
Γιατί η Ελλάδα «τρώει» το ερευνητικό δυναμικό της
Η Ελλάδα «αρνείται» – διά των πράξεων ή και των παραλείψεών της – να αξιοποιήσει το ανθρώπινο ερευνητικό δυναμικό της. Χειρότερα: κάνει ό,τι μπορεί για να το υποβαθμίσει. Με άλλα λόγια, κινδυνεύουμε να απολέσουμε το σημαντικότερο ίσως συγκριτικό πλεονέκτημά μας στην έρευνα.
Αυτό είναι πιθανότατα το οδυνηρότερο από τα αποστάγματα της διαδικτυακής ημερίδας με τίτλο «Η Ερευνα στην Ελλάδα» που διοργανώθηκε από τον «Κύκλο των Ελλήνων Ακαδημαϊκών της Βοστώνης» (Circle of Hellenic Academics in Boston) πριν από λίγες ημέρες και την οποία παρακολούθησε «Το Βήμα» μαζί με περισσότερους από 160 κορυφαίους έλληνες επιστήμονες οι οποίοι δραστηριοποιούνται εντός και εκτός συνόρων.
Φαίνεται σχεδόν απίστευτο, δεδομένου ότι δεκαετίες τώρα ακούμε όλες τις κυβερνήσεις να επαίρονται για το εξαιρετικό ανθρώπινο ερευνητικό δυναμικό της χώρας μας. Και όμως. Το συμπέρασμα εξήχθη αβίαστα, ξεκάθαρα και τεκμηριωμένα από τις διαλέξεις των δύο ομιλητών: του Σπύρου Αρταβάνη-Τσάκωνα, ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ αλλά και προσφάτως παραιτηθέντος προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), και του επίσης παραιτηθέντος μέλους του ΕΣΕΤΕΚ Αγγελου Χανιώτη, καθηγητή στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών στο Πρίνστον.
Διαχρονική αδυναμία κατανόησης
Η ρίζα του κακού φαίνεται πως έγκειται στη διαχρονική αδυναμία των εκάστοτε κυβερνήσεων να αντιληφθούν ορισμένες – αυταπόδεικτες στην πραγματικότητα – αλήθειες. Οτι «η βασική έρευνα, ή αλλιώς έρευνα της περιέργειας, είναι η μητέρα της καινοτομίας» και πως «η έρευνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποιοτική εκπαίδευση» όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας, συμπληρώνοντας ότι διόλου τυχαία «το Χάρβαρντ, το ΜΙΤ, το Κολούμπια δεν είναι μόνο κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά και κορυφαία κέντρα έρευνας και κόμβοι επιχειρηματικότητας».
Κατά τον έλληνα επιστήμονα, βασική έρευνα, καινοτομία (και όχι κενοτομία, όπως είπε χαριτολογώντας) και εκπαίδευση αποτελούν μια βαθέως αλληλοσυνδεόμενη και αλληλοεπηρεαζόμενη «αγία τριάδα» η οποία οφείλει να είναι αδιάσπαστη αν όντως θέλουμε το ερευνητικό εγχείρημα της χώρας να αποδώσει τους αναμενόμενους καρπούς, δηλαδή να γίνει η βάση για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών που θα στηρίζουν την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξή της.
Θέλουμε όμως; Ή απλώς λέμε ότι θέλουμε; Διότι η έμπρακτη απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σαφώς αρνητική. Και οι συνέπειες της αδιαφορίας που επιδεικνύει η πολιτεία για την έρευνα – ή, αν προτιμάτε, οι συνέπειες της αδυναμίας της πολιτείας να κατανοήσει πως λειτουργεί η έρευνα – είναι απολύτως εμφανείς. Αυτή τη στιγμή, η ελληνική έρευνα δεν είναι ανταγωνιστική διεθνώς «παρά το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει. Δυναμικό το οποίο παλεύει – συχνά ηρωικά – για να αντεπεξέλθει στις τεράστιες δυσκολίες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο» σημείωσε ο κ. Αρταβάνης-Τσάκωνας.
Ο κ. Αγγελος Χανιώτης. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΑΡΙΣ ΤΑΒΙΤΙΑΝ
Μειωμένη ανταγωνιστικότητα
Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής έρευνας δεν είναι προσωπική εκτίμηση του κ. Αρταβάνη-Τσάκωνα. Τεκμηριώνεται από αδιαμφισβήτητα στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός των ερευνητικών προγραμμάτων της χώρας μας που χρηματοδοτούνται από εξωτερικές πηγές και ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας (European Research Council, ERC).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Χανιώτης στη διάρκεια της διάλεξής του, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με πληθυσμό αντίστοιχο με τον δικό μας, είμαστε μακράν οι τελευταίοι στη λήψη ανταγωνιστικών ερευνητικών χορηγιών. Για την ακρίβεια, «στην περίοδο 2007-2023 η Ελλάδα έλαβε 69 χορηγίες από το ERC, ενώ η Ολλανδία είχε 1.124!
Από μόνο του ένα ολλανδικό πανεπιστήμιο, αυτό του Leiden, είχε 132 χορηγίες, δηλαδή σχεδόν διπλάσιες από την Ελλάδα!» σημείωσε ο κ. Χανιώτης και προς επίρρωσιν της εκτίμησης ότι τα παραπάνω δεν είναι θέμα ανθρώπινου δυναμικού αλλά πολιτικής διαχείρισης της έρευνας προσέθεσε ότι «πολλοί έλληνες ερευνητές έλαβαν σε αυτό το διάστημα χορηγίες αλλά για να εργαστούν σε ιδρύματα του εξωτερικού».
Αλίμονο στους νέους
Ιδια ή και χειρότερη είναι η εικόνα για το πρόσφατο παρελθόν, ενώ ιδιαιτέρως φαίνεται πως πλήττονται οι νεότεροι επιστήμονες. Το 2024 η Ελλάδα έκανε επιτυχώς αίτηση για μόνο 2 χορηγίες εκκίνησης για νέους ερευνητές. Η σύγκριση με χώρες με παρόμοιο ή και μικρότερο πληθυσμό αποκαλύπτει ότι είμαστε και πάλι ουραγοί, με την αμέσως προηγούμενη Νορβηγία να έχει αποσπάσει 14 χορηγίες.
Αν όμως εξετάσουμε τις εθνικότητες των ερευνητών, θα διαπιστώσουμε ότι ο αριθμός των Ελλήνων που έλαβαν χορηγίες δεν είναι 2 αλλά 12. Μόνο που οι υπόλοιποι δέκα εργάζονται εκτός Ελλάδος. Κατά τον κ. Χανιώτη «το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο. Η Ελλάδα αποτυγχάνει συνεχώς να εκμεταλλευτεί τις τεράστιες δυνατότητες του ανθρώπινου δυναμικού της, κυρίως επειδή τα πανεπιστήμια δεν προσφέρουν στους ερευνητές την υλικοτεχνική υποστήριξη που απαιτείται για μια επιτυχημένη αίτηση χρηματοδότησης».
Πρακτικά, δηλαδή, έχουμε ξεχάσει ότι πανεπιστήμιο σημαίνει «μια κοινότητα βασισμένη στην αναζήτηση της γνώσης» και πως από την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου – αυτού της Μπολόνια το 1088 – «σκοπός των πανεπιστημίων δεν ήταν μόνο η μετάδοση γνώσης αλλά και η παραγωγή νέας γνώσης» σημείωσε ο κ. Χανιώτης.
Την παραπάνω αδυναμία μας αποτυπώνει εμφανέστατα το γεγονός ότι ο αριθμός των πατεντών που προκύπτουν από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι, στην πλειονότητα αυτών, σχεδόν μηδενικός! Με άλλα λόγια, με τη σημερινή κατάσταση, χάνουν τα πανεπιστήμια, χάνουν οι νέοι επιστήμονες, χάνει η οικονομία, χάνουμε όλοι!
Έλλειμμα στρατηγικής
Πώς φτάσαμε όμως ως εδώ; Ποιες είναι οι πληγές που ταλανίζουν την ελληνική έρευνα;[..............................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου