Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2007

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (2β)



Otto Dix , Portrait of the Actor Heinrich George as Terje Wiggen, 1932.

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ

2β΄

Ξύπνησα την ώρα που σουρούπωνε. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή .Τα κυπαρίσσια ανάμεσα στο φόντο του παραθύρου βυθίζονταν στην εσπερινή πάχνη .
Ακούστηκαν βήματα στο διάδρομο. Ήταν ο εφημερεύων γιατρός, ένας ευχάριστος τύπος από κάποια χώρα του Μαχρέμπ. Τα γαλλικά του βαριά και καμπανιστά διευκόλυναν την επικοινωνία μας.
Με εξέτασε χωρίς να με πονέσει. Μάλλον είχα ξεπεράσει τον κίνδυνο από τη διάσειση , αποφάνθηκε. Καλού κακού όμως έπρεπε να παραμείνω δυο μέρες ακόμα στο νοσοκομείο. Όσο για τα πλευρά μου, αυτά θα με ταλαιπωρούσαν για αρκετό καιρό ακόμη.
Δήλωσα με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση ότι αποφάσισα , με δική μου εννοείται ευθύνη, να αναχωρήσω την επομένη για τη Γερμανία. Ο γιατρός είχε αντίθετη άποψη. Χαρακτήρισε την απόφασή μου παράλογη και επικίνδυνη , αλλά, εφόσον επέμενα, το μόνο που μπορούσε να πει είναι ότι μερικές φορές η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς . Θα φρόντιζε λοιπόν να μου δοθούν οι σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, για να τις υπογράψω και να πήγαινα στην ευχή του Θεού.
Πήρα το κινητό και άρχισα τα τηλεφωνήματα, σε Ελλάδα και Γερμανία για το μπλοκάρισμα των πιστωτικών μου καρτών. Δεν αντιπροσώπευαν σπουδαία ποσά, αλλά αν οι αλιτήριοι μού τα είχαν αποσύρει , τότε θα έμενα κυριολεκτικά στον άσο.
Στάθηκα στη λέξη αλιτήριοι , που με τόση φυσικότητα ανέσυρα από το λεξιλογικό μου ντορβά, προκειμένου να σκεπάσω τις ηλίθιες γκάφες μου. Τι έπρεπε δηλαδή να κάνουν , όταν πηγαίνεις στο σπίτι τους και τους κουνάς την ουρά; Να σε κεράσουν καφεδάκι και γλυκό κουταλιού; Τα είχα κάνει κυριολεκτικώς σαλάτα και φόρτωνα όλη την ευθύνη σ΄ αυτούς. Γιατί δεν ομολογούσα σαν τίμιος παίχτης ότι έχασα επειδή έπαιξα ερασιτεχνικά; Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες. Πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ένας διανοούμενος, ένας βουτυρομπεμπές σαν και του λόγου μου.
Ναι , ήμουν ηλίθιος τρίτου βαθμού ! Κρετίνος, βλάκας, ορνιθόμυαλος! Πίστεψα ο σαλός ότι, παίρνοντας σβάρνα τα στέκια της Αντίμπ και επιδεικνύοντας σε όλους τους μπάρμεν τη φάτσα του καθάρματος που έφαγε την Αρετή, κάπου θα το πετύχαινα . Και τότε ή θα το οδηγούσα τσουβαλιαστό στην Αστυνομία ή , αν μου έκανε το ζόρικο, θα το καθάριζα και θα απάλλασσα τον κόσμο από τη βρόμικη παρουσία του.
Άρχισα να ξεδιπλώνω καρέ προς καρέ τα γεγονότα . Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι οι ενέργειές μου αποτελούσαν το ξεκάθαρο χρονικό μιας συνειδητής αυτοκτονίας. Κι όλα αυτά εξαιτίας της ψυχωτικής εμμονής μου να εκδικηθώ διά χειρός Παραλίκα το θάνατο της γυναίκας μου.
Έφυγα φουριόζος από το ξενοδοχείο και επί ώρες αλώνιζα τα νεολαιίστικα στέκια της εορταστικής Αντίμπ, από τα πιο κυριλέ ως τα πιο φευγάτα . Με τη φωτογραφία στο χέρι μπαινόβγαινα σε πολυτελέστατες μπρασερί και άθλια χαμαιτυπεία ρωτώντας δεκάδες θαμώνες και μπάρμεν. Σύντομα διαπίστωσα ότι ευκολότερα θα έβρισκα έναν ψύλλο στα άχυρα παρά τον άνθρωπο που ζητούσα . Από τα μεσάνυχτα άρχισα να χτενίζω τα περίχωρα της πόλης , παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο που έρχεται από τις Κάνες και κατευθύνεται προς τη Νίκαια. Τζίφος κι εκεί!
Κατά τα ξημερώματα πήρα το δρόμο της επιστροφής για την πόλη . Λίγο όμως πριν από τη διασταύρωση που συνδέει την παλιά πόλη με το ακρωτήριο , διέκρινα την επιγραφή ενός κέντρου και έξω από αυτό πλήθος από μοτοσικλέτες. Οπωσδήποτε πρέπει να ήταν στέκι νεολαίας . Αναθάρρησα. Δεν θα έχανα τίποτε να δοκίμαζα μία προσπάθεια ακόμη.
Παρκάρισα το αμάξι πίσω από μια συστάδα δέντρων, σε αρκετή απόσταση από το μαγαζί. Στην είσοδο ένας φουσκωτός , με ξυρισμένο κεφάλι και σινιέ κουστούμι, με περιεργάστηκε δύσπιστα , αλλά με άφησε να περάσω χωρίς να με ψάξει.
Πέρασα ένα μακρύ διάδρομο , που φωτιζόταν από κόκκινα λαμπιόνια και μπήκα σε μια αίθουσα κακοφωτισμένη . Βρέθηκα σε μια τεράστια σάλα γεμάτη κόσμο, που υποτίθεται ότι χόρευε υπό τον εκκωφαντικό θόρυβο μουσικής τέκνο. Ψηλά, σε ένα κλωβό από πλεξικλάς , που κρεμόταν από το ταβάνι με αλυσίδες σαν τεράστιος πολυέλαιος, δυο ολόγυμνα ανδρικά Go Go σχημάτιζαν αισχρά συμπλέγματα . Η ατμόσφαιρα μύριζε εμφανώς χόρτο. Οι θαμώνες στην πλειοψηφία τους ήταν νεαροί με λατέξ παντελόνια και ημίγυμνες τραβεστί σε κατάσταση οργιαστικής υστερίας.
Άρχισα να διασχίζω με δυσκολία τη θάλασσα του κορυβαντιώντος πλήθους . Ωσπου να φτάσω στο μπαρ μου την πέσανε δυο τρεις τύποι, ο ένας μάλιστα άπλωσε το χέρι του και μου χούφτωσε θρασύτατα τον πισινό. Τρόμαξα να τον ξεκολλήσω από πάνω μου και έφτασα τρέμοντας από θυμό και αηδία στο μπαρ.
Ο μπάρμαν, μια ξερακιανή αδελφή , με μια ουλή που ξεκινούσε από το δεξί αυτί και κατέληγε στο πηγούνι, πνιγότανε στη δουλειά. Παράγγειλα τζιν-τόνικ και κάθισα σ΄ ένα σκαμνί περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή , για να του μιλήσω. Σε μια στιγμή που η κίνηση είχε αραιώσει, παράγγειλα ένα δεύτερο ποτό και έδειξα τη φωτογραφία στο νεαρό. Για μερικά δευτερόλεπτα με ζύγισε πονηρά . Ρώτησε από πού είμαι. Του είπα, σπρώχνοντας με τρόπο ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων , ότι ερχόμουν από τη Γερμανία . Έπρεπε να συναντήσω οπωσδήποτε τον άνθρωπο της φωτογραφίας για μια υπόθεση οικονομικής φύσεως. Το ψέμα μου παραήταν χοντρό για να με πιστέψει, αδιαφορούσα όμως για το τι θα έβαζε στο σκατένιο μυαλό του.
Σουφρώνοντας το χαρτονόμισμα , πήρε τη φωτογραφία και την κοίταξε προσεχτικά. Μου έκλεισε το μάτι και άρπαξε το ακουστικό από το τηλέφωνο που κρεμόταν στον τοίχο . Σχημάτισε ένα νούμερο και μίλησε για λίγο ψιθυριστά με κάποιον . Στράφηκε ξανά σε μένα .Ο άνθρωπος που θα μεσολαβούσε , για να με πάει στον δικό μου, θα ήταν εδώ σε λίγα λεπτά.
Η καρδιά μου άρχισε να παίζει ταμπούρλο. Ένα θαύμα είχε συντελεστεί. Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα για δράση! Ήπια μονορούφι το ποτό μου και παρήγγειλα ακόμη ένα . Ψηλάφισα το όπλο στη δεξιά μου τσέπη. Η επαφή με το ψυχρό μέταλλο καθησύχασε κάποιες ανησυχίες, που άρχισαν να αναδύονται όσο περνούσε η ώρα και η λογική άρχισε να απαιτεί τα ποσοστά της . Τα λεπτά κυλούσαν αργά . Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι, γιατί κάθε τόσο με πλησίαζαν διάφοροι ξεσαλωμένοι νεαροί . Φαίνεται ότι η ηλικία μου δεν άφηνε περιθώρια για παρανοήσεις σχετικά με το σκοπό της παρουσίας μου σε έναν τέτοιο χώρο.
Πάνω που ήμουν έτοιμος να σηκωθώ και να φύγω , ξεφύτρωσαν μπροστά μου δύο απερίγραπτοι τύποι. Ο πρώτος ήταν ένας κοντός ξερακιανός αραβικής καταγωγής. Από τη μύτη του κρεμόταν ένας μπακιρένιος χαλκάς και το πηγούνι του κατέληγε σε σουβλερό υπογένειο βαμμένο κόκκινο. Η ενσαρκωμένη εικόνα του κακού βεζίρη Ιζνογκούντ, σκέφθηκα. Ο άλλος έμοιαζε με μογγόλο παλαιστή. Ξυρισμένο κεφάλι, αυτιά που πετάγονταν στο πλάι σαν λαγάνες, το ένα μάτι πιο μικρό από το άλλο , τεράστια χέρια, πόδια σε αμβλεία γωνία . Ο βεζίρης μου σφύριξε κάτι μέσα από τα δόντια του. Τον παρακάλεσα να επαναλάβει αργά ό,τι μου είχε πει . Χαμογέλασε . «Ναρκομανής!», σκέφθηκα , βλέποντας τα χαλασμένα του δόντια. Πάγωσα . Είχα ήδη να μετανιώσει για την περιπέτεια στην οποία είχα μπει, αλλά τώρα πια ήταν αργά για να κάνω πίσω.
- Ο Ζαν μου είπε ότι αναζητείς κάποιον τύπο .
Έβγαλα από την τσέπη μου τη φωτογραφία .Της έριξε μια ματιά και ξαναχαμογέλασε.
- Τον ξέρετε;
Ακόμη μία ματιά στη φωτογραφία:
- Όπως ο κώλος το βρακί του!
- Μπορείτε να με βοηθήσετε να τον βρω;
Γύρισε και κοίταξε τον αυτιά. Έγλειψε τα χείλη του.
- Εξαρτάται από το τι δίνεις.
- Εκατό στον καθένα!
Έσκασε στα γέλια.
- Μεσιέ , μας δουλεύεις! Ούτε ένα καθωσπρέπει Mac δεν παίρνεις με εκατό φράγκα! Ένα χιλιάρικο ο καθένας και σε πήγαμε στο λεπτό.
Το ποσό που ζητούσε ήταν πολύ μεγάλο. Όλα τα λεφτά που είχα στο πορτοφόλι μου δεν ξεπερνούσαν τις τρεις χιλιάδες φράγκα . Του είπα με αποφασιστικό ύφος ότι θα τους έδινα από πεντακόσια κι ότι αυτή ήταν η τελεσίδικη προσφορά μου. Δέχτηκαν , αλλά υπό τον όρο να τους δώσω τα μισά μπροστά. Έβγαλα το πορτοφόλι μου και τράβηξα πέντε κολλαριστά κατοστάρικα.
Πήραν τα λεφτά και ο Ιζνογκούντ ζήτησε λίγο χρόνο, ώσπου να κάνει ένα τηλεφώνημα. Μου άφησε αμανάτι τον παλαιστή και πήγε παράμερα βγάζοντας το κινητό του. Την ώρα που τηλεφωνούσε με την πλάτη γυρισμένη σ΄ εμάς, ο παλαιστής είχε στραφεί προς τον πολυέλαιο με τα Go Go ρουθουνίζοντας σαν φοράδα.
Ο κοντός επέστρεψε χαμογελαστός και μου έκανε νεύμα να τον ακολουθήσω. Βγήκαμε από το κέντρο. Σε μια στιγμή στράφηκε και με ρώτησε αν είχα αυτοκίνητο. Του έδειξα τη Μερσεντές στο παρκάκι .
- Εντάξει . Θα μπω μαζί σου και ο Πασκάλ θα μας ακολουθήσει με τη μηχανή του.
Δεν έφερα αντίρρηση. Αυτό ίσα ίσα με βόλευε, για λόγους ασφάλειας. Δε θα μου ήταν διόλου ευχάριστο να πυρώνει η ανάσα αυτού του ζώου το σβέρκο μου.
Προχώρησα προς το αυτοκίνητό μου. Έβγαλα τα κλειδιά και άνοιξα την πόρτα. Ετοιμάστηκα να μπω μέσα , όταν είδα μια σκιά να κινείται ανάμεσα στα δέντρα . Κάποιος βάδιζε βιαστικά προς το μέρος μου. Κατάλαβα . Στράφηκα αστραπιαία για να κοιτάξω πίσω μου, ενώ έχωνα το χέρι μου στην τσέπη του μπουφάν , για να τραβήξω το πιστόλι .Δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την κίνησή μου . Ο κοντός με χτύπησε δυνατά στο ύψος του ώμου. Ένιωσα το χέρι μου να παραλύει και άφησα το πιστόλι να ξαναπέσει στην τσέπη.
Ένα δεύτερο χτύπημα στο αριστερό νεφρό μού έκοψε τα ήπατα και με ανάγκασε να πέσω στα γόνατα. Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, αλλά δεν ούρλιαξα. Προσπαθούσα να ανασάνω , αλλά ο αέρας αρνιόταν να μπει στα ρουθούνια μου. Ο τύπος που είδα να ξεπροβάλει από τους θάμνους ήρθε μπροστά. Βαριανάσαινα βλέποντας τα παπούτσια του, καλογυαλισμένα λουστρίνια με υπερβολικά στενές μύτες. Σήκωσε το δεξί και έσπρωξε το στήθος μου με δύναμη. Το σώμα μου έπεσε προς τα πίσω σχηματίζοντας ένα τόξο, του οποίου η μία άκρη ξεκινούσε από τα γόνατά μου και η άλλη κατέληγε στο κεφάλι μου. Υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν απίθανο να πετύχω μια τέτοια στάση στις κρίσεις γυμναστικής που με καταλάμβαναν κατά καιρούς. Εκτός από τον πόνο στο νεφρό, που εξακολουθούσε να με βασανίζει, ένιωθα τώρα και ένα αίσθημα άκρας ταπείνωσης.
Βρίσκονταν και οι τρεις από πάνω μου . Με περιεργάζονταν σαν να ήμουν σκουλήκι. Το αίμα είχε συσσωρευτεί στο κεφάλι μου και ο σβέρκος μου ήταν έτοιμος να σπάσει . Μιλούσαν μεταξύ τους σε μια διάλεκτο που ήταν αδύνατο να καταλάβω. Η μόνη λέξη που μπόρεσα να ξεχωρίσω ήταν το salaud . Ο αυτιάς έσκυψε και έψαξε τις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν μου. ΄Εδωσε το πορτοφόλι στον άνθρωπο- σκιά, που το ψαχούλεψε και το έχωσε αδιάφορα στην τσέπη του τζάκετ του.
Στη συνέχεια, το ανθρωποειδές έψαξε τις εξωτερικές τσέπες , ανέσυρε το πιστόλι και το κινητό και τα πάσαρε στον αρχηγό . Αυτός τα περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Ϋστερα πέταξε το κινητό στο χώμα και σήκωσε το πόδι του . Με πάτησε στα αρχίδια και έτεινε το χέρι του σημαδεύοντάς το πρόσωπό μου με το πιστόλι μου.
Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τον είδα ολόκληρο για μερικά δευτερόλεπτα . Ψηλός , ξερακιανός , απίστευτα άσχημος. Με κοιτούσε με τα ψυχρές γαλάζιες κουμπότρυπες που είχε για μάτια στο γουρουνίσιο πρόσωπό του. Ήταν ολοφάνερο ότι απολάμβανε σαδιστικά την αγωνία μου. Ξαφνικά το πόδι του Ιζνογκούντ κατευθύνθηκε προς τη δεξιά μου πλευρά και έκλεισα αστραπιαία τα μάτια . Ένιωσα να με πλημμυρίζει ένα κύμα αβάσταχτου πόνου κι ύστερα άρχισα να συρρικνώνομαι , να γίνομαι ένα σκουπιδάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: