ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΘΗ
(α΄)
(α΄)
Έπινα τον εσπρέσο μου στο Καφέ της "Ζώγιας" περιμένοντας ένα φίλο , όταν με πλησίασε ένας άγνωστος κύριος και κάθισε στο τραπέζι μου χωρίς να μου ζητήσει την άδεια. Στη σχετική παρατήρηση που του έκανα για το ανήκουστο θράσος του, μου απάντησε μειδιών:
«Γιατί να το κάνω ; Εσύ πήρες από μένα καμιάν άδεια;»
« Ποιος είστε, κύριε;» είπα κατακόκκινος από θυμό. «Γνωριζόμαστε , για να μου μιλάτε έτσι;»
«Γνωριζόμαστε και μάλιστα πολύ καλά. Ονομάζομαι δυστυχώς Αλέξιος Ρωμανός . » μου πέταξε ο άγνωστος χαμογελώντας σαρδόνια.
Έμεινα να τον κοιτώ με ανοιχτό στόμα.
« Μα αυτό είναι το όνομα του… του…» ψέλλισα πελιδνός.
« Πες 'το, ντε , μην ντρέπεσαι: του διηγηματικού σου ήρωα. Του ταλαίπωρου δικηγόρου. Σε πληροφορώ ότι το όνομά του είναι ένα μόνο στοιχείο από τα πολλά που δε μου αρέσουν στα διηγήματά σου.»
« Τι ξέρετε εσείς για τα γραφτά μου; Τα έχετε διαβάσει;»
Έσκασε στα γέλια. Πήρε το ποτήρι με το νερό που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και το ήπιε μονορούφι. Ύστερα με κοίταξε συνωμοτικά.
« Αγαπούλα μου , εσύ κι εγώ στο... ανοιχτό λαντό… Λοιπόν, ήρθα να σε βρω , για να ξηγηθούμε σαν άντρας προς άντρα.Compris;»
« Μα τι λέει αυτός ;» αναρωτήθηκα . «Πού το πάει;»
« Επειδή έχω το χάρισμα να κυκλοφορώ ελεύθερα στη σκέψη σου, σου δηλώνω ότι είμαι εδώ , για να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου. Οριστικά και αμετάκλητα.»
Τρομοκρατήθηκα .Ρε , μπας, είπα, ρίχνει άδεια για να πιάσει γεμάτα; Μήπως ξέχασα να πληρώσω κάποια δόση και στείλαν κάποιο φουσκωτό;
« Ισχυρίζεστε ότι σας οφείλω πνευματικά δικαιώματα;"
"Ναι!"
" Μα εγώ ούτε που σας ξέρω! Αυτό είναι ανήκουστο! »
« Πρωτότυπο, ναι, ανήκουστο όχι!»
« Με ποια ιδιότητα μου ζητάτε αυτό που υποτίθεται σας οφείλω;»
« Φίλε μου , πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτό που είμαι είσαι κι αυτό που είσαι είμαι.»
« Τι , ποιος;» ανοιγόκλεισα τα μάτια μου ζαλισμένος . Ε αυτό πήγαινε πολύ.
«Κύριε, θέλω να φύγετε αμέσως από το τραπέζι μου, αλλιώς θα φωνάξω το γκαρσόνι να σας πετάξει έξω.»Μου χάιδεψε το μπράτσο καθησυχαστικά.
«Έλα ,τώρα, κουλάρησε ! Όταν θα σου τα εξηγήσω όλα, θα καταλάβεις.»
Μου ήρθε μια ιδέα.Έσκυψα στο αυτί του.
«Δε μου λέτε, μήπως σας έβαλε ο Βαγγέλης από την Πάτρα να μου κάνετε πλάκα; Γιατί μόνο αυτός ο χωρατατζής και η γυναίκα μου ξέρουν για τα γραφτά μου.»
« Δικέ μου , ούτε ο Βαγγέλης ο Πατρινός ούτε ο Βασίλης ο Καλαματιανός ενδιαφέρονται για τις αρλούμπες που έχεις γράψει.»
Θίχτηκα.
«Ακούστε , κύριε , με προσβάλλετε. Έχω απόλυτη επίγνωση ότι δεν είμαι ένας καινούριος Τόμας Μαν , αλλά νομίζω ότι όσα γράφω πόρρω απέχουν απ’ το να είναι αρλούμπες!»
"Πάταξον μεν, άκουσον δε! Άφησέ με να σου πω ό,τι έχω να σου πω κι ύστερα θα σε απαλλάξω από την παρουσία μου. Στο υπόσχομαι!»
Φως φανάρι ότι δεν μπορούσα να ξεφορτωθώ αυτόν το λοξία. Αν τον άφηνα να ξεθυμάνει , ίσως βαριόταν και έφευγε.
«Τέλος πάντων! Σας ακούω, αλλά σύντομα παρακαλώ γιατί βιάζομαι.»
« Μπράβο ! Τώρα αρχίζεις να λογικεύεσαι . Λοιπόν , έχουμε και λέμε. Εγώ που με βλέπεις δεν είμαι ο πραγματικός Αλέξιος .»
"Τι!" Καλά το είχα ψυλλιαστεί. Ο τύπος ήταν σαλταρισμένος.
« Εντάξει, δεν είστε ο πραγματικός Αλέξιος ! Και τι είστε, παρακαλώ;»
« Ο ήρωας του βιβλίου σου, με σάρκα και οστά . Πώς λένε οι κριτικοί ο συγγραφέας έπλασε έναν αληθινό ήρωα; Είμαι ένας τέτοιος!»
Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ . Έβαλα τα γέλια. Μα ο ερίφης ξεπερνούσε κάθε όριο. Όντως ήταν για δέσιμο. Φαινόταν όμως άκακος , στιλ νερόβραστου διανοούμενου, όχι απ’ αυτούς που γυαλίζει το μάτι τους και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου προκύψει. Αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι του , για να δω πού το πάει. Έτσι κι αλλιώς ο φίλος μου αργούσε να έρθει και δεν είχα να κάνω τίποτε σπουδαίο .
Σούφρωσε το πρόσωπό του.
« Τς, Τς, Τς! Κακό παιδί! Πάλι πονηρές σκέψεις κάνεις και με αδικείς. Σου λέω μόνο αυτό: αμφισβητώντας εμένα , αμφισβητείς τον ήρωά σου. Μην είσαι τόσο σκληρός και ανάλγητος.»
Για μια στιγμή έμεινα ενεός. Ύστερα σηκώθηκα από την καρέκλα μου τόσο απότομα , που λίγο έλειψε να αναποδογυρίσω το τραπέζι. Αυτός όχι μόνο έμεινε ατάραχος, αλλά με έπιασε από το χέρι και με υποχρέωσε να καθίσω. Έβγαλε από την τσέπη του μια πίπα και έχωσε στην οπή μια πρέζα καπνό από ένα σακουλάκι μαύρο... Skandinavik! Ρίγησα . Κάπνιζε τον ίδιο καπνό που κάπνιζε κι ο Ρωμανός πριν κόψει το κάπνισμα, κι η πίπα του ήταν αυτή που του είχε χαρίσει κάποια Χριστούγεννα η γυναίκα του, με το χρυσό μονόγραμμα Α.Ρ. Τον κοίταξα καλύτερα. Κλονίστηκα . Θεέ μου! Πράγματι έμοιαζε με τον ήρωά μου. Λεπτός αλλά γεροδεμένος , γυαλιά συρμάτινα, θεληματικό πιγούνι, από αυτά με τη βουλίτσα...
« Τι θέλεις;» είπα ξέπνοα .
« Πρώτον να μου αλλάξεις όνομα, δεύτερον να αλλάξεις ύφος γραφής, τρίτον να αλλάξεις τον τίτλο της συλλογής , τέταρτον…»
Τον διέκοψα νευρικά.
« Στάσου! Με τη φόρα που έχεις πάρει, θα με πετάξεις στη θάλασσα. Έστω ότι δέχομαι πως είσαι το ενσαρκωμένο αποκύημα της φαντασίας μου, γιατί όμως έχεις σηκώσει αντάρτικο και έρχεσαι να με ταλαιπωρήσεις τώρα; Τώρα δηλαδή που το βιβλίο είναι τελειωμένο;»
«Είναι απλούστατο! Διότι έχω κι εγώ δικαιώματα επί της συγγραφής. Δεν μπορείς , κύριε, να κάνεις ό,τι θέλεις ερήμην εμού.»
« Μα, μα... είσαι ένα επινοημένο πρόσωπο, ένα δικό μου δημιούργημα! Ένα πρόσωπο που αποτελεί μέρος της δικής μου μυθοπλασίας.»
«Τι πάει να πει “ της δικής μου μυθοπλασίας”; Δεν έχεις διαβάσει Μπόρχες ή τη δική μας τη Μάρω Δούκα, για να καταλάβεις πώς λειτουργεί ο ήρωας; Δεν είναι μια οντότητα ξεχωριστή απ' τον προσωπικό κόσμο του συγγραφέα, αφού πρόκειται να μπει και στη φαντασία των αναγνωστών; Δε τον βάζει να κυκλοφορεί αυτόνομα , να τρώει , να πίνει, να κάνει έρωτα , δεν έχει αισθήματα αυτός; Δεν μπορείς, κύριε, απ' τη στιγμή που εγώ δεν είμαι εσύ, από τη μια να με γεννάς με τόσες ωδύνες, να με στήνεις στα πόδια μου με τόσες θυσίες, κι από την άλλη να με πετάς στην ψύχρα σαν νόθο στα σκουπίδια σου. Άπαξ και με έπλασες, οφείλεις να με δεχτείς ως κανονικό άνθρωπο. Για να μην πολυλογούμε , ή θα υποταχτείς στους όρους μου ή …»
« Είναι παράλογο! Συνομιλούμε ισότιμα λες και είμαστε ίσα κι όμοια. Και , για να ’χουμε καλό ρώτημα, για ποιους "όρους" μιλάς ; Και προπαντός τι εννοείς μ’ αυτό το διαζευτικό “ή” που ξεστόμισες; Με εκβιάζεις;
« Θα σου δώσω την απάντηση που σου ταιριάζει και μάλιστα σε οικονομική συσκευασία . Ναι, κύριε, σε εκ-βι-ά-ζω, γιατί από μένα εξαρτάται αν περπατήσει το βιβλίο σου!»
«Περπατάνε τώρα και τα βιβλία;»
« Άσε τις χαριτωμενιές! Να διαβαστεί ευχάριστα, εννοώ , εξυπνάκια!»
« Και τι , τέλος πάντων , θέλεις να κάνω; Μήπως να πέσω στα πόδια σου;»
« Αυτό το ’χεις κάνει ήδη. Τώρα θέλω να μου αλλάξεις πάραυτα και οσονούπω το όνομα. Το Ρωμανός είναι πολύ μπανάλ . Οι περισσότεροι έλληνες συγγραφείς τέτοια επινοούν . Λες και όλοι οι κάτοικοι αυτής της δύσμοιρης χώρας είναι βεριτάμπλ απόγονοι των αρχαίων ελλήνων και των βυζαντινών πατρικίων .
- Και πώς θέλεις να σε λένε ;
- Βασιλειάδη ! Μανόλη Βασιλειάδη!
Στο άκουσμα αυτού του ονόματος , οι λιγοστές τρίχες της κεφαλής μου αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν ομαδικά .
« Βα-σι-λει-άδη! Δεν μπορούσες να σκεφτείς τίποτε πιο κοινότοπο;»
« Βασιλειάδη και πάσης Ελλάδος- τελεία και παύλα! Αν και θα του ταίριαζε καλύτερα το Παραδάκης, όνομα – κατατεθέν μιας κοινωνίας που λυσσάει για χρήμα, που παραλύει και παραληρεί στη θέα του.»
« Επ , επ, αυτό δεν ισχύει για τον ήρωά μου! Αυτός είναι υπεράνω χρημάτων.»
« Μωρέ τι μας λες! Γι’ αυτό στο γραφείο του έχει κρεμάσει την επιγραφή Βερεσέ δεν έχει ;»
Άπλωσα το χέρι μου και του βούλωσα το στόμα.
«Σκασμός ! Μια λέξη παραπάνω και σ’ έφαγα! Αν είναι οι αναγνώστες να μάθουν από τώρα την υπόθεση των διηγημάτων μου, καήκαμε. Εντάξει θα το κάνω. Ό,τι θέλει ο κύριος εκβιαστής. Μανόλης Βασιλειάδης !»
« Ο κύριος Βασιλειάδης , να λες!»
Με είχε πιάσει ένα ολόσωμο tremens, που απειλούσε από στιγμή σε στιγμή τη ζωή των φλιτζανιών επί του τραπεζίου.
«Τελειώσαμε;"
« Τι τελειώσαμε . Ακόμα στο Άλφα είμαστε."
« Υπάρχει και Βήτα;»
« Και Γάμα και Δέλτα , μπουμπούκο μου …Τώρα που αρχίσαμε, δε μου ξεφεύγεις . Λοιπόν πρέπει ακόμη να αλλάξεις τον τίτλο του βιβλίου. Δε μου αρέσει καθόλου αυτό το Πενήντα και κάτι, που σκοπεύεις να του βάλεις. Είναι πολύ περιοριστικό για τους υποψήφιους αναγνώστες.»
« Αν έχεις καμιά καλή ιδέα, εδώ δε θα τα χαλάσουμε.»
« Να το πούμε, να το πούμε … Κούλα και Μανόλης ή Ο Μανόλης και η Κούλα του!»
« Είναι γελοίο! Όλο μαζί δημιουργεί άσχημους συνειρμούς ,κουλαντρίζω, κούλουμα, κουλός, κουλαμάρα... και ποιος ξέρει τι άλλο. Θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες.»
Φάνηκε προβληματισμένος.
« Καλά, ας αφήσουμε, για λίγο, στην άκρη τον τίτλο. Ας πάμε σε πιο βαθιά νερά.»
« Έλεος! Τι άλλο παράλογο σκοπεύεις να μου ζητήσεις ;»
« Θέλω να ξαναγράψεις όλα τα κείμενα σε πρώτο πρόσωπο.»
Αν με είχαν ζεματίσει με καυτό λάδι , δε θα τσίριζα περισσότερο.
« Ε, όχι κι αυτό, ε όχι κι αυτό !»
« Γιατί όχι , κύριε συγγραφεύ; Όλοι οι μεγάλοι μυθοπλάστες της εποχής μας γράφουν σε πρώτο πρόσωπο.» Δεν έχεις διαβάσει τον…
« Σταμάτα! Δε μ’ ενδιαφέρει πώς γράφουν αυτοί, τ’ ακούς; Εμένα μου γουστάρει να γράφω όπως θέλω εγώ, ΕΓΩ! Το άκουσες;»
« Κακομοίρη , δε βλέπεις πέρα από τη μύτη σου και δυναμιτίζεις το συγγραφικό σου μέλλον. Εγώ πάντως είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω. Επιμένω στην αλλαγή προσώπου. Επίσης θέλω πλαγιότιτλους, άλλη γραμματοσειρά από την ξεφτιλισμένη Times New Roman, και ακόμη …
« Έτσι όπως πας, θα μου πάρεις και το σώβρακο.»
Φούσκωσε σαν το παγόνι.
« Τι να κάνουμε, έτσι είμαστε εμείς οι επινοημένοι ήρωες, απόλυτοι!»
Από το τζάμι είδα το φίλο μου να ετοιμάζεται να περάσει το δρόμο και ανατρίχιασα. Για φαντάσου να συναντιόταν ο Λάζαρος με αυτό το εκτόπλασμα…
«Κοίτα , έχω ένα ραντεβού τώρα . Προτείνω να συνεχίσουμε τη συζήτηση αύριο εδώ , την ίδια ώρα.»
Σηκώθηκε απρόθυμα.
«Εντάξει. Αύριο, την ίδια ώρα. Μόνο που, για να μη χάνουμε τον καιρό μας , θέλω να να δεχτείς τους όρους μου.»
Βλέποντας το φίλο μου να πλησιάζει χαμογελαστός , βιάστηκα να τον σπρώξω.
«Εντάξει , εντάξει , κάτι θα κάνουμε . Φύγε τώρα!»
«Σε βλέπω άκεφο , μου είπε ο Λάζαρος , δίνοντάς μου το χέρι. Τι συμβαίνει; Μου φάνηκες πως χειρονομούσες.»
Τι να του έλεγα τώρα; Να του αποκάλυπτα ότι είχα μια συνομιλία με τον ήρωα του βιβλίου μου ; Θα με περνούσε για λωλό. Προσποιήθηκα ελαφρά αδιαθεσία και τον ρώτησα για τα δικά του. Ήπιαμε το ουζάκι μας , φάγαμε τα πατατάκια και τα αράπικα φυστίκια μας μας, χωρίσαμε δίνοντας την υπόσχεση να συναντηθούμε σύντομα οικογενειακώς για ψαράκι στην Επανομή.
Δεν επέστρεψα αμέσως στο σπίτι, αλλά πέρασα από το φίλο Γεράσιμο Κ. , ένα γνωστό πανεπιστημιακό, ειδικό σε θέματα συγκριτικής λογοτεχνίας. Χωρίς περιστροφές του εξέθεσα το πρόβλημά μου και ζήτησα τη γνώμη του.
« Συνηθισμένη περίπτωση, μου είπε απερίφραστα , διχασμού προσωπικότητας του δημιουργού!" Με κοίταξε ερευνητικά.
«Σε βλέπω λίγο κομμένο. Κοιμάσαι καλά τα βράδια;»
« Μια χαρά είμαι! Αν εξαιρέσουμε το κατούρημα γύρω στις πέντε το πρωί.»
«Ε καλά , αυτό ποιος άντρας στην ηλικία μας δεν το παθαίνει; Δεινόν γαρ το γήρας…»
Τράβηξα για την πόρτα.
«Τι λες να κάνω, ρε Γεράσιμε;»
« Τι να σου πω; Ό,τι σε φωτίσει ο θεός. Εσύ έχεις το πεπόνι , εσύ και το μαχαίρι. Όμως καλού κακού κάνε και καμιά επίσκεψη στο Γιωργάκη τον Παπαρά για κανένα αγχολυτικό.»
Όλο το βράδυ δε με έπιανε ο ύπνος. Στριφογύριζα σαν το χταπόδι στο κρεβάτι, αναστέναζα , πήγαινα στην κουζίνα, ώσπου η γυναίκα μου δεν άντεξε και μ’ έστειλε να κοιμηθώστο δωμάτιο των ξένων. Το πρωί στη δουλειά σερνόμουνα, ήμουν όλο εκνευρισμό, κατσάδιασα τη γραμματέα μου για ασήμαντο αφορμή, τσακώθηκα με ένα σταρέμπορο φοροφυγά και το 'σκασα με την πρώτη ευκαιρία. Το απογευματάκι, κουτρώντας μπροστά σ’ ένα διπλό εσπρέσο, περίμενα όλος αδημονία στη Ζώγια τον Αλέξιο Ρωμανό , που πραξικοπηματικά είχε μετονομαστεί σε Μανόλης Βασιλειάδης . Επιτέλους εμφανίστηκε. Τον είδα να με ψάχνει και του 'κανα νεύμα με το χέρι.
«Καλησπέρα! Λοιπόν τι έγινε; Το αποφάσισες;»
« Σχετικά με το όνομα , τα είπαμε . Θα καταπιώ το φαρμάκι σου και θα το κάνω. Θα σκεφτώ ίσως και την περίπτωση αλλαγής της γραμματοσειράς. Ως προς το πρόσωπο και τους πλαγιότιτλους, δεν υποχωρώ ούτε πόντο.»
«Κρίμα ! Κι εγώ που ήθελα να σε απαλλάξω από τις σκοτούρες που θα σου προκαλούσε η Κούλα. Τώρα δε γίνεται αλλιώς , θα το πιεις το πικρό ποτήρι της.»
«Για ποια Κούλα μιλάς; Δεν πιστεύω πως…»
« Ναι ναι ναι! Το 'πιασες το νόημα. Η σύζυγος του Μανολάκη μας! Δεν ξέρεις πόσο ανυπομονεί να σε δει.»
«Προς θεού ! Δεν αντέχω άλλο. Είναι κι αυτή στο κόλπο;»
« Το δικαιούται, για να πούμε του στραβού το δίκιο. Πριν από λίγο πίναμε τσάι στου Τερκενλή. Σκοπεύει να στα ψάλει ένα χεράκι για το διασυρμό της. Χώρια που αυτής της αρέσει μόνο το τρίτο πρόσωπο. Μπρρρρ! Ποιος γράφει τη σήμερον ημέρα σε τρίτο πρόσωπο; Μόνο κάποια επαρχιώτικα ψώνια.»
«Πέφτω από τα σύννεφα !»
«Μάλιστα , κύριε! Ο Μανόλης μπήκε , ο Μανόλης βγήκε , ο Μανόλης έφυγε , οι τετριμμένες μαλακίες. Εγώ βέβαια είμαι με τη μεριά των μοντέρνων . Πρώτο πρόσωπο και ξερό ψωμί! Α , ξέχασα να σου πω , σε γυρεύει και μια ευτραφής ξανθιά κυρία.»
« Κατάαααλαβα.Η ...»
« Φιλαράκο μου, αυτή να δεις τι θα σου κάνει. Θα σε καρυδώσει στο όνομα όλων των εύσαρκων γυναικών του κόσμου. Έχω την εντύπωση ότι θα σε πήξει στις μηνύσεις.»
Ίδρωνα . Πνιγόμουν. Επρόκειτο περί σαδιστικού βασανισμού τύπου Αμπού Γκράμπι. Με είχανε στριμώξει οι άτιμοι και με βαρούσαν αλύπητα. Λύγισα . Αποφάσισα να διαπραγματευτώ.
« Θα σας δώσω από ένα διήγημα. Κάντε το ό,τι θέλετε, να του κόψετε τα μανίκια , να του ράψετε τις τσέπες , να το φοδράρετε. Αλλά τα υπόλοιπα είναι δικά μου!»
Με κοίταξε καχύποπτα .
«Πας να μας τη φέρεις ; Όχι , θα μας τα δώσεις όλα, γιατί εμείς είμαστε οι πρωταγωνιστές. Χωρίς εμάς, εσύ καπούτ! Γκέγκε;
« Από ένα διήγημα!»
« Θα μας τα δώσεις όλα! Αλλιώς βρικολακιάζουμε , δε βγάζεις ποτέ το βιβλίο σου και χάνεις τον ύπνο σου οριστικά και αμετάκλητα. Κακομοίρη μου , σε βλέπω να πλέκεις κάλτσες σε ψυχιατρική κλινική.»
«Καταραμένε ήρωα, σιχαμένε εκβιαστή! Θα σας δώσω το μεγαλύτερο μέρος , αλλά χωρίς αλλαγή του τίτλου . Ευχαριστήθηκες τώρα;»
Έκανε σαν μικρό παιδί. Χτυπούσε παλαμάκια , μου έσκασε ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο.
« Έλα, άσε τα σαλιαρίσματα, είπα αηδιασμένος. Οι δικοί μου ήρωες δεν κάνουν τέτοιες χαζομάρες.»
« Αυτό σημαίνει ότι δεν κατάφερες να εμβαθύνεις στο χαρακτήρα τους.»
«Οι αναγνώστες είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν αυτό που λες . Εγώ θέλω να ξεκουμπιστείς από τη ζωή μου από δω και μπρος . Να πας στο διάολο! Σε έφτιαξα, σε έστησα στα πόδια σου, πορέψου . Capischi;»
« Ho capito!»
Πριν εξαφανιστεί, όπως υποσχέθηκε , για πάντα από τη ζωή μου ( πράγμα για το οποίο πολύ αμφιβάλλω) ρώτησε με ύφος γεμάτο αγωνία:
«Νομίζεις ότι θα τα καταφέρουμε;»
«Who knows; Αγάπη μου, εσύ κι εγώ στο ανοιχτό λαντό …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου