Χέιρτ Μακ: "Η διαφθορά στην Ελλάδα είναι το κάτι άλλο"!
Ο βραβευμένος Ολλανδός συγγραφέας και δημοσιογράφος μιλάει στο Magazine με αφορμή το συναρπαστικό νέο του βιβλίο που ανατέμνει την τρικυμιώδη τελευταία εικοσαετία της Ενωμένης Ευρώπης, την κρίση στην Ελλάδα και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον.
Λίγες μόλις μέρες μετά την επικράτηση του Εμανουέλ Μακρόν απέναντι στη Μαρίν Λεπέν, ο βραβευμένος Ολλανδός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χέιρτ Μακ -«ο δάσκαλος ιστορίας που θα έπρεπε να είχε ο καθένας» (Financial Times), «ένας πραγματικά κοσμοπολίτης χρονικογράφος» (Independent)- εκ πείρας θεωρεί δεδομένο ότι η πρώτη ερώτηση που θα δεχθεί με αφορμή το νέο του βιβλίο «Μεγάλες Προσδοκίες - Το όνειρο της Ευρώπης 1999-2021» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά) θα αφορά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία.
Παρ’ όλα αυτά αδυνατεί για μια στιγμή να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να συγκρατήσει ένα πηγαίο επιφώνημα ανακούφισης.«Φτηνά τη γλιτώσαμε και αυτή τη φορά!» λέει, αμέσως ζητά να συγχωρήσω την αμετροεπή, όπως τη χαρακτηρίζει, αντίδρασή του και γρήγορα ανασυγκροτείται γιατί ξέρει, όπως όλοι, ότι τα πράγματα δεν είναι ρόδινα ούτε για τη Γαλλία, ούτε για την Ευρώπη, γιατί «την επόμενη φορά ίσως να μην τα καταφέρουμε. Το αποτέλεσμα είναι μεν καλό, αλλά τα προβλήματα είναι πολλά. Ανάμεσά τους και το ότι οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του Μακρόν είναι κάτοικοι των μεγάλων αστικών κέντρων, ενώ η πλειοψηφία της γαλλικής επαρχίας στήριξε τη Λεπέν. Επίσης πάρα πολλοί ψήφισαν τελικά τον Μακρόν όχι γιατί πίστεψαν στο πρόγραμμα του αλλά για να σταματήσουν την επέλαση της αντιπάλου του. Οπότε ο Μακρόν έχει πια ένα πολύ μεγάλο βάρος στους ώμους του.»
[..........................................................................]
Αν και έντονα προβληματισμένος για την ταυτότητα της Ευρώπης και τα απομεινάρια, όπως τα χαρακτηρίζει στο βιβλίο του, του κοινού οράματος για ειρήνη, δημοκρατία, ευημερία, ο συγγραφέας επιλέγει τη θέση της συγκρατημένης αισιοδοξίας. «Πάντα ρωτάνε τους ιστορικούς να προβλέψουν το μέλλον και πολύ συχνά αυτά που λέμε αποδεικνύονται ανοησίες, όμως νομίζω ότι η ΕΕ όντως θα χαλυβδωθεί από την εμπειρία του τρέχοντος πολέμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ανέκαθεν μία από τις κινητήριες δυνάμεις του οράματος της ενωμένης Ευρώπης ήταν η αντιμετώπιση εξωγενών κινδύνων». Αυτή τη στιγμή τονίζει ότι ο κίνδυνος είναι ξεκάθαρος. «Είναι ο Πούτιν, ο οποίος κατάφερε μέσα σε λίγες εβδομάδες να ενώσει την Ευρώπη περισσότερο απ’ όσο θα γινόταν μετά από 20 επιπλέον χρόνια συνομιλιών. Δεν ξέρω όμως πόσο θα κρατήσει αυτό το κλίμα». Ούτε αν είναι εφικτό να διορθωθούν στο μέλλον τα δομικά προβλήματα της Ένωσης, ένα εκ των οποίων είναι κατά τη γνώμη του ότι ένα κράτος-μέλος δεν μπορεί να αποβληθεί από τις τάξεις της ακόμη και αν συμπεριφέρεται με τρόπο που αντιτίθεται στις θεμελιώδεις αξίες της. «Αναφέρομαι προφανώς στον Όρμπαν και την Ουγγαρία» διευκρινίζει ενώ σπεύδει να αναδείξει και το ζήτημα του κοινού ευρωπαϊκού στρατού: «Προφανώς θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες δυσκολίες στο μέλλον. Εξαιτίας του ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκός στρατός, είμαστε εξαρτημένοι από το ΝΑΤΟ και τους Αμερικανούς. Τι θα γίνει όμως μετά τις επόμενες προεδρικές εκλογές τους; Φαντάζεστε να εκλεγεί κάποιος σαν τον Τραμπ - ή ο ίδιος ο Τραμπ; Θα είναι ένας στρατιωτικός και όχι μόνο εφιάλτης για την Ευρώπη. Τουλάχιστον, όπως φαίνεται και στο βιβλίο μου, η ΕΕ είναι ένας οργανισμός που αν θέλει μαθαίνει και πορεύεται με ευελιξία. Μέχρι σήμερα έχει καταφέρει να επιβιώσει παρά τα προβλήματα, τις κρίσεις, τα λάθη, την οικονομική και όχι μόνο βία. Μην πάτε μακριά, κοιτάξτε τι έγινε στην Ελλάδα. Είμαι σίγουρος ότι η ΕΕ δεν θα ξανακάνει ποτέ τα ίδια λάθη. Για παράδειγμα εν μέσω πανδημίας, παρθήκαν μέτρα σε οικονομικό επίπεδο μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες».
Η Ελλάδα, είναι η μοναδική χώρα που γνωρίζουμε ότι από γεννησιμιού της είναι τελείως χρεωκοπημένη.
Εύλογα το πολυσέλιδο κεφάλαιο για την Ελλάδα (το οποίο ξεκινά με μία φράση του ταξιδιωτικού βιβλίου La Grece contemporaine του γάλλου δημοσιογράφου Εντμόν Αμπού: «Είναι η μοναδική χώρα που γνωρίζουμε ότι από γεννησιμιού της είναι τελείως χρεωκοπημένη») παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Μεταξύ άλλων σε αυτό ο Μακ γράφει: «Εκ των υστέρων και το ΔΝΤ αναγνώρισε, τον Φεβρουάριο του 2017, ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος -που στο τέλος του 2015 εκτιμήθηκε σε 179 τοις εκατό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος- ήταν “unsustainable”, μη βιώσιμο, ακόμα και υπό τις πιο ευνοϊκές συνθήκες.
Δικαίως ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλε στη συζήτηση και το μεγάλο πρόβλημα που προέκυπτε σε όλες τις συζητήσεις για το ευρώ: τη δήθεν αντικειμενικότητα, την άρνηση κάθε δυνατότητας επιλογής. Ενώ στην πραγματικότητα οι θεσμοί έκαναν σημαντικές πολιτικές επιλογές.
Το πρόβλημα με τον Βαρουφάκη ήταν όμως ότι, πέρα από τα πολλά του προσόντα, διέθετε το ξεχωριστό ταλέντο να βγάζει από τα ρούχα του και τους πιο καλόβολους συζητητές ώσπου να πεις κύμινο». Ενώ λίγες γραμμές πιο κάτω: «Από τα γλαφυρά απομνημονεύματα του Ντάισελμπλουμ, του Βαρουφάκη κι άλλων πρωταγωνιστών, κι από διάφορες αναπαραστάσεις -ειδικά το ντοκιμαντέρ του BBC Inside Europe, Ten Years of Turmoil- αναβλύζει η εικόνα μιας ολέθριας σύγκρουσης μεταξύ δύο σκουριασμένων απόψεων: του συντηρητικού δογματισμού της λιτότητας και της προοδευτικής αλαζονείας του μελετητηρίου».
«Σε μια διαπραγμάτευση αν μη τι άλλο δεν ξεκινάς αποκαλώντας ηλίθιους όλους αυτούς από τους οποίους χρειάζεσαι απεγνωσμένα λεφτά» λέει στο Magazine. «Παρεμπιπτόντως θα ήθελα να τονίσω ότι εξαιρουμένων πολιτικών σαν τον Σόιμπλε ή ορισμένων Ολλανδών, οι οποίοι υπήρξαν αλόγιστα σκληροί και ανεύθυνοι απέναντι στους Έλληνες -μία οικονομική και ηθική καταστροφή για την Ελλάδα και την Ευρώπη- για να προστατεύσουν τις δικές τους τράπεζες, οι λαοί των χωρών τους ένιωθαν ντροπή και ενοχή για ό,τι συνέβαινε. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τους Πορτογάλους ώστε να ζητήσουν άλλους όρους στις διαπραγματεύσεις, γι’ αυτό και τελικά τα κατάφεραν. Προφανώς συνέβαλε και το ότι στην Πορτογαλία δεν υπήρχε τόση διαφθορά όση στην Ελλάδα. Δεν είναι άγγελοι, αλλά η διαφθορά στην Ελλάδα είναι το κάτι άλλο, το ξέρετε χίλιες φορές καλύτερα από μένα, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που μπλοκάρει τις όποιες απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Για να επιστρέψω όμως στην ερώτηση σας, ναι, νομίζω ότι αν στη θέση του Βαρουφάκη ήταν κάποιος άλλος, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά».
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλά από όσα επιθυμούν οι πολίτες που υποστηρίζουν λαϊκιστές πολιτικούς, δεν είναι “τρελά”. Όταν είσαι πολύ φτωχός, προφανώς η οικογένεια, η παράδοση και η ασφάλεια είναι πολύ σημαντικά.
Το πρόβλημα, σύμφωνα με τον Μακ, δεν ήταν τόσο οι ιδέες του όσο οι τρόποι του. «Η συμπεριφορά και η προσωπικότητα παίζουν μεγάλο ρόλο σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν λέω ότι όλες οι ιδέες του Βαρουφάκη ήταν καλές. Κάποιες ήταν τραβηγμένες και προκλητικές. Όμως εκείνος δεν νοιάστηκε καθόλου για το πώς να τις “πουλήσει” στην κάθε χώρα της Ευρώπης ξεχωριστά, ούτε στις πιο πλούσιες από την Ελλάδα, ούτε στις πιο φτωχές».
Οι διαχωρισμοί αν όχι διχασμοί από χώρα σε χώρα αλλά και στο εσωτερικό της κάθε μίας ξεχωριστά, λέει, δεν επιτρέπουν εφησυχασμό για το μέλλον, ακριβώς γιατί ταυτόχρονα εντείνονται οι δυνάμεις του λαϊκισμού. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Ολλανδό, η Ευρώπη έχει άμεση ανάγκη από πολιτικούς που θα προέρχονται «από τον λαό, όχι από την ελίτ, και θα είναι ταγμένοι στην υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών. Μόνο τέτοιοι πολιτικοί μπορούν να προσεγγίσουν τους απογοητευμένους πολίτες, οι περισσότεροι από τους οποίους εξακολουθούν να εκτιμούν την αξία του ευρωπαϊκού ιδεώδους. Όχι και τόσο παλιά τα σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα δεν ασχολούνταν μόνο με την κεντρική πολιτική σκηνή αλλά και με τη δημιουργία κοινοτήτων εντός του κοινωνικού ιστού μέσα από δραστηριότητες, φεστιβάλ, κινητοποιήσεις κλπ. Αυτό λείπει πια. Είναι σημαντικό να αναδημιουργηθούν υπό τις νέες συνθήκες και προϋποθέσεις τέτοιου τύπου ιδεολογικές κοινότητες, προσαρμοσμένες στα δεδομένα του σήμερα, όχι προσκολλημένες σε μια ξύλινη γλώσσα μιας άλλης εποχής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλά από όσα επιθυμούν οι πολίτες που υποστηρίζουν λαϊκιστές πολιτικούς, δεν είναι “τρελά”. Όταν είσαι πολύ φτωχός, προφανώς η οικογένεια, η παράδοση και η ασφάλεια είναι πολύ σημαντικά».
Αν δεν υπάρχει κανείς άλλος που να πρεσβεύει -εκτός από τη σημασία του κοινού ευρωπαϊκού οράματος- και αυτές τις αξίες, λέει, «πώς να μην καταλήξουν οι απογοητευμένες, ευπαθείς κοινωνικές ομάδες στην ακροδεξιά ή, στην καλύτερη περίπτωση στους ανεύθυνους λαϊκιστές που υπόσχονται την επιστροφή σε ένα ένδοξο παρελθόν που, αν το καλοσκεφτείς, έτσι όπως το περιγράφουν ορισμένοι, δεν υπήρξε ποτέ;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου