Attilio Bertolucci
(1911-2000)
Ritratto di uomo malato
Questo che vedete qui dipinto in sanguigna e nero
e che occupa intero il quadro spazioso
sono io all'età di quarantanove anni, ravvolto
in un'ampia vestaglia che mozza a metà le mani
come fossero fiori, non lascia vedere se il corpo
sia coricato o seduto: così è degli infermi
posti davanti a finestre che incorniciano il giorno,
un altro giorno concesso agli occhi stancatisi presto.
Ma se chiedo al pittore, mio figlio quattordicenne,
chi ha voluto ritrarre, egli subito dice
"uno di quei poeti cinesi che mi hai fatto
leggere, mentre guarda fuori, una delle sue ultime ore."
E' sincero, ora ricordo d'avergli donato quel libro
che rallegra il cuore di riviere celesti
e brune foglie autunnali; in esso saggi, o finti saggi, poeti
graziosamente lasciano la vita alzando il bicchiere.
Sono io appartenente a un secolo che crede
di non mentire, a ravvisarmi in quell'uomo malato
mentendo a me stesso: e ne scrivo
per esorcizzare un male in cui credo e non credo.
***
Πορτρέτο άρρωστου άνδρα
Αυτόν που βλέπετε εδώ ζωγραφισμένο σε κόκκινο και μαύρο
να καλύπτει όλο το ευρύχωρο κάδρο
είμαι εγώ, σαράντα εννέα ετών, τυλιγμένος
με μια φαρδιά ρόμπα που κόβει τα χέρια στη μέση
σα να 'ταν λουλούδια κι έτσι δεν φαίνεται αν το σώμα
είναι ξαπλωμένο ή καθιστό: είναι απί εκείνες τις νοσηρές
στάσεις μπροστά σε παράθυρα που πλαισιώνουν σαν κορνίζα τη μέρα,
άλλη μια μέρα χαρισμένη στα μάτια που κουράζονται γρήγορα.
Μα αν ρωτήσω το ζωγράφο, τον δεκατετράχρονο γιο μου,
ποιον ήθελε να απεικονίσει, αυτός αμέσως θα 'λεγε
"έναν από εκείνους τους κινέζους ποιητές που μου
διάβασες, ενώ κοιτάζεις έξω, σε μια από τις τελευταίες του ώρες".
Πράγματι, τώρα θυμάμαι ότι του χάρισα εκείνο το βιβλίο
που τέρπει με γαλάζιες ακτές
και σκούρα φθινοπωρινά φύλλα ΄σ' αυτό σοφοί ή δήθεν σοφοί ποιητές
εγκαταλείπουν χαριτωμένα τη ζωή, υψώνοντας το ποτήρι.
Είμαι εγώ και ανήκω σ' έναν αιώνα που νομίζει
ότι δεν υποκρίνεται΄αναγνωρίζομαι σ' εκείνον τον άρρωστο άνδρα
υποκρινόμενος στον ίδιο μου τον εαυτό: κι αυτά τα γράφω
για να ξορκίσω το κακό που πιστεύω και δεν πιστεύω.
Αυτόν που βλέπετε εδώ ζωγραφισμένο σε κόκκινο και μαύρο
να καλύπτει όλο το ευρύχωρο κάδρο
είμαι εγώ, σαράντα εννέα ετών, τυλιγμένος
με μια φαρδιά ρόμπα που κόβει τα χέρια στη μέση
σα να 'ταν λουλούδια κι έτσι δεν φαίνεται αν το σώμα
είναι ξαπλωμένο ή καθιστό: είναι απί εκείνες τις νοσηρές
στάσεις μπροστά σε παράθυρα που πλαισιώνουν σαν κορνίζα τη μέρα,
άλλη μια μέρα χαρισμένη στα μάτια που κουράζονται γρήγορα.
Μα αν ρωτήσω το ζωγράφο, τον δεκατετράχρονο γιο μου,
ποιον ήθελε να απεικονίσει, αυτός αμέσως θα 'λεγε
"έναν από εκείνους τους κινέζους ποιητές που μου
διάβασες, ενώ κοιτάζεις έξω, σε μια από τις τελευταίες του ώρες".
Πράγματι, τώρα θυμάμαι ότι του χάρισα εκείνο το βιβλίο
που τέρπει με γαλάζιες ακτές
και σκούρα φθινοπωρινά φύλλα ΄σ' αυτό σοφοί ή δήθεν σοφοί ποιητές
εγκαταλείπουν χαριτωμένα τη ζωή, υψώνοντας το ποτήρι.
Είμαι εγώ και ανήκω σ' έναν αιώνα που νομίζει
ότι δεν υποκρίνεται΄αναγνωρίζομαι σ' εκείνον τον άρρωστο άνδρα
υποκρινόμενος στον ίδιο μου τον εαυτό: κι αυτά τα γράφω
για να ξορκίσω το κακό που πιστεύω και δεν πιστεύω.
Μεταφρ. Αλέξανδρος Παπαγεωργίου,
Περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τχ.153-154
Περιοδικό ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ, τχ.153-154
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου