Τρίτη, Μαρτίου 18, 2025

Διηγήματα που ξαναγράφονται τώρα: ΤΟ ΚΩΛΟΔΑΧΤΥΛΟ

 Διηγήματα που ξαναγράφονται τώρα

 

https://boreiosellas.gr/wp-content/uploads/2018/07/%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%95%CE%A3-%CE%91%CE%A5%CE%A4%CE%9F%CE%9A%CE%99%CE%9D%CE%97%CE%A4%CE%A9%CE%9D.jpgΧρήστος Μουχάγιερ

 ΤΟ ΚΩΛΟΔΑΧΤΥΛΟ



«Ασ’ τον , ρε Κούλα, να περάσει!»
« Και πού να πάει, ο χαμένος; Δε βλέπει που είναι πήχτρα ο δρόμος;»
« Ας πάει όπου θέλει, ο βλάκας! Προκειμένου να σπάσει τα δικά μας νεύρα…»
« Όχι, Μανόλη μου, και να θέλω δεν μπορώ . Έχει κολλήσει από πίσω μας, αναβοσβήνει τα φώτα και χειρονομεί απειλητικά. Δε με νοιάζει .Ας πάει να σκάσει…».

Πηγαίναμε με πενήντα. Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Και μετά πάλι τα ίδια.Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Καβατζάροντας την Καρδία μάς κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μας ένα τεράστιο μεταλλικό φίδι με άπειρα λαστιχένια πόδια αργοσερνόταν πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο.
«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω, είπα αποθαρρυμένος. Έτσι όπως πάμε ούτε σε πέντε ώρες δε φτάνουμε.»

« Λίγη υπομονή, αγάπη μου! Στην
Καλλικράτεια σίγουρα θα καλυτερέψουν τα πράματα. Εξάλλου δε γίνεται να στήσουμε τους Ρομποτάδες. Σηκώθηκαν από τα άγρια μεσάνυχτα, οι άνθρωποι, για να πάνε. Αν κάναμε το ίδιο κι εμείς,τώρα δε θα ταλαιπωρούμασταν . »
« Ρε Κούλα, αν είναι να μείνω άγρυπνος όλη τη νύχτα για ένα μπάνιο μισής ώρας στη Χαλκιδική , καλύτερα να την περάσω στο σπιτάκι μου, με την εφημερίδα μου, το κομπιούτερ μου, τη μουσικούλα μου και την παγωμένη φραπεδιά μου...»
«Πάλι σε έπιασε το μικροαστικό σύνδρομο Home Sweet Home»
«Κούλα, μη μου τη σπας με τον Γιάλομ σου και τις θεωρίες του! Μιλάς εσύ, που δεν πας πουθενά αν δεν έχεις περάσει πρώτα από τον καμπινέ του σπιτιού μας;»
«Και τι φταίω εγώ που είμαι δυσκοίλια και δεν αντέχω τις δημόσιες τουαλέτες;Τέλος πάντων, σε παρακαλώ  μη νευριάζεις! Χαλάρωσε.  Δε θα τσακωθούμε τώρα για μια κουβέντα…»
«Ποιος σου λέει ότι εγώ τσακώνομαι; Τη γνώμη μου λέω ,  αλλά μη με κοιτάς αφ΄υψηλού σαν την μαντάμ Σουσού , κάθε φορά που δηλώνω τα γούστα και τις συνήθειές μου. Πειράζω; Δεν πειράζω κανένα».
Περίμενα να μου πετάξει καμιά φαρμακερή σπόντα , αλλά,  μολονότι αναψοκοκκινισμένη από θυμό, παραδόξως δεν είπε τίποτε και συνέχιζε να οδηγεί ήρεμα και σιωπηλά.


Ο πισινός
μας οδηγός τώρα είχε γίνει διπλανός . Κατάφερε και μπήκε στη μεσαία λουρίδα ,  φέρνοντας το αμάξι του παράλληλα  με το δικό μας . Τον έκοψα. Φως φανάρι, πήγαινε για καυγά από τις φαρμακερές ματιές που μου έριχνε.
Αγριεύτηκα.  Οδηγούσε με ανοιχτό το παράθυρο  , φορώντας  μόνο τη φανέλα του, θηριώδης τύπος,δασύτριχος ως το λαιμό, κάτω απ΄το προγούλι σαν κουλούρα μια τεράστια χρυσή λαιμαριά. Ξαφνικά κάτι μου είπε  με άγριο τρόπο . Μάλλον έβριζε   , μια κοιτώντας μπροστά , μια εμένα  . Δεν τον άκουγα αλλά ασφαλώς με απειλούσε  , έτσι όπως είχε πετάξει έξω από το παράθυρο τον παράμεσο της αριστερής χερούκλας του τεντωμένο σαν μακεδονική σάρισα .
«Βρίζει , το ζώο και απειλεί » , είπα ανήσυχος  .
«Μη του δίνεις σημασία και κοίτα μπροστά, σε παρακαλώ . Προπαντός μην κατεβάσεις το παράθυρο. Μπορεί να σου πετάξει κάτι  και να σου κανει κακό.Ο άνθρωπος είναι βαρεμένος. Ίσως και να μας εμβολίσει».
 
Υπάκουσα στην έκκλησή της, έπαψα να  κοιτάζω τον ουρακοτάγκο που έβριζε και με το μεσαίο δάχτυλο του χεριού μας απειλούσε για τα χειρότερα . Ξαφνικά έστριψε το τιμόνι  προς τ΄αριστερά και πατώντας το γκάζι μπήκε μπροστά μας , παρά λίγο  να μας τρακάρει. Από το σημείο αυτό και για μερικά χιλιόμετρα μας έσπασε τα νεύρα   πατώντας  συνεχώς απότομα το φρένο και  αναγκάζοντας και μας να κάνουμε το ίδιο. Ύστερα από λίγο,  βλέποντας ότι δεν ανταποκρινόμαστε στο δολοφονικό παιχνίδι του , βαρέθηκε έδωσε άλλη μια γκαζιά  και προσπέρασε  τον παραμπροστινό μας, επιτέλους χάθηκε ο αλήτης από τα μάτια μας.
 
Μια ώρα κάναμε για να φτάσουμε στην Τρίγλια,όπου οι τροχαίοι μάς έσπρωξαν για κάποιον άγνωστο λόγο προς Καλλικράτεια . Περάσαμε μέσα από  κάτι ανθυποδρομίδια ξυστά από τα  μυριάδες αυθαίρετα απείρου κατασκευστικού κάλλους, ο Θεός να τα κάνει  εξοχικά. 
Κάποια στιγμή άλλοι τροχαίοι μάς παρέλαβαν, μας ξανάσμπρωξαν  στην Εθνική  και μπήκαμε πάλι στα ίσια μας  για το Δεύτερο Πόδι. Όμως μετά τη διασταύρωση του Lidl των Μουδανιών καθηλωθήκαμε αυτήν τη φορά από έναν γιγάντιο σκυλά αοιδό ή,  για να ακριβολογούμε , από τη μεταλλική  γιγαντοαφίσα του,που ένα ανυψωτικό θυμήθηκε να τη σηκώσει ντάλα μεσημέρι Κυριακής , έτσι όπως ήταν  πεταμένη από το χθεσινό μπουρίνι καταμεσής στο οδόστρωμα.
Τέλος πάντων, μ'
αυτά και με τούτα , περνώντας του Χριστού τα πάθη, φτάσαμε  στον προορισμό μας. Ο ήλιος δοκίμαζε το πιο καλό του φλογοβόλο του στα άμοιρα κεφάλια μας, όταν αράξαμε το αμάξι σ΄ένα κακοτράχαλο δασωμένο μπαλκόνι πάνω από ένα  γραφικό  ορμίσκο. 
Στην αρχή χάσαμε το θάρρος μας , βλέποντας από ψηλά το βάραθρο που έπρεπε να κατεβούμε. Η θάλασσα όμως  εξέπεμπε  μια μαγνητική  πρόσκληση δροσιάς σε χρώμα τιρκουάζ, ανοιχτά στο πέλαγος ταχύπλοα και κότερα σεργιάνιζαν νεόπλουτους με κασκέτα ναυτικά , το θέαμα εν γένει ήταν  τόσο θελκτικό, που διέλυσε τους φόβους μας και αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε την παρακινδυνευμένη «κάθοδο των δύο».Αν έχουν , είπαμε ηρωικά, κατέλθει τόσοι μύριοι από εδώ ,βλέποντας την παραλία που έβραζε από κόσμο,  προς τι να ανησυχούμε εμείς οι δυο; Κατεβήκαμε, που λέει ο λόγος,  από ένα απότομο μονοπατάκι για κατσίκες , και φτάσαμε σχεδόν κωλοσουρτοί στην παραλία, που έμοιαζε καταπληκτικά με σαρδελοκούτι τη στιγμή που του αφαιρείς το καπάκι . Ομπρέλες επί ομπρελών, ξαπλώστρες με πισινούς όλων των ειδών,  παιδάκια με κουβαδάκια παρά θιν΄ αλός, δίπλα τους  μανάδες και γιαγιάδες με ταπεράκια τίγκα στους κεφτέδες και  βραστά αβγά, νεανικά ζευγάρια με γραμμωτούς γυμναστηρίων, που  επιδίδονταν στο γνωστό παραλιακό σπορ τη ρακέτα μου κρατώ , τακ εσύ και τακ εγώ, πωλητές της μαύρης ηπείρου διαλαλούσαν μυγοχεσμένους Λουκουμάδες και πλάσαραν αρώματα- μαϊμούδες για τις ωραίες  μαμάδες που ξεροτηγανίζονταν στη χόβολη της παραλίας. 
Αρχίσαμε τότε με την Κούλα μου το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού σε αγριεμένο πλήθος , ψάξε εδώ και ψάξε εκεί, να βρούμε το φλουρί, στο τέλος ανακαλύψαμε τους Ρομποτάδες που φρυγανίζονταν ξαπλωμένοι στην πετσέτα τους.
Ακολούθησαν οι εν μεσογειακώ στιλ  εναγκαλισμοί , τα φιλιά και οι προσφωνήσεις,  και μπήκαμε στη θάλασσα υποδυόμενοι τους λουόμενους για μερικά λεπτά.
https://www.telegraph.co.uk/content/dam/news/2018/07/25/TELEMMGLPICT000170257934_trans_NvBQzQNjv4BqpVlberWd9EgFPZtcLiMQfyf2A9a6I9YchsjMeADBa08.jpeg?imwidth=450 
Η επαφή με το νερό μας έσβησε τα ντέρτια κι απώθησε βιαίως στα βάθη του υποσυνειδήτου την ταλαιπωρία και το κωλοδάχτυλο του ζώου της ασφάλτου με τη χρυσή  λαιμαριά .
Μερικές απλωτές, κάποιες ασκήσεις για να σφίξουν οι ανύπαρκτοι κοιλιακοί μας , κουβεντολόι του χαβαλέ σε στιλ δήθεν κολύμβησης  λες και ήμασταν σε πισίνα επαρχιακού ξενοδοχείου. Μιλήσαμε για τις σκοτούρες μας , για τα παιδιά που μεγάλωσαν πια και πήραν το δρόμο τους, για τις δουλειές που λόγω κρίσης πήγαν κατά διαόλου , τα πονάκια και τα παχάκια της ηλικίας, αλλά και για εμφράγματα και καρκίνους  συγγενών, συμμαθητών  και φίλων, που την κοπάνισαν νωρίς από τον μάταιο κόσμο . 
Κάποια στιγμή, ο Κωστής πρότεινε να τσιμπήσουμε κάτι στην Ταβέρνα του Βαγγέλη, μια καλύβα, για να ακριβολογούμε,  του Καραγκιόζη στην άκρη της παραλίας , με καλαμωτή για στέγη.
Πετάξαμε τη θαλάσσια σκούφια μας από χαρά και σε λίγο δίναμε άνευ τύψεων  την παραγγελιά μας στο σερβιτόρο. Και άρχισαν να καταφθάνουν εν παρατάξει τα  μύδια σαχανάκι , οι σαλάτες με το μπαλσάμικο ,  τα ψευδοπελαγίσια  λιθρίνια στη σχάρα και τα κατεψυγμένα καλαμάρια στο τηγάνι αλλά και  τα σπιτικά ντολμαδάκια γιαλαντζί από κονσέρβα τυλιγμένα όπως διατεινόταν ο σερβιτόρος    σε ολόφρεσκα  αμπελόφυλλα, τα γνωστά δηλαδή  ταβερνιάτικα χλαπακιάσματα συνοδευόμενα από  άφθονο ρετσινάτο οίνο. 
  Η ώρα κυλούσε ευφρόσυνα. Κάτι οι ρετσίνες, κάτι η αύρα που είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα προγούλια μας, μάς τσιτώθηκε περαιτέρω η διάθεση. Βέβαια, για να πούμε την πάσα αλήθεια, το φαγητό δεν ήτανε και τίποτα της προκοπής, τα μύδια πίκριζαν ελαφρώς, ενώ τα λιθρίνια μού φάνηκαν κομμάτι υπερήλικα, σαν  πολύ κομμένα  ήταν  τα ματάκια τους. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, αν είναι να περάσει λίγες ευφρόσυνες ώρες με καλή παρέα; Άσε που , αν αρχίσεις να βάζεις τέτοια θέματα στο τραπέζι τέτοιες ώρες, μπορεί να σε πουν ιδιότροπο και γκρινιάρη και να χαλάσεις τη διάθεση όλων.
Ξαφνικά, εκεί που καμακώναμε το σαραγλάκι μας , ευγενική επιδόρπια προσφορά του καταστήματος, ο Κωστής σηκώνει ανήσυχος το κεφάλι : «Ακούω σειρήνες συναγερμών εκεί ψηλά, έδειξε προς το αλωνάκι. Δεν πάμε να ρίξουμε μια ματιά;».
Πήραμε την ανηφόρα αγκομαχώντας, ήτανε το περιδρόμιασμα που μας ζόριζε από πάνω , σκόντ
αψα και σ’ ένα αγκωνάρι, χτύπησα άσχημα το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού, τελικά ανεβήκαμε στο πλάτωμα με την ψυχή στο στόμα.
Το θέαμα που αντικρίσαμε μας αποσβόλωσε. Γινόταν ανάστα ο κύριος. Κόσμος με μπανιερά έτρεχε εδώ κι εκεί αλαφιασμένος. Τ
α μισά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σπάραζαν και οδύρονταν. Τζάμια σπασμένα , αλάρμ που αναβόσβηναν, πράγματα πεταγμένα καταγής. Κατευθύνθηκα προς το δικό μου, που με κοιτούσε με το πορτμπαγκάζ του ορθάνοιχτο. Οι μάγκες , είπαν κάποιοι αυτόπτες, ήταν τέσσερις-πέντε κουκουλοφόροι , που  ξεμπούκαραν  με βαριοπούλες και λοστούς από ένα βανάκι κι άρχισαν να σπάνε και να πλιατσικολογούν αδιακρίτως: τσαντάκια ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, πετσέτες . Σ΄εμάς , εκτός από το τσαντάκι με την άδεια και το δίπλωμα οδήγησης , είχαν βουτήξει τα ρούχα μας , ένα φάκελο με έγγραφα που είχα ζητήσει από  ένα πελάτη και κάποια άλλα ασήμαντα καλαμπαλίκια ακόμα  και τις χιλιοπατημένες σαγιονάρες της Κούλας!Τι διάολο, ξυπόλυτοι ήταν οι κάφροι;
Γύρω μου γινόταν ο κλαυθμός και οδυρμός στο όρος Μαϊουμά. Τα ελληνικότατα γαμωσταυρίδια από τους "χτυπημένους" οδηγούς  έπεφταν σύννεφο, κάποιος ούρλιαζε από το κινητό του «Τι σόι αστυνομία είστε εσείς, που πρέπει να έρθουμε εμείς στην Ορμύλια , για να κάνουμε μήνυση κατ΄αγνώστων; Είμαι ή δεν είμαι φορολογούμενος πολίτης! Απαιτώ να έρθετε αμέσως εδώ ! Εγώ σας ταΐζω, εγώ σας ποτίζω , εγώ πληρώνω το τάβλι σας! Τώρα που σας χρειάζομαι, εσείς στρίβετε το τσιγάρο σας!». Επάνω στη θολούρα μου άκουσα και τον Ρομποτά να αναφωνεί θριαμβικά: «Εμένα δε με χτύπησαν, εμένα δε με χτύπησαν !» και μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Όχι , ρε π@@στη!, είπα μέσα μου, "αυτό είναι η αποθέωση της αδικίας! Άφησαν ανέγγιχτο το τσίλικο Toyota του τσιφούτη και έκαναν θερινό το υπερήλικο  Seat μου! Αυτός ο άνθρωπος είναι η προσωποποίηση της κωλοφαρδίας...
Και μέσα σ' όλα αυτά , να με πονάει το δάχτυλο όλο και πιο πολύ, είχε αρχίσει να πρήζεται, το γα@@μένο, και να ροδίζει σαν αστακός επί των πυρακτωμένων ανθράκων. "Λες να είναι κάταγμα;" σκέφθηκα και σταυροκ
οπήθηκα καλού κακού μέσα μου, για να ξορκίσω παν το ενδεχόμενο, αυτό μας έλειπε τώρα...
Ειδοποιήσαμε με σηματωρίες των κινητών  τις γυναίκες μας να τα μαζέψουν και να έρθου
ν αμέσως . Ανέβηκαν αλλόφρονες. Δε θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου τους μόλις έμαθαν τα καθέκαστα . Μιλάμε για το τέλειο κοντράστ. Της δικιάς μου ήταν μέσα κι έξω όλο πίκρα και οργή, της δε Ασπασίας απ’ έξω μια δήθεν μου τάχα μου αγανάκτηση, αλλά από μέσα ξεχυνόταν μια γλυκάδα και μια ανακούφιση που δεν περιγράφονταν.
Εκεί επάνω
αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Πατούσα το πεντάλ και ούρλιαζα από τον πόνο, το δάχτυλό μου διαμαρτυρόταν μονίμως πια για τους βάναυσους τρόπους μου. Πάτησα φρένο
έξω από τα Ψακούδια. «Δεν μπορώ άλλο », λέω στη γυναίκα μου, «Πάρε εσύ το τιμόνι και πάμε για το νοσοκομείο του Πολυγύρου.»
«Πώς να πάμε; Έτσι με τα μαγιό μας;»
«Ναι, έτσι με τα μαγιό μας! Εδώ ο κόσμος χάνετε και το...."
"Έλα, έλα,  άσε τις σάχλες και μίλα καλύτερα !" μίλησε η αξιοπρέπεια της γυναίκας μου, που ήταν της βαριάς καθωσπρεπικής σχολής.

Φτάσαμε στο νοσοκομείο του Πολυγύρου, αλλά , φευ, πέσαμε πάνω σε τοίχο. «Έλλειψη ορθοπαιδικών !» , μας λέει ο φύλακας κατηγορηματικά. «Έχουμε να δούμε αυτό το είδος από την εποχή του Νώε, δηλαδή του Τσίπρα. Να πάτε στη Θεσσαλονίκη».
Πήραμε
το δρόμο της επιστροφής καταρώμενοι  την τύχη μας  . Πλησιάζοντας όμως στη Γαλάτιστα, η Τύχη απαλλάχθηκε, επιτέλους,  από τις κατάρες μας  εξαιτίας της αιφνίδιας έλευσης ενός ανεπιθύμητου κοιλιακού επισκέπτη .
«Αισθάνεσαι ό,τι αισθάνομαι;», γυρίζω και λέω ανήσυχος  στη γυναίκα μου.

« Ναι,... » , μου λέει αυτή μουγκρίζοντας , «... αισθάνομαι ό,τι αισθάνεσαι και είναι ανυπόφορο. Θα τα κάνω επάνω μου .
Πρέπει να είναι τα μύδια που φάγαμε… Σταμάτησε κάπου να ανακουφιστούμε, αλλά να μη μας βλέπουν οι διερχόμενοι και γίνουμε ρεζίλι...»

«Δεν είναι τα μύδια , Κούλα μου, τα λιθρίνια μας δηλητηρίασαν! Πώς δεν το σκεφτήκαμε; Θυμάσαι τι μας λέει ο ψαράς μας ο Παντελής; Με την πανσέληνο τα γαλανόλευκα ψαράκια μας πάνε για νάνι και με το νιο φεγγάρι αρχίζουν πάλι το σεργιάνι... Μάλλον τουρκομερίτικα θα ήταν,  απ΄τον καιρό της Άλωσης θα τα φύλαγαν!».

Βγαίνοντας από τη Γαλάτιστα , πήραμε αναγκαστικά τον παλιό δρόμο. Από τις πρώτες  απότομες στροφές, άρχισε να ξετυλίγεται και το μαρτύριό μας . Δεν υπήρξε συστάδα θάμνων μέχρι τα Βασιλικά που να μην την επισκεφθήκαμε αντάμα. Καθισμένοι
ανακούκουρδα βγάζαμε τη δυστυχία μας από πάνω κι από κάτω. Ενδιαμέσως εγώ παρατηρούσα με  μπλάβο μάτι το πρησμένο δάχτυλό μου που μυρμήγκιαζε από τον πόνο και φούσκωνε βγαίνοντας από το σαντάλι σαν βυσινί μπαλονάκι.
Τα 7 λάθη που βλάπτουν το στομάχι σας
Κακήν κακώς εφτάσαμε εις της οικίας μας τα μέρη και μόνο που δεν τσακωθήκαμε  για το ποιος θα πρωτοορμήσει στη μοναδική μας τουαλέτα. 

Κατόπιν ,  η γυναίκα μου  ανέλαβε  δράση  στην κουζίνα  και σε λίγη ώρα πλακώσαμε τους πιλαφολαπάδες, ήπιαμε και καφελέμονο με το λίτρο και κάπως στουμπώσαμε , εγώ άρχισα τα τηλεφωνήματα για να  δω ποιο νοσοκομείο εφημέρευε.Ενδιάμεσα πήρα τους Ρομποτάδες  να μάθω αν και αυτοί είχαν πάθει το ίδιο κοιλιακό χουνέρι με εμάς. Όταν μου είπαν ότι ήταν μία χαρά ,  μ’ έπιασαν  βαρβάτες  τσατίλες, που είχα την εντύπωση ότι αύξησαν τον πόνο μου. 
Τέλος πάντων, μεσάνυχτα και κάτι αριβάραμε στου Παπανικολάου.Μπαίνοντας κούτσα κούτσα στο ορθοπεδικό,  μου δώσανε το νούμερο 228.
Ρωτώ στο γκισέ: «Ποιο νούμερο εξετάζεται τώρα;»
 «Το 22!»
μου απαντούν από το γκισέ.
«Δεν καταλάβατε . Εγώ  είμαι για τα Επείγοντα. Έχω κάταγμα δακτύλου! Το έπαθα, ξέρετε, στη Χαλκιδική…»

«Το  καταλάβαμε πολύ καλά, κύριε», βγάζει το κεφάλι της μια ξανθιά ποντικομούρα .«Οι  ασθενείς  που  βλέπετε γύρω σας , όλοι για τα Επείγοντα είναι , κύριε! Από τη Χαλκιδική έρχονται οι περισσότεροι, σαν και σας , κύριε…», μου είπε προκλητικά υπερτονίζοντας επιθετικά την προσφώνηση «Κύριε».

«Και πότε προβλέπεται να με εξετάσουν οι γιατροί, κυρία μου;» είπα κι εγώ δυνατά ξύνοντας τα νύχια μου για καυγά.
« Αν όλα εξελιχθούν φυσιολογικώς, δε θα προλάβουν να σας εξετάσουν σ' αυτήν την εφημερία.» , απάντησε χαμογελαστά.

 «Δεν είμαστε καλά! »
«Μην ανησυχείτε! Θα σας δηλώσουμε αύριο να πάτε κατά προτεραιότητα στα εξωτερικά ιατρεία του Παπαγεωργίου νοσοκομείου», με διαβεβαίωσε κοροϊδευτικά.. 
 « Άει σιχτίρ» , ξέσπασα, «να πάτε να πείτε στο μεγάλο αφεντικό σας ,τον κρετίνο Γεωργιάδη, να μην τον πετύχω μπροστά μου γιατί θα τον κάνω κομματάκια!»
 
 
  Προκειμένου να μην εξελιχθεί το πράμα σε τραγωδία, με  πήρε η Κούλα  και με πήγε μαινόμενο σε ιδιωτική Κλινική.
 Εκεί , πράγματι, μου έδωσαν να καταλάβω πώς εννοείται η σωστή περίθαλψη  ενός χτυπημένου  δακτύλου σε αξιοπρεπές  ιδιωτικό θεραπευτήριο , που σέβεται  τον εαυτό του  και πίνει με το φαρδύ καλαμάκι το αίμα των πελατών που κατ΄ευφημισμόν ονομάζονται «ασθενείς». Με πλακώσανε στις εξετάσεις, έκανα την απαραίτητη ακτινογραφία,    τις απαραίτητες βιοχημικές, τις απαραίτητες δεν ξέρω εγώ τι, στο παρά τσακ, νομίζω, γλίτωσα την  αξονική τομογραφία, τους υπέρηχους για άνω και κάτω κοιλία  και τις εξετάσεις για καρκίνο. Ευτυχώς όλα πήγανε καλά , στο τέλος μου βάλανε και τον απαραίτητο γύψο στο πόδι και με ξαπόστειλαν στον δεύτερο όροφο για την απαραίτητη  "λυπητερή". Μπήκαμε στο χασάπικο που  έφερε την κομψή ονομασία  Λογιστήριο.  Μόλις είδα το λογαριασμό που μου έβαλαν κάτω από τη μύτη κόντεψα να κρεπάρω.
« Τι είναι αυτό , βρε παιδιά; Ένα σπασμένο δάχτυλο έχω , γιατί να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου;Ποιος είμαι, ο Βαρδινογιάννης;»
«Δεν πειράζει, κύριε, με καθησύχασε ατάραχος ο Ταμίας,  αν δεν έχετε μετρητά, παίρνουμε και κάρτες. Μπορείτε να πληρώσετε το ποσό έως 120 δόσεις!». Τον κοίταξα με θολό μάτι. Είχα την εντύπωση ότι με δούλευε , έχοντας καταλάβει ότι δεν άντεχε η τσέπη μου τα μεγάλα βάρη.
«Και ποιος σας είπε να μου κάνετε πλήρες  τσεκάπ για ένα δάχτυλο ποδιού, λες και είμαι ο Otzi  η μούμια των Άλπεων
;»
« Αυτό είναι το Πρωτόκολλο που ισχύει εδώ !Αν δε θέλατε ιδιωτικό θεραπευτήριο, να πηγαίνατε σε δημόσιο νοσοκομείο! », πετάχτηκε  ενοχλημένη μια κυρία από το Λογιστήριο.Τι να της απαντήσω;  Δίκιο είχε. Πώς να τα βάλεις με το ιδιωτικό θηρίο στην εποχή του Μητσοτάκη; Πλήρωσα  με την πιστωτική το θηριώδες ποσό που μου ζητούσαν χωρίς να βγάλω τσιμουδιά και φύγαμε.
 
Ξημέρωνε  όταν μπήκαμε  στο σπίτι μας με μιαν όψη σαν τους βρικόλακες που επιστρέφουν  στον τάφο τους ύστερα από αποτυχημένη αποστολή αναζήτησης θυμάτων για αίμα.  Η Κούλα άνοιξε το Νέτφλιξ κι άρχισε  να βλέπει το δεν ξέρω εγώ ποιο επεισόδιο του Μαέστρο , ενώ εγώ κουτρούσα, μία μπρος μία πίσω το κεφάλι,  στην κουζίνα μ’ ένα διπλό καφέ μπροστά μου και το μπανταρισμένο  πόδι μου να καμαρώνει απλωμένο πάνω σε μια καρέκλα.
Πήγαινα να σκάσω. Εκείνο που με χαλούσε περισσότερο δεν ήταν που μας έβρισε και μας απείλησε ο οδηγός-μπουλντόκ στο δρόμο ούτε που μου κλέψανε το τσαντάκι με την άδεια και το δίπλωμα  οι κουκουλοφόροι στη Χαλκιδική ούτε που μας δηλητηρίασαν στην ταβέρνα τα τουρκόψαρα ούτε το σπασμένο δάχτυλό μου ούτε  που μου έπιασαν τον κώλο στην ιδιωτική Κλινική ,  αλλά η κωλοφαρδία των Ρομποτάδων, που εκείνη τη στιγμή της δικής μας ξαγρύπνιας θα ροχάλιζαν  βλέποντας σίγουρα  στο όνειρό τους πως την περνούσαν φίνα σε κάποια παραλία της Χαλκιδικής.
Σε μια στιγμή η Κούλα έσβησε την τηλεόραση και σηκώθηκε. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας δειλά , πριν σύρει τα πόδια της για την κρεβατοκάμαρα:

« Πάω να τον κλέψω κανά δυο ωρίτσες. Πολύ κακότυχη  η Κυριακή μας , Μανόλη μου, δε βρίσκεις;
»
Κούνησα το κεφάλι μου, συμφωνώντας:«Ναι , Κούλα μου,  γρουσούζικη . Με κωλοδάχτυλο μπήκαμε  στη Χαλκιδική ,  με κωλοδάχτυλο φύγαμε από εκεί και έχουμε και το τσιβί της πιστωτικής να μας θυμίζει την γκαντεμιά μας για είκοσι ολόκληρους μήνες μπροστά μας ...».

Gerontakos, 18/03/ 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εσείς έχετε πάει στην ...Αερόπολη και φοράτε μαύρη ολόσωμη φόρμα που ...διαγράφει το σώμα και κάνει να πέφτουν τα σαγόνια των άλλων , όπως ;

  ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Ποιητικά μεζεδάκια Αναρτήθηκε από τον ΝΙΚΟ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟ στις 22 Μαρτίου, 2...