Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Αγοράζεται η ευτυχία;



Eνα Βλέμμα

Αγοράζεται η ευτυχία;

Tου Νικου Γ. Ξυδακη

Οι γιορτές είναι τα φώτα τους, η προσδοκώμενη θέρμη των τραπεζιών, τα ρεβεγιόν, τα στολίσματα των δρόμων και των πολυκατοικιών. Είναι οι άοκνοι σηματωροί στα μπαλκόνια, που αναβοσβήνουν οληνυχτίς, παλλόμενες αρτηρίες σκυθρωπών κτιρίων.

Μα πιο πολύ γιορτές είναι τα ψώνια, τα δώρα, τα καινούργια παπούτσια, οι ζελατίνες περιτυλίγματος που ριγούν καθώς σκίζονται, η μέθη της κατανάλωσης. Οι τράπεζες το ξέρουν: τηλεφωνούν κάθε μέρα και προσφέρουν δάνεια με μόλις 12,5%, χρεωστικές κάρτες με ισόβια προέγκριση, πιστωτικές χωρίς συνδρομή. Τα μαγαζιά το ξέρουν: έχουν φωτοστολιστεί ήδη, αναβοσβήνουν σαν καθεδρικοί και καλούν τους προσκυνητές. Στις παρυφές, τα καφέ προσφέρουν μικρές δόσεις ανάπαυλας με αφρόγαλα, προς 3,5 ευρώ, κομψά σάντουιτς, lounge μουσικές. Στην Ιερά Οδό, οι μύστες στριμώχνουν κι άλλο τα τραπέζια γύρω απ’ τις πίστες της νύχτας. Ολα τα σκέπουν οι γιορτές, όλα κινούνται με την προσδοκία του 13ου μισθού, όλα τα θερμαίνει η κατανάλωση.

Σκέφτομαι πόσες φορές ιδρωκόπησα στα μαγαζιά αναζητώντας δώρα. Πόσο άχαρες είναι οι τελευταίες μέρες, οι τελευταίες ώρες, καθώς σαρώνεις τα ράφια κι όλα τα παιχνίδια φαίνονται ίδια, πληκτικά, φτηνιάρικα, κι άλλα πανάκριβα, και ιδρώνεις να βρεις κάτι για όλους. Πόση μοναξιά κυκλοφορεί κάτω από τα φώτα, πόση μελαγχολία κατεβάζουν τα ποτάμια των ανθρώπων. Ολοι πρέπει να είναι έξω, εκεί, εκτεθειμένοι, κι όλοι σπεύδουν να κρυφτούν, κρέμονται σε στάσεις λεωφορείων, εκλιπαρούν για ταξί, σέρνουν σακούλες.

Καταναλώνεις και μελαγχολείς. Αυτές τις μέρες ψωνίζεις καταναγκαστικά, γιατί όλοι ψωνίζουν, όλοι θύουν, όλοι λιβανίζουν με τις πιστωτικές τους στους πάμφωτους βωμούς. Κι όλοι μένουν με μια στυφάδα, ανεκπλήρωτοι και πεινασμένοι: το shopping δεν χορταίνει· ερεθίζει, αλλά δεν χορταίνει, δεν ανακουφίζει. Η κατανάλωση κατακλύζει τον νου, κυριεύει τις νευρικές ίνες, στήνει λίστες, υποχρεώσεις, εφευρίσκει αχόρταγες πτυχές, σε καταλαμβάνει σαν πυρετός και σε κατατρώει. Κι ύστερα σ’ αφήνει λιώμα, ματαιωμένο και αχόρταγο, βουλιμικό και μόνο, ένα μοναχικό αγρίμι μετά το μάταιο πλιάτσικο.

Ψυχολογισμός... Ενδεχομένως. Η τέτοια θέαση εκκινεί από την ψυχική κατάσταση του καταναλωτή. Αλλά η κατανάλωση, σαν ατμομηχανή που ζητάει διαρκώς κάρβουνο, έχει και μια υλική, εξόχως πολιτική διάσταση. Ευρισκόμενη στα σπλάχνα των δυτικών κοινωνιών παίζει διπλό παιχνίδι: αφενός θερμαίνει τις αγορές, αφετέρου παγώνει τη δημοκρατία. Ο επιφανής Αμερικανός πολιτικός επιστήμων Ρόμπερτ Νταλ, στη μελέτη του «Περί πολιτικής ισότητας», αντιπαραθέτει την κουλτούρα της κατανάλωσης στο ευ ζην, στην ποιότητα ζωής, στην ιδιότητα του πολίτη. Ο φιλελεύθερος καθηγητής του Γέιλ εμφανίζεται απαισιόδοξος για το πραγματικό βάθος της δημοκρατίας και εντοπίζει μερικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος· μια απ’ αυτές είναι η κατανάλωση:

«Η πραγματική αντίφαση του καπιταλισμού», γράφει, «είναι η εξής: το γεγονός ότι καταφέρνει να ικανοποιήσει την ισχυρή ενόρμηση του ανθρώπου προς την ολοένα και μεγαλύτερη κατανάλωση προϊόντων της καπιταλιστικής επιχείρησης, έρχεται σε αντίθεση με μια άλλη ακόμη πιο ισχυρή ανθρώπινη ενόρμηση: την αναζήτηση της ευτυχίας ή, αν προτιμάτε, μιας αίσθησης ευημερίας».

Ο Νταλ εξετάζει κριτικά την κυρίαρχη κουλτούρα της κατανάλωσης και εξετάζει επίσης τα κινήματα της αντικουλτούρας, του ’60 και του ’70, που φύτρωσαν ενάντια ή πλάι στην κατανάλωση. Είναι πικρός: τα περισσότερα μέλη του κινήματος της αντικουλτούρας, από το Σαν Φρανσίσκο έως τη Νέα Υόρκη, δεν στράφηκαν εναντίον της καπιταλιστικής κατανάλωσης, αλλά λάτρεψαν τη δική τους εναλλακτική κατανάλωση: σεξ, ντραγκς και ροκ-εν-ρολ, κοινόβια και κλειστές κοινότητες. «Η επιτομή του εγωιστή καταναλωτή», καταλήγει.

Ο εγωιστής καταναλωτής είναι το περιφερόμενο πρότυπο σήμερα. Είναι ο cool νέος της διαφημιστικής εικονογραφίας, που χοροπηδάει έξω από τις αλυσίδες μαγαζιών κινητής και γκάτζετ, που μιλάει σαν καμένος, που ντύνεται emo και περιπλανιέται στο Mall.

Η εικονογραφία γίνεται ζωή. Ο δυστυχής εγωιστής καταναλώνει, καταναλώνει, καταναλώνει, όσο μπορεί, όσο αντέχει η πίστωση, κι ολοένα περισσότερο νιώθει άδειος και πεινασμένος, όλο και περισσότερο φτωχός. Εχει απολέσει την πολιτική του υπόσταση, έχει ξεχάσει τι σημαίνει ελευθερία επιλογών, πολιτική ισότητα, κοινοτικός βίος, δημιουργικότητα, αυτάρκεια, πολιτική δράση.

Τα έχει χάσει όλα. Αλλά μπορεί να τα ψωνίσει...
Η Καθημερινή της Κυριακής, 9/12/2007


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...