Από τον Μαλαπάρτε στη Φερράντε, κι από τον Σαβιάνο στην Ορτέζε: Η Νάπολη μέσα από δέκα εμβληματικά μυθιστορήματα
Νάπολη, η πόλη των αντιθέσεων. Μια πόλη που συνδυάζει τον αρχαίο πολιτισμό με τα σύγχρονα μουράλ, την πανοραμική θέα από τα κάστρα με τα κλειστοφοβικά βρωμερά στενά, την όψη της θάλασσας με αυτήν του επιβλητικού Βεζούβιου. Πρόσφατες και παλαιότερες εκδόσεις εμβληματικών αφηγηματικών έργων φωτίζουν διαφορετικές πλευρές αυτής της τόσο θελκτικής και ταυτόχρονα απόκοσμης πόλης. Οι δύο εικόνες είναι πλάνα από τη σειρά «Η υπέροχη φίλη μου», που βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Έλενα Φερράντε.
Γράφει η Φανή Χατζή
Η Νάπολη πριν από τη Φερράντε
Μέχρι πρότινος, η λογοτεχνική αναπαράσταση της Νάπολης ήταν κάπως ισχνή και η εικόνα που κυριαρχούσε ήταν αυτή μιας φτωχής, παρακμιακής μητρόπολης. Το αντιπροσωπευτικό βιβλίο αυτής της εικόνας είναι το πλέον κλασικό Δέρμα (μτφρ. Παναγιώτης Σκόνδρας, εκδ. Μεταίχμιο) του Κούρτσιο Μαλαπάρτε [Curzio Malaparte], που με την ωμή γραφή του μετέφερε όλη τη φρίκη και εξαθλίωση της Ιταλίας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Οι Ναπολιτάνοι απεικονίζονται εξουθενωμένοι και η πόλη βομβαρδισμένη και καθημαγμένη.
Εξίσου επιδραστικό για την εικόνα της πόλης στο εξωτερικό ήταν το βιβλίο Γόμορρα του Ρομπέρτο Σαβιάνο [Roberto Saviano] (μτφρ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Πατάκη), ο οποίος, εξήντα χρόνια μετά το Δέρμα, κατέγραψε μια διαφορετικής υφής κατάρρευση.
Η διείσδυση στις δράσεις της εγκληματικής οργάνωσης Καμόρα ξεσκέπασε ένα διεθνών διαστάσεων κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών, όπλων, εμπορευμάτων, με πολλές «βιτρίνες» κατά μήκος της Καμπανίας. Ο συγγραφέας έκτοτε μπήκε στη μαύρη λίστα της Ναπολιτάνικης μαφίας και η πόλη αυτή που μαστίζεται από τη μαφιόζικη κηδεμονία, όπως συμβαίνει με την πόλη του Μεξικού και άλλα άντρα παρανομίας, μπήκε με τη σειρά της στη μαύρη λίστα των ταξιδιωτών.
Η Νάπολη της Φερράντε
Με το φαινόμενο της Έλενα Φερράντε [Elena Ferrante] ή, όπως αποκαλείται στο εξωτερικό, τον «πυρετό Φερράντε», η λογοτεχνική απεικόνιση της πρωτευούσας της Καμπανίας αρχίζει να αποκαθίσταται. Η μυστηριώδης Ναπολιτάνα συγγραφέας κατάφερε με την «Τετραλογία της Νάπολης» (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Πατάκη) να κάνει γνωστή τη μητρόπολη του Ιταλικού νότου σε πάνω από 40 χώρες σε όλο τον κόσμο. Η ομώνυμη σειρά σε συμπαραγωγή HBO και RAI εκτόξευσε ακόμα περισσότερο τη φήμη της διάσημης σάγκας αλλά και του τοπωνύμιού της.
Η τετραλογία ακολουθεί την πορεία μιας φιλίας, αυτή της Έλενας Γκρέκο και της Λίλα Τσερούλο, δύο κοριτσιών που μεγαλώνουν στη μεταπολεμική Νάπολη και ενηλικιώνονται στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Η αφήγηση ξεκινά ανατολικά του κεντρικού σταθμού των τρένων, στην εργατική συνοικία Λουτσάτι, όπου ο συντηρητισμός της κλειστής κοινωνίας και η βία της μαφίας μεσουρανούν. Καθώς η κάθε μία από τις ηρωίδες παίρνει, όμως, το δρόμο της, φωτίζονται και άλλες περιοχές της Νάπολης. Η διαγώνια διάσχιση της πόλης προς την περιοχή Chiaia αποκαλύπτει μια κομψή, πλούσια όψη της, με εντυπωσιακές πλατείες, εμπορικά καταστήματα και ακριβά καφέ.
Το ψευδώνυμο Φερράντε συνδέεται τόσο άρρηκτα με τη Νάπολη όσο ο Τζόις με το Δουβλίνο ή ο Ντίκενς με το Λονδίνο.
Η ακριβής χαρτογράφηση της Νάπολης σε όλο της το ταξικό και οικονομικό εύρος, που εκτείνεται ακόμα και στα μακρινά προάστια (Ποζίλιπο) ή στα νησάκια της (Ίσκια) και επιμένει ακόμα και στα πιο άγνωστα στους τουρίστες στενά, είναι αυτό που έχει ταυτίσει τη Φερράντε με τη γενέτειρά της. Το ψευδώνυμο Φερράντε συνδέεται τόσο άρρηκτα με τη Νάπολη όσο ο Τζόις με το Δουβλίνο ή ο Ντίκενς με το Λονδίνο. Μάλιστα, οι επισκέπτες της Νάπολης μπορούν να βρουν διάφορες περιπατητικές βόλτες που κλείνουν το μάτι στην πλοκή του βιβλίου (π.χ. «Αναζητώντας τη Λίλα») ή ακολουθούν τα χνάρια των δύο πρωταγωνιστριών σε διάφορες εξορμήσεις τους.
Μια φοιτητούπολη μέσα από τα μάτια μιας Αμερικανίδας
Στο ημι-αυτοβιογραφικό Χαμένοι στη Νάπολη (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Κλειδάριθμος) της Αμερικανίδας Χέντι Γκούντριτς [Heddi Goodrich], πρωταγωνιστεί ένα άλλου είδους δίδυμο. Η Χέντι, μια Αμερικανίδα φοιτήτρια γλωσσολογίας γνωρίζει και ερωτεύεται τον Πιέτρο, φοιτητή γεωλογίας. Το ερωτικό τους ειδύλλιο αρχίζει να κλυδωνίζεται όταν το χάσμα ανάμεσα στην κοσμοπολίτικη θέαση του κόσμου που έχει η Χέντι και την αγροτική ζωή που θέλει να ζήσει ο Πιέτρο στο χωριό του εντείνεται.
Μέσα από τη γραφή της Γκούντριτς αναδύεται η Νάπολη ως, μεταξύ άλλων, μια γνήσια φοιτητούπολη, που περιθάλπει φτωχούς σπουδαστές στα φιλόξενα στέκια και μπαλκόνια της. Η καρδιά του φοιτητόκοσμου χτυπά στην καρδιά της πόλης, στην διάσημη πλατεία Πλεμπισίτο ή στη μικρότερη πλατεία Μπελίνι, σε τρατορίες και παλαιοβιβλιοπωλεία του ιστορικού κέντρου. Η γαστριμαργική ιδιαιτερότητα της Νάπολης, της πόλης που γέννησε την πίτσα και ονομάτισε τόσα πιάτα, αναγνωρίζεται μέσω της ζωντανής περιγραφής των φαγητών, από τα ζυμαρικά και τα αλλαντικά μέχρι τα σφολιατένια γλυκά της.
Η γαστριμαργική ιδιαιτερότητα της Νάπολης, της πόλης που γέννησε την πίτσα και ονομάτισε τόσα πιάτα, αναγνωρίζεται μέσω της ζωντανής περιγραφής των φαγητών, από τα ζυμαρικά και τα αλλαντικά μέχρι τα σφολιατένια γλυκά της.
Η Γκούντριτς περιγράφει και μία αθέατη πλευρά της Νάπολης, αυτή της Ισπανικής Κατοικίας (σημειωτέον ότι ο αμερικανικός τίτλος του βιβλίου είναι “Lost in the Spanish Quarters”), με τα θεόστενα δρομάκια, τα παλιά κτήρια, τα αντικριστά μπαλκόνια και τις απλωμένες μπουγάδες. Η συγγραφέας πρόλαβε την πιο αυθεντική πλευρά αυτής της Νάπολης, πριν αρχίσει η τουριστικοποίησή της. Σπίτι του φασιαριόζικου «ναού του Μαραντόνα» αλλά και δεκάδων πανομοιότυπων μπαρ, η γειτονιά αυτή πλέον απέχει από τις αναμνήσεις της συγγραφέως. Ο ρομαντισμός της Ισπανικής Συνοικίας, όμως, διατηρείται ζωντανός μέσα από τις νοσταλγικές αφηγήσεις της.
Μια υποβλητική πόλη υπό ασταμάτητη βροχή…
Μια ανατριχιαστική απεικόνιση της Νάπολης προκύπτει από το Σκοτεινό Νερό (μτφρ. Ευαγγελία Γιάννου) του Νικόλα Πουλιέζε [Nicola Pugliese], συγγραφέα που μας σύστησαν για πρώτη φορά στα ελληνικά οι εκδόσεις Loggia και πρόσφατα κυκλοφόρησαν και το Μαύρο Καράβι (μτφρ. Δήμητρα Δότση) του ίδιου.
Η ιδιαίτερη εκδοτική ιστορία του Σκοτεινού Νερού ξεκινά με τον Ίταλο Καλβίνο, εργαζόμενο τότε του ιστορικού οίκου Einaudi, ο οποίος διαβάζει το βιβλίο το 1977, ενθουσιάζεται αλλά προτείνει στον Πουλιέζε διορθώσεις. Ο συγγραφέας τις δέχεται και τις ενσωματώνει, αλλά όταν ο Καλβίνο προτείνει περαιτέρω αλλαγές, ο Πουλιέζε αρνείται. Το βιβλίο εκδίδεται σε μερικά αντίτυπα και παραμένει εξαντλημένο για χρόνια. Το 2012, με τον θάνατο του συγγραφέα του, το βιβλίο γνωρίζει μια δεύτερη εκδοτική άνοιξη.
Στο Σκοτεινό Νερό συμβαίνει ακριβώς ό,τι υποδεικνύει ο περιγραφικός του υπότιτλος: Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος. Όπως και οι δικές μας μεγαλουπόλεις, έτσι και η Νάπολη υπό βροχή, καταρρέει. Το ρεύμα κόβεται, τα φρεάτια της Via Tasso ξεχειλίζουν και τα οδοστρώματα υποχωρούν. Όλος ο κρατικός μηχανισμός ενεργοποιείται, όχι όμως αποτελεσματικά. Η ακατάπαυστη νεροποντή αποκαλύπτει τις αδυναμίες της υποδομής της πόλης, ξεγυμνώνει τις πράξεις και παραλείψεις των ιθυνόντων. Η πόλη αρχίζει να θρηνεί τα θύματά της μέσω μιας σειράς ανεξήγητων συμβάντων και οι κάτοικοι αρχίζουν να προσεύχονται στον προστάτη τους, Σαν Τζενάρο.
Η ακατάπαυστη νεροποντή αποκαλύπτει τις αδυναμίες της υποδομής της πόλης, ξεγυμνώνει τις πράξεις και παραλείψεις των ιθυνόντων. Η πόλη αρχίζει να θρηνεί τα θύματά της μέσω μιας σειράς ανεξήγητων συμβάντων και οι κάτοικοι αρχίζουν να προσεύχονται στον προστάτη τους, Σαν Τζενάρο.
Σαν να έχει ρουφήξει την απόγνωση και το άγχος των κατοίκων της, η πόλη που ζωντανεύει μέσω της γραφής του Πουλιέζε είναι μια απόκοσμη Νάπολη. Από τα μουλιασμένα τοιχώματα του φρουρίου του Μάσκιο Αντζοΐνο, του γνωστού Castel Nuovo που είναι επισκέψιμο σήμερα, αντηχούν ανεξήγητες φωνές, ενώ οι λιρέτες των κοριτσιών αρχίζουν να εκπέμπουν μουσική.
Σε αυτή την ιστορία που συνδυάζει τη μελαγχολία του ιταλικού νεονατουραλισμού και τον μαγικό ρεαλισμό, το καφκικό κλίμα και τη γοτθική ατμόσφαιρα, μία είναι η σταθερά. Ο δημοσιογράφος Κάρλο Αντεόλι, ο μόνος κεντρικός ήρωας που επανέρχεται σε όλες τις αλυσιδωτές ιστορίες, «καλύπτει» το τετραήμερο, παρατηρεί και καταγράφει αντιδράσεις. Σύμφωνα με το πληρέστατο επίμετρο της μεταφράστριας, ο Αντεόλι είναι μάλλον το alter ego του Πουλιέζε, που δεν κατάφερε ποτέ να απεγκλωβιστεί από το βαλτοτόπι που θεωρούσε την πόλη του.[...................................................................................] ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου