Τι το θέλαμε το μαξιλάρι των 37 δισ.;
Αντώνης Παπαζαχαρίου, Χρήστος Τσίτσικας*
«Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αστοχία, τη μεγαλύτερη γκάφα από καταβολής οικονομικής πολιτικής. (…) Τι το θέλατε το μαξιλάρι των 37 δισ.;». Θεόδωρος Σκυλακάκης υφυπουργός Οικονομικών, 17.12.2019
Οι επιθέσεις της Ν.Δ., πριν ως αντιπολίτευσης και τώρα ως κυβέρνησης, στην οικονομική πολιτική της δικής μας κυβέρνησης είναι δεδομένη, πολλές φορές με αστεία επιχειρήματα, πάντα με διαστρεβλώσεις και σίγουρα αγνώμονες στον βαθμό που η χώρα επιβιώνει από την πανδημία εξαιτίας των δικών μας προβλέψεων.
Στον χορό της πολεμικής εναντίον της οικονομικής μας πολιτικής μπαίνουν και άλλοι -κατανοητό στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού. Δυσνόητη είναι όταν η πολεμική προέρχεται από τις γραμμές μας, χωρίς τεκμηρίωση και με άγνοια της στρατηγικής που μας οδήγησε στην έξοδο από τα Μνημόνια με την κοινωνία όρθια.
Ακατανόητη γίνεται όταν τα επιχειρήματα προέρχονται από πρόσωπα που συμμετείχαν στο δικό μας υπουργικό συμβούλιο. Που σημαίνει πως είτε τότε δεν είχαν καταλάβει το πολιτικό μας σχέδιο και παρέμεναν άφωνοι χειροκροτώντας είτε δύο χρόνια μετά αναθεώρησαν τις απόψεις τους με δανεικά επιχειρήματα. Θεμιτό.
Πάμε από την αρχή, από τα βασικά. Είναι γεγονός ότι ο βασικός στόχος των Μνημονίων ήταν να έχουμε για χρόνια μεγάλα πλεονάσματα, τα οποία πράγματι στερούσαν πόρους από την ανάπτυξη που είχε ανάγκη η κοινωνία. Όπως αποδείχθηκε, εξίσου σημαντικός στόχος ήταν και η προώθηση μιας νεοφιλελεύθερης ατζέντας ως μοναδικής λύσης για την επίτευξη των στόχων, αλλά και η διαρκής προσπάθεια άσκησης micromanagement στις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε ακόμη και με δεδομένο το ύψος του πλεονάσματος οι θεσμοί και οι εγχώριοι φίλοι τους να έχουν τη δυνατότητα να πιέζουν προς πολιτικές που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Με απλά λόγια, όσο η χώρα δεν είχε τα ταμειακά διαθέσιμα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της οι θεσμοί αμφισβητούσαν τη δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να πιάσει τους στόχους της, αμφισβητούσαν επίσης και τα μέσα τα οποία επέλεγε για να το κάνει.
Πράγματι λοιπόν αυτά τα πλεονάσματα και οι υψηλοί στόχοι ήταν ο μνημονιακός εκβιασμός εις βάρος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και όταν, μετά το δημοψήφισμα του 2015, επετεύχθη μια συμφωνία με τους δανειστές δραστικά χαμηλότερων πλεονασμάτων από εκείνα στα οποία είχαν δεσμευτεί Σαμαράς - Βενιζέλος και έτσι τα απαιτούμενα μέτρα μειώθηκαν κατά 20 δισ. Αυτό δικαίως θεωρήθηκε μια τεράστια επιτυχία τόσο της χώρας όσο όμως και του ΣΥΡΙΖΑ και της διαπραγματευτικής του ομάδας.
Γιατί είχαμε υπεραπόδοση των στόχων
Εξακολούθησε όμως να είναι γεγονός ότι η χώρα, την οποία η Ν.Δ. είχε αφήσει με άδεια ταμεία, δεν είχε τη δυνατότητα να καλύπτει τις υποχρεώσεις της εντός του έτους χωρίς εκταμιεύσεις, οι οποίες δίνονταν στο πλαίσιο των αξιολογήσεων. Η έλλειψη ρευστότητας όμως επηρέαζε την έκβαση των ίδιων των διαπραγματεύσεων, καθώς η συμφωνία κατέληγε πάντα ως συμβιβασμός των εκ των προτέρων πεποιθήσεων και εκτιμήσεων της κάθε πλευράς.
Είναι γεγονός ότι οι εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς ήταν οι πιο ρεαλιστικές και του ΔΝΤ οι πιο απαισιόδοξες. Έτσι, για παράδειγμα, στις αξιολογήσεις αυτές, όταν η ελληνική πλευρά ανέφερε ότι η αποτελεσματικότητα ενός μέτρου ήταν π.χ. αύξηση εσόδων κατά 600 εκατ., οι δανειστές απαντούσαν ότι οι δικοί τους υπολογισμοί έδειχναν, π.χ., 200 εκατ. Ακόμη και αν μετά από διαπραγματεύσεις συμφωνούνταν το μέτρο να υπολογιστεί στα 400 εκατ., το γεγονός είναι ότι η ελληνική πλευρά είχε δίκιο από την αρχή.
Έτσι το μέτρο απέδιδε 600, τα 400 εκ των οποίων ήταν για να πιαστούν οι στόχοι (ας μην ξεχνάμε ότι, αν στο μέσον της χρονιάς οι θεσμοί θεωρούσαν ότι δεν θα πιαστούν οι στόχοι, η αξιολόγηση δεν έκλεινε και η εκταμίευση δεν δινόταν), ενώ τα άλλα 200 αποτελούσαν μέρος της υπέρβασης του στόχου.
Ταυτόχρονα, όταν, στο τέλος του έτους, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσε να αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος του υπερπλεονάσματος στην κοινωνία υπό τη μορφή κοινωνικού μερίσματος, συναντούσε πάλι τη σθεναρή αντίδραση των θεσμών, οι οποίοι επέμεναν ότι ο δημοσιονομικός χώρος ήταν μικρότερος από ό,τι πραγματικά ήταν, όπως άλλωστε έμελλε να αποδειχθεί μερικούς μήνες αργότερα, όταν έβγαιναν τα οριστικά αποτελέσματα του εκάστοτε έτους.
Παράλληλα, λόγω της επιλογής του μείγματος πολιτικής από τον ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε υπέρβαση των εκτιμήσεων των θεσμών τόσο στην ανάπτυξη όσο και στη μείωση της ανεργίας, η οποία κατά τα χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε κατά 10 μονάδες. Αυτό είναι προφανές ότι δημιούργησε περισσότερα έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό, έσοδα απόλυτα θεμιτά, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν υπονόμευαν την ανάπτυξη καθώς δεν προέρχονταν από δημοσιονομικά μέτρα, αλλά από ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν άνεργοι.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η απόδοση των λεγόμενων μη παραμετρικών μέτρων. Κάθε έσοδο που προερχόταν από την μείωση της φοροδιαφυγής, την πάταξη του λαθρεμπορίου κ.λπ. δεν μετρούσαν στους στόχους, αλλά στην πορεία των ετών απέφεραν δημόσια έσοδα.
Τα παραπάνω καθιστούν, νομίζουμε, προφανές το πώς προήλθε η υπεραπόδοση. Το ότι από το 2016 και μετά αυτή μειωνόταν οφείλεται στην αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη που σιγά - σιγά αποκτούσε η χώρα.
Η ύπαρξη όμως των υπεραποδόσεων επέτρεψε στη χώρα να αυξάνει τα ταμειακά της διαθέσιμα και ταυτόχρονα να κάνει εκδόσεις ομολόγων από το καλοκαίρι του 2017 και μετά, αλλά και στη διαπραγματευτική ομάδα να ζητήσει και να πάρει μετά την έξοδο από τα Μνημόνια και τη ρύθμιση του χρέους, ένα πολύ μεγάλο ποσό, το λεγόμενο «σκληρό μαξιλάρι», ως εκταμίευση για το χτίσιμο των συνολικών ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας.
Είναι χρήσιμο το μαξιλάρι;
Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της συνολικής λύσης που πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν εξαρτάται από συνεχείς πολιτικές αποφάσεις και πολιτικές διαπραγματεύσεις. Αυτή είναι και η ουσία της εξόδου από τα Μνημόνια. Ότι ήταν καθαρή έξοδος.
Μέσω της σταθεροποίησης των επιτοκίων, της αύξησης της περιόδου ωρίμανση του χρέους προς τους πιστωτές και του χτισίματος του μαξιλαριού καμία ελληνική κυβέρνηση στο μέλλον δεν θα χρειάζεται να κάνει τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις και να συζητάει την απόδοση και το είδος των πολιτικών που θέλει να εφαρμόσει.
Ταυτόχρονα το μαξιλάρι προστατεύει τη χώρα από βραχυχρόνιες διακυμάνσεις και διευκολύνει την πρόσβαση στις αγορές με χαμηλό κόστος. Αυτό είναι προφανές αν κοιτάξει κανείς την καμπύλη αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε με τη διαπραγμάτευσή του οι στόχοι πλεονασμάτων για την περίοδο μετά το 2022 να μειωθούν σε ό,τι προέβλεπαν οι ευρωπαϊκές συνθήκες για κάθε κράτος - μέλος.
Είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να προβλέψει την πανδημία. Είχε όμως αφήσει τη χώρα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο κάτι να πάει στραβά είτε σε εγχώριο είτε σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα χρήματα αυτά εξασφάλιζαν κάθε επόμενη κυβέρνηση, είτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχανε είτε κέρδιζε τις εκλογές. Διότι η λογική να παγιδεύσεις την επόμενη κυβέρνηση βάζοντας τους πολίτες σε κίνδυνο και ανασφάλεια δεν είναι επιλογή της Αριστεράς.
Αυτή ήταν η επιλογή Σαμαρά το 2014, αλλά απέναντι σε αυτή την επιλογή ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε δώσει αποστομωτική απάντηση όταν είχε ρωτηθεί γιατί άφησε μαξιλάρι ασφαλείας στη χώρα σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους υπουργούς Οικονομικών: «Δεν είμαστε σαν τα μούτρα τους...».
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι προϋποθέσεις για την έξοδο της χώρας στις αγορές, και άρα την ουσιαστική έξοδο από το Μνημόνιο, ήταν αφενός το ρυθμισμένο χρέος και αφετέρου η ύπαρξη είτε μαξιλαριού ασφαλείας είτε πιστοληπτικής γραμμής.
Όσοι εναντιώνονταν στη λογική του μαξιλαριού σιωπηλά ή μη προέκριναν τη λύση της πιστοληπτικής γραμμής. Με άλλα λόγια μια λύση όπου τα χρήματα δεν θα ήταν στα χέρια της χώρας, αλλά στα χέρια των δανειστών και σε περίπτωση προβλήματος θα δίνονταν υπό όρους και προϋποθέσεις. Οι όροι και οι προϋποθέσεις αυτές είχαν εντός τους προφανώς και πολιτικό σκέλος.
Έτσι μια πιστοληπτική γραμμή θα σήμαινε ένα πιο συγκαλυμμένο ίσως, αλλά σίγουρα διαρκές Μνημόνιο, όπου οι απαιτήσεις των δανειστών θα έπρεπε να γίνονται πράξη υπό τη δαμόκλειο σπάθη της άρσης της πιστοληπτικής γραμμής. Τη λύση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ την απέρριψε ως απαράδεκτη.
Μήπως θα έπρεπε να είναι μικρότερο;
Στον λόγο του Θ. Σκυλακάκη στη Βουλή, στις 17.12.2019, υπάρχει μια φράση που πολλοί ξεχνάνε. «Μόνοι σας αυτοκτονήσατε πολιτικά». Είναι μια φράση που φανερώνει τη λογική της άρχουσας τάξης για τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι κυβερνήσεις πρέπει να έχουν στο μυαλό τους μόνο την επιβίωσή τους και όχι το τι πράγματι χρειάζεται η χώρα.
Έτσι θα έπρεπε να έχουν ξοδευτεί για εκλογικά οφέλη, παρότι αυτά τα χρήματα είναι απαραίτητα, παρότι ακόμα και η σημερινή κυβέρνηση μέσα στην πανδημία αναπληρώνει συνεχώς το μαξιλάρι -από την τελευταία έκθεση εποπτείας προκύπτει ότι βρίσκεται στα 34 δισ.-, διότι πλέον κατανοεί ότι μόνο χάρη σε αυτό έχουμε τη δυνατότητα να έχουμε πρόσβαση στις αγορές και να καλύπτουμε τις ανάγκες μας.
Αυτή τη λογική έχουν όσοι -εντός ή εκτός- εγκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ για το μαξιλάρι. Έπρεπε να τα δώσετε, και ας έθετε σε κίνδυνο τη χώρα, για να κερδίσετε τις εκλογές. «Και αν κέρδιζε ο ΣΥΡΙΖΑ;» θα ρωτούσε κάποιος. Να παγιδεύαμε και τη χώρα και τον εαυτό μας; Το «έχει ο θεός» δεν το θεωρήσαμε ποτέ μια πειστική απάντηση...
Πολλές φορές η επιχειρηματολογία αυτή οδηγεί σε μια πιο «light» εκδοχή. Καλώς είχαμε μαξιλάρι, αλλά θα έπρεπε να είναι μικρότερο. Γιατί όχι 27 δισ.;
Οι παραπάνω γραμμές για το πώς χτίστηκε νομίζουμε πως εξηγούν γιατί ήταν αυτό το ύψος του. Άλλωστε το να είχε δοθεί ένα μέρος του μόνο λόγω τον επερχόμενων εκλογών, και όχι λόγω κάποιας έκτακτης ανάγκης της κοινωνίας, θα ήρε την ασφάλεια που παρείχε το μαξιλάρι και τη δυνατότητά μας να δανειζόμαστε βάση αυτού, καθώς θα καθίστατο ευάλωτο στον εκλογικό κύκλο.
Ταυτόχρονα θα αποτύγχανε η χώρα να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους την πρώτη χρονιά εκτός Μνημονίου -μια πραγματικότητα που πολλοί κάνουν ότι δεν τη θυμούνται- θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη μελλοντική της πορεία. Και άρα θα καθιστούσε γενικότερα την ύπαρξη του μαξιλαριού κενό νοήματος.
Προσοχή, δεν ισχυριζόμαστε ότι η κοινωνία δεν είχε ανάγκες. Τουναντίον. Αλλά αυτές οι ανάγκες, ως πάγιες, έπρεπε και πρέπει να καλυφθούν με πάγια μέτρα ενίσχυσης των αδύναμων στρωμάτων, με μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η 13η σύνταξη, η ενίσχυση του ΕΣΥ, η μείωση του ΕΝΦΙΑ για τις χαμηλές περιουσίες, η αύξηση του επιδόματος στέγασης κ.λπ. Μόνιμα μέτρα, που έπρεπε να καλυφθούν -και καλυφθήκαν- από μόνιμους πόρους. Όχι εκλογικά δώρα με τα λεφτά του κόσμου, όπως έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Άλλωστε αυτή η λογική δεν έχει πάτο. Το «γιατί 37 και όχι 27» θα μπορούσε να γίνει εύκολα «γιατί 27 και όχι 17 ή 12». Και όσοι ισχυρίζονται ότι λιγότερα θα αρκούσαν και άρα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά να ξοδέψει για να βοηθήσει τον κόσμο χωρίς αυτό να επηρεάσει τις αγορές αγνοούν ταυτόχρονα και το γεγονός ότι οι ανάγκες του κόσμου είναι μόνιμες, αλλά και τις βασικές αρχές λειτουργίας των αγορών.
«Αυτά ακριβώς τα χρήματα, που μέχρι στιγμής έχουν αποτρέψει την κατεδάφιση και την πλήρη χρεοκοπία, για άλλη μια φορά, της ελληνικής οικονομίας». «Ήταν δείγμα και αποτέλεσμα της εντιμότητας, της νοικοκυροσύνης, του σεβασμού στα λεφτά του λαού και της πρόνοιας για το σήμερα και το αύριο της χώρας, μόνο υπερήφανοι μπορούμε να είμαστε» (Αλέξης Τσίπρας, 6.7.2020).
* O Αντώνης Παπαζαχαρίου και ο Χρήστος Τσίτσικας είναι οικονομολόγοι, μέλη της διαπραγματευτικής ομάδας 2015 - 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου