Σάββατο, Οκτωβρίου 16, 2021

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Δημήτρη Ινδαρέ «Λενάκι: Δυο φωτιές και δυο κατάρες. Με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά»

 

prodimosieysi indares

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Δημήτρη Ινδαρέ «Λενάκι: Δυο φωτιές και δυο κατάρες. Με αφορμή ένα δημοτικό τραγούδι του Μοριά», το οποίο κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Εστία.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ι. ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΡΙΖΕΣ

Ώς την άκρη της δίνης

Εν Πάτραις τη 14η Ιουλίου 1894

Κυρία εξαδέλφη,
Εν πρώτοις ζητώ την συγγνώμην σας διά την ενόχλησιν όπου σας δίδω με την παρούσαν μου, την οποίαν σας γράφω διότι γνωρίζω καλώς τα αγαθά αισθήματά σας εις όλα όσα αφορούν την γενέθλιον πατρίδα και τους συγγενείς σας.
Ένεκα περιστατικών τα οποία με επηκολούθησαν μετά τον γάμον μου, λαβόντα χώραν προ 12 ετών, σκέπτομαι ν’ απομακρυνθώ από τας Πάτρας, όπου προ 11 ετών κατοικώ διαρκώς, και ομού μετά των τέκνων μου ίσως ν’ απέλθω εις Αγγλίαν. Η εν Λειβαρζίω οικία μας αποτελούσα, ως γνωρίζετε, ένα σώμα με την πατρικήν σας, ανήκει αποκλειστικώς εις εμέ και μη επιθυμών να περάση εις χέρια ξένα, διότι και αξίαν μεγάλην έχει και υπό αρχαιολογικήν έποψιν, εμφαίνουσαν την πρόοδον και του τόπου και της των προγόνων μας, είναι ανεκτίμητος, σας την προσφέρω όθεν ομού με τον επίσης όντως ανεκτίμητον κήπον της αντί τριών χιλιάδων δραχμών χαρτίνων ίνα ταύτην χαρίσητε είς τινα εκ των πολυαρίθμων συγγενών σας περί των οποίων πάντοτε μεριμνάτε ή εις τον ναόν του Αγίου Ιωάννου εις τον οποίον τόσα πολλά αφιερώματα έχετε κάμει.
Ίσως, κα εξαδέλφη, παραξενευθήτε όχι ολίγον διά την απροσδόκητον ταύτην πρότασίν μου, αλλ’ επειδή πιστεύω ότι εάν ποτέ ήρχετο εις την ακοήν σας ότι η οικία αύτη περιήλθεν εις χέρια ξένα, ήτοι εις πρόσωπα δυνάμενα να μην είναι ενάρετα εις τους ιδικούς σας στενούς συγγενείς, τους κοινήν μεθ’ ημών έχοντας την μίαν εκ των δύο αυλών, το τοιούτον θα σας δυσηρέστει πολύ, έκρινα εύλογον να την προσφέρω εις υμάς, η οποία πάντοτε πολυτρόπως και επόνεσε και εθεράπευσε τον τόπον μας, και εις τιμήν όντως ταπεινοτάτην, διότι οι ως φρουρίου τοίχοι της, τα δένδρινα πατερά της, η εκ καρυδιάς μισάντρες, τα ντουλάπια, αι θύραι της, τα ποικιλόχροα υέλινα βενετικά επιπαράθυρα, τα εισέτι ενυπάρχοντα, είναι κάτι τι άξιον θαυμασμού προκαλούν διά την συντήρησίν τους την γενναιοδωρίαν προσώπου της τάξεώς σας και των αισθημάτων σας, ίνα μη περιέλθη εις ανθρώπους χονδρούς και βαναύσους και ούτω χάσει και την ιστορικήν της αξίαν, η οποία πολλήν τιμήν αντανακλά εις το μεγαλεπήβολον πνεύμα του προπάππου μας Δημητράκη[1], του θεμελιωτού της προσφάτου απάσης της περιφερείας Λειβαρζίου, ο οίκος του οποίου ανέδειξε μεγαθύμους ποιμένας του πελοποννησιακού λαού κατά τους χαλεπούς καιρούς της ξενοκρατίας εν Ελλάδι.
Το προσφιλές Λειβάρζιον, μετά την αποκατάστασιν των οικονομικών του Κράτους[2] θα συγκοινωνή και διά σιδηροδρόμου απέχοντος μόλις ημίσειαν ώραν, ο οποίος θα διέρχεται το λεκανοπέδιόν του, ανερχόμενος διά Τριποτάμων, Μεγάλης Βρύσεως, Μαζεΐκων και καταλήγων εις Τρίπολιν. Το Λειβάρζιον με τα λαμπρά νερά του, με τον εξόχως κοινωνικόν και πάντοτε εύθυμον λαόν του, με το υπέρλαμπρον δάσος του, θα είναι επιθυμητόν και από τα τέκνα σας καίτοι οικούν εις Τεργέστην, η οποία ένεκα της καταπληκτικής εκ του ατμού συγκοινωνίας θεωρείται σήμερον ως μέρος της μικράς Ελλάδος.
Επί τη προσδοκία ευαρέστου και ταχείας απαντήσεώς σας, ασπαζόμενος τους οικείους σας και καταφιλών την δεξιάν σας, ειμί (ο μετά πολλού προς εσάς σεβασμού) εξάδελφός σας

Λάμπρος Π. Ινδαρές

Το χειρόγραφο ήταν ανάμεσα σ’ ένα πάκο χαρτιά που βρέθηκε στο πατρικό μου, στην Πάτρα. Επρόκειτο προφανώς για προσχέδιο ή αντίγραφο επιστολής του προπάππου. Η ειδυλλιακή εικόνα του χωριού και η επίκληση των σπουδαίων προγόνων ήταν πληροφορίες πρωτόγνωρες για μένα. Στο κεφάλι μου δεν υπήρχε απολύτως καμιά σχετική μνήμη. Το δε χωριό έμοιαζε κι αυτό ανύπαρκτο στον γενεογραμματικό μου χάρτη.

Πιο πολύ στάθηκα στον τρόπο που ο συντάκτης υμνούσε το σπίτι, το χωριό και το ευοίωνο μέλλον. Αντικατόπτριζαν πράγματι όλ’ αυτά ειλικρινείς δικές του εκτιμήσεις ή επρόκειτο για τακτική προς ευόδωση της επιδιωκόμενης πώλησης; Και τι ήταν τελικά αυτό το μεγαλοπρεπές και μυθικό προς πώληση σπίτι;

Δεν ασχολήθηκα να μάθω ποια ήταν η παραλήπτρια της επιστολής. Πιο πολύ στάθηκα στον τρόπο που ο συντάκτης υμνούσε το σπίτι, το χωριό και το ευοίωνο μέλλον. Αντικατόπτριζαν πράγματι όλ’ αυτά ειλικρινείς δικές του εκτιμήσεις ή επρόκειτο για τακτική προς ευόδωση της επιδιωκόμενης πώλησης; Και τι ήταν τελικά αυτό το μεγαλοπρεπές και μυθικό προς πώληση σπίτι;

Ανοίγοντας το επόμενο χειρόγραφο, μια δίνη με παρέσυρε σε κακοτράχαλες και σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος, για τις οποίες ήμουν εντελώς απροετοίμαστος.

Βασίλειον της Ελλάδος
Ο Αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας

Ευλαβέστατοι ιερείς και λοιποί πάντες ευλογημένοι Χριστιανοί, χάρις είη υμίν και ειρήνη παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος.
Ο Λάμπρος Ινδαρές εκ Λειβαρζίου του Δήμου Ψωφίδος των Καλαβρύτων και ήδη κάτοικος Πατρών μετά ψυχικού άλγους ανέφερεν ημίν ότι κατά την 18ην προς την 19ην παρελθόντος Ιουλίου ε.ε. και περί την 11 μ.μ. ώραν άνθρωποι άγνωστοι ενέπρησαν την εν Λειβαρζίω οικίαν του, αξίας περί τας εξήκοντα χιλιάδας δραχμάς, και ότι αφήρεσαν εκ της οικίας ταύτης, προ της πυρκαϊάς, κατά την διάρκειαν και κατόπιν αυτής, διάφορα έπιπλα και λοιπά υλικά. Και επειδή μεθ’ όλας τας οποίας μέχρι τούδε κατέβαλε προσπαθείας δεν ηδυνήθη να ανακαλύψη ουδένα των αυτουργών της αξιοποίνου πράξεως ταύτης, ητήσατο παρ’ ημών την έκδοσιν του παρόντος εκκλησιαστικού επιτιμίου.
Και δη γράφοντες προτρέπομεν πατρικώς και εντελλόμεθα εκκλησιαστικώς, ίνα όσοι των χριστιανών φθόνω ή πάθει ή πλεονεξία νικώμενοι ενέπρησαν την ειρημένην οικίαν, ή οπωσδήποτε ενέχονται εις τον εμπρησμόν τούτον και την αρπαγήν, ή γνωρίζουσι τους αυτουργούς, άμα ως ακούσωσι το παρόν φρικτόν επιτίμιον, σπεύσωσι να αποζημιώσωσι τον αναφερόμενον πνευματικώ τω τρόπω και μαρτυρήσωσιν εν φόβω Θεού πάσαν την αλήθειαν όπου δει. Εάν δε ούτοι μή τε τον Θεόν φοβούμενοι μηδέ την αιώνιον κόλασιν αναλογιζόμενοι παρακούσωσιν τας σωτηρίους προτροπάς ημών ταύτας και αφήσωσιν ούτω τον αδικηθέντα μέχρι τέλους εζημιωμένον, έστωσαν ομού και οι αυτουργοί και οι γιγνώσκοντες και μη μαρτυρούντες, αφωρισμένοι και ασυγχώρητοι, η οργή του Θεού είη επί τας κεφαλάς αυτών και προκοπήν ου μη ίδωσι πώποτε εφ’ οις εργάζονται, έως οι μετανοήσαντες ποιήσωσιν ως προτρέπονται και τότε τεύξονται συγχωρήσεως παρά Θεώ και παρ’ ημών.

Εξεδόθη εν Πάτραις τη 9η Νοεμβρίου 1895

Φαντάζεται κανείς πώς θα ακούστηκαν τα λόγια αυτά στους ναούς του «προσφιλούς» Λειβαρζίου αλλά και την παγωμάρα που θα κατέλαβε τον κοινωνικό και πάντα εύθυμο λαό του χωριού, δικαίους και αδίκους.

Ποιοι και γιατί μπορεί να έκαψαν το ιστορικό οίκημα, την ώρα που ο ιδιοκτήτης του έχει αποφασίσει να το πουλήσει; Πρόκειται για τη σύμπτωση ενός ατυχήματος ή μήπως για κάποια αντίθετη βούληση, που θέλησε να τον τιμωρήσει γι’ αυτήν ακριβώς την απόφασή του; Θα μπορούσε η ίδια η εξαδέλφη του Λάμπρου να έβαλε τη φωτιά, λόγω αδυναμίας ή άρνησης ν’ ανταποκριθεί στην πρότασή του, θέλοντας έτσι ν ̓ αποτρέψει τη συνύπαρξη με «χονδρούς και βαναύσους γείτονες»; Και, τέλος, μήπως υπήρχε κάτι που έκανε πραγματικά δυσβάσταχτο το φορτίο αυτής της ανεκτίμητης αξίας ιστορικής κληρονομιάς, παρά το συμφέρον τίμημά της;

indares exΤα ερωτήματα έγιναν ακόμη πιο επιτακτικά με την ανάγνωση ενός επιπλέον τεκμηρίου, του υπομνήματος του Λάμπρου προς τον εισαγγελέα Πατρών σχετικά με την υπόθεση του εμπρησμού. Στο έγγραφο εκείνο, έξι μόλις ημέρες πριν από την έκδοση του εκκλησιαστικού τελεσιγράφου, ο καταγγέλλων αναφέρει έναν μακρύ κατάλογο υπόπτων και προτεινόμενων μαρτύρων. Η λίστα προσωποποιεί τους αποδέκτες της εκκλησιαστικής απειλής. Καθώς μάλιστα «φωτίζεται» από το επιτίμιο, το τεκμήριο μοιάζει ξαφνικά με μια ομαδική φωτογραφία παραπονούμενων ψυχών, που ίσως κάτι περιμένουν, τόσα χρόνια εκεί παγιδευμένες.

Λειτούργησε άραγε η πνευματική απειλή; Ανταποκρίθηκε κανείς, φοβούμενος τις συνέπειες; Στοιχειοθετήθηκαν τελικά οι κατηγορίες ή μήπως η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο; Έγινε ποτέ άρση του επιτιμίου ή η εκκλησιαστική καταδίκη έμεινε μετέωρη στο διηνεκές;

Προϋπόθεση για να υπάρξουν αποτελέσματα ήταν ο «φόβος Θεού». Το σκοτεινό φορτίο του αναθέματος να συναντηθεί με τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες και τις αρχέγονες δεισιδαιμονίες. Το υπόβαθρο υπήρχε, αφού η τοπική παράδοση βρίθει αερικών, στοιχειών, ξωτικών και θρύλων. Συνέβησαν άραγε γεγονότα ή «φαινόμενα» που αποδόθηκαν σ’ αυτό;

Ο χρόνος έχει καταπιεί τους θύτες, τα θύματα και τα μυστικά τους. Όταν όμως στην παραλία της γνώσης ξεβραστεί ένα τέτοιο μπουκάλι από το παρελθόν, κάποιο είδωλο μοιάζει να γνέφει απ’ το ερημονήσι της λήθης. Η περιέργεια σκαρώνει γρίφους που πρέπει κάπως να λυθούν. Αρκεί άραγε η λήθη για να ξεθυμάνει το κακό ή μήπως κάπου το απωθεί κι αυτό εξακολουθεί από εκεί να δουλεύει;

Από παιδί της πόλης βρέθηκα ξαφνικά να έχω χωριό. Θα μπορούσα να έχω εκεί και σπίτι. Πριν πάρω το αυτοκίνητο να δω από κοντά, είπα πρώτα να σχηματίσω μια καλύτερη εικόνα εκ του μακρόθεν. Να ψάξω τα υπόλοιπα χαρτιά μήπως και βρω κάποια εξήγηση γιατί κανείς δεν μου μίλησε ποτέ για το χωριό, ούτε μου «σύστησε» τους προγόνους. Και ασφαλώς να εικάσω και κάτι για τους λόγους που προκάλεσαν την πυρκαγιά στο σπίτι του προπάππου το 1895.


1. «Δημητράκης, γιος Παναγιωτάκη, κοτζάμπαση» αναφέρεται σε οθωμανικό συμβόλαιο του 1745, που βρέθηκε μαζί με την παρούσα επιστολή, ανάμεσα σε άλλα χαρτιά του συντάκτη της. Αφορά παραχώρηση αγροτικής έκτασης από τον Χατζή Αμπντί Αγά, βοεβόδα του χωριού Καρδούρετσι (Καρδαρίτσι;), στη Ζήσα της Σερμπενίτζας έναντι 100 γροσίων. Ζήσα υπήρχε στο terittorio Καρύταινας μαζί με το Λειβάρτζι, πιθανότατα όμως άλλο από το δικό μας, από την πλευρά της Μοστενίτσας ή του Λόπεσι.
2. Είναι η περίοδος όπου η χώρα αδυνατεί ν’ αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται υπό τον οίστρο του εκσυγχρονισμού που εισήγαγε ο Χαρίλαος Τρικούπης: η διάνοιξη της διώρυγας Κορίνθου, το όνειρο ζεύξης Ρίου - Αντιρρίου και, κυρίως, η ραγδαία ανάπτυξη των σιδηροδρόμων.


Ο Δημήτρης Ινδαρές γεννήθηκε στην Πάτρα, τον Απρίλιο του 1964. Σπούδασε πολιτική επιστήμη και διεθνείς σχέσεις στην Πάντειο (1987) και σκηνοθεσία στη Σχολή Λυκούργου Σταυράκου (1987). Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη κοντά στους Παντελή Βούλγαρη, Nίκο Περάκη, Φρίντα Λιάππα, Διαγόρα Χρονόπουλο. Ως διευθυντής παραγωγής στην ταινία «Λευτέρης Δημακόπουλος» του Περικλή Χούρσογλου. Σκηνοθέτησε τις ταινίες μικρού μήκους: «Η Κυρία Έρση», 1987, «Το κυνήγι της πάπιας», 1991 (Α' Βραβείο ταινίας μικρού μήκους στο 32ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), τα ντοκιμαντέρ «Περί χαρακτικής», 1996, «Μια ταινία για την ταινία "Προστάτης Οικογενείας" του Νίκου Περάκη (Making of)», Mega Channel, 1997, «Πάτρα, μια περιπλάνηση», 1999, και τις ταινίες μεγάλου μήκους «Ο τσαλαπετεινός του Wyoming», 1995 (Βραβεία καλύτερης ταινίας, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και ήχου στο 36ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), και «Γαμήλια νάρκη», 2003 (Βραβεία ερμηνείας β' ανδρικού ρόλου, για τον Αλέξανδρο Λογοθέτη, και σεναρίου για τον Δημήτρη Ινδαρέ, στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του 44ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και Πλατινένιο βραβείο για την καλύτερη κωμωδία στο WorldFest/Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Χιούστον, 2004).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...