Δευτέρα, Οκτωβρίου 25, 2021

«Πώς η Σιμόν έγινε η Μποβουάρ: Μια ολόκληρη ζωή» (προδημοσίευση)

 

prodimosieysi Kirkpatrick

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη βιογραφία της Simone de Beauvoir* «Πώς η Σιμόν έγινε η Μποβουάρ: Μια ολόκληρη ζωή» (μτφρ. Στέλλα Κάσδαγλη), της Kate Kirkpatrick που θα κυκλοφορήσει στις 27 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Πηγή: bookpress.gr

Για την αγάπη του Θεού ή για τον έρωτα των ανδρών;

Παραμονές των δέκατων ένατων γενεθλίων της τα ημερολόγια της Μποβουάρ είναι γεμάτα από τις σκέψεις μιας οδυνηρής απουσίας. Ως παιδί πίστευε ότι το σύμπαν της το κυβερνούσε ο Θεός και, όσο αμφισβητήσιμος κι αν έμοιαζε εκ των υστέρων ο τρόπος διακυβέρνησής του, πλέον τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η Σιμόν ήταν διαφορετικά. Αν δεν υπήρχε κανείς για να της φανερώσει την αποστολή της, μήπως δεν θα είχε πια αποστολή; Αν δεν υπήρχε Θεός, τι ήταν αυτό που έδινε στους ανθρώπους –και σε όλα τα υπόλοιπα όντα– την αξία τους; «Ίσως και να έχω αξία» γράφει. Αυτό όμως σημαίνει ότι «θα πρέπει να υπάρχουν αξίες γενικά». Δεν ήταν η μόνη που έθετε αυτού του είδους τις ερωτήσεις. Από το ξεκίνημα του 20ού αιώνα η φιλοσοφική ελίτ του Παρισιού είχε αρχίσει να αμφισβητεί την αξία της θρησκευτικής πίστης και εμπειρίας, με αφορμή τη διάσημη ρήση του Νίτσε «Ο Θεός πέθανε!».

Στη ζωή της Σιμόν, η εξαφάνιση του Θεού συνέπεσε με το φλερτ και τον θάνατο της θρησκευόμενης και αγαπημένης της φίλης, της Ζαζά. Και οι δύο αυτές απώλειες θα είχαν μακροχρόνιες συνέπειες. Για ένα μεγάλο μέρος των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν η Μποβουάρ ένιωθε ότι η δική της ελευθερία είχε κοστίσει τη ζωή της Ζαζά.

Το 1928 η Σιμόν είχε πια ανακαλύψει ορισμένες από τις εναλλακτικές ζωές που είχε να της προσφέρει το Παρίσι: την μποέμ και επαναστατημένη ζωή, τον σουρεαλισμό, το σινεμά, τα Ρωσικά Μπαλέτα. Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε και τις σπουδές της στη Σορβόνη, παρέα με μια εντυπωσιακή κοόρτη. Οι δύο Σιμόν (η Μποβουάρ και η Βέιλ) δεν έγιναν φίλες, παρότι –εκ των υστέρων τουλάχιστον– η εξέλιξη αυτή φαντάζει σαν χαμένη ευκαιρία. Η φήμη της Βέιλ διέγειρε το ενδιαφέρον της Μποβουάρ όχι τόσο λόγω της ευφυΐας της, αλλά λόγω της γεμάτης πάθος έγνοιας της για τον πόνο των άλλων. Η Μποβουάρ είχε μάθει ότι η Σιμόν Βέιλ έκλαψε όταν άκουσε για τον λιμό που είχε ξεσπάσει στην Κίνα και είχε εντυπωσιαστεί που η καρδιά της άλλης ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να πονά ακόμα και για ανθρώπους που ζούσαν στην άλλη άκρη της γης. Ήθελε να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα, όμως η συνάντησή τους πήρε απογοητευτική τροπή όταν η συζήτηση στράφηκε στο ερώτημα του τι ήταν πιο σημαντικό: η επανάσταση (όπως έλεγε η Βέιλ) ή η αποκάλυψη του σκοπού της ύπαρξης (όπως έλεγε η Μποβουάρ). Η Βέιλ έδωσε τέλος στην κουβέντα τους με τις λέξεις: «Είναι προφανές ότι δεν έχεις πεινάσει ποτέ». Όπως περιέγραψε αργότερα το συμβάν η Μποβουάρ, η Βέιλ την κοίταξε από πάνω ως κάτω και την έκρινε ως «καθωσπρέπει μικροαστή». Στη φάση εκείνη η Μποβουάρ το θεώρησε εκνευριστικό –στο κάτω κάτω, η Βέιλ δεν ήξερε τίποτα για τις συνθήκες της ζωής της και έβγαζε λανθασμένα συμπεράσματα–, μέσα στα επόμενα χρόνια όμως άρχισε να βλέπει με μεγαλύτερη συμπάθεια αυτή την κριτική του νεαρού εαυτού της.

Ο Μερλό-Ποντί, από την άλλη,Merleau-Ponty on Perception and Imagination - New Learning Online επρόκειτο να γίνει ο αγαπητός «Ποντί» της Μποβουάρ. Ήταν φοιτητής στην École Normale Supérieure, προερχόταν από οικογένεια παρόμοια με της Μποβουάρ και πάλευε με τα ζητήματα της πίστης. Αναζήτησε την Μποβουάρ αμέσως μόλις δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων της γενικής φιλοσοφίας και έφτασαν να γίνουν στενοί φίλοι οι δυο τους – στην αρχή έκαναν από καρδιάς συζητήσεις και αργότερα διάβαζαν ο ένας τη δουλειά του άλλου. Ο Μερλό-Ποντί τη συμπαθούσε τόσο πολύ, που τη σύστησε στον φίλο του Μορίς ντε Γκαντιγιάκ, ο οποίος τη βρήκε ευφυή και συναρπαστική – ιδιαιτέρως μάλιστα ενδιαφέρθηκε για τις συνθήκες της πίστης της. Η Μποβουάρ συμπαθούσε τον Μερλό-Ποντί τόσο πολύ, που τον σύστησε στη Ζαζά, κι έτσι πολύ σύντομα οι τέσσερίς τους άρχισαν να παίζουν τένις μαζί κάθε Κυριακή πρωί. Ο Μερλό-Ποντί ήταν ο πρώτος διανοούμενος που γνώριζε ποτέ η Ζαζά και σύντομα εκείνη άρχισε να ελπίζει σε κάτι που μέχρι τότε της φαινόταν αδύνατο: ότι θα μπορούσε να εκπληρώσει το οικογενειακό της καθήκον να παντρευτεί χωρίς όμως να παραιτηθεί από τον έρωτα ή από την εσωτερική ζωή της.

Η Μποβουάρ είχε ελάχιστες γυναίκες φίλες στη σχολή και, όπως παραδέχτηκε αργότερα, συχνά απέρριπτε γυναίκες που μπορεί να έβρισκε διανοητικά ενδιαφέρουσες λόγω της θρησκείας ή της κοινωνικής τους προέλευσης ή και των δύο.

Στην αρχή και η Σιμόν είχε ενθουσιαστεί από τις συζητήσεις της με τον Μερλό-Ποντί. Είχαν όντως πολλά κοινά: είχε μεγαλώσει κι εκείνος σε θρησκευόμενη οικογένεια και, αρχικά τουλάχιστον, θεωρούσε τον εαυτό του σιωπηλό άπιστο. Στην École Normale Supérieure ο Μερλό-Ποντί ανήκε σε μια ομάδα που είχε ασεβώς ονομαστεί «Οι Άγιοι Γουίλι»[1] λόγω της αρετής των μελών της και του σεβασμού τους προς τους ιερείς. Η Μποβουάρ είχε ελάχιστες γυναίκες φίλες στη σχολή και, όπως παραδέχτηκε αργότερα, συχνά απέρριπτε γυναίκες που μπορεί να έβρισκε διανοητικά ενδιαφέρουσες λόγω της θρησκείας ή της κοινωνικής τους προέλευσης ή και των δύο. Είχε πιάσει ωστόσο φιλίες και με άλλους «Αγίους Γουίλι», μεταξύ των οποίων και ο Ζαν Μικέλ, ο οποίος έγραφε, όπως και η ίδια, τη διπλωματική του υπό την επίβλεψη του διακεκριμένου ακαδημαϊκού Ζαν Μπαρουζί.

Στα απομνημονεύματά της η Μποβουάρ έγραφε ότι «πήγε να ακούσει τον Ζαν Μπαρουζί, συγγραφέα μιας διπλωματικής που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης γύρω από την ποίηση του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού». Στην πραγματικότητα όμως, δεν είχε πάει μόνο να τον ακούσει. Έγραψε και μια δική της διπλωματική υπό τη δική του καθοδήγηση. Στα ημερολόγιά της έγραφε ότι της άρεσε ο Μπαρουζί επειδή την έπαιρνε στα σοβαρά και της ασκούσε κριτική. Στα απομνημονεύματά της όμως τηρεί μια απροσδόκητη σιγή σε σχέση με το φιλοσοφικό περιεχόμενο της διπλωματικής της, αναφέροντας μόνο ότι καταπιανόταν με «την προσωπικότητα» και ότι ο Μπαρουζί τής την επέστρεψε «μετ’ επαίνων», λέγοντάς της ότι αποτελούσε τη «βάση ενός σοβαρού έργου». Τα ημερολόγια δείχνουν ότι η δουλειά που έκανε για τον Μπαρουζί περιλάμβανε συζητήσεις περί έρωτα και ηθικής. Η απόκλιση ανάμεσα στις διαφορετικές αυτές καταγραφές εγείρει ένα επαναλαμβανόμενο ερώτημα: γιατί από το έργο της λείπει η συνέπεια; Η ίδια η διπλωματική της Μποβουάρ δεν έχει διασωθεί, οπότε δεν μπορούμε να στραφούμε σ’ αυτή για πιθανές απαντήσεις. Με βάση όμως τα όσα έγραφε το ίδιο διάστημα η Μποβουάρ στα ημερολόγιά της, μπορούμε να συμπεράνουμε με σχετική ασφάλεια ότι οι συζητήσεις που άνοιγε εκεί σε σχέση με τον έρωτα προετοίμασαν το έδαφος για τα όσα θα έγραφε τη δεκαετία του 1940 για την ηθική, τότε που οι ιδέες της θεωρήθηκαν βασισμένες σε απόψεις του Σαρτρ. Μήπως λοιπόν έκρυβε από το αναγνωστικό κοινό της τα πρώιμα έργα της επειδή ανησυχούσε ότι το περιεχόμενό τους θα μπορούσε να βάλει κατά κάποιον τρόπο σε κίνδυνο τη φήμη του Σαρτρ; Ή επειδή δεν πίστευε ότι το αναγνωστικό κοινό της δεκαετίας του 1950 θα πειθόταν από –πόσω μάλλον θα ταυτιζόταν με– μια πρωταγωνίστρια της οποίας η φιλοσοφία διαμόρφωσε στη συνέχεια τη φιλοσοφία του Ζαν-Πολ Σαρτρ;Γιατί ο Ζαν Πολ Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ λογοτεχνίας; | LiFO


Τη δεκαετία του 1920 η Μποβουάρ είχε καταφέρει να βρει ελάχιστες γυναίκες που συμμερίζονταν τα πνευματικά της ενδιαφέροντα. Αναγνώριζε πως, αναζητώντας μια κάποια πνευματική σύνδεση, είχε αρχίσει να στρέφεται όλο και περισσότερο προς τη συντροφιά ανδρών: απολάμβανε τις συζητήσεις και τη φιλία τους. Στις Αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρηςΟι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης - Σιμόν ντε Μπωβουάρ - 9789602750322 |  Protoporia.gr έγραφε ότι την απωθούσε ιδιαίτερα η προκλητική στάση που έπαιρναν συχνά οι γυναίκες απέναντι στους άνδρες: «ήδη από το ξεκίνημα οι άνδρες ήταν σύντροφοι και όχι εχθροί μου. Αντί να τους ζηλεύω, ένιωθα ότι η δική μου θέση, ακριβώς επειδή ήταν ασυνήθιστη, αποτελούσε προνόμιο για μένα». Εκ των υστέρων αναγνώριζε ότι ήταν γυναίκα-δείγμα, όμως χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αρχίσει να θεωρεί αυτή τη «δειγματοληπτική» διάσταση προβληματική. Κατά τα φοιτητικά της χρόνια οι φιλικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στην Μποβουάρ και στους συνομήλικούς της άνδρες διευκολύνονταν από το γεγονός ότι οι ίδιοι δεν την έβλεπαν ως αντίπαλο, ακριβώς επειδή το γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους αντιμετώπιζε ως ίσους. Η Σιμόν και όλες οι άλλες φοιτήτριες γίνονταν δεκτές ως «υπεράριθμες» και δεν συναγωνίζονταν για τις ίδιες θέσεις εργασίας. (Οι γυναίκες προορίζονταν για να διδάξουν σε λύκεια θηλέων· το γαλλικό κράτος παρείχε εκπαίδευση στα κορίτσια, όμως ήταν ακόμη ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι δεν θα έπρεπε να είναι δουλειά των αντρών το να τις εκπαιδεύουν.)

Με βάση την αφήγηση της Ντίρντρι Μπερ, ο αρχικός ενθουσιασμός της Μποβουάρ για τον Μερλό-Ποντί άρχισε να φθίνει όταν κατέστη σαφές ότι ο ίδιος δεν ήταν άθεος. Η Μποβουάρ απογοητεύτηκε που εκείνος πίστευε πως η αλήθεια βρισκόταν μέσα στα στενά θρησκευτικά όρια της ανατροφής τους. Για μία ακόμα φορά όμως τα ημερολόγιά της αφηγούνται μια διαφορετική και όχι τόσο νηφάλια ιστορία σε σχέση με την απώλεια της δικής της πίστης από αυτήν που διαγράφεται μέσα από τα απομνημονεύματά της. Μόλις «είδα το φως το αληθινό» σε σχέση με τον Θεό, έγραφε στα απομνημονεύματα, «διαχώρισα τη θέση μου ολοκληρωτικά». Μετά από αυτό, λέει η Μποβουάρ εν είδει συμπεράσματος στο αναγνωστικό κοινό της, αυτή «η έλλειψη πίστης δεν κλονίστηκε ποτέ». Με γλώσσα που θυμίζει τον Άγιο Αυγουστίνο και τον Μπλεζ Πασκάλ[2], περιγράφει πώς η εμπειρία της απώλειας του Θεού συνοδεύτηκε από την αιφνίδια ανακάλυψη ότι «όλα είχαν σιωπήσει». Για πρώτη φορά ένιωσε και η ίδια «την τρομερή σημασία» της λέξης «μόνη».

Kirkpatrick exΌμως η ιστορία που διαγράφεται μέσα από τα φοιτητικά της ημερολόγια είναι λιγότερο ξαφνική και λιγότερο ολοκληρωτική. Μέχρι και το 1928, στην ηλικία των είκοσι, η Μποβουάρ έμπαινε «στον πειρασμό του καθολικισμού». Παρότι αργότερα απέρριψε την πίστη των παιδικών της χρόνων ως αφελή και ως αποτέλεσμα πολιτισμικής αφομοίωσης, όταν ξεκίνησε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε διανοούμενους πιστούς που συνδύαζαν την αφοσίωσή τους στη θρησκεία με την αμφιβολία και την προθυμία της αμφισβήτησης. Εκείνη ήταν μια φιλόσοφος εν τη γενέσει της και, όποτε ερχόταν αντιμέτωπη με κάποιο καινούργιο επιχείρημα, δεν στύλωνε τα πόδια στο έδαφος ούτε παρέμενε ανεπηρέαστη στο όνομα της συνέπειας: αντίθετα, αξιολογούσε τα θετικά του σημεία.

Ας ακολουθήσουμε όμως για λίγο την αφήγηση που δίνει η ίδια μέσα από τα απομνημονεύματά της, προτού ρίξουμε μια ματιά στα ίδια τα ημερολόγια. Στην εκδοχή των γεγονότων που δημοσιεύτηκε το 1958 η Μποβουάρ αναγνώριζε ότι, ως παιδί, είχε αναπτύξει μια παθιασμένη πίστη στον Θεό – το είδος της πίστης που δεν θα μπορούσε να καλλιεργήσει τεχνητά μια θρήσκα μητέρα. Η Σιμόν πήγαινε στη λειτουργία τρεις φορές την εβδομάδα και έμενε τακτικά και για αρκετές μέρες σε ησυχαστήρια. Έκανε διαλογισμό και είχε πάντα μαζί της ένα σημειωματάριο όπου κατέγραφε τις σκέψεις της και τις «ιερές της δεσμεύσεις». Επιθυμούσε «να έρθει πιο κοντά στον Θεό, αλλά […] δεν ήξερε πώς να το καταφέρει». Αποφάσισε τότε ότι η καλύτερη ζωή που είχε να της προσφέρει ο κόσμος ήταν μια ζωή στην οποία δεν θα έκανε τίποτ’ άλλο παρά να αναστοχάζεται πάνω στα περί Θεού, κι έτσι κατέληξε στο ότι θα γινόταν Καρμελίτισσα μοναχή.

Στη μετέπειτα ζωή της η Μποβουάρ θα στρεφόταν στην πολιτική, ως νέα γυναίκα όμως έβρισκε τα ερωτήματα που άπτονταν κοινωνικών ζητημάτων απομακρυσμένα από την ίδια – εν μέρει επειδή ένιωθε ότι δεν είχε καμία δύναμη να αλλάξει τον κόσμο γύρω της. Αντ’ αυτού, εστίαζε σε ό,τι μπορούσε να ελέγξει: δηλαδή τον εσωτερικό της κόσμο. Είχε ακούσει ότι, πέρα από την ηθικοπλαστική θρησκεία του καθήκοντος, υπήρχε και η μυστικιστική διάσταση της θρησκείας: επειδή είχε διαβάσει ιστορίες αγίων με ζωές γεμάτες πάθος, οι οποίοι είχαν βρει την πλήρωση σε μυστηριώδεις ενώσεις με τον Θεό που τους χάριζαν γαλήνη και χαρά, «εφεύρισκε ατιμώσεις» για τον εαυτό της. Έτριβε το δέρμα της με ελαφρόπετρα μέχρι να ματώσει και μαστιγωνόταν με την αλυσίδα ενός κολιέ. Στην ιστορία του χριστιανισμού υπάρχει μια μακρά παράδοση odium corporis, ενώ σε πολλές θρησκείες του κόσμου συναντάμε ιστορίες ασκητισμού που καταλήγουν σε μυστικιστικές εμπειρίες. Οι προσπάθειες της Σιμόν όμως δεν την οδήγησαν στις καταστάσεις φώτισης που αναζητούσε.


[1]. Holy Willies: Αναφορά στο ομότιτλο ποίημα του Robert Burns, μια σάτιρα ενάντια στη θρησκευτική υποκρισία, που γράφτηκε το 1785 και δημοσιεύτηκε ανώνυμα το 1897.
[2]. Blaise Pascal: Γάλλος μαθηματικός, φυσικός, εφευρέτης, φιλόσοφος, συγγραφέας και καθολικός θεολόγος.


Η Κέιτ Κερκπάτρικ διδάσκει Φιλοσοφία και Χριστιανική Ηθική και, παράλληλα, είναι Διευθύντρια Φιλοσοφικών Σπουδών στο Regent’s Park College της Οξφόρδης. Έχει γράψει πολλά βιβλία για τη ζωή του Ζαν - Πολ Σαρτρ και της Σιµόν ντε Μποβουάρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Duy Huynh: δημιουργός αιθέριων χαρακτήρων που λικνίζονται μέσα σε ένα σουρεαλιστικό ή ονειρικό σύμπαν

Ο Philippe Entremont είναι ο βιρτουόζος του πιάνου που παίζει Satie και  Debussy. Η τέχνη είναι του Βιετναμέζου Duy Huynh, του οποίου οι ...