Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2021

Ο Ιταλός «Μονταλμπάνο», που είναι λάτρης της χώρας μας και συχνός επισκέπτης, σε μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη

 


«Στην Ιταλία, κάτω από την τέφρα υπήρχε πάντα μια φασιστική νοσταλγία»

Θεόδωρος Ανδρεάδης - Συγγελλάκης


Ο Ιταλός ηθοποιός Λούκα Τζινγκαρέτι και δίπλα σε στιγμιότυπο από τη νέα σειρά «Il Re» («Ο βασιλιάς») στην οποία πρωταγωνιστεί


Λούκα Τζινγκαρέτι. Ο Ιταλός «Μονταλμπάνο», που είναι λάτρης της χώρας μας και συχνός επισκέπτης, ανιχνεύει την επιτυχία του ήρωα που ενσάρκωσε επί μια 20ετία, στη γραφή του Καμιλέρι φυσικά, αλλά και στο γεγονός ότι ο επιθεωρητής «μάς βοηθά να ξαναθυμηθούμε την ακεραιότητα των παππούδων μας». Μιλά όμως ακόμα για τον νεοφασιστικό κίνδυνο, την πανδημία, τους αντιεμβολιαστές και την κλιματική κρίση.

Ερωτευμένος με τη χώρα μας και έτοιμος να πάρει μέρος σε ελληνοϊταλική συμπαραγωγή δηλώνει στην αποκλειστική αυτή συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.» ο γνωστός Ιταλός ηθοποιός Λούκα Τζινγκαρέτι. Ο «επιθεωρητής Μονταλμπάνο» είναι ειλικρινά ευγνώμων στην τηλεοπτική αυτή σειρά και στον συγγραφέα Αντρέα Καμιλέρι. «Μια ποιοτική σειρά, με τεράστια, θερμή ανταπόκριση του κοινού», υπογραμμίζει. Τώρα, όμως, ανοίγει τα πανιά του και ταξιδεύει προς νέες επαγγελματικές εμπειρίες. Και σε ό,τι αφορά την τεράστια δοκιμασία της πανδημίας, λέει ότι «ελπίζω να μας βοήθησε να αποκτήσουμε μια νέα, βαθύτερη επίγνωση των προβλημάτων».

«O επιθεωρητής Μονταλμπάνο»

• Μια πρώτη, υποχρεωτική ερώτηση: Ποια είναι η σχέση σας με την Ελλάδα;

Αγαπώ τη χώρα σας από μικρό παιδί. Πηγαίναμε διακοπές με τους δικούς μου όταν δεν ήταν τόσο της μόδας όσο σήμερα. Ανακάλυψα πολλά παρθένα μέρη, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε, πρώτα απ’ όλα, ήταν η φιλική διάθεση και η απλότητα των ανθρώπων. Πηγαίναμε διακοπές στη Λήμνο, όπου νομίζω ότι η περιορισμένη παρουσία τουριστών οφειλόταν στη στρατιωτική βάση του νησιού. Εμείς την επισκεπτόμασταν επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, ήταν μια εκπληκτική εμπειρία. Επαναλαμβάνω: Εσείς οι Έλληνες, σε επίπεδο αμεσότητας και ανθρωπιάς, είστε μοναδικοί.

• Στην καριέρα σας, έως τώρα, πόσο ταυτιστήκατε με τον Σάλβο Μονταλμπάνο, στον οποίο φαντάζομαι ότι οφείλετε πολλά; Και πόσο δύσκολο ήταν να τον «εγκαταλείψετε» για να ερμηνεύσετε νέους ρόλους;

Αν δεν ταυτιζόμουν, δεν θα είχα κάνει καλά τη δουλειά μου. Κατά συνέπεια, η ταύτιση αυτή με κάνει, ειλικρινά, να χαίρομαι. Τις τελευταίες σεζόν, έπαιξα τον ρόλο αυτό δύο μήνες τον χρόνο, ενώ παράλληλα έκανα πολλά άλλα πράγματα. Δεν ένιωσα, δηλαδή, ότι περιορίστηκα στην επαγγελματική μου πορεία. Είχα τη θετική ανταπόκριση του κοινού που συνεχίζει να με σταματά στον δρόμο και να μου δείχνει όλη του την αγάπη και την εκτίμηση. Με μια «αιώνια αφοσίωση» στον Μονταλμπανο, θα μπορούσαμε να πούμε. Τώρα, όμως, μόλις τελείωσα μια νέα τηλεοπτική σειρά η οποία λέγεται «Il Re» («O βασιλιάς»). Είναι κάτι το εντελώς καινούριο και έχω στα σκαριά πολλές άλλες συνεργασίες.

• Ποια θεωρείτε ότι είναι η κύρια αιτία της επιτυχίας του «Μονταλμπάνο»; Η ειρωνεία, το ότι πριν μιλήσει προσπαθεί πάντα να σκέφτεται;

Πρώτα απ’ όλα η γραφή του Αντρέα Καμιλέρι, ο οποίος δεν αφιερώθηκε μόνο στα αστυνομικά, αλλά μας προσέφερε μια ολόκληρη προσέγγιση της ζωής. Ανήκε στον πανάρχαιο πολιτισμό της Σικελίας και μέσα από τη γραφή του, τα συμβάντα που γνώριζε και επεξεργαζόταν και τους ήρωές του, μας αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο αποκωδικοποιούσε την ίδια τη ζωή. Μπορώ να πω ότι ο ήρωας που ερμήνευσα κατά κάποιο τρόπο μάς βοηθά να ξαναθυμηθούμε την ακεραιότητα των παππούδων μας, η οποία, δυστυχώς, πλέον έχει χαθεί. Τη νοσταλγούμε, όμως, τρομερά έντονα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας δεν πουλιούνταν, δεν είχαν το καρτελάκι με την τιμή κρεμασμένο στο πέτο τους. Ήταν συνεπείς με τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης τους, ήταν τρομερά περήφανοι. Σήμερα η ακεραιότητα αυτή έχει χαθεί, όλα εξαρτώνται μόνον από την τιμή πώλησης.

Θεωρώ, επίσης, ότι είναι βασικής σημασίας και η συμπεριφορά του Μονταλμπάνο: το ότι φέρεται με τον ίδιο τρόπο στους ισχυρούς και στους απόκληρους. Αν προσπαθήσω να σκεφτώ κάποιον που του μοιάζει, πρέπει να ανατρέξω αναγκαστικά, με τη μνήμη, στον παππού μου ή σε κάποιον της γενιάς του. Έχουμε αλλάξει, αλλά όταν αναγνωρίζουμε κάποιες μεγάλες αξίες, δεν μπορούμε να μη νιώσουμε σεβασμό και νοσταλγία.

• Διάβασα ότι για σύντομο χρονικό διάστημα παίξατε ποδόσφαιρο και αμέσως μετά επιλέξατε την υποκριτική. Φαντάζομαι ότι δεν το μετανιώσατε...

Δεν είμαι και απόλυτα βέβαιος. Διότι ακόμη και τώρα έχω μεγάλο πάθος για το ποδόσφαιρο. Όταν συναντώ παιδιά που παίζουν στον δρόμο, θέλω αμέσως να κλοτσήσω κι εγώ την μπάλα. Το ποδόσφαιρο ήταν και είναι μια μεγάλη αγάπη, αλλά πρέπει να πω, παράλληλα, ότι αφιερώθηκα σε κάτι άλλο με εξίσου μεγάλο πάθος. Ας είμαστε ειλικρινείς, θα ήταν άδικο να παραπονεθώ. Όποιος καταφέρνει να κερδίζει το ψωμί του κάνοντας κάτι που αγαπά και που τον παθιάζει, είναι πολύ τυχερός. Είμαι τυχερός που ξεκίνησα να παίζω στο θέατρο και στη συνέχεια μπόρεσα να ασχοληθώ και με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Σίγουρα θα μου άρεσε και να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά ποιος ξέρει αν τελικά θα τα κατάφερνα...

• Μπορέσατε να δουλέψετε σε μια τηλεοπτική σειρά η οποία διήρκεσε είκοσι χρόνια και ήταν ποιοτική. Κάτι αρκετά σπάνιο...

Ο λόγος για τον οποίο συνέχιζα να παίζω στο «Μονταλμπάνο» για τόσο μεγάλο διάστημα ήταν ακριβώς αυτός. Δεν υπήρξε ποτέ καμία αιτία που να με κάνει να διακόψω. Μιλάμε για ένα πολιτιστικό προϊόν επιπέδου, το οποίο βασιζόταν στην αστυνομική λογοτεχνία. Κινδύνευσα να ταυτιστώ υπερβολικά με τον ρόλο αυτό, αλλά πήρα το ρίσκο. Το 2008 είχα αποφασίσει να σταματήσω, ακολουθώντας και τη συμβουλή και άποψη του Καμιλέρι. Μας έλεγε ότι ένας ηθοποιός πρέπει να σταματά όταν χαίρει πλήρους αποδοχής, όταν ο κόσμος θα ήθελε να τον δει ακόμη να παίζει. Έπειτα από δύο χρόνια όμως -δηλαδή το 2010- ένιωσα ότι ο ρόλος αυτός μου έλειπε υπερβολικά και αποφάσισα να επιστρέψω. Θεωρώ ότι, κατά κάποιο τρόπο, κέρδισα το στοίχημα. Εξασφαλίσαμε και τη συμπάθεια του ξένου κοινού, σε χώρες στις οποίες οι ιταλικές παραγωγές δεν είχαν μεγάλη πρόσβαση. Η άλλη μεγάλη ικανοποίηση είναι ότι μπόρεσα να παρακολουθήσω, σε πραγματικό χρόνο, την εξέλιξη του ήρωά μου, χάρη στη γραφή του Αντρέα Καμιλέρι.

• Τώρα θα είστε ο πρωταγωνιστής μιας τηλε-σειράς οκτώ επεισοδίων, ενός «jail story». Διαδραματίζεται σε φυλακή και εσείς είστε ο διευθυντής...

Το όλο σχέδιο και η γραφή του σεναρίου πήραν πολύ χρόνο. Συνολικά, πέρασαν τέσσερα χρόνια, αλλά θεωρώ ότι πρόκειται για μια αξιόλογη δουλειά. Αναβάλλαμε τα γυρίσματα λόγω της πανδημίας, όμως τώρα τα ολοκληρώσαμε και τελειώνουμε και το μοντάζ. Πρόκειται για μια επαγγελματική εμπειρία η οποία με γέμισε ικανοποίηση. Τον ενθουσιασμό μας μοιράστηκε και το δίκτυο Sky Italia, ήδη ετοιμάζουμε τη νέα σεζόν.

• Τι είδους διευθυντής φυλακής είστε;

Ενας ασυνήθιστος διευθυντής. Ενας άνθρωπος που «χάθηκε», έχασε τα βασικά σημεία αναφοράς του και σ’ αυτή τη φάση αποπροσανατολισμού κάνει κάποια λάθη. Εστω και αν συνεχίζει να νομίζει ότι έχει πάντα το δίκιο με το μέρος του.

• Πριν από το «Μονταλμπάνο» παίξατε και σε μια τηλεοπτική σειρά, την «Cefalonia», με θέμα τη σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Aqui από τους ναζί. Γυρίστηκε στην Κεφαλονιά; Τι ανάμνηση σας έχει αφήσει;

Όχι, διότι η Κεφαλονιά είχε αλλάξει πολύ σε σχέση με τη δεκαετία του ᾽40. Τα γυρίσματα έγιναν στη Σικελία, σε ένα εγκαταλειμμένο κέντρο επεξεργασίας ψαριών. Στους χώρους του καταφέραμε και ξαναδημιουργήσαμε το Αργοστόλι. Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, με εξέπληξε το ότι οι Ελληνες -οι οποίοι είχαν ζήσει τη εμπειρία της ιταλικής κατοχής- μας βοήθησαν, μας έδειξαν φιλία και συμπαράσταση, παρά τα όσα είχαν υποστεί. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό.

• Αν σας πρότειναν να παίξετε στο θέατρο ή μια συμπαραγωγή με την Ελλάδα, θα δεχόσασταν;

Η Ελλάδα είναι η μητέρα του θεάτρου, θα πήγαινα τρέχοντας. Θα με ενδιέφερε πολύ και ένα κινηματογραφικό έργο, η ιδέα της συμπαραγωγής. Τελευταία, μάλιστα, δύο από τους καλύτερους φίλους μου αποφάσισαν να έρθουν να ζήσουν μόνιμα στη χώρα σας, λόγω της ποιότητας ζωής. Ξέρουμε, βέβαια, ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που τα τελευταία χρόνια υπέφερε πολύ και σε έναν βαθμό ακόμη συνεχίζει να υποφέρει. Οπως και εμείς, άλλωστε. Αλλά νομίζω ότι παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποια στοιχεία που την κάνουν να ξεχωρίζει. Θα ήθελα, πραγματικά, να έρθω κι εγώ για αρκετό καιρό στην Ελλάδα, να τη γνωρίσω καλύτερα από κοντά.

• Πόσο σας άλλαξε η πανδημία, στην καθημερινότητα και στον τρόπο σκέψης σας;

Σαφώς και με άλλαξε σημαντικά. Η εμπειρία που ζήσαμε, δεν μπορεί να έχει αφήσει ίδιο και ανεπηρέαστο απολύτως κανέναν. Αναφέρομαι, κυρίως, σε μια αυξημένη επίγνωση, στις δυσκολίες που αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε. Πιστεύω ότι η πραγματική πρόκληση είναι να τις ξεπεράσουμε, έχοντας καταλάβει κάποια βασικά πράγματα. Πρέπει να γίνουμε διαφορετικοί, αλλά όχι μόνον επειδή υποφέραμε, απαιτείται να λάβουμε κάποια σημαντικά μηνύματα. Ελπίζω να το κατάλαβαν όλοι. Διαφορετικά, το να μείνουμε ακριβώς ίδιοι με πριν, δείχνει ότι στερούμαστε ευφυΐα.

• Ποιο είναι το στοιχείο στο οποίο δώσατε μεγαλύτερο βάρος;

Ζούσαμε σε έναν κόσμο στον οποίο νομίζαμε πως όλα ήταν δεδομένα. Θεωρούσαμε, δηλαδή, δεδομένη την υγεία μας, νομίζαμε ότι είχαμε στη διάθεσή μας απεριόριστο χρόνο. Δεν είναι έτσι, ο χρόνος είναι περιορισμένος και η επίγνωση αυτή πρέπει να μας βοηθήσει να εκτιμήσουμε περισσότερο τη ζωή. Παράλληλα, θεωρώ ότι τρέχαμε με ξέφρενη ταχύτητα προς την αυτοκαταστροφή. Η πανδημία αυτή, μαζί με όλες τις τρομερές της συνέπειες, πρέπει να μας κάνει να δούμε ξεκάθαρα και μια κύρια, νέα πρόκληση: εννοώ την προστασία του περιβάλλοντος. Ασφαλώς και είχαμε ήδη ακούσει ότι η θερμοκρασία στον πλανήτη μας ανεβαίνει συνεχώς, αλλά, με τα όσα συμβαίνουν, κανείς τώρα δεν μπορεί να πει πως αγνοεί τη σοβαρότητα του θέματος.

• Στα νεανικά σας χρόνια ήσασταν οργανωμένος στην Αριστερά. Μπορώ να σας ρωτήσω πώς αντιμετωπίζετε τον νεοφασιστικό κίνδυνο που βλέπουμε και πάλι στην Ιταλία, μετά και την επίθεση στα γραφεία του συνδικάτου Cgil;

Θεωρώ ότι κάτω από την τέφρα, στην Ιταλία υπήρχε πάντα μια φασιστική νοσταλγία, τουλάχιστον σε ορισμένους χώρους. Από αριθμητικής απόψεως, βέβαια, η απειλή αυτή είναι ελάχιστη, αν και οι διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων μπορεί να έδωσαν άλλη εντύπωση και εικόνα. Τα όσα συνέβησαν πρέπει να μας κάνουν, ασφαλώς, να μείνουμε σε επαγρύπνηση. Θα ήθελα, όμως, να διευρύνω λίγο το πεδίο: είδαμε και τα όσα έγιναν στην Αμερική, στο τέλος της θητείας του Τραμπ, με την επίθεση στο Καπιτώλιο.

Όλοι μας νομίζαμε ότι το διαδίκτυο ήταν ένα μέσο μεγάλης ελευθερίας που προσέφερε δυνατότητα έκφρασης σε όλους. Και σε μεγάλο βαθμό είναι αλήθεια. Είναι μια αλλαγή σε σχέση με την απόλυτη λογοκρισία που είχαν επιβάλει επί δεκαετίες τόσα δικτατορικά καθεστώτα. Αυτή ήταν η πρώτη, θετική επιρροή του διαδικτύου. Τώρα, όμως, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει και μια άλλη πραγματικότητα. Αναφέρομαι στον κίνδυνο παραπληροφόρησης, στο ότι κυκλοφορούν φήμες και αβάσιμες ειδήσεις, χωρίς να μπορούν να ελεγχθούν οι πηγές. Πιστεύω ότι είναι μια νέα, μεγάλη πρόκληση που αφορά την ψηφιακή τεχνολογία και την επιρροή της στη ζωή μας, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την «εκστρατεία» των αντιεμβολιαστών.

• Στην Ιταλία, τελευταία, απασχολούν καθημερινά την επικαιρότητα...

Ακούμε απόψεις που δεν βασίζονται σε τίποτα το ουσιαστικό, είναι μόνο φήμες και αδικαιολόγητοι φόβοι. Ελπίζω ότι στο μέλλον θα καταφέρνουμε να αποδεικνύουμε άμεσα και αποτελεσματικά ότι όλες αυτές οι διάφορες «φήμες» δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Θέλω να ξεκαθαρίσω, βέβαια, ότι κατά τη γνώμη μου η μεγάλη πλειονότητα των αντιεμβολιαστών είναι έντιμοι άνθρωποι, που πιστεύουν ότι οι απόψεις τους μπορεί να είναι αληθείς. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και μια μικρή μειοψηφία, η οποία δεν έχει αυτά τα γνωρίσματα και, τελικά, καταφέρνει να τραβήξει την προσοχή όλων. Αν καταφέρουμε να στηρίξουμε, όπως γινόταν παλιότερα, κάθε προβληματισμό και συμπέρασμα σε επιστημονικά στοιχεία, με μια σοβαρή συζήτηση γύρω από ένα τραπέζι, όλες αυτές οι αμφισβητήσεις θα σταματήσουν. Στην εποχή του διαδικτύου, όμως, είναι πολύ πιο δύσκολα. Επανέρχομαι στις νεοφασιστικές απειλές, σε όσους παρεισδύουν στις διάφορες κινητοποιήσεις: είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Γνωρίζοντας, όμως, ότι σε αυτή την φάση η διάδοσή του είναι περιορισμένη.

• Όλοι ελπίζουμε ότι θα καταφέρουμε να επιστρέψουμε, σχετικά σύντομα, στη γνωστή μας καθημερινότητα. Ποιες είναι οι κύριες προτεραιότητες για τον Λούκα Τζινγκαρέτι;

Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναρχίσουμε να ζούμε. Να ζούμε πιο γαλήνια και ήρεμα, όπως κάναμε πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Να γευτούμε πλήρως το τεράστιο αυτό δώρο -τη ζωή μας- και να καταλάβουμε ότι για τον πλανήτη μας δεν υπάρχει κάποιο «plan Β», ότι πρέπει να τον προστατέψουμε και να τον «κανακέψουμε» όσο περισσότερο μπορούμε. Ελπίζω να αποκτήσουμε, επίσης, πιο βαθιά επίγνωση των διαφορών ανάμεσα στον πλούσιο κόσμο στον οποίο ζούμε και στις τόσες φτωχές περιοχές της Γης. Αν όχι από αλτρουισμό, ας το κάνουμε από συμφέρον. Διότι όταν κάποιος πεινάει -και βλέπει ότι σε άλλες χώρες πετάνε το φαγητό- είναι αδύνατον να τον σταματήσεις, η πείνα είναι φοβερό τέρας. Ελπίζω, πραγματικά, τα δύο τελευταία χρόνια να μας βοήθησαν να προβληματιστούμε και να αποκτήσουμε μια καθαρότερη ματιά.


Inspector Montalbano_The Smile of Angelica_Il Sorriso di Angelica_Clip Season9/1_English subs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Duy Huynh: δημιουργός αιθέριων χαρακτήρων που λικνίζονται μέσα σε ένα σουρεαλιστικό ή ονειρικό σύμπαν

Ο Philippe Entremont είναι ο βιρτουόζος του πιάνου που παίζει Satie και  Debussy. Η τέχνη είναι του Βιετναμέζου Duy Huynh, του οποίου οι ...