μείναντες συνέθεντο προς τέσσαρας ώρας αγρυπνήσαι και τα σκεύη
έκαστος τηρήσαι' ως δε έλαχε τω κουρεί πρώτω φυλάξαι, μετεωρισθήναι
θέλων τον σχολαστικόν καθεύδοντα έξυρεν και των ωρών πληρωθεισών
διύπνισεν, ο δε σχολαστικός ψήχων ως από ύπνου την κεφαλήν
και ευρών εαυτόν ψιλόν΄Μέγα κάθαρμα , ο κουρεύς΄
πλανηθείς γαρ αντ' εμού τον φαλακρόν εξύπνισεν.
***
Ένας σχολαστικός , ένας φαλακρός και ένας κουρέας, που βάδιζαν μαζί στο δρόμο,
έκαναν στάση σε μια ερημιά και συμφώνησαν ν' αγρυπνήσουν διαδοχικά
ανά τετράωρο , για να προσέχουν τα πράματά τους.
Ο κλήρος λοιπόν έπεσε στον κουρέα να φυλάξει πρώτος κι αυτός,
θέλοντας να κάνει πλάκα στο σχολαστικό που κοιμόταν, του ξύρισε το κεφάλι.
Όταν συμπληρώθηκε το τετράωρό του, ξύπνησε το σχολαστικό
κι εκείνος , νιώθοντας το κεφάλι του να κρυώνει, το έπιασε και
το βρήκε γουλί. Τότε είπε:
"Μεγάλο κάθαρμα αυτός ο κουρέας! Αντί να ξυπνήσει εμένα,
έκανε το λάθος και σήκωσε το φαλακρό.".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου