«Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» του Ντιντιέ Εριμπόν (κριτική) – Θαρραλέα εξομολόγηση για το γήρας και τον θάνατο
Για το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν [Didier Eribon] «Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού» (μτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδ. Νήσος).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
«Τόσα αξημέρωτα εγερτήρια, τόσες μπουγάδες, τόσα ψώνια και τόσα φαγητά, τόσες στρατηγικές ζωής κι επιβίωσης, τόσες βιωμένες ιστορίες ντροπής και τόσες φευγαλέες στιγμές περηφάνιας, τόσες αποτυχίες και τόσες επιτυχίες... κι ούτε καν μια ζητωκραυγή να τις τιμήσει! Ποιος τις θυμάται;» Patrick Chamoiseau
Ο χρόνος διαγράφει τα πάντα, χωρίς έλεος, με απόλυτη δικαιοσύνη. Γενιές έρχονται και παρέρχονται, ενώ η ιστορία καταγράφει τα μεγάλα γεγονότα και τις προσωπικότητες που ξεχώρισαν. Τι συμβαίνει όμως με τα ατομικά πεπρωμένα; Με όλες και όλους εκείνους που στηρίζουν αιώνες τώρα τα θεμέλια του πολιτισμού, με το ταπεινό κονίαμα που ρόλος του είναι «να καλύπτει τα κενά ανάμεσα στα οικοδομικά υλικά»; Αυτές τις ζωές ποιος τις θυμάται έξω από τον στενό συγγενικό τους κύκλο, οπότε εξαφανίζονται ολοκληρωτικά όταν χάνονται και οι τελευταίοι οικείοι; Όχι, δεν ζητάμε τόσα πολλά, μια «ζητωκραυγή να τις τιμήσει». Και το ελάχιστο, η ανάμνηση, η αναφορά, μια επιτύμβια στήλη που να γράφει «Υπήρξα, έζησα!» θα ήταν αρκετή. Θα μου πείτε ότι γι’ αυτό υπάρχουν τα νεκροταφεία. Θα σας απαντήσω ότι γι’ αυτό έχουμε τη λογοτεχνία.
Απαραίτητη διευκρίνιση εδώ. Ο Eribon δεν γράφει λογοτεχνία, αν και το βιβλίο του ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια. Συγκεκριμένα τον κατατάσσουν στο λεγόμενο είδος της «Αυτοκοινωνιοβιογραφίας», έναν συγκερασμό κοινωνιολογίας με το ατομικό πεπρωμένο, εμποτισμένο με βιογραφικά στοιχεία που εμπλουτίζουν με το βιωματικό τους στοιχείο και τη συχνά λογοτεχνική τους γραφή τα γεγονότα. Κατ’ αυτή την έννοια, το κείμενο κινείται παράλληλα με τα λογοτεχνικά έργα, καθώς αρδεύεται από την ίδια πηγή που μετατρέπει το γενικό σε ειδικό, εκκινώντας από το ατομικό πεπρωμένο για να οδηγηθεί σε ευρύτερα συμπεράσματα.
Έχοντας διαβάσει σχετικά πρόσφατα τους Louis και Ernaux (οι ειδικοί τους τοποθετούν κάτω από την ίδια ταμπέλα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), οφείλω να κάνω μια επιπλέον διευκρίνιση. Βρήκα το άμεσα βιωματικό αυτοβιογραφικό στοιχείο του πρώτου άτεχνο και υφολογικά επίπεδο, δίχως να παραγνωρίζω την αξία που μπορεί να έχει η καταγραφή του για ανθρώπους που είχαν αντίστοιχες εμπειρίες. Παρομοίως η πιο λογοτεχνική Ernaux μου φάνηκε εξίσου άνευρη, για λόγους που σχετίζονται με τον αφηγηματικό της τρόπο, οπότε κλείνοντας τα βιβλία της είχα ήδη αποσυρθεί αφήνοντας πίσω την ιστορία της. Εν αντιθέσει, ο Eribon θεωρώ ότι υπήρξε ο πιο ενδιαφέρων για τους λόγους που θα αναφέρω.
Προσωπικό / Ιστορικό
Το βιβλίο Η ζωή, τα γηρατειά και ο θάνατος μιας γυναίκας του λαού του Eribon επιτυγχάνει κάτι που θεωρώ δύσκολο, ιδίως εκτός μυθοπλασίας: να συναρθρώσει το προσωπικό με το κοινωνιολογικό, να ξεκινήσει από το ατομικό πεπρωμένο, την ιστορία ενός ανθρώπου και να τη μετεξελίξει σε κάτι ευρύτερο, χωρίς όμως να χάνει τη στόχευσή του (σε τελική ανάλυση αυτό το βιβλίο είναι για τη μητέρα του). Ας το αναλύσω. Η μυθοπλασία χρησιμοποιεί κάποιους λίγους έστω αιώνες αυτό το μοτίβο της διάστασης και συγκερασμού προσωπικού/ ιστορικού διανθίζοντας το στενά προσωποκεντρικό με το ευρύτερο κοινωνικό που νοηματοδοτεί το πρώτο.
Ταυτόχρονα η μυθοπλασία αφήνει τεράστια περιθώρια στον δημιουργό να περιπλέξει τις επιμέρους πλοκές, να διευρύνει τις θεματικές και, στα χέρια του μεγάλου συγγραφέα, να δημιουργήσει την τοιχογραφία της εποχής του (άρα κάθε εποχής). Πώς όμως να κρατήσεις το ενδιαφέρον του αναγνώστη αναλύοντας τον καθημερινό άνθρωπο, και δη τον δικό σου άνθρωπο με τις πραγματικές ατέλειες και πλεονεκτήματα, έτσι ώστε να μη μετατρέψεις σε φάρσα το αποτέλεσμα; Άλλος μεγάλος κίνδυνος που συνήθως εμφανίζεται είναι να επιχειρήσεις να καλύψεις τις ανθρώπινες αδυναμίες με ένα επιστημονικοφανές περίβλημα, με συνέπεια το αποτέλεσμα να φανεί άνισο και, το χειρότερο, ψεύτικο.
Ο Eribon αναμετρήθηκε με όλα αυτά και θεωρώ ότι βγήκε νικητής. Δεν θα σταματήσω να γράφω ότι κάθε κείμενο δομείται, ακόμα κι όταν σκοπός του είναι να αποδομηθεί. Εφόσον τα συστατικά του μέρη διαγκωνίζονται λόγω έλλειψης κατεύθυνσης, ανισορροπούν και αυτονομούνται χωρίς σχέδιο, το συνολικό αποτέλεσμα θα πάσχει. Ας γίνω συγκεκριμένος, αναφερόμενος στο ανά χείρας βιβλίο. Ο Eribon έχει δύο ρόλους. Εκείνον του γιου και τον άλλο του επιστήμονα.
Ως κοινωνιολόγος/ φιλόσοφος καλείται να μιλήσει για ένα γενικό ζήτημα, δηλαδή των γηρατειών με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο υπάρχον κοινωνικό/ ιστορικό πλαίσιο της εποχής του και δη στη συγκεκριμένη χώρα. Ως γιος όμως θα μιλήσει για τη μητέρα του, για ένα υπαρκτό πρόσωπο, όχι απλά μια γυναίκα του λαού (κι ας αναφέρεται επί τούτου ουδέτερα στον τίτλο του βιβλίου). Είναι όμως ο συγγραφέας που θα συναρθρώσει και τα δύο εις σάρκα μία, ώστε ούτε ο επιστήμονας να παραμελήσει την εργασία του παρασυρόμενος σε συναισθηματικές ακροβασίες που θα υποβαθμίσουν το έργο του, ούτε ο γιος να παραμείνει ξένος παρατηρητής στο δράμα, στο οποίο ο ίδιος έχει εξαρχής θέσει τον εαυτό του ως πρωταγωνιστή.
Τα κεφάλαια του βιβλίου διαδέχονται το ένα μετά το άλλο κρατώντας ένα σταθερό μοτίβο. Ο συγγραφέας αφηγείται κάποιο γεγονός από τη ζωή της μητέρας του, πάντα σε σχέση με τον ίδιο (αλλά και τα αδέλφια του, τον νεκρό πατέρα και άλλα οικεία πρόσωπα), επικεντρώνοντας στα στερνά της. Αφορμή της αφήγησης είναι η αναγκαστική (και μάλλον εξαναγκαστική) εισαγωγή της σε δημόσιο γηροκομείο, λόγω πλήρους αδυναμίας. Στα επόμενα κεφάλαια αναφέρονται επεισόδια πρόσφατα με το κομβικό αυτό γεγονός ή και παλιότερα, τα οποία καθόρισαν τη σχέση της γυναίκας αυτής με τον γιο της, αλλά και αμιγώς προσωπικά της, όπως η σχέση της με τον άντρα της και τα παιδιά της, καθώς και μια ερωτική σχέση των γηρατειών της. Εκτός του μητρικού της ρόλου, η γυναίκα αυτή είχε διαφορετικές κοινωνικά καθορισμένες ταυτότητες όπως την ταξική (εκείνη της εργάτριας εργοστασίου, της καθαρίστριας), αλλά και την πολιτική (ψηφοφόρος της αριστεράς αρχικά κι αργότερα της Λεπέν).
[..............................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου