Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

"Μπρός γκρεμός και πίσω κρέμα"


«Μπρος γκρεμός και πίσω κρέμα»
Του ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝΘΟΥΛΗ
Το ψάρι βεβαίως βρομάει από το κεφάλι, όμως συχνά, πιο συχνά απ' όσο φανταζόμαστε, η δυσωδία θριαμβεύει και ενδιαμέσως ΑΛΛΑ και στην ουρά. Κι επειδή όλοι ξέρουμε πως ο φιλολογικός εκπαιδευτικός κόσμος ΔΕΝ είναι και τόσο αγγελικά πλασμένος, σήμερα παρακάμπτω τις προσωπικές μου ανησυχίες για να φιλοξενήσω την περιπέτεια ενός σημαντικού συγγραφέα, του Ανδρέα Μήτσου, που πέρα από συγγραφέας είναι και εκπαιδευτικός φιλόλογος, δηλαδή «δάσκαλος», που ομολογώ πολύ θα ήθελα να ήμουν μαθητής του. Ετσι, λοιπόν έχουν τα πράγματα κι ας τα μάθουν και οι καινούργιοι άρχοντες, να 'χουν να τα διηγούνται αργότερα στα εγγόνια τους, δίπλα στο τζάκι ή έστω στο φούρνο μικροκυμάτων. Μου εξιστορεί ο Ανδρέας Μήτσου: γραπτώς και ενυπογράφως:

"Πιστεύω πως είναι χρήσιμο να εκθέσω δημόσια την εμπειρία μου από τη «συνέντευξη» και τη διαδικασία, γενικότερα, επιλογής σχολικών συμβούλων-φιλολόγων, η οποία περατώθηκε τέλη Αυγούστου του 2007, λίγο πριν από τις εκλογές.
Είμαι φιλόλογος, υπηρετώ στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση 30 χρόνια (τα 29 στην τάξη). Εχω δύο πανεπιστημιακά πτυχία, διδακτορικό με άριστα στη Φιλοσοφία, μονοετή μετεκπαίδευση ΣΕΛΜΕ, δημοσιεύσεις κ.ά. Με βάση δηλαδή τα λεγόμενα «αντικειμενικά» προσόντα, θα επιλεγόμουν ως σύμβουλος. Επρεπε, όμως, να ακολουθήσει και η «συνέντευξη». Συνέντευξη, η οποία φρόντισαν να καθορίζει βαθμολογικά απόλυτα και να ακυρώνει τα όποια αντικειμενικά προσόντα (έως 30, περίπου, βαθμούς το ανώτατο στα προσόντα, 20 η συνέντευξη).
Πρέπει επίσης να προσθέσω πως είμαι συγγραφέας με 9 βιβλία πεζογραφίας, μεταξύ άλλων, τα τελευταία 25 χρόνια και έχω τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1996 (μυθιστορήματος) και με το Βραβείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (Ουράνη) για το διήγημα το 2002. Κορυφαίες διακρίσεις στα Γράμματα, που δεν έτυχε να έχει άλλος στην Εκπαίδευση.

Παρουσιάστηκα λοιπόν ενώπιον 6μελούς Επιτροπής, η οποία όφειλε να αποφανθεί για τη φιλολογική μου επάρκεια, αλλά και την εν γένει παιδεία μου. Από την οποία επιτροπή, δύο μόνο μέλη ήταν φιλόλογοι, οι άλλοι 4 θετικών επιστημών.
Η εξέταση διήρκεσε 11 λεπτά και απήντησα σε έξι συνολικά ερωτήσεις. Οι 3 ερωτήσεις αφορούσαν όμως στον τίτλο και στην «υπόθεση» του βιβλίου μου «Ο Κύριος Επισκοπάκης», το οποίο τότε είχε κυκλοφορήσει -τέλη Ιουνίου- και επ' αφορμή τιμητική εκδήλωση, τον ίδιο καιρό, προς το πρόσωπό μου, από την Π.Ε.Φ. (Πανελλήνια Ενωση Φιλολόγων), σε δύο ακόμη ερωτήσεις ζητούσαν τη γνώμη μου για τα καινούργια βιβλία λογοτεχνίας του Γυμνασίου και μία, την τελική, που αφορούσε τους λόγους για τους οποίους ήθελα να γίνω Σύμβουλος Φιλολόγων.
Εξέλαβα τις πρώτες ερωτήσεις ως ένδειξη αβρότητας και αναγνώρισης στο πρόσωπό μου, παρ' όλο που βοούσε ο τόπος για στημένες επιλογές.
Σύντομα διαπίστωσα ότι η λογοτεχνική ιδιότητα αντιμετωπιζόταν ως κουσούρι αθεράπευτο. Και δεν υπερβάλλω καθόλου. Ενώ αιτιολογούσα διακριτικά τον τίτλο και την υπόθεση του βιβλίου μου, όπως μου είχε ζητηθεί, πράγμα για το οποίο δεν ήμουν βέβαια υποχρεωμένος, ο μαθηματικός, πρόεδρος της Επιτροπής, με διέκοπτε με παρατηρήσεις, όπως: «αυτά είναι κοινοτοπίες» ή «όσα λες είναι στερεότυπα». Με αντιμετώπιζε ως μαθητή Δημοτικού της δεκαετίας του '50.
Μάταια επιχειρούσα να εξηγήσω ότι ο τίτλος και η υπόθεση είναι προφάσεις της αφήγησης και ότι η αξία του κάθε έργου έγκειται στη διαχείριση του υλικού του, στη γλωσική του αρτίωση, τη μορφή και το ύφος του, τα οποία και συνιστούν την αλήθεια και το βάθος του. Δεν έδειχνε διατεθειμένος να καταλάβει τίποτα.
Οσον αφορά στα καινούργια βιβλία λογοτεχνίας, εξέφρασα αρνητικές θέσεις, με ήπιο και αποδεικτικό λόγο, προς φανερή δυσφορία της φιλολόγου μέλους της Επιτροπής, η οποία έγραψε στα επίσημα πρακτικά: «Εχει αρνητικές θέσεις για τα βιβλία! Οι απόψεις του για την Εκπαίδευση είναι παράξενες!».
Και τούτο γιατί εισηγήθηκα οι σύμβουλοι που επρόκειτο να επιλεγούν, να παραμένουν δύο μέρες στην τάξη και τρεις να ασκούν το συμβουλευτικό έργο τους, ώστε να μην αποκόβονται από την εκπαιδευτική διαδικασία και να μπορούν έτσι να λειτουργήσουν ως παράδειγμα.
Η μεγάλη πλειοψηφία των συμβούλων έχουν 10, 15 ή και 20 ίσως χρόνια να μπουν σε τάξη με μαθητές τους, διαμορφώνοντας έναν ανθρωποτύπο γραφειοκράτη και όχι δασκάλου.
«Αφού μελαγχολείς να αποχωριστείς τους μαθητές σου, εσύ να παραμείνεις στην τάξη σου», με ειρωνεύτηκαν.

Βαθμολογήθηκα με τους μικρότερους δυνατούς βαθμούς, ούτως ώστε να απορριφθώ.
Φιλόλογοι με πολύ λιγότερα τυπικά προσόντα από εμένα και με μικρότερη βαθμολογία, με ξεπέρασαν επειδή «αρίστευσαν» και εκτιμήθηκαν άλλα προσόντα και δεξιότητές τους στη συνέντευξη.
Γράφουν και στα επίσημα ακόμα πρακτικά, για να αντιληφθείτε την αισθητική τους, φράσεις όπως: «Πετάει στα σύννεφα!!!» (τα θαυμαστικά δικά τους), «Είναι ανέτοιμος!!!» και άλλους απερίγραπτους χαρακτηρισμούς προς το πρόσωπό μου, που δεν είχα ποτέ εισπράξει στη ζωή μου. Μέλη με παρόμοια τουλάχιστον τυπικά προσόντα με εμένα.

«Είμαστε ό,τι μπορούμε να εννοήσουμε», έλεγε ο Heiddeger. Η Πολιτεία, όμως, που αναγορεύει σε αυτοσχέδιους ψυχαναλυτές τα μέλη της Επιτροπής, θα έπρεπε να καθορίζει επακριβώς το πεδίο, τα όρια και το αντικείμενο της συνέντευξης. Λογικό είναι, επομένως, να υποθέτει κανείς ότι η συνέντευξη είναι πρόφαση για ξεκαθάρισμα και επιλογή των ημετέρων.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξε ακόμα, πιστεύω, στην απόρριψή μου και ένα άλλο «κουσούρι» μου. Το γεγονός ότι είμαι υποψήφιος στη συνδικαλιστική παράταξη «Δ. ΓΛΗΝΟΣ», που πρόσκειται στον ΣΥΡΙΖΑ.
Λυπάμαι που το δηλώνω αυτό.
Βγαίνοντας κάθιδρος από τη «συνέντευξη» ψέλισα ως ξόρκι του στίχους του Διονύση Σαββόπουλου: «Του Θεού η χάρη να μας φυλάει από το σουξέ κι ο ουραγκοτάγκος από τα θεϊκά εφέ».
Χέρι χέρι με τον ουραγκοτάγκο μου, λοιπόν, καταφεύγω και πάλι στην τάξη, εκεί όπου θα αντιμάχομαι τα λίγα χρόνια που μου απομένουν πριν από τη σύνταξη, με βιβλία ευτελή και με καταστάσεις άσχημες και όπου, όμως, θα βλέπω την κάθε μέρα τα γελαστά πρόσωπα των μαθητών μου, ελπίζοντας ότι αυτοί θα αποτινάξουν το κακό που μας περιζώνει και πως θα αναπολήσουν ίσως αργότερα κι εμένα κάποια στιγμή, όταν θα κοιτάζουν «το χιόνι να πέφτει αθόρυβα από το πρωί, σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο του παλιού σχολείου», όπως λέει ο αγαπημένος Τάσος Λειβαδίτης, γιατί αυτή είναι η προοπτική του δασκάλου: ο σπόγγος, η τάξη, ο πίνακας και η νοσταλγία τους.
Ανδρέας Μήτσου

Και πάλι χαιρετίσματα στην εξουσία γιατί, όπως λέει και η ποιήτρια κυρία Σαλιάγκου: «Πολλοί γινήκαν εκφραστές των εθνικών ονείρων σαν μάθαν πως τον έπαιρνε παλιά κι ο λόρδος Βύρων».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/09/2007

ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΜΑΣ

Ομιλώ για την Εκπαίδευση.
Τους φύτεψαν εν μία νυκτί, με το διαβόητο Νόμο Παυλόπουλου (2004).
Και άρχισαν να διαιρούν και να βασιλεύουν.
Στη συντριπτική πλειοψηφία τους χωρίς προσόντα,
ατάλαντοι, άμουσοι και κομπλεξικοί.
Το μόνο τους προσόν η κομματική τους βούλα,
τα μόνα τους όνειρα η εξουσία και η ρεβάνς.
Μ' αυτούς πορεύτηκε η Εκπαίδευση επί τρία χρόνια
και μ' αυτούς θα πορευτεί τα επόμενα τέσσερα.
Τυφλή, ακαθοδήγητη, αναχρονιστική.
Μην ακούτε τις παπαριές τους περί "μεταρρύθμισης".
Η περίπτωση του Ανδρέα Μήτσου είναι ενδεικτικότατο
παράδειγμα για το τι συμβαίνει στον ταλαίπωρο χώρο της Παιδείας.
Όπου κατά εκατοντάδες παραιτούνται οι φωτισμένοι
εκπαιδευτικοί.
Από αηδία για όσα βρομερά συντελούνται ανερυθρίαστα μπροστά τους.
Πάνω απ' όλα για να μη νομιμοποιήσουν τα δοτά ανδρείκελα,
που καμώνονται τους Διευθυντάδες , τους Προϊσταμένους
και τους , τάχα μου τάχα μου, Συμβούλους.
Πώς μπορείς να συγχρωτίζεσαι και να παίρνεις εντολές
από ανθρώπους που δεν είναι άξιοι ούτε της περιφρόνησής σου;
Είναι γνωστό το τίμημα της αξιοπρέπειας σ' αυτόν τον τόπο,
από καταβολής του Ρωμαίικου, για να είμαστε ξηγημένοι...
Οι περί "αξιοκρατίας" υποσχέσεις είθισται να ακούγονται μόνο
τη μέρα των προγραμματικών δηλώσεων της εκάστοτε νέας κυβέρνησης.
Μετά ρίχνονται στον κάλαθο των αχρήστων, που θα τον παραλάβει
η επόμενη κυβέρνηση. Και ούτω καθεξής...


Δεν υπάρχουν σχόλια: