ΕΙΜΑΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ
Νίκος Τσιφόρος (1909-1970) - Βικιπαίδεια
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Άνθρωποι και Ανθρωπάκια». Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1989.
[…]
-Τι επαγγέλεσθε ακριβώς, τον ρώτησε μια δεσποινίς πού είχε κάνει την ζώνη της φούστα, και την φούστα της αντίσκηνο.
-Είμαι διανοούμενος!
-Γράφετε;
– Σ’ ελεύθερο στίχο και γράφω και θέατρο.
Πραγματικά έγραφε θέατρο, αλλά δεν είχε ανεβάσει κανένα έργο, γιατί κάθε φορά πού πήγαινε να το διαβάσει τον δέρνανε στην δεύτερη σελίδα. Τότε, αγόρασε ένα τσιμπούκι και δήλωσε:
- Θα γίνω κριτικός και θα τους αλλάξω τα φώτα.
-Καλύτερα να γίνετε ηλεκτρολόγος.
- Όχι. Κριτικός!
Περπατούσε λοιπόν στον δρόμο με ύφος κριτικού. Αυτό το ύφος που έχουν οι τραπεζίτες όταν στο μαγαζί τους το χρηματοκιβώτιο τους είναι γεμάτο χιλιόδραχμα. Αυτός είχε το συρτάρι του γεμάτο πνευματικά προϊόντα.
Κατ’ αρχήν, δεν αφήνουν οι παλαιοί. Κλείνουν τον δρόμο στους νέους.
Του υποδείξανε ότι οποίος έχει την δυνατότητα ανοίγει τον δρόμο μόνος του. Τότε εξαγριώθηκε.
-Κύριοι, γνωρίζω είκοσι τέσσερα γράμματα. Δεν θα γίνω σκαφτιάς.
Και τράβαγε την πίπα του, που ήταν συνεχώς σβηστή.
Πήγαινε όμως στο θέατρο.
Στα γραφεία των διαφόρων εντύπων.
Έπιασε φιλίες.
Ανέπτυσσε θεωρίες.
-Ο Ίονέσκο. Είδατε την «Φαλακρή τραγουδίστρια»;
Όλοι συμφωνούσαν ότι η «Φαλακρή τραγουδίστρια» θα ήταν αριστούργημα αν φορούσε περούκα.
-Ο Μπρεχτ. Είδατε την «Όπερα των τεσσάρων πεντάρων»;
Και μιλούσε με σεβασμό για τον Μπρεχτ, τον Μπέκετ, όλους τους επιτυχημένους.
Μα αυτοί πετύχανε γιατί είχαν ταλέντο. Του αντιλέγανε.
Αυτό, δεν το είχε σκεφθεί ως τώρα. Δεν φτάνουν τα είκοσι τέσσερα γράμματα, δεν φτάνει να βρίζεις η να ενθουσιάζεσαι, χρειάζεται και λίγο ταλέντο.
Δεν εννοούσε να το παραδεχθεί με κανένα τρόπο. Ακριβώς σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της ζωής του μπήκε στην μέση μια δεσποινίς πού έγραφε ποιήματα.
Θαυμάσια ποιήματα. Με νόημα ποιήματα.
Μόνο οι τιράντες του κομπιναιζόν της θέλανε λίγο πλύσιμο. Γίναν όμως πολύ φίλοι. Οι αδελφές ψυχές.
Κρατιόντουσαν στο δρόμο σφιχτοπιασμένοι από το μπράτσο. Κάποτε της είπε:
-Γιατί δεν μεταχειρίζεσαι το σαπούνι τάδε; Έχω δει στην τηλεόραση ότι πολλές πετύχανε γιατί πλενόντουσαν με αυτό το αποσμητικό σαπούνι.
-Δεν έχω καιρό, είπε αυτή. Αφού ξέρεις ότι κάθε βράδυ ταξιδεύω μέσα στον Γαλαξία.
Δεν του κακοφάνηκε , γιατί και ο ίδιος δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με τα σαπούνια.
Ένα βράδυ. Μπακαλιαράκια. Υπόγειο. Σκορδαλιά. Ρομαντισμός. Ρετσίνα. Στεναγμοί και απόφαση.
-Να γράψουμε κάτι μαζί; Σχεδόν κλάψανε.
Πώς δεν το είχανε σκεφτεί τόσο καιρό;
Εκείνο πού τους έλειπε ήταν το θέμα.
–Να γράψουμε το «Ακέφαλο τραγουδιστή», είπε αυτή.
Θα 'ταν μακάβριο. Έξοχα μακάβριο. Ένας τραγουδιστής που δεν έχει κεφάλι, που τραγουδάει μπροστά σ’ ένα κατάπληκτο κοινό. Δίπλα του ο βοηθός του, που είναι εγγαστρίμυθος.
Ένα δηλαδή συμβολικό έργο που αποδεικνύει ότι οι αξίες, οι μεγάλοι τραγουδιστές, οι μεγάλοι καλλιτέχνες βασίζονται σε εγγαστρίμυθους πού πάντα μένουν στον βαθμό του βοηθού.
Παρ’ ολίγο να φιληθούνε, αλλά είχανε φάει πολλή σκορδαλιά και σιχαινόντουσαν ο ένας τον άλλο.
Κι όπως γίνεται με τις μεγάλες δημιουργίες αρχίσανε να το συζητούν. Στην αρχή μπλέξανε με τα ονόματα. Εκείνη ήθελε τον ήρωα να τον λένε Άλκη. Και την ηρωίδα να την λένε Ρένα.
Εκείνος ήθελε το ανάποδο. Να λένε τον ήρωα Ρένο και την ηρωίδα Άλκη.
Ποτέ κανένα είδος γραφτού δεν πετυχαίνει όταν οι ήρωες ονομάζονται Άλκης και Ρένα.
Η δεύτερη διαφωνία τους έμεινε κάπου σ’ ένα ράφι και δεν την θυμηθήκανε σχεδόν καθόλου.
Ένα βράδυ υγρασίας εκείνη είπε:
- Η συνεργασία μας τελειώνει εδώ. Θα γράψω μόνη μου.
-Μπορείς να κρατήσεις και τον τίτλο, είπε μεγαλόψυχα αυτός.
Αλλά δεν τον κράτησε κανείς τους.
Εκείνη πήγε σπίτι της πήρε, χαρτί, μπικ, ένα πακέτο τσιγάρα σέρτικα, τα ετοίμασε όλα και μετά μπήκε στο μπάνιο και έπλυνε τις μπρετέλες του κομπιναιζόν της.
Εκείνος τράβηξε σ’ ένα από τα φιλολογικά πατάρια βρήκε ένα σωρό φίλους του, πού όλοι ετοιμαζόντουσαν κάτι να γράψουνε και ζήτησε λίγο καπνό πίπας.
-Καπνό πίπας δεν έχουμε, είπανε μελαγχολικοί όλοι. Μπορούμε όμως να σου δώσουμε ένα τσιγάρο, να το σκίσεις και να γεμίσεις την πίπα σου.
Έτσι γίνεται πάντα με τις μέλλουσες μεγαλοφυΐες. Μετά, οι μεγαλοφυΐες όλο λένε: «Θα γράψω».
Μετά, διαβάζουνε η μια μεγαλοφυΐα στην άλλη εκείνα πού γράψανε. Η μεγαλοφυΐα που ακούει λέει δυνατά:
«Έκτακτο! Αριστούργημα! Ανεπανάληπτο!»
Και λέει μέσα της.:
«Πω, πω αηδία! Πού το δικό μου...»
Οι μεγαλοφυΐες αρχίζουνε σε μεγάλες παρέες από είκοσι τουλάχιστον άτομα.
Και τα είκοσι άτομα μισούν τους φθασμένους που φτάσανε χωρίς να αξίζουνε.
Μετά, κάποια μεγαλοφυΐα την πιάνει η πείνα και διορίζεται με χίλιες οχτακόσιες δραχμές (ΣτΜ: /540 περ. ευρώ) τον μήνα.
Σε έξι μήνες οι δέκα οχτώ από τις είκοσι μεγαλοφυΐες είναι διορισμένες.
Και να δεις που φοράνε καινούργια παπούτσια. Όλο λένε: "Θα γράψω. Αλλά πού καιρός. Η άτιμη η ρουτίνα".
Σε δέκα χρόνια, έχουνε ένα καλό μισθό και κοροϊδεύουν εκείνους που θέλουν να γράψουν.
Μερικοί είναι παντρεμένοι.
Μερικοί έχουν παιδιά.
Μερικοί γράφουνε κρυφά. Από την γυναίκα τους. Τα κλειδώνουν σ’ ένα συρτάρι. Κάνουν επίδειξη γνώσεως. Ύστερα ξυρίζονται και κουρεύονται σαν άνθρωποι.
Και οι δυο που περισσέψανε από την εικοσάδα, επιμένουν αλλά ακόμα δεν κατάφεραν τίποτα.
Κάποιο έντυπο δέχεται να φιλοξενήσει μια κριτική τους. Για οτιδήποτε.
Ακόμα και για εικαστικές τέχνες.
Από την στιγμή αυτή, γράφουνε με μπικ που είναι γεμάτα με χολή. «Κανείς δεν αξίζει τίποτα».
«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το βάθος «η το ύψος» της δικής μας διανόησης».
«Είμαστε ανώτεροι».
Αν είχανε και ένα παντελόνι της προκοπής με σχιστές τσέπες, τότε θα μπορούσαν να μπούνε μέσα στους κλειστούς κύκλους των «μεγάλων παραγνωρισμένων» , που είναι ένα είδος μασονικής στοάς, με δικούς τους κανόνες.
Πάντως γράφουνε.
Τις περισσότερες φορές ο αρχισυντάκτης φωνάζει. Τους δίνει το χειρόγραφο.
-Γιατί χτυπάτε τόσο τον κ. Δεινόσαυρο; ο κ. Δεινόσαυρος είναι άνθρωπος δικός μας.
Τότε παίρνουνε πίσω την κριτική και την μεταβάλλουνε από φιλιππικό σε διθύραμβο.
«Κανείς δεν μπορεί να φθάσει το ύψος του μεγαλείου του Δεινόσαυρου».
Το κακό είναι ότι το πιστεύει και ο Δεινόσαυρος. Όταν συναντιώνται στον δρόμο , ο Δ. λέει «Mερσί!» και ο κριτικός λέει το «Ένιωσα και το έγραψα».
Πηγή:
«Άνθρωποι και Ανθρωπάκια». Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1989.
I’M AN INTELLECTUAL
Nikos Tsiforos
Rendered by Vassilis C. Militsis
A story from the book
People and Nobodies
Ermis Publications, Athens, 1989.
[…]
“What’s your job exactly?” asked a damsel, who had altered her belt into a skirt and her skirt into a teepee.
“I’m an intellectual!”
“Do you write?”
“I write in free verse and I’m a play writer, too.”
He was a play writer, all right, but none of his plays were ever appeared on stage; each time he attempted to recite one, he was being ‘whopped’ on the second page. Then he bought a briar pipe and declared:
“I’ll become an art reviewer and I’ll take them apart and put them together again like a watch.”
“You’d better be a watchmaker, then.”
“No, I’ll be a literary critic!”
From then on he would put on airs of a critic walking down the street. He was acting exactly like the bankers when their coffers were chock-full of money, as his drawer was crammed with intellectual products.
At first, the old timers browbeat the newcomers. They block their way. They hinted to him that he who has the ability breaks new ground on his own. Whereupon he ran wild:
“Gentlemen, the alphabet consists of twenty-six letters, which I have well mastered. I won’t be a navvy.” And he would puff at his continually burnt-out pipe. However, he went to the theater. He also made friends at the premises of various journals. He expounded theories.
“Take Ionesco; have you seen The Bald Soprano?”
All agreed that the bald soprano would have been a masterpiece if she had worn a wig.
“What about Brecht; have you seen The Fourpenny (sic) Novel?” [Die Dreigrochenoper]
And he would respectfully refer to Brecht, to Becket and to all those who had gained high literary reputation. “But those had succeeded because they were gifted” they would refute him.
He had never thought of it so far. The twenty-six letters were not enough. It does not suffice to get enthused and raise Cain; you need a bit of talent, too.”
He wouldn’t admit it in any way. And right on this turning point of his life, he met a young lady who wrote verse. Wonderful poems, pregnant with messages. Only that her slip straps needed a bit of washing. However, they became buddies, soul mates. They were walking down the street, arm in arm, closely hung unto one another like Siamese twins.
Once he asked her:
“Why don’t you use such and such soap? I’ve seen on TV that a lot of women became successful because they washed with that sort of soap.”
“I haven’t got time to spare,” she replied; “You well know that at nights I travel through the Milky Way.”
He hadn’t minded it because he wasn’t in good terms with soaps either.
One night, a cellar joint, fish fingers, garlic dip, retsina, romance, sighs and a resolution in the end.
“Shall we write something together?” they almost wept.
How come they hadn’t thought of it all this time? What they lacked was what they’d write about.
“Let’s write about a Headless Singer,” she suggested.
That would be spine chilling. Superbly macabre. Fancy a headless singer performing before an astounded audience. Next to him stands his assistant, who is a ventriloquist. It’s about a symbolic work proving that values, great singers and great artists can’t do without ventriloquists who always lag behind at the assistant status. They almost kissed, only they reeked with too much garlic. And as it happens with the great creations, they started discussing. At first they got mixed up with the names. She wanted the hero to be called Alkes and the heroine Rena. He preferred the other way around: Reno for the hero and Alke for the heroine. No genre of art is successful with heroes and heroines as Alkes and Rena.
Their second disagreement had been on standby somewhere in a shelf and was completely forgotten.
A rainy night she announced:
“Our association ends here. I’ll write by myself.”
“You can reserve the right of the title, too,” he said magnanimously.
But neither reserved that right.
She went straight home, got hold of paper and ballpoint pen, a packet of strong cigarettes; she got all them ready and then went into the bathroom to wash her slip straps.
He headed to one of those bookish lofts and found a host of friends who were also trying to write something and asked for pipe tobacco.
“We ain’t got pipe tobacco,” they all said grimly; “but we can spare you a fag to rip it open and fill in the bowl of your pipe.” That is the way of geniuses to come. Then the geniuses are always declaring: “I’ll write.”
Then one genius reads what another genius has written and the listening genius exclaims: “Superb! A masterpiece! Unprecedented!”
But deep inside them they say:
“Oh, boy! Disgusting! You should see mine…”
The geniuses can be found in large groups of at least a score of them. All of them hate the guts of those who have attained success without meriting it.
Then, some genius or other goes hungry and so he is appointed as a civil servant on a monthly salary of five hundred and forty euros.
In six months the eighteen out of the twenty geniuses have become civil servants. And I bet you they wear new shoes; but they are always insisting: “I shall write, but I’ve run out of time. That damn daily grind!”
In ten years they get a good salary and mock the ones who want to write.
Some again have married.
Some have got kids.
Some go on writing secretly behind their wives’ back. They hide their writings in a drawer. They show off their knowledge. And then they shave and have haircuts like decent people.
The two out of the score persist on writing but still they haven’t achieved anything.
Some journal or other has accepted to publish one of their reviews on whatever. Even on visual arts. From that moment on, they write with ballpoints spitting out bile. “None is worth anything.”
“None can understand the depth or the height of our intellect.”
“We’re vastly superior.”
If they had a decent pair of trousers with slit pockets, then they could enter the closed circles of ‘the great underrated’, a sort of masonic lodge with its own rules and regulations.
At any rate, they go on writing.
More often than not, the chief editor is bitching. He’s handing them the manuscript.
“Why are you so hard on Mr. Dinosaur? Mr. Dinosaur is one of own people.”
Then they retrieve their review and turn it from a harangue into a dithyramb.
“None can soar to the grandeur of a Dinosaur.”
The annoying thing is that the Dinosaur believes it himself.
When they meet in the street the D. says “merci” and the critic replies “I’ve merely written what I felt.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου