Συμβαίνει κατά κόρον και μόνο περίεργο δεν είναι να αποκτά ο αναγνώστης την αυτοβιογραφία ενός icon των γραμμάτων και των τεχνών πρώτα και κύρια για να “ρουφήξει” εκείνες τις ιστορίες, ανάμεσα σε όσες έχει επιλέξει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής τους να αφηγηθεί, οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με καθαυτό το αντικείμενό του, δηλαδή με ζητήματα όπως η έμπνευση και η υλοποίηση, αλλά με όσα έχει ζήσει εξαιτίας μεν του όποιου αντικειμένου, στον χρόνο δε που απέμεινε εκτός αυτού που καταναλώθηκε στη δημιουργική διαδικασία.
Κανείς λοιπόν δεν θα παρεξηγήσει όποιον/α αποκτήσει το “Η Μνήμη Επιστρέφει με Λαστιχένια Πέδιλα”, την αυτοβιογραφία του Βασίλη Βασιλικού, γιατί αδημονεί να διαβάσει, για παράδειγμα, τις ιστορίες πίσω από τις εικόνες που κοσμούν το εξώφυλλο, εικόνες με τον Γκύντερ Γκρας, τον Χούλιο Κορτάσαρ, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Αλέκο Παναγούλη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Δημήτρη Δεσποτίδη, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Κώστα Γαβρά.
Φυσικά στις 538 σελίδες του βιβλίου υπάρχουν τέτοιες ιστορίες: για τις σχέσεις του Βασίλη Βασιλικού (ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές, πολιτικές), για τα ταξίδια του ανά τον κόσμο, για τις ενίοτε επεισοδιακές εκδόσεις των βιβλίων του, για τη σαρωτική επιτυχία ορισμένων και το ακαριαίο πέρασμα στη λήθη άλλων, για τη διασημότητα, κ.α. Υπάρχουν, μάλιστα, σε αφθονία και είναι, όπως θα περίμενε κανείς αφού έχουν γραφτεί από τον συγκεκριμένο συγγραφέα, όλες τους συναρπαστικές.
Η πεμπτουσία όμως αυτής της μη κλασικής, όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος, αυτοβιογραφίας, βρίσκεται ανάμεσά τους, στα σημεία -άλλοτε αράδες, άλλοτε παράγραφοι, άλλοτε σελίδες ολόκληρες- που ο Βασίλης Βασιλικός αποτυπώνει στο χαρτί τους στοχασμούς του για το πώς είναι να περνάς όλη σου τη ζωή όντας μεν δημόσιο πρόσωπο, κάνοντας όμως επί της ουσίας ένα και μόνο πράγμα: γράφοντας.
Είναι σημεία σαν αυτό:“Σε δυο μέρες πληθώρα τηλεγραφημάτων, από τους τριάντα τρεις εκδότες μου του Ζ, μου ζητούσαν το καινούργιο Ζ, για τον Παναγούλη. Με πλήρωναν προκαταβολικά όσα λεφτά ήθελα. Ο λόγος που τους έπιασε αυτό το αμόκ ήταν ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδο στη Le Monde, τη γαλλική εφημερίδα, δείχνοντας ένα Mirafiori να ντεραπάρει και τα λάστιχα να γράφουν στην άσφαλτο ένα ζιγκ ζαγκ στο σχήμα του Ζ. Το σκίτσο, με την επιτυχημένη αναφορά στην υπόθεση Λαμπράκη, έκανε τον γύρο του κόσμου. Και οι εκδότες ξύπνησαν από τον λήθαργό τους εκλιπαρώντας με, με τέλεξ και τηλεγραφήματα, για το Ράμπο Νο 2. Μπορούσα να εκμεταλλευτώ την περίσταση, να γεμίσω τις τσέπες μου λεφτά και να τους δώσω μια πατάτα στο πιάτο, με σάλτσα Μπάλτσα. Δεν το έκανα. Τους αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ήμουν πολύ κοντά στον Αλέκο, για να τον δω σαν θέμα βιβλίου. Τον Λαμπράκη ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει. Τους ανθρώπους σου, που αγαπάς, δεν τους σκέφτεσαι σαν κείμενο. Το κείμενο είναι πάντα μια προδοσία”.
Ή σαν αυτό: “Μόνο μια τέχνη, ένα επάγγελμα δεν μπορεί να ξεφύγει του καημού του: το συγγραφικό. Διότι σε αυτό αναπαράγεται η ζωή, κι έτσι λησμονιά εύκολα δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και πολλοί συγγραφείς καταφεύγουν σε ξεδόματα ουτιδανά, για να μπορούν να αναπνεύσουν. Κάνουν τον κηπουρό, τον μάγειρα, τον ταξιδευτή, τον εξερευνητή κοραλλιών, τον ψαροτουφεκά. Μα είναι κυρίως πότες. Μόνο με το πιοτί καταφέρνουν να ξεχάσουν το επώδυνο επάγγελμά τους, που είναι η επιστροφή στο κείμενο, είτε διά του κειμένου είτε διά των κριτικών, αναφορών, επιστολών, τηλεφώνων, φαξ, e-mailκαι τηλεοράσεων, είτε διά του πλέον επώδυνου ‘διάβασα το βιβλίο σου που με συγκλόνισε’. Η μόνη φυγή από την κόλαση της γραφής είναι εντέλει ο ύπνος. Μα κι αυτός δεν είναι πάντα εύκολος”.
Για να το λέει αυτό κάποιος που έχει γράψει γύρω στα 120 βιβλία και είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη, δεν μπορεί, κάτι θα ξέρει. Και στο Magazine εξηγεί, μεταξύ άλλων, πώς έφτασε στην τελευταία και οριστική έκδοση ενός βιβλίου που περίμεναν πολλοί, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Στην τελευταία και οριστική έκδοση της λεγόμενης «αυτοβιογραφίας» μου πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο επιμελητής του βιβλίου, ο Αγης Μπράτσος, με τον οποίο η συνεργασία μας κράτησε πάνω από πέντε μήνες. Ως τότε οι επιμελητές-επιμελήτριες των βιβλίων μου διόρθωναν μόνο τα τυπογραφικά μικρολάθη. Ο Άγης αντίθετα ήταν σαν ένα γιατρός που επεσήμαινε τα «σπυριά» του.
Καθίσταται σαφές από το σημείωμά σας στην αρχή του βιβλίου ότι δεν πρόκειται για μια κλασική αυτοβιογραφία, αλλά για σελίδες ημερολογίου που γράφτηκαν το 1992. Περίπου 500 σελίδες μετά διαβάζουμε ότι επεξεργαστήκατε για δεύτερη φορά το υλικό το 1997, για να καταλήξετε στην οριστική του μορφή το 2020. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν στο να επιμείνετε ώστε να αποτελέσει το συγκεκριμένο υλικό τον πυρήνα ενός βιβλίου που εξ ορισμού αποτελεί σημαντικό εκδοτικό γεγονός;
Στην τελευταία και οριστική έκδοση της λεγόμενης «αυτοβιογραφίας» μου πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο επιμελητής του βιβλίου, ο Αγης Μπράτσος, με τον οποίο η συνεργασία μας κράτησε πάνω από πέντε μήνες. Ως τότε οι επιμελητές-επιμελήτριες των βιβλίων μου διόρθωναν μόνο τα τυπογραφικά μικρολάθη. Ο Άγης αντίθετα ήταν σαν ένα γιατρός που επεσήμαινε τα «σπυριά» του. Κι αυτό με βοήθησε πολύ για να φτάσουμε στην τελευταία και οριστική του έκδοση.
Τα αποσπάσματα που “γράφει” ο κύριος Μαρούλης, το alter ego σας, όπως τον χαρακτηρίζετε, φροντίζετε ώστε να ξεχωρίζουν ποικιλοτρόπως (ύφος, γραμματοσειρά). Πώς και πότε προέκυψε αυτό το λογοτεχνικό εύρημα;
Προέκυψε από την πρώτη γραφή του το 1992. Κι όπως δεν ήμουν εξοικειωμένος με τα αυτοβιογραφικά βρήκα στον “κύριο Μαρούλη” το δικό μου alter ego ως μυθοπλασία που πάντα προτιμούσα.
Αποτελεί η έκδοση μιας -έστω μη κλασικής- αυτοβιογραφίας
τον τρόπο του συγγραφέα να κλείσει κάποιους λογαριασμούς, αφενός με το
αναγνωστικό του κοινό, αφετέρου με τον ίδιο του τον εαυτό;
Δεν είχα, σας βεβαιώνω, καμιά τέτοια πρόθεση.
Γράφετε ότι ο κάθε συγγραφέας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο,
αυτοδιαφημίζεται και αναγκάζεται να προωθήσει μόνος τα βιβλία του,
διαφορετικά το μήνυμα, που δεν είναι άλλο από την ύπαρξη του ίδιου του
κειμένου, όπως στα πραγματικά γεννητούρια, θα έμενε μετέωρο, στα
αζήτητα.
Ούτε ποτέ αυτοδιαφημίστηκα ούτε προωθούσα τα
βιβλία μου. Τα πρώτα τα έβγαλα «ιδίοις αναλώμασι». Τη «Διήγηση του
Ιάσονα», τα «Θύματα Ειρήνης», «Το Φύλλο», το «Πηγάδι», «Τ’ αγγέλιασμα»,
τη «Μυθολογία της Αμερικής». Τα πρώτα που εξέδωσε εκδότης (Το Θεμέλιο)
ήταν το «Εκτός των Τειχών» και το «Ζ». Με τη χούντα, καθώς βρέθηκα στο
εξωτερικό, μπήκαν στο σπίτι μου, Αχαιού 1, στη Δεξαμενή, σπάσαν την
πόρτα, ευτυχώς είχα πολλά χειρόγραφα στο υπόγειο, αλλά ο θυρωρός σαν
αριστερός που ήταν τους παραπλάνησε κι εκεί δεν ψάξαν. Και στο εξωτερικό
που βρέθηκα έβγαλα επτά πλακέτες με ποίηση μες τα επτά χρόνια της
αυτοεξορίας μου και δώδεκα πεζογραφήματα «ιδίοις πάλι αναλώμασι» με σήμα
«Εκδόσεις 8 ½» , τιμώντας έτσι τον Φελίνι.
Είναι επίπονη η κριτική στάση ενός συγγραφέα απέναντι στο ίδιο του
το έργο; Πόσο μάλλον ενός συγγραφέα τόσο παραγωγικού όσο εσείς. «Δεν
περιμένω να κρυώσει το γεγονός για να το μετουσιώσω σε λογοτεχνία. Εγώ
κάνω ό,τι μπορώ ενώ βράζει», γράφετε. Έχουν υπάρξει κατόπιν εορτής
περιπτώσεις που θα προτιμούσατε να μην είχατε παράξει “εν θερμώ”;
Εν θερμώ” υποφέρεις απ’ τη ζέστα. “Εν ψυχρώ” από το κρύο. Ανάμεσα στα δυο υπάρχει η άνοιξη και το φθινόπωρο που τα προτιμώ.
Πάσχει από συγκεκριμένες παθογένειες η ελληνική λογοτεχνία;
Δεν
υπάρχουν παθογένειες στην ελληνική λογοτεχνία. Υπάρχει όμως και ενός
τύπου “παραλογοτεχνία”, που είναι η “λογοτεχνία” του παρά.
Ποιο είναι το καλύτερο και το χειρότερο πράγμα του να γράφει κανείς ένα βιβλίο τόσο εμβληματικό όσο το Ζ;
Το εμβληματικό όπως το χαρακτηρίζετε «Ζ» επιζεί παγκοσμίως χάρη στην ομώνυμη συγκλονιστική ταινία του Κώστα Γαβρά.
Στο βιβλίο σας υπάρχουν ουκ ολίγες σε βάθος αναφορές σε μερικές από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του πολιτικού προσωπικού της χώρας. Από το οποίο προσωπικό, θα μπορούσατε συμπερασματικά να πείτε αν μέχρι σήμερα έχετε υπάρξει υπάρξει κατά πλειοψηφία ικανοποιημένος ή απογοητευμένος;
Με βάζετε στα δύσκολα. Εγώ πιστεύω στην τετρακτύ (1+2+3+4= 10) της χώρας. Ήγουν: πόλις, πολίτης, πολιτική, πολιτισμός. Για το τελευταίο όμως οι περισσότεροι διέπρεψαν ως εκπατρισμένοι. Δημήτρης Μητρόπουλος, Μαρία Κάλλας, Ξενάκης, Καστοριάδης, Αξελός, Κουνέλης, Γαβράς, και πλήθος άλλοι.
Συνομιλούμε λίγο μετά την άρση των περισσοτέρων μέτρων περιορισμού
που είχαν ως σκοπό την ανάσχεση της πανδημίας. Πώς κρίνετε τους
χειρισμούς της πολιτείας μέχρι σήμερα;
Βρήκα μια φράση “ανώνυμου” στην “Εφημερίδα των Συντακτών” που απαντά στο ερώτημα σας: “Παίζουν ακορντεόν με ένα χέρι”. Άνοιξε-κλείσε, κλείσε-άνοιξε. Θυμάμαι μια φράση ειρωνική του Δημήτρη Δεσποτίδη για την πολιτική της τότε Δεξιάς: “Η κατάσταση επιδεινούμενη βελτιούται”. Αυτό ζούμε σήμερα κι εμείς με την Επιτελική Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου