Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Προσυπογράφουμε...

Πυρίμαχο ελληνικό
Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ
Όπως ο «Βεβαίως Βεβαίως», ο  συμβιβασμένος  φανφαρόνος  γυμνασιάρχης  στην ταινία «Το  ξύλο βγήκε απ΄  τον Παράδεισο»  (εδώ ο Χρήστος  Τσαγανέας με  την Αλίκη Βουγιουκλάκη), έτσι  και ο Κώστας  Καραμανλής  είναι ένας  Πρωθυπουργός  που η ικανότητά  του έγκειται στο  να μην κάνει  απολύτως τίποτα  εκτός από το να  βγάζει ηθικοπλαστικά λογύδρια



Όπως ο «Βεβαίως
Βεβαίως», ο συμβιβασμένος φανφαρόνος γυμνασιάρχης στην ταινία «Το ξύλο βγήκε απ΄ τον Παράδεισο» (εδώ ο Χρήστος Τσαγανέας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη), έτσι και ο Κώστας Καραμανλής είναι ένας Πρωθυπουργός που η ικανότητά του έγκειται στο να μην κάνει απολύτως τίποτα εκτός από το να βγάζει ηθικοπλαστικά λογύδρια


Προσωπικά αισθάνομαι την ανάγκη να ζητήσω μια μεγάλη συγγνώμη από τον ελληνικό λαό. Γιατί, παρασυρμένος, όπως και πολλοί άλλοι του φυράματός μου, από διανοουμενίστικες υπερευαισθησίες και τρομολάγνες φαντασιώσεις, επιδόθηκα προεκλογικά σε έξαλλες ιερεμιάδες, σε μια ακατάσχετη καταστροφολογία, μιλώντας για εθνική τραγωδία, για εγκληματική ανευθυνότητα απέναντι στη φυσική και πολιτισμική μας κληρονομιά, για διεφθαρμένη και ανίκανη δημόσια διοίκηση, για συμπαιγνία με οικοπεδοφάγους και άλλα τέτοια ηχηρά.
Ευτυχώς ο ελληνικός λαός, με την ανυπέρβλητη σοφία του, φρόντισε να με βάλει στη θέση μου. Όπως αποφάνθηκε με τη συντριπτική πλειοψηφία του 80 %, δεν συνέβη δα και τίποτα το τρομερό τούτο το καλοκαίρι. Ιδιαίτερα οι καμένες και χαροκαμένες περιοχές, όπου το ποσοστό αυτό ήταν ακόμη μεγαλύτερο, έδειξαν πεντακάθαρα πόσο αδικαιολόγητες ήταν οι θρηνολογίες κάποιων σαν ελόγου μου.

Αν είχα μυαλό, θα είχα δώσει την πρέπουσα σημασία σ΄ εκείνο το μήνυμα που έλαβα ένα μεσημέρι στην Αιόλου, τις μέρες που καιγόταν η μισή Ελλάδα και η ΑΕΚ είχε ζητήσει από την UΕFΑ αναβολή του αγώνα της με τη Σεβίλλη λόγω του ψυχικού κλονισμού των ποδοσφαιριστών της.
Θα είχα, δηλαδή, καταλάβει πόσο σωστά, αλλά και πόσο αντιπροσωπευτικά σκεφτόταν εκείνος ο άξιος Νεοέλληνας, εκείνος ο νταβραντισμένος τριανταπεντάρης, που σχολίαζε μ΄ ένα σαρδόνιο γέλιο: «΄Ακου να δεις! Δεν μπορούν, λέει, να παίξουν μπάλα επειδή καίγονται κάτι σπίτια!» Ευτυχώς, θα το ξαναπώ, ο ελληνικός λαός ψήφισε σοφά. Η ελληνική κοινωνία μάς φρονημάτισε, υπενθυμίζοντάς μας πόσο συντηρητική είναι. Όταν το λέει αυτό ένας με το δικό μου ιδεολογικό στίγμα (η λέξη να εκληφθεί, παρακαλώ, και με τις δύο έννοιές της!), ακούγεται σαν μομφή. Εγώ το λέω απολύτως εγκωμιαστικά.
Ο συντηρητισμός είναι μια στάση που μαρτυρεί αστείρευτες αντοχές και απεριόριστη προσαρμοστικότητα. Δεν εντυπωσιάζεται ο συντηρητικός από τα υποτιθέμενα κελεύσματα των καιρών, δεν τον πολυενοχλούν οι λεγόμενες κακοδαιμονίες, δεν τον πτοούν και δεν τον μεταστρέφουν οι καταστροφές.
Ο συντηρητισμός είναι μάλιστα μια δύναμη βαθύτατα ριζοσπαστική! Διότι ο συντηρητισμός της κοινωνίας όχι μόνον αφήνει περιθώρια, αλλά και ανοίγει τον δρόμο για επαναστατικές ατομικές πρωτοβουλίες.
Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς, για παράδειγμα, την αγαστή συνεργασία του γαλάζιου υφυπουργού Οικονομίας και του πράσινου δήμαρχου της Ζαχάρως για την άμεση αξιοποίηση και ανάπτυξη 2.600 στρεμμάτων από τις πυρπολημένες εκτάσεις της Ηλείας. Και αυτό χωρίς να υπάρξει, δόξα τω Θεώ, καμιά αντίσταση από την τοπική κοινωνία.
Μα δεν χαίρεσαι, θα μου πείτε, που πήραν τόσο πολύ τα πάνω τους τα κομματικά σχήματα του πολιτικού χώρου όπου τοποθετείς τον εαυτό σου; Και βέβαια χαίρομαι. Άλλο όμως να παίρνεις τα πάνω σου και άλλο να το παίρνεις πάνω σου! Για ουκ ολίγους συντρόφους, ηγετικά στελέχη μάλιστα, και στις δύο όχθες του κόκκινου ρεύματος έχω την εντύπωση πως ισχύει το δεύτερο. Πίσω από τις δηλώσεις τους, πίσω από τα θριαμβικά χαμόγελά τους διαβάζω την πεποίθηση ότι έχουν καπαρώσει τις επιπλέον ψήφους που προσέλκυσαν, ότι οι ψηφοφόροι αυτοί είναι άσωτοι υιοί που επέστρεψαν επιτέλους στο πολιτικό πατρικό τους, έπειτα από μακροχρόνιες περιπλανήσεις σε κεντρώες και δεξιές Βαβυλώνες. Οπότε δεν μπορεί παρά να επιστρέψουν μελλοντικά και πολλοί άλλοι, δηλαδή ο λαός, που κατά βάθος είναι πάντοτε αριστερός. Αρκεί εμείς να διατηρήσουμε την ιδεολογική καθαρότητά μας και να μη μολυνθούμε με συμμαχίες ή συνεργασίες.

Κι έτσι επαληθεύτηκε, όπως πάντα άλλωστε, ο Νέστωρ της πολιτικής μας ζωής, ο κ. Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που προεκλογικά είχε αποκλείσει με τόση σιγουριά όση κανένας άλλος το ενδεχόμενο ακυβερνησίας, με το ορθότατο επιχείρημα ότι «οι λαοί δεν αυτοκτονούν».
΄Ετσι είναι, οι λαοί θέλουν να κυβερνιούνται, καλά ή κακά δεν έχει σημασία, τουλάχιστον για τον ελληνικό λαό, φτάνει να μπορεί ο καθένας να κάνει τη δουλίτσα του χωρίς να μπερδεύονται στα πόδια του νόμοι και κανόνες.
Και πρέπει να εκφράσω εδώ τον θαυμασμό μου για τη διορατικότητα του κ. Γιώργου Καρατζαφέρη, ο οποίος, πρώτος και μόνος από τους μικρούς αρχηγούς, διέγνωσε τη σοβαρότητα του διλήμματος και τον κίνδυνο (όχι συγκυριακό, αλλά δομικό) για το κόμμα του, γι΄ αυτό δήλωσε έγκαιρα ότι ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με όποιο κόμμα ερχόταν πρώτο. Το έχω ξαναπεί: η άκρα δεξιά, στην Ελλάδα και αλλού, είναι σήμερα ο μόνος χώρος όπου παράγεται πραγματικά πολιτική σκέψη.

Και δέστε τώρα σε όλο της το βάθος και όλο της το μεγαλείο τη σοφία της ψήφου του συντηρητικού ελληνικού λαού: αναδεικνύοντας μια αυτοδύναμη, αλλά όχι παντοδύναμη κυβέρνηση και, ταυτόχρονα, ενισχύοντας αμφότερα τα άκρα του πολιτικού φάσματος, εξασφάλισε ότι τίποτα ουσιαστικό δεν πρόκειται ν΄ αλλάξει σ΄ αυτή τη χώρα.
Κάθε πίεση από τα αριστερά για προοδευτικές κινήσεις (αν δεχτούμε προς στιγμήν τη σχεδόν εξωπραγματική υπόθεση ότι αυτή η κυβέρνηση θα ήταν διατεθειμένη και θα μπορούσε να κάνει τέτοιες) θα εξουδετερώνεται από το δέος της ενισχυμένης ακροδεξιάς, και το αντίστροφο.
Θα επιβεβαιωθεί έτσι αυτό που ήδη έχουμε ψυλλιαστεί, ότι ο κ. Καραμανλής είναι ο ιδανικός πρωθυπουργός για την Ελλάδα: ένας πρωθυπουργός που η ικανότητά του έγκειται στο να μην κάνει απολύτως τίποτα εκτός από το να βγάζει ηθοπλαστικά λογύδρια, ακριβώς όπως ο «Βεβαίως Βεβαίως», ο συμβιβασμένος φανφαρόνος γυμνασιάρχης που υποδύθηκε ο Χρήστος Τσαγανέας στην ταινία
Το ξύλο βγήκε απ΄ τον παράδεισο .
«Αυτή είναι η Ελλάδα και μην κάνουμε τους έκπληκτους» φώναξε πριν από εφτά χρόνια, μετά το ναυάγιο του Σαμίνα, ο τότε πρωθυπουργός Σημίτης προς όλους εκείνους που και τους έκπληκτους και τους εξοργισμένους έκαναν. ΄Ηταν μια από τις ειλικρινέστερες και, στην πραγματικότητα, πιο απελπισμένες δηλώσεις που βγήκαν ποτέ από στόμα ΄Ελληνα πολιτικού. Και επειδή αυτή είναι η Ελλάδα, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα γιατί οι τέχνες και τα γράμματά μας, μεταξύ άλλων, έχουν σήμερα τα χαρακτηριστικά που έχουν. Επειδή αυτή είναι η Ελλάδα, οι σύγχρονοι ΄Ελληνες καλλιτέχνες και συγγραφείς βλέπουν μπροστά τους τρεις δρόμους, αν θέλουν στα σοβαρά να δημιουργήσουν.
Ο πρώτος δρόμος, που τον ακολουθούν και οι περισσότεροι, είναι η αναδίπλωση σε μια αυστηρά ιδιωτική σφαίρα, η καλλιέργεια ενός θεματικού μινιμαλισμού.
Ο δεύτερος είναι ν΄ αναζητήσουν τα μεγάλα θέματα εκτός Ελλάδος, εκεί όπου η κοινωνία και η παράδοση μπορούν να τα αναδείξουν.
΄Οσο για τον τρίτο δρόμο, δεν έχει καμιά σχέση με τη μέση οδό του κ. ΄Αντονυ Γκίντενς και των συν αυτώ, είναι ένας ακραίος, επικίνδυνος δρόμος, που λίγοι μπορούν να τον αντέξουν ώς το τέλος: ο σωκρατικός ρόλος του ταράξιππου, της αιρετικής φωνής, της εκ των έσω κριτικής, που έχει επίγνωση της μοναξιάς της, εμπνέεται από τον πόνο της, αντλεί κουράγιο από τη δική της ουτοπία και που, αν δεν μπορεί να κατανικήσει την παχύδερμη αυταρέσκεια του πλήθους, τουλάχιστον τού την τσαλακώνει τόσο ώστε να σπείρει την αμφιβολία.
Εφημερίδα Τα Νέα, 22/9/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: