1821 – 2021 / Η Ελληνική Επανάσταση στο σχολείο. Στερεότυπα, στρεβλώσεις, αποσιωπήσεις
Το περιεχόμενο της διδασκαλίας της Ιστορίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση αποτελεί διαχρονικά ένα αξιόπιστο δείγμα ιδεολογικής χρήσης της Ιστορίας. Ειδικά για την ελληνική Ιστορία, η ανέκαθεν καταφανής επιχείρηση να "ελεγχθεί" από την πολιτική ηγεσία ιδεολογικά η ύλη της Ιστορίας έχει προκαλέσει κατά καιρούς και δικαιολογημένα την εναντίωση πολλών ιστορικών της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας. Τελευταίο παράδειγμα, η ακύρωση το 2020 από το υπ. Παιδείας του πορίσματος της επιτροπής ιστορικών, που συνέταξε ολοκληρωμένα προγράμματα Ιστορίας, υπό το πρίσμα της σύγχρονης οπτικής της επιστήμης. Ανερυθρίαστα η υπουργός επανέφερε τα προγράμματα Ιστορίας του 2003. Οι μαθητές -στην πλειονότητά τους- αποφοιτώντας εξασκούνται στην αποστήθιση συγκεκριμένων σελίδων, με αίσθηση ενός αδιάφορου μαθήματος και με θεμελιώδη κενά στην ιστορική γνώση.
Σε πρόσφατες συζητήσεις μου με τους φοιτητές για την Επανάσταση του 1821 ανέκυψε άλλη μια φορά η προβληματική σχέση τους με την Ιστορία. Από πλευράς τους -σχεδόν στο σύνολό τους- ήταν διάφανοι οι συνειρμοί του φαινομένου, σχεδόν μοναδικοί και αποκλειστικοί. Οφείλονταν στις ηρωικές πράξεις, στους ένδοξους πρωταγωνιστές που αγωνίστηκαν να είναι ελεύθεροι, το Κρυφό Σχολειό, την 25η Μαρτίου, τους Τούρκους που έσφαζαν αδιακρίτως, όλα αυτά τα κλασικά ζητήματα που μάθαμε κι εμείς στο πέρασμά μας από τα θρανία. Σ’ αυτή τη ρητορεία μάλιστα ορισμένες λέξεις έχουν απολέσει τη σημασιοδότησή τους και εκφέρονται ως τίτλοι. Έτσι την Επανάσταση την έκαναν οι κλέφτες και οι αρματολοί, τίτλος που δηλώνει γενικά τους οπλαρχηγούς και συνιστά μία ενιαία ταυτότητα χωρίς να διαφοροποιούνται οι δύο έννοιες, η Εκκλησία ως θεσμός και όχι ότι ξεχωριστοί άνθρωποι της ιεραρχίας της Εκκλησίας συμμετείχαν στα γεγονότα. Είναι τόσο ισχυρή η δεξίωση όλης αυτής και άλλης παραδοξότητας, ώστε μια δικαιολογημένη απόπειρα να τεθούν τα ζητήματα στην ιστορική τους διάσταση αντιμετωπίζεται με έκδηλη καχυποψία που συνέχει την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του διδάσκοντα ή, στην καλύτερη περίπτωση, με χαρακτηριστική αδιαφορία. Ιστορία είναι, έχεις κι εσύ μια διαφορετική, πρωτόγνωρη άποψη.
Στερεοτυπικός λόγος
Η πρόσληψη που διαθέτουν οι νεαροί μαθητές για τα γεγονότα δεν είναι τίποτα παραπάνω από τον θεσμοθετημένο λόγο, τη γνώση που μεταδίδει στα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης το μάθημα της Ιστορίας στις χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Από βιβλία Ιστορίας των οποίων το περιεχόμενο αντέχει στον χρόνο με αξιοθαύμαστη εμμονή στη συνειδητή στρέβλωση. Είναι ακριβώς αυτή η μακρά συνέχεια της παραποιημένης αφήγησης που χαρακτηρίζει το μάθημα της Ιστορίας.
Γιατί το πρόβλημα της επίσημης Ιστορίας, αυτής δηλαδή που διδάσκεται στις σχολικές αίθουσες στους μαθητές, δεν είναι μια διαφορετική ανάγνωση των πηγών, δεν είναι, με άλλα λόγια, η διαφοροποιημένη ερμηνεία των πραγματικών δεδομένων, είναι η στρέβλωση στην κατασκευή του ιστορικού αφηγήματος. Οι πηγές δεν συνοδεύουν τον αφηγηματικό λόγο, απουσιάζουν παντελώς. Γι’ αυτό και στο μάθημα της Ιστορίας ρέει ένας λόγος που δεν συνοδεύεται με αποδείξεις. Κι εμείς γνωρίζουμε καλά ότι η ιστορική αφήγηση είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τα τεκμήρια. Και μάλλον εκεί που τίθενται πρόκειται για αναφορικές ταυτοτικές αποδείξεις. Έτσι, για παράδειγμα, ο πίνακας του Γύζη και το γνωστό τραγουδάκι αναδεικνύονται ως κοινός τόπος του Κρυφού Σχολειού.
Συνεπώς η θεσμοθετημένη Ιστορία είναι μια Ιστορία που παραβιάζει συστηματικά και αδιάλειπτα τις ιστορικές πηγές. Ο λόγος του διδάσκοντα μέσα από τις σελίδες των εγχειριδίων εμπεριέχει αξιωματικές αλήθειες, όπως ότι οι Έλληνες ήταν ήρωες, ο αγώνας ήταν ιερός, η Εκκλησία ευλόγησε την Επανάσταση, και ως φυσική συνέπεια αναδεικνύεται η εθνική υπεροχή έναντι των βαρβάρων, αυτή που δίνει την τελική νίκη.
Όλα τα ποιοτικά συστατικά που συνέχουν και τελικά διαμορφώνουν το συγκλονιστικό γεγονός της Επανάστασης του 1821 αποσιωπούνται προκειμένου να κατισχύσουν εντέλει οι εθνικές αξίες των σχολικών εγχειριδίων. Τι είναι οι εθνικές αξίες; Οι ήρωες και οι ηρωισμοί, οι μαχητές και οι πολεμικές συγκρούσεις. Έτσι το αίτημα της ελευθερίας, το λυτρωτικό από την κατάσταση της κατάκτησης, καθίσταται α-ιστορική διεκδίκηση, αφού αποστερείται όλων των μεταβλητών που το συγκρότησαν ως εθνικό αιτούμενο και αποτελεί προνόμιο ένδοξων πολεμιστών που υπερέχουν σ’ αυτό ακριβώς, στον ηρωισμό τους έναντι του αντιπάλου. Τα απαράγραπτα γνωρίσματα του έθνους των Ελλήνων δεν μπορεί παρά να αντιπαλεύουν και να κυριαρχούν με αιματηρούς αγώνες στον βαρβαρισμό των κατακτητών.
Αποσιωπήσεις
Τι αποσιωπάται μέσα από αυτό το κυρίαρχο αφήγημα; Η κατάκτηση και η αντίθεση στην κατάκτηση όπως και όποτε εκδηλώθηκε. Ο ρόλος της πίστης και της γλώσσας ως προς το να συγκροτηθεί ήδη από τις αρχές της κατάκτησης η συνειδητοποιημένη διαφορετικότητα των κατακτημένων προς τους κατακτητές, «η μία θρησκεία οπού είχε, η μία γλώσσα που εμίλιε, τα παρόμοια ήθη που την εξεχωρίζαν από άλλους». Η ιδεολογία με την αποφασιστική συμβολή των λογίων και των νέων εκπαιδευτηρίων στην περίοδο των Φώτων, που συνεργεί στην επιρροή νεωτερικών στοιχείων στην πνευματική κατάσταση μιας κρίσιμης μερίδας της κοινωνίας, «Η Ελλάδα έχωντας έναν τέτοιο τόπο δεν ήθελε δοκιμάζη καμμιά φορά πείνα, ή ακρίβεια, η διοίκησι όμως την κάμνει να πέφτη και εις αυτό το κακό πολλαίς φοραίς... μα τέτοια είναι τα αποτελέσματα του Δεσποτισμού». Η εμπορευματική οικονομία, που από τις τοπικές ανταλλαγές στον γεωγραφικό περιορισμό του μικρού χώρου υποχρεώνει να υποχωρήσει το σύστημα της οικονομίας της επιβίωσης και ξανοίγεται στο εμπόριο και τη θάλασσα των μακρινών αποστάσεων. Οι νοοτροπίες που διαφοροποιούνται δυναμικά στον ύστερο 18ο αιώνα (κορυφαίο παράδειγμα, οι μαρτυρίες του Σταμάτη Πέτρου για την καθολική μετάλλαξη του Κοραή).
Και βεβαίως το ευρωπαϊκό περιβάλλον ως καθολική πραγματικότητα, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, η Βιομηχανική Επανάσταση και η Γαλλική Επανάσταση, φαινόμενα που υποκινούν ιδεολογίες, φέρνουν στο προσκήνιο τα πολιτικά αιτήματα των δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης και προξενούν ριζικές οικονομικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα, όλες αυτές οι κοσμογονικές εξελίξεις, που μετάλλαξαν τον ευρωπαϊκό χώρο στη δύση του 18ου και στην αυγή του 19ου αιώνα.
Αποσύρονται στο γνωσιακό επίπεδο η αρχαιολατρία και ο ρομαντισμός που φέρνουν στον ελλαδικό χώρο εκατοντάδες ταξιδιώτες. Αυτούς που μέσα από τα έργα τους δεν θα συμβάλουν μόνο καταλυτικά στην αρχαιογνωσία, αλλά -το σημαντικότερο- θα αναδείξουν το ελληνικό πρόβλημα, για να συνδράμουν καθοριστικά στην εμφάνιση αυτού του συγκλονιστικού φαινομένου, που έχει αποδοθεί ως φιλελληνισμός. Αυτό το κίνημα συνιστά την ιστορική συνθήκη, ώστε ο απελευθερωτικός αγώνας να καταστεί στην πράξη ευρωπαϊκή υπόθεση, της οποίας μία μόνο εκδήλωση είναι η παρουσία φιλελλήνων που πήραν μέρος στις μάχες του Αγώνα. Στην κυρίαρχη αφήγηση ωστόσο, η συνδρομή των ξένων στον απελευθερωτικό αγώνα προέκυψε μηχανιστικά, επειδή μας συμπαθούν και μας αγαπούν ως ιστορικό λαό.
Τι αποσιωπάται εντέλει; Ο σχηματισμός της εθνικής συνείδησης, αυτή η καθοριστική διαδικασία, απαραίτητη για την έλευση της Επανάστασης. Η εθνική συνείδηση στη γνώση των μαθητών υπήρχε ανέκαθεν στη διαχρονία, όση είναι και η ιστορία αυτού του τόπου και των ανθρώπων του. Αποτελούσε τρόπον τινά μια κεκτημένη συνείδηση, που απλώς βρισκόταν εν υπνώσει.
Μόνοι ήρωες οι στρατιωτικοί;
Στο μέτρο αυτό, είναι επόμενο η συζήτηση για την Επανάσταση να αναδύει, σχεδόν αποκλειστικά, τον ρόλο και τη δράση των στρατιωτικών. Αυτοί πρωταγωνιστούν, αφού αυτοί είναι οι ήρωες. Έτσι δεν μπορεί να ερμηνευτεί το γιατί η ελληνική εξέγερση δεν είναι ένα απλό στρατιωτικό επεισόδιο της αυτοκρατορίας, όπως τα ανάλογα που εκδηλώνονται την ίδια χρονικά περίοδο, η ανταρσία του Αλή στα Γιάννινα και οι συγκρούσεις στα περσικά σύνορα. Τι είναι αυτό που, μόλις λίγους μήνες μετά την έναρξη των πολεμικών γεγονότων, αποφέρει την ψήφιση του πρώιμου συντάγματος στην Επίδαυρο; Το πρόβλημα εδώ είναι σαφώς ευρύτερο. Η καθιέρωση της εξύμνησης του ηρωισμού των όπλων αφήνει απ' έξω από την κοινή συλλογιστική, αποβάλλοντας την καταλυτική συνδρομή τους, αυτούς που με μια λέξη χαρακτηρίζονται ως οι πολιτικοί της Επανάστασης. Πρόκειται βεβαίως για τους ανθρώπους που είχαν κυρίαρχα επηρεαστεί από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, που είχαν ευρωπαϊκή παιδεία και ικανή γνώση της πολιτικής συγκρότησης, που αποδείχτηκε ότι είχαν συνειδητοποιήσει τη μεταφορά του επαναστατικού παραδείγματος στο πολιτικό πρόταγμα, τη διαμόρφωση ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους με σαφή διαχωρισμό των εξουσιών, «την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο προοίμιο του συνταγματικού κειμένου. Τόσο ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος όσο και ο Θεόδωρος Νέγρης, δόλιοι και εξουσιομανείς στον κυρίαρχο λόγο, έχουν ευρύτερα ταυτιστεί με τη μηχανορραφία, προκειμένου επιτηδευμένα να απαξιώσουν τον ηγετικό χαρακτήρα των οπλαρχηγών. Και συνεπεία τούτων οι εμφύλιοι πόλεμοι της Επανάστασης εκφέρονται από τη θεσμοθετημένη Ιστορία ως καρκίνωμα της διχόνοιας, που αποτελεί προαιώνιο χαρακτηριολογικό γνώρισμα των Ελλήνων. Έτσι, σε μια εθνική επανάσταση στην οποία συμμετέχουν τάξεις και κοινωνικά στρώματα και συλλογικότητες από γεωγραφικά διαμερίσματα με διαφορετική πολιτισμική διαδρομή και φυσικώ τω λόγω εκδηλώνουν τις αντιθέσεις τους, αυτές υποβαθμίζονται στο εφιαλτικό σύνδρομο της ανταγωνιστικότητας των παθών.
Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Η διατύπωση της Κεραμέως όταν πρωτοανέλαβε το υπουργείο Παιδείας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η υπογράμμιση της εμμονής της Πολιτείας στη χρήση της Ιστορίας ως ιδεολογήματος. Αυτό το «η Ιστορία δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα κοινωνιολογικό, αλλά να αναπτύσσει εθνική συνείδηση».
Το απαντά εύστοχα ο αρθρογράφος της Αθηνάς: «Μένει λοιπόν εις ημάς, τώρα, να εύρωμεν τον τρόπον όστις οδηγεί τον άνθρωπον εις τον αληθή πατριωτισμόν, να εύρωμεν τον τρόπον λέγομεν, διότι ο άνθρωπος δεν γεννάται πατριώτης, ούτε πάλιν αναμασσών την λέξιν, Πατριωτισμός, ούτε αναγινώσκων εγχειρίδια τινά τ’ όνομα μόνον φέροντα του Πατριωτισμού, δύναται να γείνη τοιούτος».
* Ο Βασίλης Καρδάσης είναι καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου