Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007

Ο ερανιστής: Α. Καρκαβίτσα, " Μιλτιάδης" , αι φυλακαί του Ναυπλίου ( Εστία,1892) Μέρος 1ο.


ΕΡΑΝΙΣΜΑΤΑ
Το ντοκουμέντο που ακολουθεί φέρει την υπογραφή του Ανδρέα Καρκαβίτσα , πρωτοπόρου δημοτικιστή και κορυφαίου εκπροσώπου του ηθογραφικού διηγήματος, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αρχικά, με την ιδιότητα του γιατρού στα πλοία και από το 1896 ως ιατρού στο
στρατό ξηράς επισκέφθηκε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας , συλλέγοντας πληροφορίες και ερχόμενος σε επαφή με ανθρώπους του λαού, η σκληρή και βασανισμένη ζωή των οποίων τον συγκινούσε ιδιαίτερα .
Καρπός των επαφών αυτών είναι πάμπολλα κείμενα : ταξιδιωτικές εντυπώσεις, διηγήματα, νουβέλες, ,πολιτικοκοινωνικά και λαογραφικά άρθρα.
Ο Καρκαβίτσας επισκέφθηκε τη διαβόητη φυλακή βαρυποινιτών του Ναυπλίου κ
αι συγκλονίστηκε από την αθλιότητα των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων. Στο ρεπορτάζ που δημοσίευσε ευθύς αμέσως στο εβδομαδιαίο περιοδικό Εστία περιγράφει , βαθιά συγκινημένος, τις εντυπώσεις του.
Το κείμενο του Καρκαβίτσα, που θα αναρτήσουμε σε συνέχειες , δίνει μια σαφέστατη εικόνα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το σωφρονιστικό σύστημα στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα.

Σκοπός του συστήματος αυτού δεν ήταν η τιμωρία των εγκληματιών και η επανένταξή τους στην κοινωνία μετά την έκτιση της ποινής τους , αλλά η πλήρης και μέχρι εκμηδενισμού καταρράκωση της προσωπικότητάς τους.
Οι φυλακισμένοι του Μιλτιάδη δεν αντιμετωπίζονταν ως άνθρωποι αλλά ως υπάνθρωποι . Η μεταχείριση αυτή συγκίνησε βαθύτατα τον εικοσιεπτάχρονο
συγγραφέα και τον ώθησε να γράψει το γεμάτο συμπόνια
για τα φυλακισμένα ερείπια της ζωής.
Η μεταγραφή του κειμένου διατήρησε τους ορθογραφικούς κανόνες του Καρκαβίτσα ως τεκμήριο της γλωσσικής ταυτότητας ενός εκ των πρωτοπόρων δημοτικιστών.
Για λόγους τεχνικούς, τα πνεύματα και οι τόνοι παραλείφθηκαν.


Ανδρέα Καρκαβίτσα
ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ
[περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τχ.16, 1892, σελ.241-245]
Μέρος 1ο
Πρώτη μου δουλειά , όταν έφθασα εις το Ναύπλιον, ήτο να ιδώ το Παλαμήδι. Με μισοκομένα γόνατα ανέβην τα χίλια οκτακόσια ογδόντα σκαλοπάτια του κ' έφθασα εις την κορφή.Έστριψα αριστερά κάτω από μία πύλη, πώχει τον λέοντα των Βενετσάνων επάνω της κ' ετράβηξα ίσα 'ς του Μιλτιάδη. Βέβαια σύμπτωσις, αλλά λυπηρά σύμπτωσις είνε οι φοβερές αυτές φυλακές να έχουν το όνομα του άμοιρου στρατηγού των Αθηναίων, ο οποίος και αυτός εις τα σίδερα εξεψύχησε.

Και τι φοβερές φυλακές΄τι κρύο και άψυχο κτίριο, αλήθεια! Φαντάζομαι τι ανατριχίλα θα πιάνη τον δυστυχισμένο κατάδικο όταν διά πρώτην φοράν το βλέπει απ' έξω. Το λιοντάρι με τον τρανό βρυχηθμό του΄η τίγρις με το αναμαλλιασμένο πρόσωπο και τα φλογερά μάτια της΄αυτός ο δράκος του παραμυθιού με το φοβερόν όγκος του και τα τροχισμένα δόντια του όταν τ' άνοιγε τριγύρω κ' έλεγεν- ωχ, ωχ! ανθρώπινο αίμα μυρίζει! όχι δεν εφόβιζε τόσον όσον το κτίριον αυτό με την ερημία και την σιωπή του. Στέκεται ολόρθο και βαρύ, εκπληκτικό, με τα πλατειά στήθη του εμπρός κατά το Άργος, με μια σιδερένια πύλη 'ς τη μέση, με ζωνάρι επάνω κ' επάλξεις οδωντοτάς ωσάν ένα επίγειο στόμα της Κολάσεως, ολάνοικτο.

Ο σκοπός μού άνοιξε την πύλη κ' εμπήκα εις μία μικρή λιθοστρωμένη αυλή. Δεξιά όρθιο εψήλωνε το τείχος, αριστερά σκάλα πέτρινη ανέβαινεν εις το επάνω δώμα, όπου το φυλακειον κ' έφθανε τας επάλξεις γύρω. Έξω από το φυλακείον εκάθητο ο αξιωματικός με τον επιστάτη και 'ς την ξύλινη γέφυρα ποτ έβγαινεν από τον ένα τοίχο εις τον άλλον επηγαινοήρχετο άλλος σκοπός με το όπλον εις το χέρι.

Επήγα ίσα εις την γέφυρα, έσκυψα κ' είδα διά πρώτην φοράν τους φυλακισμένους. Οι περισσότεροι ήσαν έξω, εις την τετράγωνη μικρή αυλή. Τα δώματα ανοίγουν από τες επτά ώρες το πρωί έως τες πέντε το βράδυ και βλέπουν λίγη μέρα και παίρνουν λίγην αναψυχή οι κατάδικοι. Άλλοι επεριπάτουν απάνου κάτου, με μικρά μουδιασμένα βήματα, δύο δύο ή τρεις τρεις μαζί΄άλλοι καταμόναχοι, με χαμηλωμένο κεφάλι, συλλογισμένοι΄άλλος έπαιρνε νερό΄ένας με ποδιά, κάμνων τον παντοπώλην εκεί μέσα, έδιδε καφέδες επάνω εις στραβοχειλιασμένο δίσκο΄άλλοι καθισμένοι εις τα πεζούλια επριόνιζαν ξυλάκια είτ' έγλυφον κόκκαλα διά την τέχνην τους΄ένας έστριβε αλύσια΄άλλος έπλεκε καλτσοδέτες και τρεις άλλοι εις τη γωνιά απάνου εις μία σανίδα , μισόγυμνοι εσαπούνιζον τ' ασπρόρρουχά τους!

Κάποιος εσήκωσε το κεφάλι του και μ' είδε. Μεμιάς όλα τα μάτια , γαλανά και μαύρα και μπιρμπιλά μάτια, εστηλώθησαν όλα επάνω μου. Κ' ευθύς άρχισαν ομάδι , αλλόι εδώ, άλλοι εκεί, να τρέχουν εις τα δώματα και να ετοιμάζουν τα εργόχειρά τους.
[Συνεχίζεται...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: