Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
(Ρωμαϊκή παράδοσις)
(Ρωμαϊκή παράδοσις)
Χειμώνας, νύχτα, βροχή, κρύο.
Ένας ρωμιός, χωρίς παρά,
Κάθηται σ΄ένα καφενείο
Συλλογισμένος φοβερά.
Ξαφνου σηκώνει το κεφάλι
Και του ξεφεύγει ένα Α!
Με ρούχ΄αλλόκοτα και κάλλη,
Σαν οπτασία, σα σκιά,
Ψηλή γυναίκα εμπρός του στέκει,
Και τον κοιτάζει τρυφερά.
"Τι θέλεις από με , κυρά;"
Θέλει να πει, αλλά τα μπλοέκει.
Τον πιάνει φόβος΄πάει να φύγει,
Αλλά να φύγει δεν μπορεί.
Τρίβει τα μάτια του, τ΄ανοίγει,
Μα πάλι μπρος του τη θωρεί.
Από μετάξ΄η φορεσιά της
Και από τράπουλας χαρτιά΄
Κάτου στο πάτωμα η ουρά της
Ξεσέρνεται, μακριά , πλατιά.
Στους ώμους της διπλώνει ταίρι
Φτερά διαμαντοπλουμιστά,
Με χάρι σ΄το ΄να της το χέρι
Ένα χρυσό ραβδί βαστά.
....................................
....................................
....................................
"Εγώ στες μοίρες είμ΄η πρώτη,
Πάντα χιλιόπλουτη και νια.
Με χαιρετούν χαρές και κρότοι,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Μα τώρ΄αυτά πο ΄χω για σένα
Ποτέ καμιά της γης γωνιά,
Κανείς δεν τά ειδε αραδιασμένα,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Πες μου τι θες να σου χαρίσω,
Αγαπημένο μου παιδί;
Λέγε΄μου φτάνει να σ' εγγίσω
Με το χρυσό μου το ραβδί!
Θες να γλεντήσεις στο Παρίσι;
Θέλεις στην Λόντρα ν΄ακουστείς;
Να πας σ΄Ανατολή και Δύση
Ακούραστος σεργιανιστής;
Θέλεις να χάσκουν, καβαλάρης
Όταν περνάς κάθε μεριά;
Στην εμορφιά να είσαι Πάρις
Και Οδυσσεύς στην πονηριά;
Στην εκκλησία Πατριάρχης,
Αρχιραβίνος μες στη χάβρα,
Να γράφεις στίχους σαν Πετράρχης,
Να λαχταρά για σε μια Λαύρα;
Πες μου τι θέλεις να σε κάνω;
Αυλάρχη, λόρδο, στρατηγό
Κατακτητή, σοφό, σουλτάνο,
Θησαυροφύλακα, υπουργό;
Ό,τι κι αν θες, μικρό, μεγάλο,
Μπροστά σου θα το ιδείς ευθύς.
Φτάνει το χέρι μου να βάλω
Μες στο ζεμπίλι...Τι ποθείς;"
Μόλις το στόμα της εκλείσθη
Και μόλις πήρε ανασασμό,
Αυτός λιγάκι εσυλλογίσθη
Και απαντά: "Διορισμό!".
Ένας ρωμιός, χωρίς παρά,
Κάθηται σ΄ένα καφενείο
Συλλογισμένος φοβερά.
Ξαφνου σηκώνει το κεφάλι
Και του ξεφεύγει ένα Α!
Με ρούχ΄αλλόκοτα και κάλλη,
Σαν οπτασία, σα σκιά,
Ψηλή γυναίκα εμπρός του στέκει,
Και τον κοιτάζει τρυφερά.
"Τι θέλεις από με , κυρά;"
Θέλει να πει, αλλά τα μπλοέκει.
Τον πιάνει φόβος΄πάει να φύγει,
Αλλά να φύγει δεν μπορεί.
Τρίβει τα μάτια του, τ΄ανοίγει,
Μα πάλι μπρος του τη θωρεί.
Από μετάξ΄η φορεσιά της
Και από τράπουλας χαρτιά΄
Κάτου στο πάτωμα η ουρά της
Ξεσέρνεται, μακριά , πλατιά.
Στους ώμους της διπλώνει ταίρι
Φτερά διαμαντοπλουμιστά,
Με χάρι σ΄το ΄να της το χέρι
Ένα χρυσό ραβδί βαστά.
....................................
....................................
....................................
"Εγώ στες μοίρες είμ΄η πρώτη,
Πάντα χιλιόπλουτη και νια.
Με χαιρετούν χαρές και κρότοι,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Μα τώρ΄αυτά πο ΄χω για σένα
Ποτέ καμιά της γης γωνιά,
Κανείς δεν τά ειδε αραδιασμένα,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Πες μου τι θες να σου χαρίσω,
Αγαπημένο μου παιδί;
Λέγε΄μου φτάνει να σ' εγγίσω
Με το χρυσό μου το ραβδί!
Θες να γλεντήσεις στο Παρίσι;
Θέλεις στην Λόντρα ν΄ακουστείς;
Να πας σ΄Ανατολή και Δύση
Ακούραστος σεργιανιστής;
Θέλεις να χάσκουν, καβαλάρης
Όταν περνάς κάθε μεριά;
Στην εμορφιά να είσαι Πάρις
Και Οδυσσεύς στην πονηριά;
Στην εκκλησία Πατριάρχης,
Αρχιραβίνος μες στη χάβρα,
Να γράφεις στίχους σαν Πετράρχης,
Να λαχταρά για σε μια Λαύρα;
Πες μου τι θέλεις να σε κάνω;
Αυλάρχη, λόρδο, στρατηγό
Κατακτητή, σοφό, σουλτάνο,
Θησαυροφύλακα, υπουργό;
Ό,τι κι αν θες, μικρό, μεγάλο,
Μπροστά σου θα το ιδείς ευθύς.
Φτάνει το χέρι μου να βάλω
Μες στο ζεμπίλι...Τι ποθείς;"
Μόλις το στόμα της εκλείσθη
Και μόλις πήρε ανασασμό,
Αυτός λιγάκι εσυλλογίσθη
Και απαντά: "Διορισμό!".
ΚΩΣΤΗΣ
Περιοδικό "Ασμοδαίος" τχ. 308, 1885.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου