε έναν αρχιδιάκο ή έναν διάκο, τουλάχιστον. Αυτοί είναι διαβασμένοι άνθρωποι και γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν. Εγώ ούτε καλή φωνή έχω ούτε κοινωνική θέση.’

‘Εσύ μπορείς να λες ό, τι θέλεις, αλλά εγώ θα εκτελέσω την επιθυμία της περιστέρας μου. Αν της διαβάσεις τις προσευχές για τρεις νύχτες, όπως πρέπει, θα σ’ ανταμείψω πλουσιοπάροχα. Αν όχι – ούτε ο διάβολος ο ίδιος να μην τα βάλει μαζί μου!’

Ο σότνικ είπε τα τελευταία λόγια με τέτοια έμφαση που στο φιλόσοφο δεν έμεινε με καμιά αμφιβολία για τη σημασία τους.

‘Έλα μαζί μου!’ πρόσταξε ο σότνικ.

Μπήκαν στο χολ. Ο σότνικ άνοιξε μια πόρτα που ήταν απέναντι από το δωμάτιό του. Ο φιλόσοφος κοντοστάθηκε στο χολ για λίγο και φύσηξε τη μύτη του και κατόπιν πέρασε το κατώφλι του δωματίου τρέμοντας από έναν ανεξήγητο φόβο.

Ολόκληρο το δάπεδο του δωματίου ήταν στρωμένο μ’ ένα κόκκινο χαλί. Σε μια γωνιά κάτω από το εικονοστάσι, πάνω σ’ ένα τραπέζι καλυμμένο με τραπεζομάντηλο από βελούδο και χρυσά κρόσσια, κείτονταν η σορός του κοριτσιού. Μακρές λαμπάδες, στολισμένες με κλαδιά μυρτιάς, ήσαν τοποθετημένες στο κεφάλι και τα πόδια της νεκρής και έκαιγαν αδύναμα στο άπλετο φως της ημέρας. Το πρόσωπό της δε φαινόταν γιατί ήταν μπροστά ο απαρηγόρητος πατέρας με την πλάτη του στραμμένη στο φιλόσοφο. Οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα του, προξένησαν στο φιλόσοφο έναν απροσδιόριστο φόβο.

‘Δε κλαίω, κόρη μου, που στο άνθος της ζωή σου έφυγες τόσο πρόωρα από αυτόν τον κόσμο. Κλαίω και οδύρομαι, περιστέρα μου, που δεν ξέρω ποιος θανάσιμος εχθρός μου είναι αίτιος του θανάτου σου. Και μόνο να ήξερα ότι κάποιος είχε σκεφτεί να σε προσβάλει ή να πει άσχημα λόγια για σένα, ορκίζομαι στο Θεό ότι δε θα ξανάβλεπε τα παιδιά του, αν ήταν στην ηλικία μου. Ούτε τον πατέρα του και τη μάνα του αν ήταν νεότερος. Και θα έριχνα το πτώμα του στα όρνια και στα θηρία της στέπας. Αλλά, αλίμονο σε μένα, περιστεράκι μου, λουλούδι και φως μου! Θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου χωρίς χαρά σφουγγίζοντας τα μαύρα δάκρυά μου, ενώ ο μισητός εχθρός μου θα γελάει χαιρέκακα με τον πόνο ενός ανήμπορου ανθρώπου!’

Έκανε μια ανάπαυλα, εξουθενωμένος από τη λύπη του, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στα μαγουλά του.

Ο φιλόσοφος πολύ συγκινήθηκε από μια τέτοια απαρηγόρητη θλίψη. Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Ο σότνικ  γύρισε προς το μέρος του και του ένευσε να πάρει θέση κοντά στο κεφάλι της νεκρής, μπροστά από ένα αναλόγιο, πάνω στο οποίο ήταν μερικά προσευχητάρια.



‘Κατά κάποιο τρόπο, θ’ αντέξω τρεις νύχτες,’ σκέφτηκε ο φιλόσοφος, ‘και μετά η αφεντιά του θα μου γεμίσει τις τσέπες  με χρυσά νομίσματα.’

Πλησίασε στο αναλόγιο, κι αφού έβηξε μια ή δυο φορές, άρχισε την ανάγνωση, χωρίς να δίνει προσοχή γύρω του και αποφασισμένος να μην κοιτάξει το πρόσωπο της νεκρής.

Βαθιά σιωπή βασίλευε. Αντιλήφθηκε ότι ο σότνικ είχε βγει από το δωμάτιο. Αργά γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τη νεκρή. Και τότε τον έπιασε ένα βίαιο τρέμουλο. Μπροστά κείτονταν μια μορφή απαράμιλλου κάλους που σπάνια βλέπει κανείς στον κόσμο. Ποτέ πριν δεν είδε χαρακτηριστικά ανθρώπινου προσώπου ταιριασμένα με τέτοια αρμονία και ομορφιά. Αυτό που αντίκριζε μπροστά του δεν ήταν θάνατος, παρά μόνο γαλήνιος ύπνος. Το μέτωπό της, απαλό σαν χιόνι και αγνό σαν ασήμι, φαινόταν να ήταν γεμάτο σκέψεις. Τα λεπτοκαμωμένα βλέφαρά της επισκίαζαν τα κλειστά της μάτια, ενώ οι μακριές βλεφαρίδες σαν πούπουλα άγγιζαν τα μάγουλά της, που έλαμπαν με μια μυστική λαχτάρα. Τα χείλη της ήταν κατακόκκινα σαν ρουμπίνια έτοιμα να χαμογελάσουν. Ταυτόχρονα παρατήρησε κάτι σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν να αισθανθεί φρίκη. Μια τρομακτική αθυμία κατέλαβε την ψυχή του, όπως, όταν εν μέσω ξεφαντώματος χαράς, ακουστεί ένα μοιρολόγι. Αισθάνθηκε εκείνα τα ρουμπινιά χείλη σαν να είχαν βαφεί με το αίμα της καρδιάς του. Το πρόσωπό της του ήταν οικείο.

 ‘Η μάγισσα!’ αναφώνησε με φρίκη, έστρεψε το πρόσωπό του με αποτροπιασμό και, άσπρος σαν το πανί, ξανάρχισε την ανάγνωση. Η νεκρή κοπέλα ήταν η ίδια η μάγισσα που την είχε ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου.

Με τη δύση του ηλίου, η σορός μεταφέρθηκε στην εκκλησία. Ο φιλόσοφος κουβάλησε κι αυτός μαζί με τους άλλους το μαυροσαβανωμένο φέρετρο και συνάμα ένιωσε ένα παγωμένο ρίγος να διαπερνά το σώμα του. Ο σότνικ προχωρούσε μπροστά από τον Χομά ακουμπώντας το χέρι του στην άκρη της κάσας.

Η ξύλινη εκκλησία, μαυρισμένη από την πολυκαιρία και καλυμμένη με λειχήνες και βρύα, ήταν κτισμένη στην άκρη του χωριού σε καταθλιπτική απομόνωση. Στη σκεπή της δέσποζαν τρεις κωνικοί τρούλοι, και με την πρώτη ματιά μπορούσες να καταλάβεις ότι δεν είχε λειτουργηθεί εδώ και πολύν καιρό.

Τα καντήλια έφεγγαν αμυδρά μπροστά από κάθε εικόνα και στα μανουάλια έκαιγαν κεριά. Το φέρετρο τοποθετήθηκε στη μέση του ναού, μπροστά από την Ωραία Πύλη. Ο γέρο σότνικ φίλησε τη νεκρή κόρη του και έφυγε από την εκκλησία μαζί με τους ανθρώπους του, δίνοντας διαταγή στους υπηρέτες του να φροντίσουν καλά το φιλόσοφο και να τον οδηγήσουν πίσω στην εκκλησία μετά το βραδινό.

Οι συνοδοί της νεκρής, με το που γύρισαν στο σπίτι, αμέσως άπλωσαν να ζεστάνουν τα χέρια τους στη φωτιά σύμφωνα με το ουκρανικό έθιμο, επειδή συνόδεψαν πεθαμένο.

Η πείνα που άρχισε τώρα να αισθάνεται ο φιλόσοφος τον έκανε να ξεχάσει εντελώς για λίγο τη νεκρή. Βαθμιαία, το υπηρετικό προσωπικό άρχισε να μαζεύεται στην κουζίνα, η οποία λειτουργούσε σαν εντευκτήριο, όπου συνήθιζαν να συγκεντρώνονται όλοι. Ακόμη και τα σκυλιά πλησίασαν στην πόρτα κουνώντας με προσμονή την ουρά τους για κανένα κόκκαλο ή εντόσθιο.

Αν κάποιος υπηρέτης από το σπίτι πήγαινε σε κάποια εξωτερική δουλειά, περνούσε πάντοτε από την κουζίνα για να ξεκουραστεί λιγάκι και να καπνίσει το τσιμπούκι του. Όλοι οι ανύπαντροι Κοζάκοι του υποστατικού ξάπλωναν εδώ όλη τη μέρα πάνω ή κάτω από τους πάγκους – ή οπουδήποτε αλλού μπορούσαν να ξαπλώσουν. Προσέτι, όλο και κάποιος ξεχνούσε κάτι στην κουζίνα όταν έφευγε – το καπέλο του ή το μαστίγιό του ή κάτι άλλο. Όμως τα μέλη της λέσχης δεν ήταν σε απαρτία, παρά μόνο το βράδυ, όταν έμπαινε ο ιπποκόμος, αφού έδενε πρώτα τα άλογα στο στάβλο, μετά ο γελαδάρης, αφού έκλεινε τα βόδια στο παχνί τους, και ύστερα όλοι όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να βρεθούν στην κουζίνα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όσο διαρκούσε το δείπνο, ακόμη και οι πιο τεμπέλικες γλώσσες λύνονταν. Η κουβέντα αφορούσε τα πάντα στην υφήλιο, όπως ένα παντελόνι που παρήγγειλε κάποιος, τι υπάρχει στο κέντρο της γης, και έναν λύκο που είδε κάποιος. Υπήρχαν και μερικοί ευφυολόγοι στην παρέα – αντιπροσωπευτικοί τύποι της Ουκρανίας.

Ο φιλόσοφος έπιασε κι αυτός μια θέση με τους υπόλοιπους γύρω από την πόρτα της κουζίνας, έξω στον καθαρό αέρα. Αμέσως μια γριά υπηρέτρια με μια κόκκινη σκούφια στο κεφάλι της, κρατώντας και με τα δυο της χέρια ένα τεράστιο ταψί με φρεσκοτηγανησμένα γκαλούσκι, άρχισε να τα μοιράζει ανάμεσά τους. Ο καθένας τους έβγαλε από την τσέπη του, άλλος ένα ξύλινο κουτάλι και άλλος ένα πιρούνι μ’ ένα μόνο δόντι, και ρίχτηκαν λαίμαργα στο φαγητό. Μόλις η πείνα τους καταλάγιασε κάπως και τα σαγόνια τους άρχισαν να δουλεύουν πιο χαλαρά, ξεκίνησαν την κουβέντα. Η συζήτηση φυσικά περιστράφηκε γύρω από τη νεκρή.

‘Είναι αλήθεια,’ είπε ένας νεαρός βοσκός, που στη ζώνη του είχε ένα σωρό κουμπιά και μεταλλικές αγκράφες ώστε να μοιάζει σαν πάγκος από μπιχλιμπίδια στο παζάρι, ‘είναι αλήθεια – αν και δεν το χωράει ο νους μου – πως η αρχοντοπούλα μας, ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή της, είχε πάρε-δώσε με το διάβολο;’



‘Ποια, η αρχοντοπούλα;’ Απάντησε ο Ντόρος, που ήδη ο φιλόσοφός μας τον γνώρισε στην άμαξα. ‘Και βέβαια, ήταν μια κανονική μάγισσα! Μπορώ να το ορκιστώ πως ήταν μάγισσα!’

‘Για μάζεψε τη γλώσσα σου, Ντόρος!’ αναφώνησε κάποιος – συγκεκριμένα εκείνος που κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχε αναλάβει το ρόλο του παρηγορητή. ‘Εμάς δε μας πέφτει λόγος. Ο Θεός να τη συγχωρήσει! Δεν ωφελεί να μιλάμε γι’ αυτό.’

Ο Ντόρος δεν είχε σκοπό να σιωπήσει. Μόλις είχε κάνει μια εξόρμηση μαζί με τον αποθηκάριο στο κελάρι, και έχοντας ερευνήσει το εσωτερικό δύο ή τριών βαρελιών, επανήλθε με μεγάλο κέφι και λογοδιάρροια.

‘Τι μου λες να μαζέψω τη γλώσσα μου;’ Απάντησε. ‘Μα το Θεό, δεν την κουβάλησες κι εσύ στην πλάτη σου;’

‘Πες μας, θείε,’ ρώτησε ο νεαρός βοσκός, ‘υπάρχουν σημεία ν’ αναγνωρίσει κανείς μια μάγισσα;’

‘Δεν υπάρχουν καθόλου,’ απάντησε ο Ντόρος, ‘ακόμη κι αν ξέρεις απ’ έξω τις Γραφές και το Ψαλτήρι, δεν μπορείς ποτέ να καταλάβεις μια μάγισσα.’

‘Κι όμως, Ντόρος, μπορείς. Μη λες ανοησίες’ αποκρίθηκε ο πρώην παρηγορητής. ‘Ο Θεός δεν προίκισε χωρίς λόγο κάθε άνθρωπο με χαρίσματα ώστε να μην ξέρει τι να κάνει. Άνθρωποι που γνωρίζουν αυτά τα πράγματα λένε πως οι μάγισσες έχουν μια μικρή ουρά, σαν άλογο.’

‘Δείξε μου μια παλιόγρια και θα σου δείξω μια μάγισσα,’ είπε ένας γκριζομάλλης Κοζάκος με απάθεια.

‘Καλά κουμάσια είστε όλοι σας!’ ανταπάντησε αγριεμένα μια γριά που έμπαινε εκείνη τη στιγμή να ρίξει καινούρια  γκαλούσκι στο άδειο ήδη σκεύος. ‘Άντε να χαθείτε, βρομερά γουρούνια!’

Ένα χαμόγελο αυταρέσκειας τρεμόπαιξε στα χείλη του γέρο Κοζάκου με το όνομα Γιαφτούχ και παρατσούκλι  Κοφτούν, όταν διαπίστωσε πως η παρατήρησή του πολύ πείραξε τη γριά. Ο βοσκός έμπηξε ένα δυνατό και τρανταχτό γέλιο λες και μουγκάνιζαν δυο βόδια μαζί.

Όλη η κουβέντα έβαλε το φιλόσοφο σε μεγάλη περιέργεια και θέλησε να μάθει με περισσότερη λεπτομέρεια για τη νεκρή κόρη του σότνικ. Ανυπόμονος, λοιπόν, να ξαναφέρει το θέμα της συζήτησης, γύρισε στον διπλανό του και τον ρώτησε: ‘Θα ήθελα να ξέρω γιατί όλος ο κόσμος εδώ πιστεύει ότι η αρχοντοπούλα ήταν μάγισσα; Έκανε μάγια ή κακό σε κανένα;’

‘Βέβαια, υπάρχουν τέτοιες φήμες,’ απάντησε ένας άντρας με πρόσωπο λείο σαν φτυάρι. ‘Ποιος δε θυμάται τον Μικίτα, τον κυνηγό ή εκείνον τον άλλο…’

‘Και τι συνέβη στον Μικίτα, τον κυνηγό;’ ρώτησε ο φιλόσοφος.

‘Περίμενε! Εγώ θα πω την ιστορία για τον Μικίτα, τον κυνηγό’, διέκοψε ο Ντόρος.

‘Όχι, εγώ θα την πω.’ Παρενέβη ο ιπποκόμος. ‘Ο Μικίτα ήταν νονός μου.’

‘Εγώ θα πω για τον Μικίτα,’ προθυμοποιήθηκε ο Σπίριντ.

‘Ναι, ναι, ο Σπίριντ να πει αναφώνησε ολόκληρη η παρέα, και ο Σπίριντ άρχισε:

‘Εσύ, κυρ φιλόσοφε Χομά, έπρεπε να γνωρίσεις τον Μικίτα. Α! αξιόλογο άτομο. Ήξερε όλα του τα σκυλιά σαν τον ίδιο τον πατέρα του. Ο τωρινός κυνηγός Μίκουλα, εκείνος ο τρίτος μετά από μένα, δεν παραβγαίνει ούτε στο μικρό του δάχτυλο. Αν και ξέρει καλά τη δουλειά του, σε σύγκριση με τον Μικίτα είναι ένα τίποτα.’

‘Ωραία τα λες,’ αναφώνησε ο Ντόρος κουνώντας το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.

Ο Σπίριντ συνέχισε:

‘Ο Μικίτα έβλεπε λαγό στο λιβάδι γρηγορότερα από ότι ρουφάς μια πρέζα ταμπάκο. Αρκεί να σφύριζε ‘εδώ, εδώ, Πειρατή! Επάνω του Δρομέα!’ και κάλπαζε σαν τον άνεμο πάνω στο άτι του χωρίς εσύ να ξεχωρίζεις ποιος πήγαινε πιο γρήγορα, αυτός ή τα σκυλιά του. Κατέβαζε ένα λίτρο βότκα μέχρι να πεις κύμινο. Α! σπουδαίος κυνηγός, μόνο που τον τελευταίο καιρό άρχισε να κοιτάζει χαζά την αρχοντοπούλα. Κανείς δεν ξέρει αν την γλυκοκοίταζε ή τον είχε η ίδια κάνει μάγια. Μόνο που ο κακομοίρης πήγε χαμένος. Ο σατανάς μόνο γνωρίζει σε τι τον μεταμόρφωσε. Τι να σας τα λέω, δεν κάνει να τα  λέει κανείς.’

‘Φοβερά πράγματα,’ παρατήρησε ο Ντόρος.

‘Και μόνο που η αρχοντοπούλα του έριχνε ένα βλέμμα, του έφευγαν τα γκέμια από τα χέρια, έκανε λάθος στο κράξιμο των σκυλιών, σκόνταφτε σε κάθε βήμα και έκανε ένα σωρό ανοησίες. Μια μέρα την ώρα που ξύστριζε το άλογό του, να σου και η αρχοντοπούλα να μπαίνει στο στάβλο. «Για έλα εδώ, Μικίτα,» του λέει. «Πολύ θα ήθελα να βάλω το πόδι μου πάνω στον ώμο σου.» Και ο ηλίθιος τσακίστηκε να κάνει το κέφι της. «Όχι μόνο αυτό,» της είπε, «αλλά ανέβα και στην πλάτη μου.» Έτσι, η αρχοντοπούλα σήκωσε το ποδαράκι της και τη στιγμή που το είδε ολόλευκο και γυμνό, έχασε τα λογικά του. Σκύβοντας το λαιμό του, ο ανόητος, άδραξε τα δυο της πόδια και άρχισε να καλπάζει σαν άλογο παντού στα λιβάδια. Προς τα πού τον πήγαινε, ιδέα δεν είχε και επιστρέφοντας ήταν περισσότερο πεθαμένος παρά ζωντανός. Από τότε άρχισε να λιώνει σαν το κερί και μαράζωσε σαν ξερό κλαδί. Τελικά όταν κάποιος μπήκε στο στάβλο, αντί γι’ αυτόν, βρήκε έναν κουβά γεμάτο στάχτες. Μ’ άλλα λόγια είχε γίνει στάχτη. Αλλά πρέπει να σας επαναλάβω πως ήταν απαράμιλλος κυνηγός σ’ όλη την οικουμένη.’ 



‘Άκουσες τι έγινε με την Σεπτσίχα;’ Ρώτησε ο Ντόρος απευθυνόμενος στον Χομά.

‘Πώς θες να ξέρω;’

‘Αχά! Δε σας τα μαθαίνουν καλά στο σεμινάριο. Άκου να μαθαίνεις. Εδώ στο χωριό έχουμε έναν Κοζάκο που τον λένε Σεπτούν, Κοζάκος από τους λίγους! Του αρέσει μερικές φορές να ξαφρίζει κάτι και να λέει κάνα ψεματάκι χωρίς λόγο, κατά τ’ άλλα όμως Κοζάκος με τα όλα του. Δεν μένει μακριά από δω. Ένα βράδυ, καλή ώρα σαν και τώρα, ο Σεπτούν με τη γυναίκα του πήγαν για ύπνο έχοντας τελειώσει της δουλειές της ημέρας. Και μιας που ο καιρός ήταν καλός, η Σεπτσίχα πήγε να κοιμηθεί στην αυλή – όχι, όχι η Σεπτίχα πήγε να πέσει για ύπνο σ’ έναν πάγκο μέσα στο σπίτι και ο Σεπτούν έξω…’

‘Μα τι λες, η Σεπτσίχα δεν κοιμήθηκε στον πάγκο, αλλά κατάχαμα,’ διέκοψε η γριά που στεκόταν ακόμη στην πόρτα με το μάγουλό της ακουμπισμένο στο χέρι της.

‘Ο Ντόρος την κοίταξε, κατόπιν κοίταξε το πάτωμα, και μετά από λίγο, την ξανακοίταξε, ‘Δε νομίζω να σ’ αρέσει, γιαγιά, αν σου βγάλω το μεσοφόρι μπροστά σ’ όλους εδώ.’

Η απειλή έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η γριά σιώπησε και δεν ξαναδιέκοψε.

Ο Ντόρος συνέχισε:

‘Σ’ ένα λίκνο που κρεμόταν από την οροφή του δωματίου κοιμόταν το ενός έτους παιδί τους, δεν ξέρω αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Η Σεπτσίχα άκουσε ξαφνικά ένα σκυλί να γρατσουνίζει στην πόρτα, να κλαψουρίζει και να ουρλιάζει τόσο που κατατρόμαξε. Οι γυναίκες είναι τόσο φοβητσιάρες που αρκεί να τις ξαφνιάσεις κάνοντάς τις μπου και τις κόβεις το αίμα. «Αλλά», σκέφτηκε αυτή, «να βγω να του δώσω μια στο μουσούδι για να σταματήσει να ουρλιάζει!» Κατόπιν τούτου, άρπαξε τη μασιά και πριν καλά- καλά ανοίξει την πόρτα, ορμάει το σκυλί ανάμεσα από τα σκέλια της και πάει κατευθείαν στο μωρό. Τότε όμως η Σεπτσίχα διαπίστωσε πως δεν ήταν σκυλί αλλά η αρχοντοπούλα. Αλλά δε θα την πείραζε αν ήταν απλά η αρχοντοπούλα, όπως την ήξερε. Ετούτη δω όμως ήταν παντού μελανιασμένη και τα μάτια της πετούσαν φλόγες. Αρπάζει λοιπόν το μωρό, χώνει τα δόντια της στο λαιμουδάκι του και αρχίζει να του ρουφά το αίμα. Η Σεπτσίχα έμπηξε μια φοβερή κραυγή, «Άι, άι, μια μάγισσα,» και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο εγκαταλείποντας πίσω της το μωρό. Βλέποντας την εξώπορτα κλειστή όρμησε στη σοφίτα, και κάθισε εκεί η ανόητη τρέμοντας σαν το φύλλο. Κατόπιν  η αρχοντοπούλα ξαναγύρισε και ανεβαίνοντας στη σοφίτα, ορμάει πάνω στη Σεπτσίχα κι αρχίζει να δαγκώνει κι αυτήν. Το επόμενο πρωί ο Σεπτούν κατέβασε τη γυναίκα του από τη σοφίτα, καταδαγκωμένη και μελανιασμένη σ’ όλο της το σώμα. Την μεθεπόμενη πέθανε η κακομοίρα. Τέτοια και χειρότερα έχουν γίνει εδώ. Όσο ευγενικής καταγωγής κι αν είναι, η μάγισσα δεν παύει να είναι μάγισσα.’

Αφού εξιστόρησε τα συμβάντα, ο Ντόρος κοίταξε γύρω του με αυταρέσκεια, και με το δάχτυλό του βάλθηκε να καθαρίζει το τσιμπούκι του για να το γεμίσει με φρέσκο καπνό. Η διήγησή του εντυπωσίασε όλη την παρέα, και ο καθέναν κάτι είχε να προσθέσει για τη μάγισσα. Κάποιος την είχε δει να έρχεται στην πόρτα του σαν θημωνιά, άλλος είπε ότι του έκλεψε ένα καπέλο ή ένα τσιμπούκι, κι άλλος πάλι είπε πως η μάγισσα έκοψε τις κοτσίδες πολλών κοριτσιών του χωριού. Ισχυρίστηκαν ακόμη πως την είδαν να πίνει ολόκληρους κουβάδες αίμα.

Τελικά όλη η ομήγυρης αντιλήφθηκε πως είχε περάσει η ώρα κουτσομπολεύοντας, και είχε πέσει το σκοτάδι. Όλοι φρόντισαν να βρουν μέρος να κοιμηθούν – μερικοί στην κουζίνα κι άλλοι στον αχερώνα ή στην αυλή.

‘Λοιπόν, κυρ Χομά, ήρθε η ώρα να πάμε στη νεκρή,’ είπε ο γκριζομάλλης Κοζάκος, απευθυνόμενος στον φιλόσοφο. Έτσι, και οι τέσσερις – Σπιρίντ, Ντόρος, ο ηλικιωμένος Κοζάκος και ο φιλόσοφος – πήραν το δρόμο για την εκκλησία, διώχνοντας με τα μαστίγιά τους τις ορδές των αγριεμένων σκυλιών, που κυκλοφορούσαν αδέσποτα εδώ και κει στους δρόμους και δάγκωναν με μανία τα ραβδιά των περαστικών.

Αν και ο φιλόσοφος άδραξε την ευκαιρία να στυλωθεί προκαταβολικά με ένα γερό ποτήρι βότκα, εν τούτοις τον είχε πιάσει ένας φόβος που μεγάλωνε καθώς πλησίαζαν την εκκλησία, με το εσωτερικό της ήδη φωταγωγημένο. Όλες αυτές οι παράξενες διηγήσεις που είχε ακούσει εξήψαν πολύ τη φαντασία του. Μόλις βγήκαν από τους ψηλούς φράκτες και τα δέντρα, ο τόπος γινόταν πιο ανοικτός. Τελικά έφτασαν στη μικρή περίφραξη της εκκλησίας. Πίσω από το ναό απλωνόταν μια πλατιά, άδενδρη πεδιάδα, αμυδρά ορατή στο σκοτάδι. Οι τρεις Κοζάκοι με τον Χομά ανέβηκαν τα απότομα σκαλιά και μπήκαν στην εκκλησία. Εκεί άφησαν το φιλόσοφο, εκφράζοντας την ευχή τους να ανταποκριθεί με επιτυχία στα καθήκοντά του, και φεύγοντας κλείδωσαν την πόρτα, ακολουθώντας τις προσταγές του αφεντικού τους. 

Έτσι ο Χομά έμεινε ολομόναχος. Αφού πρώτα χασμουρήθηκε και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει, χουχούλιασε τα χέρια του και έριξε ένα βλέμμα γύρω του. Το φέρετρο κείτονταν στη μέση του ναού. Μπροστά από τις σκοτεινές εικόνες των αγίων έκαιγαν καντήλια και κεριά φωτίζοντας μόνο τις εικόνες και ρίχνοντας λιγοστό φως στον υπόλοιπο ναό. Όλες οι γωνίες ήταν κατασκότεινες. Οι επιβλητικές εικόνες έδειχναν να είναι παμπάλαιες και μόνο λίγο από το αρχικό επιχρύσωμα είχε μείνει στις κορνίζες τους. Τα πρόσωπα των αγίων είχαν μαυρίσει εντελώς από την πολυκαιρία και φάνταζαν απόκοσμα.

Ο φιλόσοφος ξανακοίταξε γύρω του. ‘Λοιπόν,’ μονολόγησε. ‘Τι έχω να φοβηθώ; Με κλειδωμένη την πόρτα δεν μπαίνει κανείς, όσο για τους πεθαμένους και τα φαντάσματα από το υπερπέραν, ξέρω τόσο καλές προσευχές ώστε να μην πειράξουν ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι. Δεν υπάρχει τίποτε να φοβηθώ,’ επανέλαβε κουνώντας τα χέρια του. ‘Ας καταπιαστούμε λοιπόν με την ανάγνωση!’

Προχωρώντας προς το αναλόγιο του ψαλτηρίου παρατήρησε αρκετές δέσμες κεριών.

‘Να μια καλή ιδέα,’ σκέφτηκε. ‘Καλά θα κάνω να φωταγωγήσω όλη την εκκλησία και να την κάνω να λάμπει σαν να είναι μέρα. Τς, τς, κρίμα που δεν μπορώ να καπνίσω στον οίκο του Θεού!’

Βάλθηκε λοιπόν ν’ ανάβει όλα τα κεριά σε κάθε μανουάλι και σύντομα όλη η εκκλησία πλημμύρισε στο φως. Μόνο στην οροφή, προς τον Παντοκράτορα, το σκοτάδι, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χώρο, έγινε αδιαπέραστο, ενώ οι απόκοσμες όψεις των αγίων κοίταζαν σκυθρωπά μέσα από τις παμπάλαιες εικόνες, οι επιχρυσωμένες κορνίζες των οποίων σπινθήριζαν πού και πού. Πλησίασε το φέρετρο και κοίταξε δειλά το πρόσωπο της νεκρής, και νιώθοντας ένα ρίγος άθελά του έκλεισε τα μάτια του. Τι τρομακτική και συνάμα εκθαμβωτική ομορφιά!

Έκανε να απομακρυνθεί αλλά μια παράξενη περιέργεια, κάποια μυστηριώδης γοητεία, που πάντα μας κυριεύει όταν φοβόμαστε, τον ανάγκασε να την ξανακοιτάξει με δέος. Αποχωρώντας πάλι γύρισε και την κοίταξε για τρίτη φορά. Υπήρχε πράγματι  κάτι το τρομαχτικό στην ομορφιά της νεκρής. Ίσως να μην ένιωθε αυτό τον τρόμο αν ήταν λιγότερο όμορφη. Τα χαρακτηριστικά της όμως δεν είχαν κάτι  αποτρόπαιο ή νεκρικό. Του φάνηκε μολοταύτα σαν να τον παρακολουθούσε κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα. Νόμισε ακόμη πως είδε ένα δάκρυ να κυλάει κάτω από τις βλεφαρίδες του δεξιού της ματιού, αλλά όταν αυτό έφτασε στο μάγουλό της, είδε καθαρά ότι ήταν μια σταγόνα αίμα.

Έσπευσε αμέσως σ’ ένα στασίδι, άνοιξε το προσευχητάριο και άρχισε να διαβάζει τις προσευχές μεγαλοφώνως για να διατηρήσει το θάρρος του. Η μπάσα φωνή του ηχούσε στα ίδια του τ’ αυτιά μέσα στην άκρα σιωπή του ναού απόκοσμη με αντίλαλο από τους ξύλινους τοίχους του.

‘Γιατί να φοβάμαι;’ Σκέφτηκε. ‘Δεν μπορεί να σηκωθεί από την κάσα, γιατί φοβάται το λόγο του Θεού. Θα μείνει εκεί πού είναι. Και το σόι Κοζάκος είμαι να φοβάμαι σαν γυναικούλα; Για να πούμε του σωστού το δίκιο, το έχω τσούξει λίγο παραπάνω, γι’ αυτό αισθάνομαι τόσο περίεργα. Αχ, και τι δε θα έδινα για μια πρέζα ταμπάκο. Θα ήταν ό, τι πρέπει!’

Συγχρόνως όμως πάνω από τις σελίδες του προσευχηταρίου έριχνε κρυφές ματιές προς το φέρετρο, και χωρίς να το θέλει μονολογούσε: ‘Να, να, σε λίγο θα σηκωθεί. Να το κεφάλι της θα βγει από την άκρη του φέρετρου.’

Όμως συνέχισε να επικρατεί  νεκρική σιωπή. Το φέρετρο ήταν στη θέση του, και όλα τα κεριά έκαιγαν σταθερά. Και πράγματι του προκαλούσε δέος και τρόμο να βρίσκεται σε μια ολόφωτη εκκλησία στη μέση της νύχτας χωρίς άλλη ανθρώπινη ψυχή και με μια νεκρή στο φέρετρό της. Για να κατευνάσει τους φόβους του άρχισε να διαβάζει δυνατότερα, και κάπου – κάπου έριχνε και μια κλεφτή ματιά προς το φέρετρο. ‘Έχει πλάκα να σηκωθεί!’ αναρωτιόταν.

Το φέρετρο όμως παρέμεινε ακίνητο. Απόλυτη σιωπή. Να άκουγε τουλάχιστον κάποιον ήχο, ίσως το τερέτισμα ενός γρύλλου σε κάποια γωνιά; Του κάκου όμως, εκτός ενίοτε του ήχου πιτσιλίσματος κάποιου κεριού που έλιωνε και έπεφτε, σιγή τάφου.

‘Λες να σηκωθεί άραγε;’

Σήκωσε το κεφάλι του από το βιβλίο και κοίταξε γύρω του τρίβοντας τα μάτια του. Και στ’ αλήθεια η νεκρή δεν ήταν πια ξαπλωμένη. Ήταν καθιστή στο φέρετρό της. Απέστρεψε το βλέμμα του, αλλά αμέσως ξανακοίταξε με φρίκη το φέρετρο. Τη φορά αυτή σηκώθηκε και άρχισε να περπατά εδώ και κει μέσα στην εκκλησία με κλειστά μάτια και χέρια απλωμένα σαν να ήθελε να πιάσει κάποιον.

Κατόπιν κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Τρέμοντας σαν το φύλλο χάραξε ένα κύκλο γύρω του και με δυνατή φωνή άρχισε να απαγγέλλει προσευχές και ξόρκια που είχε μάθει από κάποιον καλόγερο, ειδικό στο να χειρίζεται μάγισσες και κακά πνεύματα.

Η νεκρή πλησίασε την άκρη του κύκλου, αλλά ήταν σαφές πως δεν είχε τη δύναμη να μπει μέσα του. Το δέρμα της πήρε μια μπλάβα χροιά σαν να είχε πεθάνει από μέρες.

Ο Χομά ήταν τόσο τρομοκρατημένος με την όψη της που δεν άντεχε να την κοιτάξει. Αυτή έτριξε τα δόντια της με μανία και άνοιξε τα νεκρά μάτια της. Και επειδή ήταν ανήμπορη να κάνει κάτι, με παραμορφωμένο πρόσωπο από λύσσα ριχνόταν πάνω σε κάθε κολώνα και τοίχο με ανοιχτά χέρια πασχίζοντας ν’ αρπάξει τον Χομά.

Τελικά σταμάτησε, κούνησε το δάχτυλό της απειλητικά και γύρισε να ξαπλώσει πάλι στο φέρετρό της.

Ο φιλόσοφος ήταν εντελώς ανήμπορος να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και απόμεινε να κοιτάζει την κάσα αποσβολωμένος. Ξαφνικά το φέρετρο μετεωρίστηκε και άρχισε να πετάει μέσα στην εκκλησία εδώ και κει μ’ έναν συριστικό ήχο. Μια φορά μάλιστα πέρασε πάνω από το κεφάλι του. Όμως ο φιλόσοφος παρατήρησε πως το ιπτάμενο φέρετρο δεν μπορούσε να περάσει χαμηλά πάνω από την περιοχή του μαγικού κύκλου, κι έτσι ξανάρχισε την ψαλμωδική ανάγνωση των εξορκισμών. Στο τέλος το φέρετρο βρόντηξε πέφτοντας στη μέση του ναού μένοντας ακίνητο. Το πτώμα ξανασηκώθηκε, τη φορά αυτή παίρνοντας ένα γαλαζοπράσινο χρώμα, αλλά ακούστηκε το λάλημα ενός πετεινού, και ξαναξάπλωσε μέσα στο φέρετρο.

Η καρδιά του φιλοσόφου χτυπούσε βίαια και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπό του. Ενθαρρυμένος από το λάλημα του κόκορα, επανέλαβε γρήγορα τις προσευχές.

Με το πρώτο φως της αυγής, ήρθε ο διάκος με τον γκριζομάλλη Γιαφτούχ , που έκανε χρέη νεωκόρου, για να αντικαταστήσουν τον Χομά. Όταν ο τελευταίος έφθασε σπίτι, έκανε πολλή ώρα να κοιμηθεί από την υπερδιέγερση. Τελικά, πτώμα από την κούραση και την αϋπνία, κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι. Όταν ξύπνησε, τα νυχτερινά συμβάντα του φαίνονταν σαν όνειρο. Του έδωσαν να πιει κάπου μισό λίτρο βότκα να στυλωθεί.

Στο τραπέζι γρήγορα λύθηκε η γλώσσα του και έφαγε χωρίς καμιά βοήθεια σχεδόν ένα ολόκληρο γουρουνάκι του γάλακτος. Παρόλη την ομιλητικότητά του, αποφάσισε να μην αποκαλύψει όσα βίωσε την προηγούμενη νύχτα, και η μόνη απάντηση στην περιέργεια των συνομιλητών του ήταν: ‘Ναι, πολλά παράξενα συνέβησαν.’

Ο φιλόσοφος ήταν από εκείνα τα άτομα, που έχοντας απολαύσει ένα λουκούλλειο γεύμα, γίνονται ασυνήθιστα φιλικά. Ξάπλωσε σ’ έναν πάγκο, με το τσιμπούκι του ανάμεσα στα δόντια, κοίταζε μειλίχια τους συνδαιτυμόνες του φτύνοντας στο πάτωμα κάθε λεπτό.

Μετά το γεύμα ο φιλόσοφος είχε ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό. Έφερε γύρω όλο το χωριό να τους γνωρίσει όλους. Μάλιστα δε, τον έδιωξαν κι από δυο σπίτια. Μια νεαρή τσούπρα του έδωσε μια γερή φτυαριά στην πλάτη όταν πήγε να της πασπατέψει τη φούστα και την μπλούζα  για να αποτιμήσει την ποιότητα του υφάσματος.

Καθώς όμως πλησίαζε το βράδυ, άρχισε να πέφτει σε συλλογή. Μια ώρα πριν το βραδινό μαζεύτηκε σχεδόν ολόκληρο το υπηρετικό προσωπικό να παίξει κράγκλι, ένα είδος παιχνιδιού με κορύνες, όπου αντί για μπάλες, χρησιμοποιούν μακρουλά μπαστούνια, και ο νικημένος αναγκάζεται να ζαλωθεί το νικητή. Οι θεατές έσπαγαν μεγάλη πλάκα. Μερικές φορές ο γελαδοβοσκός, πλατύς σαν μια τεράστια τηγανίτα, καβαλούσε το χοιροβοσκό, έναν μικροσκοπικό ανθρωπάκο γεμάτο ρυτίδες. Άλλες φορές πάλι, ο γελαδοβοσκός πρότεινε την πλάτη του και ζαλωνόταν τον Ντόρος, ο οποίος διαλαλούσε: ‘Για δέστε ένα φοβερό ταύρο!’ Τα σοβαρότερα μέλη της κομπανίας κάθονταν στο κατώφλι της κουζίνας και κάπνιζαν το τσιμπούκι τους. Η έκφρασή τους ήταν σοβαρή κι ούτε καν χαμογελούσαν, ακόμη κι όταν οι νεαροί ξέσπαγαν σε τρανταχτά γέλια με κάποιο ευφυολόγημα του Ντόρος ή του Σπίριντ.

Ο Χομά του κάκου προσπάθησε να συμμετάσχει στο παιχνίδι. Μαύρες σκέψεις του καρφώθηκαν στο μυαλό. Στο δείπνο, όσο κι αν επιχείρησε να διασκεδάσει με τους άλλους, ο φόβος τον κυρίεψε με το που άρχισε να σκοτεινιάζει ο ουρανός. ‘Λοιπόν, κυρ Λογιώτατε!’ του είπε ο γνώριμος γκριζομάλλης Κοζάκος, και σηκώθηκε μαζί με τον Ντόρος. ‘Επί τω έργω, τώρα.’

Ο Χομά οδηγήθηκε ξανά στην εκκλησία, ξανά αφέθηκε ολομόναχος με κλειδωμένη την πόρτα πίσω του. Μόλις έμεινε μόνος του, ο φόβος άρχισε να του συνθλίβει το στήθος. Είδε πάλι τις μαυρισμένες εικόνες με τις επιχρυσωμένες κορνίζες και το οικείο πλέον μαύρο φέρετρο, που κείτονταν εμπρός του μέσα στην απειλητική σιωπή στο κέντρο του ναού.

‘Α,’ έκανε, ‘δε φοβούμαι πια. Την πρώτη φορά ήταν τρομαχτικό, τώρα το έχω συνηθίσει. Όχι, όχι, δε φοβάμαι πια.’ Σχημάτισε τον κύκλο γύρω του, είπε μερικά ξόρκια και άρχισε να διαβάζει δυνατά, αποφασίζοντας να μη σηκώσει τα μάτια του από το βιβλίο, ούτε να δώσει προσοχή σε τίποτε άλλο. Πέρασε σχεδόν μια ώρα ανάγνωσης και άρχισε να κουράζεται και να βήχει. Έβγαλε το σακουλάκι με τον ταμπάκο από την τσέπη του, και πριν ρουφήξει μια πρέζα, κοίταξε δειλά προς το φέρετρο. Η καρδιά του πάγωσε. Το πτώμα, όρθιο, στεκόταν ήδη μπροστά του, πολύ κοντά στη γραμμή του κύκλου και τον αγριοκοίταζε με  σαπρά, πρασινισμένα μάτια. Ο σπουδαστής ανατρίχιασε και ένα παγερό ρίγος διέτρεξε όλες του τις φλέβες. Κατεβάζοντας τα μάτια του στο προσευχητάρι, άρχισε να διαβάζει δυνατά προσευχές και εξορκισμούς. Για μια φορά ακόμη άκουσε το πτώμα να τρίζει απαίσια τα δόντια και είδε να τινάζει τα χέρια της εδώ και πασχίζοντας να τον αρπάξει. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά με μισόκλειστο το ένα μάτι, είδε ότι το πτώμα ορμούσε στα τυφλά σε λάθος μέρος για να τον βρει, προφανώς δεν έβλεπε. Τότε η νεκρή άρχισε να μουρμουρίζει και να ψελλίζει ακατάληπτα λόγια και να εκστομίζει ακατανόμαστες βρισιές μέσα από τα νεκρά της χείλη. Μετά άρχισε να γουργουρίζει και η ομιλία της ακουγόταν σαν κατράμι που έβραζε. Τότε ο φιλόσοφος αντιλήφθηκε πως έκανε μάγια.

Άνεμος, με φοβερό ουρλιαχτό, σηκώθηκε ξαφνικά μέσα στην εκκλησία σ’ απάντηση στα μαγικά της ξόρκια. Γινόταν χαλασμός μ’ έναν θόρυβο λες και πλατάγιζαν χιλιάδες φτερά. Άκουγε φτερά να χτυπούν τα παράθυρα της εκκλησίας και  ξύσιμο νυχιών στα κάγκελα. Τέτοιον απόκοσμο ήχο δεν είχε ξανακούσει. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από τους συνεχώς αυξανόμενους παλμούς. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να διαβάζει τις προσευχές και τα ξόρκια. Επιτέλους, ακούστηκε από μακριά το τσιριχτό λάλημα του πετεινού. Εξουθενωμένος ο φιλόσοφος σταμάτησε και ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στήθος του. Ακούμπησε στο ερεισίνωτο του ψαλτηρίου και κοίταξε μαρμαρωμένος με γουρλωμένα μάτια τους Κοζάκους, που ήρθαν να τον ανοίξουν. Αυτοί τον κουνούσαν και τον σκουντούσαν χωρίς αυτός να αντιδρά, και σχεδόν τον πήγαν σηκωτό στο σπίτι του άρχοντα. Μόλις έφθασαν στη αυλή, ο φιλόσοφος αναρίγησε και ζήτησε αμέσως μισό λίτρο βότκα. Την κατέβασε σχεδόν μονορούφι, έσαξε τα μαλλιά του και είπε: ‘Φοβερά πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο! Τρελαίνεσαι από το φόβο…’

Οι συνομιλητές του γύρω του έσκυψαν το κεφάλι τους στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Ακόμη κι ένα μικρό χαμίνι, που το είχαν του κλότσου και του μπάτσου και για να τους κάνει τα θελήματα, να καθαρίζει τους στάβλους και να τους κουβαλά νερό, ακόμη κι αυτό έχασκε με δέος.

Τη στιγμή εκείνη, πέρασε μια γυναίκα μ’ ένα εφαρμοστό φουστάνι, που κολάκευε την νεανική της φιγούρα. Βοηθός της γριάς μαγείρισσας, ήταν μια αδιόρθωτη κοκέτα, που της άρεσε να στολίζει τα ρούχα της με κάτι, είτε αυτό ήταν μια χρωματιστή κορδέλα, ή ένα γαρύφαλλο ή ακόμη κι ένα χρωματιστό χαρτάκι, αν δεν έβρισκε κάτι καλύτερο.

‘Γεια σου, Χομά’ φώναξε βλέποντας το φιλόσοφο. ‘Άι, άι, άι, τι έπαθες;’ Φώναξε σφίγγοντας τα χέρια της σε γροθιά.

‘Τι θες να πεις, ανόητη γυναίκα;’

‘Θεέ και Κύριε, τα μαλλιά σου έχουν εντελώς γκριζάρει!’

‘Οχό, αλήθεια λέει’ αναφώνησε ο Σπίριντ’ εξετάζοντάς τον προσεχτικά. ‘Γκρίζαρες σαν τον γέρο Γιαφτούχ μας.’

Ακούγοντας αυτά, ο φιλόσοφός μας έτρεξε κατευθείαν στην κουζίνα, όπου κοιτάχτηκε σ’ έναν τριγωνικό καθρέφτη, γεμάτο μυγοφτύματα, στερεωμένο στον τοίχο, μπροστά στον οποίο ήταν βαλμένα διάφορα άνθη, όπως μιμόζες, μυρτιές, ακόμη κι ένα στεφάνι με κατιφέδες, ένδειξη της κοκεταρίας της παραμαγείρισσας. Με φρίκη διαπίστωσε τα λεγόμενα της τελευταίας: τα μισά μαλλιά του είχαν γίνει εντελώς άσπρα. Με σκυμμένο το κεφάλι, ο Χομά Μπρουτ έπεσε σε περισυλλογή: ‘Δεν πάει άλλο, θα πάω στον αφέντη,’ σκέφτηκε τελικά. ‘Θα πάω και θα του πω όλη την αλήθεια και θα του εξηγήσω πως δε θέλω να διαβάσω πια. Να με στείλει τώρα αμέσως πίσω στο Κίεβο.’ Με αυτές τις σκέψεις τράβηξε προς το αρχοντικό του σότνικ. Τον βρήκε καθισμένο στο δωμάτιό του, σχεδόν ασάλευτο, στην ίδια απελπισία όπως και πριν. Μόνο που τώρα τα μάγουλά του ήταν πιο πολύ βουλιαγμένα από ποτέ. Ήταν φανερό ότι δεν είχε φάει σχεδόν τίποτε. Μια ασυνήθιστη χλομάδα έδινε στη μορφή του μια παράξενη στατικότητα, σαν εκείνη ενός αγάλματος.

‘Καλημέρα, αγόρι μου,’ είπε βλέποντας τον Χομά να στέκεται στην πόρτα με το καπέλο στο χέρι. ‘Πώς τα πας; Όλα καλά;’

‘Κάθε άλλο, αφέντη. Διαβολικά πράγματα συμβαίνουν που σε κάνουν να φύγεις και να σωθείς.’

‘Για εξηγήσου καλύτερα.’

‘Βλέπεις, άρχοντά μου, αν το εξετάσεις λογικά, η κόρη σου έχει αναμφισβήτητα  ευγενική καταγωγή, αλλά, να με συμπαθεί η αφεντιά σου που θα το πω κι ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή της…’

‘Τι θες να πεις για την κόρη μου!’

‘Να, έχει πάρε δώσε με το διάβολο. Κάνει κάτι φρικιαστικά καμώματα που οι προσευχές μου είναι άχρηστες.’

‘Εσύ να συνεχίσεις τις προσευχές! Κάποιο λόγο θα είχε η μακαρίτισσα να σε καλέσει. Ανησυχούσε, η περιστέρα μου, για την ψυχούλα της και ήθελε να διώξει κάθε κακή επιρροή με προσευχές.’

‘Όπως, επιθυμείς αφεντικό, αλλά ορκίζομαι στο Θεό, δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο!’

‘Για άκου δω, φιλόσοφε!’ είπε ο σότνικ με δυνατή και άγρια φωνή. ‘Δε μ’ αρέσει να μου εναντιώνονται. Τα καμώματα αυτά στο σεμινάριό σου, όχι σε μένα. Ξέρεις τι θα πει καμουτσίκι από σκληρό δέρμα; Θα φας τόσα μαστιγώματα που ο πρύτανής σου δεν έχει καν φανταστεί.’

‘Πώς δεν ξέρω!’ αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, χαμηλώνοντας τη φωνή του. ‘Όλοι το γνωρίζουν πώς πονάει, ιδίως όταν το δέχεσαι σε μεγάλες δόσεις.’

‘Σωστά! Μόνο δεν ξέρεις τον τρόπο που το χειρίζονται οι λεβέντες μου.’ Είπε απειλητικά ο σότνικ και σηκώθηκε όρθιος. Η όψη του πήρε μια αυταρχική και άγρια έκφραση, η οποία έδειχνε έναν χαρακτήρα σ’ όλο το μεγαλείο μιας αχαλίνωτης βαρβαρότητας, κατευνασμένης μόνο από την τωρινή του θλίψη. ‘Θα τους βάλω πρώτα να σε μαστιγώσουν και κατόπιν θα περιλούσουν τις πληγές σου με βότκα, και πάλι μετά καινούργιο μαστίγωμα. Άντε, άντε στη δουλειά σου, το καλό που σου θέλω. Μην την κάνεις και δε θα μπορείς να σταθείς όρθιος. Αν την κάνεις – χίλια χρυσά δουκάτα!’

‘Βρε, τι Τάταρος είναι αυτός;’ Σκέφτηκε ο φιλόσοφος καθώς έφευγε. ‘Δεν αστειεύεται αυτός. Αλλά περίμενε, φιλαράκο, θα την κοπανίσω, κι ούτε εσύ ούτε τα σκυλιά σου θα με βρουν!’

Κι έτσι ο Χομά κατέστρωσε σχέδιο απόδρασης. Περίμενε μέχρι μετά το γεύμα, όταν όλο το προσωπικό είχε αποσυρθεί στις θημωνιές και στους αχερώνες απ’ όπου ακουγόταν μια τέτοια κακοφωνία ροχαλητών και σφυριγμάτων από ανοιχτά στόματα που ολόκληρο το αγρόκτημα έμοιαζε με εργαστήρι. Και τελικά όταν κι ο Γιαφτούχ, ξαπλωμένος στον ήλιο έκλεισε κι αυτός τα μάτια του, ο Χομά έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποδράσει. Σύρθηκε κλεφτά, τρέμοντας από φόβο, στον οπωρώνα του σότνικ, απ’ όπου φαινόταν ότι ήταν δύσκολο να τον δει κανείς, και μετά θα μπορούσε να ξεφύγει στα χωράφια. Ο δεντρόκηπος αυτός, όπως κι όλοι οι άλλοι άλλωστε, ήταν πνιγμένος στα αγριόχορτα και σ’ άλλα ζιζάνια, και συνεπώς κατάλληλος για τέτοιου είδους μυστικές επιχειρήσεις. Εκτός από ένα περπατημένο μονοπάτι, το υπόλοιπο μέρος του οπωρώνα, εκτός από τη ζούγκλα από τα προαναφερθέντα αγριόχορτα, ήταν πυκνοφυτεμένο με κερασιές, φιλύρες και συστάδες από κολλιτσίδες. Κι αυτό όλο το όργιο των δέντρων και των θάμνων ήταν γεμάτο λυκίσκους που σχημάτιζαν ένα δίχτυ από ελικοειδείς αναδεντράδες μέχρι το φράκτη. Ο φράκτης, που ήταν το σύνορο του οπωρώνα, ήταν κι αυτός καλυμμένος από άγρια βλάστηση. Πέρα από το φράκτη απλωνόταν ένα ολόκληρο δάσος από σπάρτα, που κανείς δεν είχε την περιέργεια να εξερευνήσει και που τα σκληρά στελέχη τους θα μπορούσαν ακόμη να σπάσουν και δρεπάνι.

Όταν ο φιλόσοφος ετοιμάστηκε να πηδήξει το φράκτη, τα δόντια έτριζαν και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από το φόβο, ενώ οι άκρες του μακριού πανωφοριού τους του φάνηκαν πως καρφώθηκαν στο έδαφος. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να δρασκελίσει το φράκτη και του φάνηκε πως άκουσε πίσω του ένα διαπεραστικό σφύριγμα και μια φωνή να του λέει: ‘Για πού το’ βαλες, κυρ φιλόσοφε;’

Ο φιλόσοφος βούτηξε μέσα στα σπάρτα και το’ βαλε στα πόδια, σκοντάφτοντας συνεχώς στις ρίζες τους. Μπορούσε να δει πως, μια και έβγαινε από τα σπάρτα, τότε ήταν εύκολο να τρέξει μέσα από τα χωράφια για να φθάσει και να κρυφτεί πίσω από τις πυκνές συστάδες από βατόμουρα, εκτός κινδύνου, και βγαίνοντας από κει θα έπαιρνε το δρόμο για το Κίεβο. Πετώντας κυριολεκτικά μέσα από τα χωράφια έφτασε στους βάτους. Σύρθηκε μέσα τους, αψηφώντας  τα γδαρσίματα από τα αγκάθια τους, και έφτασε σ’ ένα ξέφωτο. Εκεί φύτρωνε μια κλαίουσα με τα κλαδιά της να φθάνουν μέχρι το έδαφος. Στις ρίζες της ανάβλυζε μια πηγή με γάργαρο νερό. Το πρώτο που έκανε ο φιλόσοφος ήταν να πέσει μπρούμυτα και με απληστία να πιει για να σβήσει την ακατάπαυστη δίψα του. ‘Τίποτε δε συγκρίνεται μ’ ένα τέτοιο ξεδίψασμα!’ είπε σκουπίζοντας το στόμα του. ‘Τι ωραίο μέρος για ξεκούραση!’

‘Κι όμως, στη θέση σου θα συνέχιζα την τρεχάλα αν δεν ήθελα να με πιάσουν!’

Τα λόγια αυτά αρθρώθηκαν κάπου πάνω από το κεφάλι του και γυρίζοντας είδε τον Γιαφτούχ να στέκεται από πάνω του. ‘Ο διάβολος να σε πάρει και να σε σηκώσει, Γιαβτούχ!’ είπε από μέσα του ο φιλόσοφος. ‘Πολύ θα ήθελα να σ’ αρπάξω από τα πόδια … να σου δώσω μια με ρόπαλο στη μούρη  και σ’ όλο το σιχαμερό σου κορμί!’

‘Χαμένος κόπος και χρόνος να κάνεις αυτή την παράκαμψη’ συνέχισε ο Γιαφτούχ, ‘θα ήταν καλύτερα να πάρεις το μονοπάτι που πήρα εγώ, ίσια δίπλα από τους στάβλους.  Εξάλλου, δεν είναι τρόπος αυτός να μεταχειρίζεσαι έτσι το επανωφόρι σου, είναι από καλό ύφασμα. Πόσο άραγε έκανε ο πήχης; Άντε, καλός ο περίπατος, αλλά πρέπει να πάμε πίσω στο σπίτι τώρα.’

Ο φιλόσοφος ακολούθησε το Γιαβτούχ πειθήνια ξύνοντας τα πλευρά του. ‘Τώρα η καταραμένη μάγισσα θα με περιποιηθεί για τα καλά,’ σκέφτηκε. ‘Αλλά γιατί να φοβηθώ; Τι σόι Κοζάκος είμαι; Άντεξα ήδη δυο νύχτες, με τη βοήθεια του Θεού θα βγάλω και την τρίτη. Η αναθεματισμένη μάγισσα πρέπει να έχει κάνει τόσες αμαρτίες που ο διάβολος έχει μπει για τα καλά μέσα της.’

Τέτοιες σκέψεις απασχολούσαν το μυαλό του φιλόσοφου μέχρι να φτάσουν στην αυλή του σότνικ. Ανακτώντας το κουράγιο του, έπεισε τον Ντόρος, που χάρη στη φιλία του με τον αποθηκάριο, είχε ελεύθερη πρόσβαση στα κελάρια του σότνικ, να πάει να φέρει ένα βαρελάκι σπιτικής βότκας, και σαν δυο καλοί φίλοι, κάθισαν στον αχερώνα και κατανάλωσαν ανάμεσά τους σχεδόν μισό κουβά, με αποτέλεσμα ο φιλόσοφος να αναπηδήσει όρθιος φωνάζοντας: ‘Μουσική, φέρτε τα όργανα,’ και χωρίς να περιμένει όρμησε στο κέντρο της αυλής και άρχισε να χορεύει τροπάκ με φρενήρη ρυθμό. Χόρευε μέχρι την ώρα του απογευματινού τσαγιού και οι υπόλοιποι άντρες, που είχαν μαζευτεί σε κύκλο γύρω του κατά το συνήθειο, βαρέθηκαν και τελικά έφυγαν φτύνοντας οργισμένα κατάχαμα . ‘Δε λέει πια αυτός να σταματήσει;’ Σχολίασαν.

Τελικά ο φιλόσοφος έπεσε επί τόπου ξερός στον ύπνο και χρειάστηκε να τον περιλούσουν μ’ ένα κουβά κρύο νερό να ξυπνήσει για το δείπνο. Την ώρα του δείπνου εκθείαζε τις αρετές των Κοζάκων, και ο ίδιος σαν Κοζάκος δεν πρέπει να τρομάζει με τίποτε στον κόσμο.

‘Ήρθε η ώρα,’ είπε ο Γιαφτούχ. ‘Άντε να πηγαίνουμε.’

‘Να φας τη γλώσσα σου, καταραμένο γουρούνι!’ είπε ο φιλόσοφος από μέσα του. ‘Άντε να πάμε’ είπε φωναχτά και σηκώθηκε.

Καθώς βάδιζαν προς την εκκλησία, ο φιλόσοφος συνεχώς κοιτούσε γύρω του και άνοιγε κουβέντα με τους συνοδούς του. Αλλά ο Γιαβτούχ έμενε σιωπηλός ενώ ο Ντόρος με το ζόρι έβγαζε λέξη. Η νύχτα έμοιαζε κόλαση. Από το βάθος ακούγονταν ουρλιαχτά λύκων. Ακόμη και το οικείο γαύγισμα των σκύλων ηχούσε κι αυτό απόκοσμο.

‘Μου φαίνεται πως αυτά δεν είναι ουρλιαχτά λύκων, είναι κάτι άλλο,’ άρθρωσε ο Ντόρος. Ο Γιαφτούχ συνέχισε τη σιωπή του κι ο φιλόσοφος δεν εύρισκε τίποτε να πει.

Πλησίασαν στην εκκλησία και μπήκαν κάτω από τις ετοιμόρροπες αψίδες, δείγμα της αμέλειας του σότνικ να φροντίσει τον οίκο του Θεού και να σώσει την ψυχή του. Ο Γιαφτούχ και ο Ντόρος αποσύρθηκαν αμέσως και ο φιλόσοφος έμεινε πάλι ολομόναχος. Όλα έδειχναν κανονικά με την απειλή πάντοτε να κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι του. Στάθηκε για μια στιγμή. Στο κέντρο βρισκόταν όπως πάντα το φέρετρο με τη φοβερή μάγισσα. ‘Βρίσκομαι στον οίκου του Θεού, δεν πρέπει να φοβάμαι!’ μονολόγησε. Χάραξε το συνηθισμένο κύκλο προστασίας και άρχισε τις προσευχές και τους εξορκισμούς, όπως τους θυμόταν. Η τρομακτική σιωπή σου έκοβε το αίμα. Τα κεριά και τα καντήλια φεγγοβολούσαν τρεμοπαίζοντας. Ο φιλόσοφος διάβαζε συνεχώς γυρίζοντας τις σελίδες τη μια μετά την άλλη έως ότου διαπίστωσε ότι δε διάβαζε πια ό, τι ήταν γραμμένο στο προσευχητάρι. Τρομαγμένος άρχισε να σταυροκοπιέται και να ψάλλει. Αυτό του έδωσε λίγο κουράγιο και συνέχισε την ανάγνωση με γρηγορότερο τέμπο. Η σελίδες προχωρούσαν με ευκολία, όταν ξαφνικά η σιωπή διαταράχτηκε από ένα απόκοσμο κρότο από το κάλυμμα της κάσας που έπεσε στο δάπεδο και το πτώμα σηκώθηκε όρθιο. Η φορά αυτή ήταν πιο τρομακτική από τις άλλες. Τα δόντια της νεκρής μάγισσας έτριζαν, με τις οδοντοστοιχίες να κροταλίζουν απαίσια, και με παραμορφωμένα χείλη εκστόμιζε κατάρες και μαγικά ξόρκια αγκομαχώντας άγρια. Ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε μέσα στο ναό ρίχνοντας τις εικόνες στο δάπεδο και κάνοντας χίλια κομμάτια τα τζάμια των παραθύρων. Οι πόρτες του ναού βγήκαν από τους μεντεσέδες και ένα πλήθος αποτρόπαιων τεράτων εισήλθαν στον οίκο του Θεού. Το βδελυρό πλατάγισμα των φτερών τους και το γρατσούνισμα αντηχούσε μέσα σ’ όλον τον ιερό χώρο του ναού. Πετούσαν εδώ και κει στα τυφλά πασχίζοντας να βρουν και να αρπάξουν το φιλόσοφο.

Ήδη τώρα ο Χομά ήταν νηφάλιος. Σταυροκοπιόταν σε κατάσταση παραφροσύνης και έλεγε όποια προσευχή του ερχόταν στα χείλη. Ταυτόχρονα άκουγε τα βρομερά πλάσματα να πλαταγίζουν γύρω του, σχεδόν να τον αγγίζουν με τα αποκρουστικά φτερά τους και την αηδιαστική τους ουρά. Δεν είχε τη δύναμη να τα αντικρύσει. Το μόνο που έβλεπε ήταν ένα πελώριο τέρας με πυκνό βρόμικο τρίχωμα να πιάνει ολόκληρο τον απέναντι τοίχο της εκκλησίας. Δυο τρομακτικά μάτια με ελαφρώς σηκωμένα βλέφαρά κοίταζαν επίμονα μέσα από το δασύ τρίχωμα του προσώπου του. Πάνω από αυτό ταλαντευόταν στο αέρα κάτι σαν μια τεράστια κύστη με δαγκάνες και ουρές σκορπιών να προεξέχουν από το κέντρο της. Σβώλοι από μαύρο χώμα ήταν κολλημένοι στα άκρα τους. Όλα αυτά απλώνονταν προς το μέρος του, ψάχνοντάς τον, αλλά δεν μπορούσαν να περάσουν την προστασία του ιερού κύκλου.

‘Φέρτε τον Βίυ, φέρτε τον Βίυ!’ φώναξε η νεκρή. Μια ξαφνική σιωπή έπεσε ξαφνικά μέσα στην εκκλησία. Από μακριά οι λύκοι συνέχισαν να ουρλιάζουν, και σύντομα ακούστηκαν βαριά βήματα στα σκαλιά της εκκλησίας. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς την είσοδο, ο φιλόσοφος διέκρινε ένα κοντόχοντρο, γεροδεμένο ανθρωποειδές με πόδια που κατέληγαν σε τρία δάχτυλα, όμοια με νύχια πτηνού, να μπαίνει στην εκκλησία. Ήταν ολόκληρο σκεπασμένο με μαύρο χώμα. Τα χέρια και τα πόδια του προεξείχαν από το σώμα του σαν φλεβώδεις ρίζες. Βάδιζε με δυσκολία σκοντάφτοντας συνεχώς. Τα μακριά του βλέφαρα έφταναν σχεδόν μέχρι το έδαφος. Έντρομος ο Χομά παρατήρησε ότι τα άλλα πλάσματα το οδηγούσαν προς το μέρος του.

‘Σηκώστε τα βλέφαρά μου, δε βλέπω είπε ο Βίυ με την υποχθόνια φωνή του και όλη η φρικαλέα ομήγυρης έσπευσε να σηκώσει τα βλέφαρά του.

‘Μην κοιτάζεις!’ ψιθύρισε  στο Χομά μια φωνή από μέσα του. Αυτός όμως δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και κοίταξε.

‘Νάτος, εκεί είναι ξεφώνισε ο Βίυ και τον έδειξε μ’ ένα σιδερένιο δάχτυλο. Και τότε ο Χομά σωριάστηκε στο έδαφος και αμέσως ξεψύχησε.




‘Νάτος, εκεί είναι ξεφώνισε ο Βίυ και τον έδειξε μ’ ένα σιδερένιο δάχτυλο



Ένας πετεινός λάλησε. Ήταν το δεύτερο λάλημα, το πρώτο δεν το άκουσαν τα ξωτικά. Τα τρομακτικά αυτά όντα όρμησαν κατευθείαν να φύγουν, άλλα από την πόρτα κι άλλα από τα παράθυρα, όσο το δυνατό γρηγορότερα, αλλά ήταν αργά πια. Και κει μαρμάρωσαν, στα παράθυρα και στην πόρτα. Ο ιερέας που ήρθε να ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία, έμεινε εμβρόντητος αντικρίζοντας όλη αυτή τη βεβήλωση στον οίκο του Θεού, μη μπορώντας να εκτελέσει το ιερό του καθήκον. Έτσι, η εκκλησία έκτοτε παραμελήθηκε με τα τέρατα, σαν ανάγλυφα, κολλημένα στην πόρτα και τα παράθυρα, και αφέθηκε να πνιγεί στα ζιζάνια και στα βάτα. Και σήμερα κανείς δεν μπορεί να βρει μονοπάτι που να οδηγεί σ’ αυτήν.


 * * *



Όταν τα μαντάτα έφτασαν στο Κίεβο και ο θεολόγος Χαλιάβα πληροφορήθηκε για την άσχημη μοίρα του φιλόσοφου Χομά, έπεσε σε βαθιά συλλογή για μια ολόκληρη ώρα. Εν τω μεταξύ, η ζωή του είχε αλλάξει. Η τύχη του χαμογέλασε,  και με την αποφοίτησή του από το σεμινάριο, διορίστηκε κωδωνοκρούστης στο ψηλότερο καμπαναριό της πόλης. Σχεδόν μόνιμα περιφερόταν στην πόλη με ματωμένη μύτη, επειδή η ξύλινη σκάλα του καμπαναριού ήταν πολύ απότομη και πρόχειρα χτισμένη.

‘Άκουσες τι έπαθε ο Χομά;’ Ρώτησε ο Τιμπέρι Γκόρομπετς, ήδη τώρα φιλόσοφος ο ίδιος και περήφανος για το μουστάκι που έτρεφε.

‘Θέλημα Θεού,’ αποκρίθηκε ο κωδωνοκρούστης Χαλιάβα. ‘Άντε να πάμε στην ταβέρνα να πιούμε για την ανάπαυση της ψυχής του!’

Ο νεαρός φιλόσοφος, που ασκούσε με περισσή περηφάνια τα νεοαποκτηθέντα δικαιώματά  να φοράει παντελόνι, επανωφόρι ακόμη και καπέλο, όλα διαποτισμένα με το μίασμα του αλκοόλ και του ταμπάκου, αμέσως συμφώνησε με μεγάλη προθυμία.

‘Ωραίος τύπος ο Χομά!’ είπε ο κωδωνοκρούστης, καθώς ο κουτσός κάπελας του σέρβιρε το τρίτο κύπελλο βότκα. ‘Ανώτερος χαρακτήρας! Και να πεθάνει για το τίποτα.’

‘Εγώ ξέρω γιατί πέθανε: ήταν επειδή φοβήθηκε. Αν δεν είχε φοβηθεί, η μάγισσα δε θα μπορούσε να τον βλάψει καθόλου. Το μόνο που πρέπει να κάνεις σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να κάνεις το σημείο του σταυρού και να φτύσεις την ουρά της μάγισσας, και τίποτε δε μπορεί να συμβεί. Εμ, ξέρω εγώ, στ’ αλήθεια – όλες οι γριές στην αγορά του Κιέβου, όλες τους είναι μάγισσες.’ είπε ο Τιμπέρι.

Ο κωδωνοκρούστης απάντησε σ’ αυτό με μια επιδοκιμαστική κίνηση του κεφαλιού. Αλλά, διαπιστώνοντας πως η γλώσσα του δεν ήταν πλέον σε θέση να αρθρώσει λέξη, σηκώθηκε προσεχτικά από το τραπέζι και τρεκλίζοντας δεξιά και αριστερά, ξεκίνησε να βρει μια κρυψώνα μέσα στους θάμνους.  Συγχρόνως δε, όπως το είχε συνήθειο, δεν ξέχασε να τσεπώσει μια σόλα μπότας που βρισκόταν πάνω στον πάγκο.


1834 – 1842

Σημειώσεις 

Βέρστι: Παλαιό μέτρο μήκους στη Ρωσία ίσον με 1067 μέτρα.

Σότνικ: Στρατιωτικός βαθμός, εκατόνταρχος.

Τρόπακ: είδος γρήγορου χορού.

***********************************************************
Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
VIY 
Η εκπληκτική σοβιετική  ταινία "τρόμου" του 1967, αποτελεί τη μεταφορά του ομώνυμου διηγήματος  του Νικολάι Γκόγκολ . Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τους  Γκεόργκι Κροπατσίοφ και Κονσταντίν Γερσόφ και σε μια  καταπληκτική  σκηνογραφία  δημιουργεί μια υπέροχη ατμόσφαιρα μαύρης κωμωδίας , γεγονός που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τις αντίστοιχες  ταινίες  της Δύσης.
 
Η ταινία είναι υποτιτλισμένη στα αγγλικά. 

Διαβάστε => Σημαδιακό όνειρο [VYI] (ταινία) - Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

20 βιβλία για τη Γάζα, τον φασισμό και άλλες ιστορίες

  20 βιβλία για τη Γάζα, τον φασισμό και άλλες ιστορίες 46–58 λεπτά ...