Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2020

Οι Ληστές των Ηπειρώτικων βουνών σε ένα "σκοτεινό" κόμικ

Οι "Ληστές" είναι ένα σκοτεινό ιστορικό κόμικ για τις άγριες συμμορίες των βουνών της Ηπείρουhttps://www.e-shop.gr/images/BKS/BKS.0915088.jpg

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

Είναι πολύ εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με τα ελληνικά κόμιξ. Κι όχι, δεν αναφέρομαι μόνο στην επανάκτηση της δημοτικότητας και του κούλνες τους, στην δημιουργική κι εκδοτική άνθιση της σκηνής, στην έκδοση περιοδικών που επιχειρούν να αποτυπώσουν αυτήν την στιγμή και να την προχωρήσουν παρακάτω. Όλα αυτά ισχύουν, φυσικά, κι είναι πολύ όμορφες εξελίξεις τόσο για τους ανθρώπους που αγαπήσαμε το μέσο του κόμικ σε μια προηγούμενη περίοδο της ζωής μας και της ζωής του, όσο και για αυτούς που το ανακαλύπτουν και το αγαπούν τώρα, στη νέα του άνοιξη. Εδώ, όμως, αναφέρομαι σε κάτι πιο συγκεκριμένο, σε ένα ιδιαίτερο ρεύμα που ενυπάρχει εντός της διαδικασίας που περιγράψαμε παραπάνω και το οποίο την ωθεί στα πιο φιλόδοξά της όρια. Μιλάω, λοιπόν, για μια τάση κόμιξ που αναπτύσσεται, με αξιοσημείωτη συνοχή και φροντίδα, μέσα από μια διαρκή επεξεργασία του βαθέως ελληνικού παρελθόντος, των γενικών εθνικών και ειδικών τοπικών αφηγήσεων, αλλά και της ίδιας της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας κατά το πέρασμά της στην νεωτερικότητα.

Πριν από 4 χρόνια, κυκλοφορεί μια φαινομενικά παράξενη έκδοση. Ο δημιουργός κόμιξ Γιώργος Γούσης μαζί με τον συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκο και τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ράγκο διασκευάζουν σε κόμικ τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η έκδοση που προκύπτει δεν έχει τίποτα από την ξεραΐλα και τη μιζέρια που συνήθως περιβάλλει ως αύρα την επαφή με τις απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας μέσω της σχολικής εκπαίδευσης ή της ακαδημίας. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα ζωηρό fantasy ιπποτικό έπος που όσο πηγάζει από μια ερευνητική αφοσίωση στο κείμενο και την εποχή του άλλο τόσο προέρχεται από ένα genre πάθος που θέλει να επικοινωνήσει με την pop κουλτούρα του φανταστικού, η οποία μοιραία διαμόρφωσε εμάς και την εποχή μας. Έπειτα, οι εκδόσεις Polaris, μετά την τεράστια απήχηση του Ερωτόκριτου, προχωρούν στην έκδοση δύο ακόμα τίτλων που εμβαθύνουν στο πρότζεκτ «νεοελληνική λογοτεχνία σε graphic novel», τα Μυστικά του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα που διασκευάζουν οι Παναγιώτης Πανταζής και Γιάννης Ράγκος, και τον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα από τον Kanellos Cob με τον Γιάννη Ράγκο στην επιμέλεια του σεναρίου.

Όπως ίσως έχετε παρατηρήσει ακόμα κι οι λιγότερο παρατηρητικοί, το όνομα του Ράγκου διατρέχει όλη αυτήν την υπο-διαδρομή του σύγχρονου ελληνικού κόμικ. Και τώρα, ξανά στις εκδόσεις Polaris, o Ράγκος συνεργάζεται εκ νέου με τον Γιώργο Γούση (κάτι που είχαν ξανακάνει πρόσφατα όχι μόνο στον Ερωτόκριτο αλλά και στον Μπλε Κομήτη) για το graphic novel Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα που κυκλοφόρησε πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2020. Οι Ληστές, λοιπόν, αποτελούν με έναν τρόπο τομή και συνέχεια όσον αφορά την προαναφερθείσα πορεία. Από τη μία πλευρά, δεν αποτελούν μεταφορά κάποιου λογοτεχνικού κειμένου, αλλά βασίζονται στην ιστορική έρευνα που έκαναν οι δύο δημιουργοί τους πάνω στο φαινόμενο της ληστείας στην Ήπειρο κατά τις αρχές του 20ού αιώνα κι ειδικότερα πάνω στη ζωή και τη δράση των αδερφών Ρέτζου, των Ρετζαίων, οι οποίοι αποτέλεσαν την πραγματική βάση για την δημιουργία της ιστορίας του Γιάννη και του Θύμιου Ντόβα που αφηγείται το κόμικ. Μ’ αυτήν την έννοια, τυπικά, δεν αποτελούν συνέχεια του πρότζεκτ μεταφοράς νεοελληνικής λογοτεχνίας σε κόμιξ.

Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την θεματολογία και την προβληματική που αναπτύσσουν οι Ληστές, αποτελούν όχι μόνο συνέχεια αλλά και δημιουργικό ξεπέρασμα του ήδη τρομερά ενδιαφέροντος πρότζεκτ προς την κατεύθυνση της πρωτότυπης ιστορικής έρευνας κι επακόλουθα της πρωτότυπης μυθοπλαστικής αφήγησης. Τα Μυστικά του Βάλτου και ο Ζητιάνος αφορούν αμφότερα την κοινωνική κατάσταση στη Μακεδονία και την Θεσσαλία λίγο πριν και λίγο αφότου αυτές προσαρτηθούν στο ελληνικό κράτος κατά το μεταίχμιο ανάμεσα στον 19ο και τον 20ό αιώνα. Μ’ αυτήν την έννοια, αποκαλύπτουν ένα πολύπλοκο κοινωνικό, γλωσσικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον που φωτίζει με έναν διαφορετικό τρόπο τις μέχρι τώρα κυρίαρχες εθνικές αφηγήσεις πάνω στην εδραίωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μέσα από τη σχέση της με το έθνος-κράτος. Στους Ληστές, αυτή η διαδικασία προχωράει παρακάτω, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν η σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας εκδηλωνόταν σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός στη σχέση του κράτους και του νόμου με τα προϋπάρχοντα δίκτυα κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια κι αφετέρου στη σχέση ανάμεσα στους παλιότερους κώδικες τιμής/επικοινωνίας ή τρόπους ζωής και τις απαιτήσεις συμμόρφωσης στα ήθη ή ενσωμάτωσης στους θεσμούς της σύγχρονης εποχής.

Όπως καταλαβαίνετε, οι Ληστές είναι ένα εικονογραφημένο αφήγημα αντιθέσεων και συγκρούσεων. Αυτές οι αντιθέσεις και συγκρούσεις όμως δεν αναπαριστώνται με κάποια ακαδημαϊκή τυπικότητα ή τακτοποίηση ούτε με κάποια λαογραφική φολκλόρ διάθεση. Αντιθέτως, ξεδιπλώνονται με την παλλόμενη ένταση της αναμπουμπούλας και της μανούρας, ενώ εικονογραφούνται με την καυλερή genre αισθητική ενός σκληροτράχηλου, ασπρόμαυρου, βίαιου western (κυκλοφορώντας σχεδόν ταυτόχρονα με το κινηματογραφικό Digger, υπέροχη σύμπτωση). Σ’ αυτό εδώ το παράδοξο western, η παρουσία του frontier, του ρευστού συνόρου προς κατάκτηση και ξεπέρασμα από τις δυνάμεις του καινούριου, είναι φυσικά κομβική. Εδώ, το frontier είναι διαρκώς κινούμενο, με τους αδερφούς Ντόβα να διαπραγματεύονται την ύπαρξή τους στον καινούριο εκμοντερνισμένο κόσμο μέσα από μια σειρά λυκοσυμμαχιών και λυκοσυμπράξεων με τους νέους θεσμούς της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Ταυτόχρονα, όπως και στην Άγρια Συμμορία του Sam Peckinpah που διαδραματίζεται την ίδια ακριβώς εποχή στην άλλη πλευρά του πλανήτη, το frontier στενεύει γύρω τους και πνίγει τους τραγικούς ληστές σαν θηλιά: ο θαυμαστός νέος κόσμος δεν είναι γι’ αυτούς.

Μπορεί η ζωή των Ντοβαίων να αναπαρίσταται με τρόπο συναρπαστικό, αλλά οι Ράγκος και Γούσης είναι προσεκτικοί στο να μην τους μυθοποιήσουν και δοξολογήσουν παραπάνω απ’ όσο τους αντιστοιχεί και τους πρέπει. Μ’ αυτήν την έννοια, η ισορροπία ανάμεσα στην αισθητικοποίηση και την αποστασιοποίηση είναι πολύ πετυχημένη κι αποτελεί ίσως την σημαντικότερη αρετή του κόμικ. Παρόλα αυτά, οι δημιουργοί κάθε άλλο παρά κρύβονται από τον αντιφατικό αλλά πραγματικό κοινωνικό χαρακτήρα της ληστείας στον ελλαδικό χώρο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και την εποχή που χοντρικά ολοκληρώνεται η αφήγηση, δηλαδή έναν ολόκληρο αιώνα σχεδόν (1830-1930). Υπάρχει μια αποσιωπημένη παράδοση ανταρσίας και παραβατικότητας που συχνά συναντήθηκαν μεταξύ τους μέσα από το φαινόμενο της ληστείας. Η Ήπειρος εκείνης της περιόδου, ως άγριος και παραμεθόριος τόπος, είχε πολύ έντονη ληστρική δραστηριότητα μέχρι και αρκετά μετά από την κατάκτησή της από τον ελληνικό στρατό. Οι κλέφτες έβγαιναν στο βουνό κι άλλαζαν σύνορα σαν τα πουκάμισα προκειμένου να μην τους πιάσουν. Την εποχή που διαδραματίζονται οι Ληστές, το ελληνικό κράτος αναγκάζεται να προχωρήσει στην πικρή διαπίστωση ότι οι απόπειρες εκσυγχρονισμού του προσκρούουν στα αναχρονιστικά δίκτυα εξουσίας που έχουν εγκαθιδρύσει οι ληστές με τους ντόπιους πολιτευτές. Έτσι, οι κάτοικοι της περιοχής πολύ συχνά προτιμούν την εξουσία των ληστών από αυτήν του κράτους.

Κατά μία έννοια, η Ήπειρος του μεσοπολέμου που αφηγείται το κόμικ στιγματίστηκε από τη σχέση του ληστή και του σταυρωτή (όπως χαρακτήριζαν τους κρατικούς αξιωματούχους), με τους ληστές της εποχής να διχάζονται ανάμεσα στις συμμαχίες με τους Φιλελεύθερους ή τους Εθνικόφρονες, και πιο συγκεκριμένα τους Ρετζαίους να συντάσσονται με το Βενιζέλο και τους Κουμπαίους να συντάσσονται με το Λαϊκό Κόμμα. Κι ενώ αυτή η ψυχρή υπολογιστική πλευρά της δύναμης των ληστών είναι πέρα για πέρα τεκμηριωμένη και χειροπιαστή, από την άλλη η ληστρική μυθολογία συνεχίζει να ασκεί επίμονα τη γοητεία της. O μεγάλος ιστορικός Eric Hobsbawm έχει δείξει πολύ αναλυτικά τις κοινωνικές και ηθικές ρίζες της λατρείας των ληστών, αφού πρόκειται για εχθρούς του νόμου αλλά φίλους των ηθικών κανόνων των λαϊκών τάξεων. Ως σημάδι της παρακμής των φεουδαρχικών θεσμών και της ηθικής τους, αλλά κι ως μορφή αντίδρασης στον αναδυόμενο καπιταλιστικό εκμοντερνισμό, οι ληστές αποτέλεσαν πολύ συχνά την πρώτη ύλη για τους μύθους και τους θρύλους μιας ρομαντικής αντίστασης προς τον σύγχρονο κόσμο (γι’ αυτό και θα τους συναντήσουμε εξίσου συχνά στα λαϊκά τραγούδια των ανώνυμων δημιουργών αλλά και στους εκλεπτυσμένους στίχους των ρομαντικών ποιητών).

Το είπαμε και πριν: οι Ληστές αφηγούνται μια σκοτεινή και συγκρουσιακή ιστορία. Κι όπως φαίνεται, ήταν αναπόφευκτο, αφού οι σελίδες της μετάβασης στο σύγχρονο, καπιταλιστικό, εθνικά ομογενοποιημένο ελληνικό κράτος είναι βαμμένες με πολύ αίμα. Όλα αυτά με ενδιαφέρουν προσωπικά πάρα πολύ από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αλλά δεν υπονοώ ότι το κόμικ αποτελεί κάποιου είδους ιδεολογική ιστορική δήλωση. Αντίθετα, προσπαθεί μάλλον να απελευθερώσει τις κρυμμένες δυνάμεις της ιστορικής πραγματικότητας μέσα από την εικόνα και το δράμα, χωρίς να φλυαρεί γι’ αυτές με κυριολεκτικό τρόπο, όπως κάνω εγώ ας πούμε εδώ από την σκοπιά του αρθρογράφου. Παρόλα αυτά, η παλιά Ελλάδα του μεσοπολέμου που αποκαλύπτουν οι Ληστές δεν έχει καμία σχέση με την εξιδανικευμένη απεικόνιση του παρελθόντος που προσφέρουν οι κυρίαρχες αφηγήσεις, απ’ τις οποίες θα μπουχτίσουμε από το νέο έτος που θα γιορτάζεται πλουσιοπάροχα (ή και όχι) η 200ή επέτειος από το 1821.

Μ’ αυτήν την έννοια, το κόμικ των Γούση και Ράγκου επικοινωνεί με την πολύ ενδιαφέρουσα άτυπη καλλιτεχνική συνομοταξία που μοιάζει να καταπιάνεται με μια επανεπινόηση του παρελθόντος και της παράδοσης (όπως έχει σημειωθεί πετυχημένα ξανά και ξανά) μέσα από νέα αισθητικά εργαλεία. Όχι πια σαν επανανακάλυψη μιας δήθεν χαμένης κι ευγενούς αυθεντικότητας που επικυρώνει εκ νέου την αδιαμφισβήτητη ομοψυχία του έθνους, όπως έκαναν αμέτρητες φουρνιές καλλιτεχνών που στράφηκαν προς την παράδοση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά περισσότερο σαν εξερεύνηση των παραδόσεων και των ιστοριών που ανθίζουν στο περιθώριο της κυρίαρχης εθνικής αφήγησης. Έτσι, θα μπορούσαμε να βάλουμε τους Ληστές δίπλα στο Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και τις Παγανιστικές Δοξασίες του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (αμφότερα των εκδόσεων Αντίποδες), που τα τελευταία χρόνια αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για τις υπο-εθνικές παραδόσεις που πριμοδοτούν το αλλόκοτο, το αποκλίνον, το φυγόκεντρο και το ετερόδοξο (κάτι που στα κόμιξ ξανάκανε τρόπον τινά πριν χρόνια ο Γιάννης Καλαϊτζής στα σπουδαία Μαύρο Είδωλο της Αφροδίτης και Τυφών). Και, όπως είπαμε και πριν, αυτό δεν συμβαίνει μέσα από τα μουχλιασμένα εργαλεία της χασμουρητής πατριδογνωσίας αλλά με μια οργανική ενσωμάτωση των πιο παθιάρικων πλευρών της pop κουλτούρας, από τη λογοτεχνία και τα video games μέχρι το σινεμά και την τηλεόραση: το horror, το fantasy, το noir, το western. Όλα τα όμορφα πράγματα δηλαδή.

Με αφορμή την κυκλοφορία των Ληστών, λοιπόν, ζήτησα από τον Γιώργο Γούση και τον Γιάννη Ράγκο να φτιάξουν μια λίστα με 5 ελληνικές ταινίες και 5 ελληνικά βιβλία για όσους θέλουν να εντρυφήσουν περισσότερο σε μια σκοτεινή ιστορική/λαογραφική ματιά πάνω στο εθνικό παρελθόν που να περιβάλλεται από μια ιδιαίτερη genre αύρα. Αυτοί ανταποκρίθηκαν κι έτσι μου έστειλαν τα εξής:

ΤΑΙΝΙΕΣ

– «Οι βοσκοί» του Νίκου Παπατάκη (1967)
Τα πρόσωπα, οι ερμηνείες, και η σκηνοθεσία μιας βαθιά ανατρεπτικής και μοντέρνας ταινίας. Κλασικό παράδειγμα όπου η ηθογραφία δεν είναι απλά η επιδερμική αναπαράσταση μιας εποχής.

– «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη (1966)
Θρίλερ στην ελληνική επαρχία, στην ουσία του υπαρξιακό, άρα και πολιτικό. Καλλιτεχνικό επίτευγμα σε κάθε του πεδίο (σκηνοθεσία, σενάριο, φωτογραφία, μουσική) με το κάθε ένα από αυτά να αναδεικνύει τα υπόλοιπα.

– «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1970)
Το ντεμπούτο του πιο αναγνωρισμένου Έλληνα σκηνοθέτη με ένα μη γραμμικό «αστυνομικό» στα χωριά της Ηπείρου, βασισμένο σε αληθινό έγκλημα. Ταινία σταθμός για το νέο Ελληνικό σινεμά, αλλά και για τον ίδιο τον Αγγελόπουλο που ανακαλύπτει εδώ το κινηματογραφικό του σύμπαν στην πιο ανεπιτήδευτη μορφή του.

– «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου (1964)
Στην εποχή που το εμπορικό ελληνικό σινεμά βρίσκεται στο ζενίθ του, παράγει την «Λόλα», ένα κλασικό νουάρ το οποίο ενώ πατάει στα πρότυπα του αμερικάνικου κινηματογράφου, δεν πέφτει στην παγίδα της αντιγραφής. Παρά τις μικρές δόσεις “μελό”, παραμένει μία από τις κορυφαίες νουάρ ταινίες της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής με ένα σούπερ καστ της εποχής (Κούρκουλος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος).

– «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» του Βασίλη Γεωργιάδη (1966)
Βασισμένος στα πρότυπα του γουέστερν, ο Νίκος Φώσκολος γράφει ένα από τα καλύτερά του σενάρια με φόντο την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ (αρχές 20ου αιώνα) και τον πρωτεργάτη της Μαρίνο Αντύπα ως έναν από τους χαρακτήρες. Ο Γεωργιάδης σκηνοθετεί το σενάριο και παρουσιάζει μια εμβληματική ταινία με σκηνές ανθολογίας για το ελληνικό σινεμά και φτάνει ως τα Όσκαρ του 1966, υποψήφια για καλύτερη ξενόγλωσση ταινία.

ΒΙΒΛΙΑ

– “Πίστομα” (διήγημα από τις “Κορφιάτικες ιστορίες”) του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1899)
Πυκνό (μόλις 650 λέξεις), νατουραλιστικό, βαθύ ψυχογράφημα ενός ληστή που, μετά από την χορήγηση αμνηστίας, επιστρέφει στο χωριό του και βυθίζεται στην ανθρώπινη κτηνωδία. Ένα αληθινό αριστούργημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Διαβάστε το

Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Πίστομα.pdf

– “Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών” του Μ. Καραγάτση (1952/2001)
Ληστρικό μυθιστόρημα, βασισμένο στην υπόθεση της σφαγής στο Δήλεσι (1870), αλλά με σαφείς συνδηλώσεις για την (τότε) ιστορική και πολιτική συνθήκη (Εμφύλιος πόλεμος και πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια).
Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών, Μ. Καραγάτσης - Skroutz.gr

– “Το μυστικό του Άσπρου Βράχου” του Γιάννη Μαρή (1959)
Το πρώτο ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα, γραμμένο από τον εισηγητή της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα και “εμποτισμένο” με στοιχεία από την παράδοση των λαϊκών ληστρικών αφηγημάτων.
Το μυστικό του άσπρου βράχου - Γιάννης Μαρής - 9789600706765 | Protoporia.gr

– “Το κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου (1975)
“Ορεινή” πολιτική περιπέτεια στα χρόνια του Εμφυλίου, με εντελώς αυτόφωτη σύλληψη και δομή, αλληγορία -μεταξύ άλλων- της σταθερής οδύνης της ύπαρξης.
Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου σήμερα, γράφει ο Γιώργος Δουατζής –  Literature.gr

– “Μπέσα για μπέσα ή ο άλλος Φώτης” του Νίκου Μπακόλα (1998)
Το φαινόμενο των “ληστών των ορέων”, κοιταγμένο μέσα από την “κουλτούρα της ανταρσίας”, μαζί με το δημιουργικό “αναποδογύρισμα” των αρχετυπικών μοτίβων της ληστρικής φιλολογίας.
ΜΠΕΣΑ ΓΙΑ ΜΠΕΣΑ Ή Ο ΑΛΛΟΣ ΦΩΤΗΣ - πίξελbooks

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: