Ανδρέα Καρκαβίτσα
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
[Συνέχεια 3]
Εφθάσαμεν εις τη άλλην άκρην της γεφύρας. Σκύφτω κάτω ΄σκοτάδι. Όταν εσυνήθισαν τα μάτια μου, βλέπω εις στενήν αυλήν, τριών πηχών μάκρος και μιας μόνον πλάτος, είκοσι εικοσι-πέντε ανθρώπους, ελεεινούς, αγρίους, πατείς με πατώσε, τον ένα κοντά εις τον άλλο. Και αυτή ήτο η αυλή όπου τους έβγαζαν να ιδούν το φως της ημέρας! Και μέσα εις το ντουβάρι, ωσάν δύο σπηλιές, ήσαν δύο δώματα όπου τους εμαντάλωναν την νύκτα. Όσοι ήσαν έξω την ώραν εκείνην ήσαν από το ένα μόνο δώμα ΄του άλλου ήσαν κατάκλειστοι. Διότι από τους συχνούς καυγάδες των, οι ίδιοι εζήτησαν να μένη από μισήν ημέρα κάθε δώμα ανοικτόν, διά να μη σμίξουν και πετσοκοπούν καμμιά ώρα.
- Κ' εδώ βάζομε όσους δεν κάνουν φρόνιμα΄μου είπεν ο αξιωματικός.
- Πώς περνούν την ημέρα τους΄τον ερώτησα.
- Όσοι ξέρουν τέχνη κάτι κάνουν΄οι άλλοι έτσι γυρίζουν.
- Διαβάζουν τίποτε;
- Μπα . Μια φορά τους έφεραν ιερά βιβλία από την βασίλισσα΄μα τα έσχισαν αμέσως. Κ' εγέλασεν, ο καλός άνθρωπος, κατακρίνων αυτούς.
Μα εγώ δεν εγέλασα ούτε τους κατακρίνω. Πώς θέλετε να διαβάσουν και τι Θεό να δοξάσουν, οι δύστυχοι εκεί μέσα; Ο άνθρωπος διαβάζει και δοξολογεί τον Θεόν διότι τον αφίνει και ζη και χαίρεται το φως και τα καλά του, όταν έχη ήσυχο το μυαλό. Τι ήσυχον όμως μυαλό θα έχουν αυτοί , που άλλοι κάθε ώρα και κάθε στιγμή του ύπνου τους βλέπουν απάν' από το κεφάλι τους τον Αμοιραδάκη* με τη φοβερή του μηχανή και άλλοι λογαριάζουν πως δεν θα έβγουν εκείθε παρά νεκροί, πως δεν θα ιδούν ποτέ πλέον, ποτέ ούτε πατρίδα , ούτε συγγενείς και φίλους, ούτε θα σφίξουν εις την αγκαλιά τους γυναίκα, ούτε θ' αναστήσουν παιδιά; Και θέλετε οι άνθρωποι αυτοί να μην είνε ανήμεροι, να μην έχουν μοναχή των φροντίδα πώς να ελευθερωθούν. Να ελευθερωθούν όχι μόνον από τα σίδερα αλλά και από την βρώμα, από την ψείρα, από την υγρασία που τους σκάβει νυχταήμερα τα κουφάρια. Ένα βρώμιο σώμα, πώς θέλετε να έχη τον νουν του εις τον αμόλυντο δημιουργό, και να κυττάζη με αγαθό μάτι τον έξω κόσμο; Βρώμιο σώμα, βρώμια θα κάμη και την ψυχή. Ας έλθη εκείνο το αφηρημένο σκίασμα του Νόμου να γίνη διά μία στιγμή άνθρωπος ωσάν αυτούς και τότε τα 'μιλάμε.
[Συνεχίζεται...]
* Σημείωση Γεροντάκου: "φοβερή μηχανή": Με τη φράση αυτή υπονοείται η λαιμητόμος (γκιλοτίνα). Στην Ελλάδα εισήχθη επισήμως στις 26 Οκτωβρίου 1846 και χρησιμοποιήθηκε ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν στημένη στις φυλακές του Παλαμηδιού, στο Ναύπλιο. Με γκιλοτίνα εκτελέστηκε ο δολοφόνος του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, Κώστας Γερακάρης, το 1906. Αγνοούμε την ιδιότητα του Αμοιραδάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου