«Η άρχουσα τάξη στη Γαλλία φθίνει· έρχονται οι νέοι και είναι οργισμένοι»
Το έχει κάνει και στις τρεις ταινίες του έως τώρα: πάντα παρακολουθούμε τη συνάντηση διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Πάντα ένας φτωχότερος προσπαθεί να διεισδύσει στον κόσμο των πλουσίων. Αλλά αυτή είναι κάπως και η δική του ιστορία με τον κινηματογράφο: «Το να κάνεις σινεμά στη Γαλλία είναι σπορ της μπουρζουαζίας», μας λέει ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ. «Για να μπω σε αυτόν τον κόσμο, εγώ, ένας προλετάριος, έπρεπε να μάθω τους κώδικες των αστών. Και πάντα με αντιμετώπιζαν σαν ένα παράξενο ζώο...». Γάλλος, νέος, αριστερός, συνειδητοποιημένος και με συγκεκριμένο όραμα σε σχέση με το σινεμά που θέλει να υπηρετήσει.
Η νέα του ταινία «Η ρίζα του κακού» («L’origine du mal») προβλήθηκε στην Αθήνα αμέσως μετά το Φεστιβάλ της Βενετίας, κατά τη διάρκεια του 23ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου τον Μάρτιο. Εκεί και τον συναντήσαμε. Χθες, η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους. Πρόκειται για κάτι ανάμεσα σε βικτοριανή τραγωδία και σύγχρονο ρεαλισμό, ένα σχεδόν μαρξιστικό φιλμ, μα με πολύ μαύρο χιούμορ. Στην ταινία, η γνωστή Γαλλίδα σταρ Λορ Καλαμί υποδύεται μια εργάτρια που βρίσκει τον βιολογικό της πατέρα, ο οποίος είναι πάμπλουτος και έχει ήδη οικογένεια. Και κάπως έτσι ξεκινάνε όλα... για να τελειώσουν επίσης όλα. Ο Μαρνιέ μάς εξηγεί ποια είναι η πηγή του κακού και «τι διάολο» (όπως λέει) συμβαίνει στη Γαλλία...
● H ρίζα του κακού: είναι σαν να θέλετε να βγάλουμε ένα ηθικό συμπέρασμα από το ίδιο το κακό όμως...
Ήταν η προσωπική μου θεραπεία αυτή η ταινία. Μια ταινία για την οικογένεια... φαινομενικά. Η σύνδεση με εμένα είναι πως η μητέρα μου, σαν ήταν περίπου 70 ετών, συνάντησε για πρώτη φορά τον βιολογικό της πατέρα, ένα πρόσωπο που πάντα ήθελε μα ποτέ δεν είχε γνωρίσει. Να σου πω πως η οικογένειά μου ήταν προλετάριοι: ζούσαμε σε λαϊκή γειτονιά στο Παρίσι, ήμασταν πάντα πολύ αριστεροί, κομμουνιστές. Και ο πατέρας της ήταν το ακριβώς αντίθετο: τραπεζίτης, πάρα πολύ πλούσιος και πάρα πολύ δεξιός. Όλο αυτό πυροδότησε μια σειρά από διάφορα γεγονότα στην οικογένεια και πολλές αντιδράσεις εκατέρωθεν (κυρίως το πώς δεν δέχτηκε η άλλη του οικογένεια εμάς τους φτωχούς). Αλλά και η κατάληξη όλων αυτών ήταν πολύ κινηματογραφική: ο παππούς μου πέθανε μόλις πέντε μήνες μετά και είχε ήδη πέντε γυναίκες και πολλά παιδιά... και όχι, δεν άφησε τίποτα στη μητέρα μου. Κάπως έτσι οδηγήθηκα στο σενάριο της ταινίας... Το θέμα είναι ποια πραγματικά είναι η προέλευση του κακού. Είναι το χρήμα; Είναι η πατριαρχία; Θέλουμε το τέλος της; Μήπως είναι αυτή η μεγαλοαστική τάξη της Γαλλίας που επίσης σιγά σιγά φθίνει;... Σκεπτόμενος όλα αυτά, κατέληξα πως πάντα το κακό «ξεπροβάλλει» μαζί με την υποκρισία: όλα τα πρόσωπα στην ταινία μου τα συνδέει το ψέμα! Οπότε δεν μπορεί να υπάρξει καμία πραγματική σχέση. Το κακό πάντα εμφανίζεται ως υποκρισία και ψέμα.
● Η κεντρική ηρωίδα (Λορ Καλαμί), από μια εργάτρια/κομμάτι της γραμμής παραγωγής, θέλει να γίνει αφεντικό. Αυτό συμβαίνει; Όσο πιο κάτω στη γραμμή παραγωγής ανήκεις τόσο πιο αφεντικό θες να γίνεις;
Η συγκεκριμένη θέλει απεγνωσμένα να παρουσιάζεται ως «κάποια άλλη». Δεν άντεχε τον εαυτό της, ούτε την κοινωνική της τάξη φυσικά. Δεν είναι τόσο τα χρήματα που την ωθούν ν' αλλάξει ταυτότητα και να πει ψέματα, αλλά το να ανήκει κάπου αλλού, έξω από τη δική της ζωή. Βλέπουμε δηλαδή στο τέλος ότι θα δεχόταν ακόμα και καμαριέρα να είναι σ' αυτή την πάμπλουτη οικογένεια, αρκεί ν' ανήκει εκεί! Μαζί τους! Από κει και πέρα, βέβαια, και καμαριέρα τους να γίνεις, ποτέ δεν ανήκεις πραγματικά εκεί. Τους ανήκεις - δεν ανήκεις. Είναι μια ψευδαίσθηση όλο αυτό και το σύστημα χρησιμοποιεί αυτή την ψευδαίσθηση ώστε να σε ξεγελάσει και να σε κάνει «δικό του» - ενώ πάντα θα σε ξερνά με την πρώτη ευκαιρία... Θέλω να δείξω το τέλος μια εποχής. Ναι, ακόμα και σήμερα ο προλετάριος, μην έχοντας ταξική συνείδηση και νιώθοντας μόνος (ειδικά μετά την πανδημία και τις κρίσεις) θέλει όσο ποτέ να γίνει «κάτι άλλο»: να μπορεί να αγοράσει μια τσάντα Chanel, για παράδειγμα, κι ας μας φαίνεται εμάς αυτό γελοίο. Αλλά αυτό που πραγματικά θέλω να δείξω είναι πως και αυτοί ακόμα που τις έχουν με τα τσουβάλια τις Chanel εκπίπτουν πλέον. Η μπουρζουαζία βρίσκεται στο τέλος της εποχής της. Μιλάω για έναν τάφο - αυτό κάνω. Ολα αυτά κυλούν προς το τέλος τους, φθίνουν...
● Η ταινία προβάλλεται σε μια Ελλάδα που ορμπανοποιείται και σε μια Γαλλία υπό το βλέμμα αυτού του συγκεκριμένου Μακρόν...
Ξέραμε ποιος είναι. Πλέον φαίνεται και πόσο περιφρονεί τον γαλλικό λαό. Είναι ανάλγητος, απομονωμένος ως πολιτικός και απόμακρος κοινωνικά. Θυμίζει πολύ τον Σαρκοζί, που διέλυσε τον πολιτικό πλουραλισμό - πού είναι πλέον οι σοσιαλιστές; Οδηγούμαστε δηλαδή, και εξαιτίας της στάσης του Μακρόν, μόνο ανάμεσα σε δύο άκρα, που όμως είναι κοντά. Ο λαός τον μισεί και γι' αυτό. Ακριβώς γιατί δεν του αφήνει χώρο να έχει επιλογές. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα πάντως...
● Αρα, οι μέρες της αφθονίας τους δεν είναι μετρημένες;
Εχουμε πόλεμο. Ελπίζω και πιστεύω πως το γνωρίζουν και οι ίδιοι ότι αρχίζουν και χάνουν. Βέβαια, έχουν ακόμα αρκετό χρήμα και δύναμη και το δίκτυο και τους τρόπους να πιέσουν. Αλλά βλέπουμε το κύκνειο άσμα της άρχουσας τάξης - ίσως κρατήσει αρκετά, αλλά αυτό είναι. Εχουμε βέβαια και προλετάριους και επαναστάτες αλλά και ανθρώπους που πείθονται από τις ψευδαισθήσεις του καπιταλισμού. Το σύστημα έχει τη δύναμη ακόμα να το κάνει αυτό. Ωστόσο, ιδεολογικά έχουν χάσει τη μάχη. Ερχονται οι νέοι (στη Γαλλία τουλάχιστον). Και έρχονται οργισμένοι.
♦ Από χθες στους κινηματογράφους, από τη Weirdwave.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου