Το διαχρονικό φιλοσοφικό πλαίσιο των νέων ιδεών: Το παράδειγμα του βασικού εγγυημένου εισοδήματος
Rémi Noyon / Philippe Vion-Dury, Οι νέες ιδέες, μτφρ. Βάλια Καϊμάκη, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2021
Στο βιβλίο «Οι νέες ιδέες», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Πόλις σε ακριβόλογη και παραστατική μετάφραση της Βάλιας Καϊμάκη, ο δημοσιογράφος του περιοδικού L’ Obs, Rémi Noyon και ο αρχισυντάκτης του περιοδικού Sociater, Philippe Vion-Dury, αμφότεροι στα 30 τους μόλις χρόνια, καταπιάνονται με ένα φάσμα νέων ιδεών, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ζωηρής αντιπαράθεσης στη δημόσια σφαίρα και συχνά-πυκνά, δυστυχώς, οιονεί εμπόλεμης σύρραξης στα social media.
Το έργο τους παρουσιάζει πρωτοτυπία τόσο από τη σκοπιά της μεθοδολογικής ανάλυσης όσο και του περιεχομένου του. Τούτο διότι οι εκ πρώτης όψεως ετερόκλητες και αποσπασματικές θεματικές προσεγγίζονται μέσα από την ανάδειξη του κοινωνικού, οικονομικού, πολιτικού και φιλοσοφικού τους βάθους. Έτσι αποκτούν έναν συγκολλητικό αρμό, δυνάμενες να τύχουν επεξεργασίας με τα κλασικά διανοητικά εργαλεία του Ορθού Λόγου και, συνάμα, να εμπλουτιστούν από τη χειραφετητική δυναμική των κοινωνικών κινημάτων του 21ου αιώνα.
Με άλλα λόγια, η κύρια μέριμνα των συγγραφέων έγκειται στην αναζήτηση των συσχετισμών ανάμεσα στους ποικίλους θεματικούς άξονες, στη «συνάρθρωση των εννοιών σε ευρύτερα πολιτικά προτάγματα» (σελ. 276). Η διαθεματικότητα, εξάλλου, είναι μια από τις κεντρικές προκλήσεις για τα κοινωνικά κινήματα και τις πολιτικές συλλογικότητες σε μια εποχή έντονου κατακερματισμού του ατομικού, πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού και πολιτισμικού βίου.
Κατά την ενασχόλησή τους με τις νέες ιδέες είναι καθόλα εύλογο ότι διανοίγονται ερωτήματα χωρίς να υφίστανται έτοιμες απαντήσεις. Εξ αντιδιαστολής, το βιβλίο φιλοδοξεί, με επιστημονική ακρίβεια και εκλαϊκευμένη διατύπωση, να πυροδοτήσει έναν αναστοχασμό επί των σύγχρονων τάσεων, δίχως να προεξοφλείται με εσχατολογικούς όρους το μελλοντικό πλαίσιο πραγμάτωσης ή απόρριψής τους.
Οι συγγραφείς αποπειρώνται να κατανοήσουν την εποχή μας παίρνοντας σαφείς αποστάσεις, αφενός, από τη χάραξη ενός –μαρξογενούς, σοσιαλδημοκρατικού, φιλελεύθερου ή συντηρητικού- «τέλους της ιστορίας» και, αφετέρου, από μια άκρατα σχετικιστική, τεχνικά ουδέτερη προσέγγιση των εγειρόμενων ζητημάτων. Ό, τι αναζητούν σχολαστικά είναι οι «συγκεκριμένες ιδεολογικές προϋποθέσεις» (σελ. 275) για την περιήγηση σε «πολιτικά αντικείμενα απροσδιόριστης ταυτότητας» (σελ. 276).
Ως διαυγές παράδειγμα, προκειμένου να αναδειχθεί η πληθώρα των επιχειρημάτων που εισφέρει το βιβλίο στον δημόσιο διάλογο, θα εκτεθεί συνοπτικά το βασικό εγγυημένο εισόδημα. Κατά τον διαδεδομένο ορισμό του Basic Income Earth Network (ο ορισμός καταγράφεται στις σελ. 16-17 του βιβλίου), το βασικό εγγυημένο εισόδημα συνιστά «αναπαλλοτρίωτο, απροϋπόθετο δικαίωμα, που δεν είναι ασυμβίβαστο με άλλα εισοδήματα, και παρέχεται από μια πολιτική κοινότητα σε όλα τα μέλη της, από τη γέννηση ως το θάνατο, σε ατομική βάση, χωρίς έλεγχο των εισοδηματικών πηγών ούτε απαίτηση αντιπαροχών, και του οποίου το ύψος και η χρηματοδότηση ρυθμίζονται με δημοκρατικό τρόπο» Επιπλέον, γίνεται αδρομερής αναφορά σε ορισμένες ατελείς πρακτικές εφαρμογές του σε περιορισμένη κλίμακα, όπως ενδεικτικά στην Αλάσκα των Ηνωμένων Πολιτειών με καταβολή ενός πενιχρού καθολικού επιδόματος στους πολίτες χρηματοδοτούμενου από τα πετρελαϊκά έσοδα.
Όπως εντοπίζουν εύστοχα οι συγγραφείς, οι υπερασπιστές και οι επικριτές της εν λόγω νέας ιδέας διαχέονται σε όλο των φάσμα των πολιτικών ιδεολογιών και ιδίως στους κόλπους του νεοφιλελευθερισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής ή ρεφορμιστικής Αριστεράς. Επισημαίνουν, λοιπόν, ότι «δεν υπάρχει ένα βασικό εγγυημένο εισόδημα, αλλά διαφορετικοί τύποι εισοδήματος που αντιστοιχούν σε διαφορετικές ιδεολογικές γραμμές» (σελ. 18).
Οι γενεαλογικές καταβολές της ιδέας του βασικού εισοδήματος μπορούν να αποδοθούν σε σπερματική μορφή στην «Ουτοπία» του Thomas More, ενώ η ηθικοπολιτική της τεκμηρίωση εδράζεται στη ριζοσπαστικά ρεπουμπλικανική-πολιτικά φιλελεύθερη «Αγροτική Δικαιοσύνη» του Thomas Paine και στον ουτοπικό σοσιαλισμό των Joseph Charlier και Charles Fourier.
Η σύνδεση με τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση συντελέσθηκε μετά την πρόταση του James Mead για «κοινωνικό μέρισμα», ενώ επικαιροποιήθηκε από τον κεϋνσιανό James Tobin με έμφαση στην αναδιανομή του πλούτου και στην εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης ως αποτελεσματικό αντίβαρο στις εκτινασσόμενες ανισότητες σε συνθήκες απορρύθμισης και τεχνολογικής υπέρβασης της μισθωτής εργασίας που θέτουν υπό σοβαρή διακινδύνευση τον ταξικό συμβιβασμό μεταξύ κεφαλαίου και εργαζομένων.
Στο νεοφιλελεύθερο discourse, η ιδέα του βασικού εγγυημένου εισοδήματος με τη μορφή ενός «αρνητικού φόρου» προτάθηκε από τον Milton Friedman στο έργο του «Καπιταλισμός και ελευθερία», προσεγγίζοντάς το ως υποκατάστατο του «πατερναλιστικού» κοινωνικού κράτους δικαίου, επιτρέποντας έτσι στο «ελάχιστο Κράτος» να περιορίζεται απλώς και μόνο στη διαχείριση της ακραίας φτώχειας προκειμένου να διασφαλίζεται η de facto δυνατότητα του homo economicus να συμμετέχει στο αγοραίο παίγνιο.
Από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο André Gorz στο ύστερο έργο του προσέδωσε στο βασικό εισόδημα αντικαπιταλιστικό πρόσημο, εκλαμβάνοντάς το ως πολύτιμο εργαλείο στον διαρκή αγώνα για απαλλαγή των μαζών από την ιδεολογία της –ταξικά μεροληπτικής υπέρ του κεφαλαίου- μισθωτής εργασίας. Στο δε χώρο της ρεφορμιστικής Αριστεράς, συγγενεύουσας προς τις οπτικές της κλασικής σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, το βασικό εισόδημα γίνεται αντιληπτό ως μέσο ανακούφισης των ηγεμονευόμενων τάξεων από το δυσβάστακτο βάρος της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων πόρων που οξύνει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και την ανισοδυναμία επιρροής ως προς την πολιτική διαμόρφωση του «κοινού αγαθού».
Στον αντίποδα διατυπώνονται οι εξής κριτικές στην ιδέα της υιοθέτησης ενός βασικού εγγυημένου εισοδήματος:
Υπό νεοφιλελεύθερο-νεοσυντηρητικό πρίσμα, διατυπώνεται η άποψη ότι το βασικό εισόδημα, ακόμα και στην εκδοχή του «αρνητικού φόρου», συνιστά αθέμιτο κρατικό πατερναλισμό, πριμοδοτώντας το σύνδρομο του «λαθρεπιβάτη» (free rider), καθότι αποσυνδέει, κατά μια εξόχως ατομιστική θεώρηση της σκέψης του Locke, την απόληψη οικονομικού οφέλους από την παροχή εργασίας.
Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και η ρεφορμιστική Αριστερά επισημαίνουν τον κίνδυνο να υποκατασταθούν, μέσω του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, οι παροχικοί-εγγυητικοί θεσμοί του κοινωνικού κράτους δικαίου (π.χ. κοινωνική ασφάλιση, πλήρης απασχόληση) από μια επιδοματικού τύπου διαχείριση των κοινωνικών κινδύνων.
Τέλος, εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής, μαρξογενούς Αριστεράς υποστηρίζουν ότι το βασικό εισόδημα λειτουργεί ως ανασχετικός παράγοντας στην καθημερινή μάχη για χειραφέτηση του προσώπου μέσω της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής μεταθέτοντας την ευθύνη για τη διασφάλιση του ευ ζην αποκλειστικά και μόνο στη σφαίρα των ατομικών προτιμήσεων-επιλογών.
Εν κατακλείδι, το προαναφερόμενο παράδειγμα μας επιτρέπει να προχωρήσουμε στο συμπέρασμα αυτού του κατατοπιστικού και εξαιρετικά ενδιαφέροντος βιβλίου, τη διαλεκτική θεώρηση ανάμεσα στις επιμέρους θεματικές ενότητες και τις πολιτικοφιλοσοφικές παραδόσεις-αφηγήσεις της νεωτερικότητας. Όπως τονίζουν οι συγγραφείς, «οι μείζονες πολιτικές φιλοσοφίες εξακολουθούν να είναι αυτές που δίνουν μορφή στις τρέχουσες συζητήσεις· ταυτόχρονα, όμως, αναμορφώνονται από αυτές» (σελ΄277). Το γειωμένο όραμα του βιβλίου, το οποίο διακηρύσσεται ως στόχος ήδη από την εισαγωγή (σελ. 9) δεν είναι άλλο, εντέλει, από το «να αναστοχαστούμε τον κόσμο που αφήνουμε πίσω μας, κυρίως όμως να συλλάβουμε την κοινωνία σε μια στιγμή εξελικτικής μετάβασης».
*Διδάκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου