ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Το σκοτεινό υπογάστριο του βελγικού ποδοσφαίρου
Πριν από το Qatargate, ο ανακριτής-σταρ Μισέλ Κλεζ είχε αναλάβει το Footbelgate. Με τη σειρά τους, επί δυόμισι χρόνια, ο Πατρίκ Ρεμάκλ και ο Τιερί Λυτέρ διεξήγαγαν έρευνα για τη διαφθορά στο βελγικό ποδόσφαιρο. Δεκάδες άνθρωποι δέχθηκαν να σπάσουν την ομερτά που είθισται να κυριαρχεί σε αυτόν τον χώρο. Οι δύο δημοσιογράφοι είχαν πρόσβαση σε σημαντικά εμπιστευτικά έγγραφα, ιδίως στις καταθέσεις του μάνατζερ παικτών Ντέγιαν Βελικόβιτς, του πρώτου κατηγορούμενου που τέθηκε σε καθεστώς μεταμέλειας στη βελγική νομική ιστορία.
Για τον παρατηρητή που εισχωρεί για πρώτη φορά στον ποδοσφαιρικό κόσμο του Βελγίου, μία πραγματικότητα γίνεται αμέσως αντιληπτή: όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Σίγουρα η χώρα είναι μικρή και αυτό διευκολύνει τα πράγματα. Ωστόσο, ο κόσμος του βελγικού ποδοσφαίρου είναι ακόμα πιο μικρός. Και μέσα σε αυτό το πολύ κλειστό οικογενειακό περιβάλλον είναι που με το πέρασμα των χρόνων «καρποφόρησαν» μεγάλες οικονομικές ατασθαλίες, γεννώντας εκείνο που ονομάστηκε σκάνδαλο «Footbelgate».
Όλα ξεκινούν στα τέλη του 2017. Η Μονάδα Επεξεργασίας Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (CTIF), υπαγόμενη στο υπουργείο Οικονομικών, λαμβάνει γνώση της ύπαρξης είκοσι επτά τραπεζικών λογαριασμών, που συνδέονται με ένα και μόνο άτομο, σε ένα υποκατάστημα τράπεζας στο Χάσελτ, στην επαρχία του Λιμβούργου. Η CTIF ενημερώνει την ομοσπονδιακή εισαγγελική αρχή. Ορίζεται ανακριτής και ανοίγει έρευνα: είναι η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», που παραπέμπει στην έρευνα με το όνομα «Mani Pulite» η οποία έβαλε στο στόχαστρό της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, διάφορες προσωπικότητες της Ιταλίας (υπουργούς, βουλευτές, γερουσιαστές, επιχειρηματίες κ.λπ.), φέρνοντας στο φως ένα εκτεταμένο σύστημα διαφθοράς.
Σύντομα αρχίζουν να παρακολουθούνται οι συνομιλίες του ατόμου που έχει σχέση με τους είκοσι επτά λογαριασμούς. Πρόκειται για τον Ντέγιαν Βελικόβιτς, πρώην ποδοσφαιριστή που έγινε μάνατζερ παικτών. Σερβικής καταγωγής, την εποχή εκείνη ζει ήδη αρκετά χρόνια στη Φλάνδρα. Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, οι ερευνητές της αστυνομίας παρατηρούν με κάποια έκπληξη ότι ο Βελικόβιτς και οι συνομιλητές του μιλούν εντελώς ελεύθερα στο τηλέφωνο. Δεν υπάρχουν ούτε κρυπτογραφημένα μηνύματα ούτε κωδικοποιημένες λέξεις: αναφέρουν ήρεμοι χρηματικά ποσά, μίζες, χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, εξαγορές ποδοσφαιρικών αγώνων. «Όλοι τους μοιάζουν να το βρίσκουν εντελώς φυσιολογικό», επισημαίνει ένας αστυνομικός σε ένα συνοπτικό υπόμνημά του.
Καλοστημένες μίζες
Πολύ σύντομα, οι τηλεφωνικές ακροάσεις και οι στενές παρακολουθήσεις εμφανίζουν και άλλους πρωταγωνιστές. Συγκεκριμένα τον Αρνό (τον επονομαζόμενο «Μοζί») Μπαγιάτ, τον κυριότερο μάνατζερ παικτών στο Βέλγιο. Η οικογένειά του διέφυγε από το Ιράν μετά την πτώση του σάχη για να εγκατασταθεί στη Νότια Γαλλία. Στη συνέχεια, μαζί με τον αδελφό του Ρομπέρ (τον επονομαζόμενο «Μεντί»), επανενώθηκαν στο Βέλγιο με τον θείο τους Αμπάς, επιχειρηματία, εκείνη την εποχή ιδιοκτήτη και πρόεδρο του συλλόγου Σπορτίνγκ Σαρλερουά (2000-2012). Ο Μεντί Μπαγιάτ κατέληξε να αγοράσει τον σύλλογο το 2012, ενώ το 2010 ο Μοζί Μπαγιάτ γίνεται μάνατζερ, με δράση όχι μόνο στο Βέλγιο αλλά και στο εξωτερικό, όπου συνδέεται στενά με τους προέδρους της Ναντ στη Γαλλία, της Γουότφορντ στο Ηνωμένο Βασίλειο και της Ούντινε στην Ιταλία. Στο Βέλγιο, διαχειρίζεται την καριέρα ποδοσφαιριστών σε παραπάνω από δέκα συλλόγους. Για τον σκοπό αυτό έχει ιδρύσει δύο επιχειρήσεις: τη βελγική εταιρεία Creative & Management Group και τη λουξεμβουργιανή International Sports & Football Management SA. Το 2017, επτά χρόνια μετά την έναρξη της δραστηριότητάς του, μπορούσε να δηλώνει όλο χαμόγελα στην τηλεόραση: «Είμαι ο καλύτερα αμειβόμενος ποδοσφαιριστής στο Βέλγιο» (1).
Μετά από πολλούς μήνες ερευνών, η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» ανεβάζει ταχύτητα. Στις 10 Οκτωβρίου 2018, διεξάγονται σαράντα τέσσερις έρευνες στο Βέλγιο και άλλες δέκα στο εξωτερικό –στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, στο Μαυροβούνιο, στη Σερβία και στη Βόρεια Μακεδονία, υπό τον συντονισμό του Eurojust (του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης). Αφορούν πολλούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους, προέδρους, μάνατζερ, διαιτητές, έναν πρώην δικηγόρο, μια λογιστική εταιρεία, έναν προπονητή και δημοσιογράφους. Η ομοσπονδιακή εισαγγελία διευκρινίζει τότε σε ένα ανακοινωθέν ότι «μεγάλος αριθμός ατόμων στερήθηκαν την ελευθερία τους και προσήχθησαν για λεπτομερή ανάκριση».
Στο σπίτι του Μοζί Μπαγιάτ, όπου τα μέλη της ομάδας ειδικών δυνάμεων εισβάλλουν σπάζοντας την πόρτα και με τα όπλα ανά χείρας (η προκαταρκτική έρευνα είχε δείξει ότι το συγκεκριμένο άτομο ενδέχετο να ήταν βίαιο), η έρευνα θα διαρκέσει οκτώ ώρες. Σε ένα δωμάτιο της τεράστιας βίλας, οι αστυνομικοί ανακαλύπτουν δύο γυναίκες ρουμανικής εθνικότητας, που ήταν αδήλωτες εργαζόμενες. Σε ένα άλλο δωμάτιο βρίσκουν στοίβες από χαρτιά με λογότυπα ποδοσφαιρικών συλλόγων, αρχεία παικτών και τιμολόγια από έναν κοσμηματοπώλη στις Βρυξέλλες. Επτά πολυτελή αυτοκίνητα είναι σταθμευμένα στο γκαράζ. Η τσάντα χειρός της συζύγου του Μοζί Μπαγιάτ περιέχει 7.500 ευρώ σε μετρητά. Εκείνο όμως που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον των αστυνομικών είναι η ανακάλυψη κουτιών από πολυτελή ρολόγια, περίπου διακόσια, τα περισσότερα από τα οποία είναι άδεια, με δυνητική αξία εκτιμώμενη στα 8 εκατομμύρια ευρώ. «Ο πελάτης μου ήταν ανέκαθεν συλλέκτης κουτιών από πολυτελή ρολόγια. Είναι δικαίωμά του», θα τον δικαιολογήσει, σε ένα αξέχαστο ξέσπασμα, ο δικηγόρος του μάνατζερ, Ζαν-Φιλίπ Μαγιάνς (2).
Ο Μοζί Μπαγιάτ συλλαμβάνεται και τίθεται σε προσωρινή κράτηση για σαράντα οκτώ ώρες. Στη συνέχεια θα φυλακιστεί για σαράντα έξι ημέρες στη φυλακή της Λουβέν. Η δικαιοσύνη υποπτεύεται ότι ο Μπαγιάτ έχει στήσει ένα παράνομο σύστημα με σκοπό να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του σε βάρος των συλλόγων. Για τα ρολόγια, γίνεται λόγος για απάτη τύπου καρουζέλ με τον ΦΠΑ (3), αλλά όχι μόνο. Η εισαγγελία έχει την υποψία ότι τα ρολόγια χρησίμευαν επίσης ως «λάδωμα» στις συμφωνίες για μεταγραφές παικτών, με βάση ένα καλοκουρδισμένο σύστημα μιζών: ο σύλλογος Α αγοράζει έναν παίκτη από τον σύλλογο Β, έναντι μιας μεταγραφικής αποζημίωσης που έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους. Ο εμπλεκόμενος μάνατζερ –ή καλύτερα εμπλεκόμενοι, καθώς συχνά είναι πολλοί– λαμβάνουν μια προμήθεια υπό τη μορφή ποσοστού επί του συνολικού ποσού της μεταγραφής. Τότε επιστρέφουν ένα μέρος της προμήθειάς τους σε ένα ή περισσότερα άτομα που διευκόλυναν τη συναλλαγή, για παράδειγμα στον αθλητικό διευθυντή του συλλόγου Α. Η πληρωμή αυτής της μίζας γίνεται διακριτικά, σε μετρητά ή μέσω ανταλλαγμάτων όπως ρολόγια πολυτελείας. Στη γλώσσα της ποινικής δικαιοσύνης, μιλάμε για φορολογική απάτη, ιδιωτική διαφθορά και, σε πολλές περιπτώσεις, για ξέπλυμα κεφαλαίων.
Πολλές μαρτυρίες και στοιχεία υποδεικνύουν ότι ένα τέτοιο σύστημα, μεγάλης κλίμακας, λειτουργούσε στους κύκλους των Βέλγων μάνατζερ, όπως δείχνει η αύξηση των δικαστικών υποθέσεων τα τελευταία χρόνια. Έτσι, ο Κριστόφ Ανροτέ, μάνατζερ πολλών «Κόκκινων Διαβόλων» (το παρατσούκλι της εθνικής ομάδας του Βελγίου), ένας εκ των οποίων είναι ο τερματοφύλακας της Ρεάλ Μαδρίτης Τιμπό Κουρτουά, τον Σεπτέμβριο του 2019 δέχθηκε κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος, σύσταση συμμορίας και ιδιωτική διαφθορά. Τα κεντρικά θέματα είναι η μεταγραφή του Αλεξάνταρ Μίτροβιτς από την Άντερλεχτ στη Νιουκάσλ και εκείνη του Γιούρι Τίλεμανς από την Άντερλεχτ στην ΑΣ Μονακό. Ύστερα από την έρευνα στο σπίτι του στο Μονακό, η βελγική δικαιοσύνη κατάσχεσε 7 εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά, ένα σκάφος, δύο διαμερίσματα και τρία πολυτελή αυτοκίνητα.
Άλλο παράδειγμα: ο Κέβιν ντε Μπρόινε, Βέλγος ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ Σίτι, υπέβαλε καταγγελία κατά του ιστορικού μάνατζέρ του Πάτρικ Ντε Κόστερ, τον οποίον κατηγορεί για απάτη ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ από την αρχή της καριέρας του. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Ντε Κόστερ βρίσκεται κατηγορούμενος για πλαστογραφία, χρήση πλαστών εγγράφων και ξέπλυμα χρήματος, και κατόπιν φυλακίζεται για τρεις εβδομάδες στη φυλακή Σεν-Ζιλ των Βρυξελλών. Αμέσως πριν από αυτή την καταγγελία, ο μάνατζερ είχε διαπραγματευθεί την ανανέωση του συμβολαίου του παίκτη στη Μάντσεστερ Σίτι, έναντι προμήθειας κυμαινόμενης μεταξύ 8 και 10 εκατομμυρίων ευρώ για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τελικά, ο Ντε Μπρόιν, προκειμένου να διευθετήσει το νέο συμβόλαιό του, κατέφυγε σε ένα δικηγορικό γραφείο των Βρυξελλών. Ποσό του λογαριασμού; 20.000 ευρώ…
Άραγε την έχει γλιτώσει η υπόλοιπη Ευρώπη;
Ο Βέλγος πρώην παίκτης της Παρί Σεν-Ζερμέν, Τομά Μενιέ, που πλέον παίζει στην Μπορούσια Ντόρτμουντ, υπέβαλε και εκείνος καταγγελία, το 2018, κατά του πρώην μάνατζέρ του Ντιντιέ Φρενέ για απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης. Οι κατηγορίες του Κόκκινου Διαβόλου αφορούν τη μεταγραφή του από τη Βιρτόν στην Μπριζ το 2011. Ο Φρενέ φέρεται να επινόησε τότε έναν χρηματοδοτικό μηχανισμό για τη μεταπώληση του παίκτη, χωρίς να τον ειδοποιήσει γι’ αυτό, που προέβλεπε ισότιμο μοίρασμα του οφέλους της συναλλαγής μεταξύ του συλλόγου της Μπριζ και της εταιρείας του Φρενέ. Ο μάνατζερ, τον οποίο επίσης αφορά καταγγελία του Βέλγου παίκτη Λαντρί Ντιματά, που τώρα παίζει σε ομάδα της Ολλανδίας, κατηγορήθηκε για πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου, απάτη, ξέπλυμα χρήματος και εγκληματική οργάνωση.
Το 2021, έρχεται η σειρά των πρώην προέδρων της Άντερλεχτ, Ρότζερ Φάντεν Στοκ και Χέρμαν Φαν Χόλσμπεεκ, να διωχθούν για πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων, ξέπλυμα χρήματος και απάτη στο πλαίσιο της πώλησης του συλλόγου τους, ύστερα από μήνυση που κατέθεσε ο νέος πλειοψηφικός μέτοχος Μαρκ Κουκ. Η λίστα των κατηγορουμένων στην υπόθεση περιλαμβάνει επίσης τον Ανροτέ (για πλαστογραφία και απάτη), καθώς και τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του συλλόγου και δύο δικηγόρους. Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις εξετάζονται στις Βρυξέλλες από τον ανακριτή Μισέλ Κλεζ (4), ειδικευμένο στην καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και του μεγάλου οικονομικού εγκλήματος.
Σύμφωνα με τον Μικαέλ Νταντίν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, πολλοί παράγοντες εξηγούν αυτές τις ατασθαλίες: η συγκέντρωση ιδιαίτερα μεγάλων χρηματικών ποσών στην ίδια συναλλαγή, για την οποία ενδιαφέρονται διάφοροι μεσάζοντες, η διακριτική ευχέρεια κινήσεων κάποιου προσώπου (συχνά του αθλητικού διευθυντή), η υποκειμενική αξία του «παίκτη-εμπορεύματος» (δεν υπάρχει κλίμακα υπολογισμού της τιμής ενός ποδοσφαιριστή), η ελαστικότητα της βελγικής νομοθεσίας σε θέματα σύγκρουσης συμφερόντων κ.λπ. Ο Νταντίν, ειδικός στην οικονομική εγκληματικότητα, καταδεικνύει επίσης την εύθραυστη οικονομική κατάσταση του βελγικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. «Οι περισσότεροι σύλλογοι “βρίσκονται στο κόκκινο”, σε μεγάλη οικονομική επισφάλεια. Τα δικαιώματα τηλεοπτικής μετάδοσης είναι χαμηλά. Τα άλλα μέσα χρηματοδότησης, όπως οι χορηγίες και οι εισπράξεις από τους αγώνες, είναι περιορισμένα. Απομένουν οι μεταγραφές παικτών για να προσπαθήσουν να ισοσκελίσουν τους λογαριασμούς», εξηγεί. Ωστόσο, το Βέλγιο αναμφίβολα δεν αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Οι ίδιοι εγκληματογόνοι παράγοντες υπάρχουν και αλλού, γιατί τα υπόλοιπα πρωταθλήματα να γλιτώνουν από αυτές τις πρακτικές; «Πολύ θα ήθελα να έχω ένα μαγικό ραβδί και να ξεσκεπάσω την κατάσταση που επικρατεί στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές του Footbelgate δεν ήταν ενεργοί μόνο στο Βέλγιο», υπογραμμίζει ο Νταντίν. «Όπως και να έχει, μου είναι μάλλον δύσκολο να σκεφτώ ότι ήταν εντελώς “καθαροί” στο εξωτερικό και εντελώς “βρόμικοι” στο Βέλγιο…»
Ας επιστρέψουμε όμως στην επιχείρηση «Καθαρά Χέρια». Στο σπίτι του Βελικόβιτς, η έρευνα εξελίσσεται ήρεμα.[...............................................]
Το σκοτεινό υπογάστριο του βελγικού ποδοσφαίρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου