Κυριακή, Δεκεμβρίου 27, 2020

Ο μεταφραστικός αόρατος ήρωας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα , βλέπω να κυκλοφορεί στα σάιτ και στο Facebook ένα άρθρο του Σταμ. Σταμ. σχετικά με το πώς γνώρισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στα γραφεία της εφημερίδας «Ακρόπολις» όταν εκείνος πήγε να του αφήσει χριστουγεννιάτικα διηγήματα προς δημοσίευση. Όσα περιγράφονται στο κείμενο με κέντρισαν να αναζητήσω περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του.  

 

Το άρθρο του Σταμ. Σταμ., δηλαδή του Σταμάτη Σταματίου*, ο οποίος εργάστηκε για πολλές δεκαετίες ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, δημοσιεύτηκε το 1943 στα «Αθηναϊκά Νέα» με τίτλο «Πώς τον γνώρισα». Σε αυτό περιγράφει την πρώτη επαφή του με τον Παπαδιαμάντη ένα βροχερό βράδυ λίγο πριν από τα Χριστούγεννα (δεν μας λέει ποιας χρονιάς), την εποχή που μαθητής στο Γυμνάσιο της Πλάκας έγραφε παράλληλα στην «Ακρόπολη» και είχε αναλάβει την επιμέλεια του χριστουγεννιάτικου τεύχους του περιοδικού «Α.Ο.Δ.Ο», καθώς και τη διανομή χρηματικών εράνων που έκανε η εφημερίδα υπέρ των πτωχών. Του είχε ζητηθεί τότε να βρει μεταξύ άλλων τον Παπαδιαμάντη προκειμένου να του ζητήσει να γράψει για το περιοδικό. Ο Σταματίου επειδή δεν μπορούσε να τον εντοπίσει του άφηνε παντού μηνύματα. 

 

«Πέρασαν ημέρες αρκετές. Ήσαν προπαραμονές των Xριστουγέννων. Ήταν ώρα δειλινού και ενώ καθόμουνα σ’ ένα από τα γραφεία της Ακροπόλεως εις την Στοάν του Πάππου, τότε. Άλλος κανείς μού φαίνεται από την σύνταξη δεν ήτανε εκεί. Ήταν η ώρα της ρετσίνας, του κόρτε και του ρεπορτάζ. Κι εγώ τότε ούτε ρετσίνα έπινα, ούτε με τα ρεπορτάζ απησχολούμην. Κάτι έγραφα όμως εκείνη την στιγμή, και ήμουνα απορροφημένος με την εργασία, όταν μέσα στο θαμπόφως της εσπέρας, που γινότανε βαθύτερον εις το γραφείον, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας άνθρωπος, μάλλον υψηλός, κακοντυμένος, με υποκάμισο ζουλισμένο στο λαιμό, χωρίς γραβάτα, με ρούχα οπωσδήποτε απεριποίητα και μακρύ επανωφόρι τριμμένο. Παρά την φτωχική εμφάνισιν, τα γένεια του και τα απεριποίητα μαλλιά του, το μελαψό του πρόσωπο ήτανε κόκκινο στα μάγουλα, κι από τα μάτια του έσταζε μια γλύκα. Εμπήκε συνεσταλμένος και δειλός.

 

—   Ο κύριος Σίγμα;

 

Ενόμισα πως ήταν κανένας από τους φτωχούς που συστημένοι εις εμέ από τη διαχείριση, ήρχοντο να πάρουνε σημείωμα για να εισπράξουν το χριστουγεννιάτικο βοήθημά τους.

 

— Εγώ είμαι, του απήντησα, αλλά καθίστε μια στιγμή, σας παρακαλώ, να τελειώσω κάτι που γράφω εδώ και αμέσως θα σας διευκολύνω.

 

Εκάθισε σκυφτός με γυρμένο το κεφάλι και κοίταζε διαρκώς το πάτωμα.

 

— Ο κακομοίρης, σκέφθηκα, φτώχεια μεγάλη θα ’χει!

 

Και τον κοίταξα με βλέμμα πονεμένο και μια συμπάθεια μεγάλη που έφτανε μέχρι συγκινήσεως.

 

—  Ορίστε, του είπα, άμα ετελείωσα.

—  Με ζητήσατε;

—  Όχι, εγώ δεν σας ζήτησα, αλλά ξέρω γιατί ήρθατε και θα τελειώσω αμέσως τη δουλειά σας.

 

Μου φαίνεται ότι δίναμε δέκα δραχμές σε κάθε άτομο οικογενείας. Σημειωτέον ότι η “Ακρόπολις”, η οποία έκαμνε τις ημέρες εκείνες τις μεγάλες αυτές φιλανθρωπικές χειρονομίες, κινδύνευε να μη βγει για έλλειψη χαρτιού και οι συντάκται της να μην πάρουν ούτε δέκα δραχμές για να περάσουν τα Χριστούγεννα.

Για να κανονίσω το ποσόν όπου θα έπαιρνε, ηθέλησα να μάθω τα μέλη της οικογενείας του.

 

— Είσθε παντρεμένος;

— Όχι… ακόμη! μου είπε μ’ ένα πικρό μειδίαμα.

— Έχετε άλλη οικογένεια;

— Δύο αδελφές, αλλά δεν είναι εδώ.

 

Για να τον βοηθήσω περισσότερο, εσκέφθηκα να κάμω μία πλαστογραφία. Να συμπεριλάβω ως συγκατοικούσας εις τας Αθήνας με αυτόν και τας αδελφάς του και έκαμα μίαν απόδειξιν για τριάκοντα δραχμές.

 

— Λαμβάνεις τον κόπο, του είπα, να περάσεις από το λογιστήριον.

 

Ευχαρίστησε ψιθυριστά, σαν φοβισμένος και συνεσταλμένος πάντοτε, σηκώθηκε, αλλά σαν να κοντοστεκότανε.

— Κι αυτά τι να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;

Και μου έδειχνε κάτι χαρτιά, Νόμισα πως ήταν πιστοποιητικά απορίας.

— Κράτησέ τα, του είπα, εμάς δεν μας χρειάζονται.

Εσείστηκε, λυγίστηκε ολίγο, έκανε, σκυφτός, να φύγει, ξαναγύρισε.

— Τότε αφού δεν σας χρειάζονται αυτά, εγώ με τι δικαίωμα θα πληρωθώ;

— Δεν πειράζει, αρκούμεθα εις τον λόγον σας. Χριστούγεννα είναι τώρα.

— Ναι, αλλά αν δεν πάρετε αυτά, εγώ δεν μπορώ να πάρω χρήματα.

— Μα δεν τα παίρνετε εσείς τα χρήματα, σας τα δίνουμε ημείς!…

— Ε, τότε, πάρτε κι εσείς ετούτα που μου τα ζητήσατε. Και τα άφησε σιγά και μαλακά απάνω στο τραπέζι.

Εσκέφθηκα, μήπως του ζήτήσει τίποτα πιστοποιητικά το λογιστήριο.

— Μα τι είναι, επιτέλους, αυτά, του λέω, που πρέπει απαραιτήτως να τα πάρουμε;

— Το διήγημα των Χριστουγέννων, που μου εζητήσατε.

— Το διήγημα των Χριστουγέννων… και ποιος είσθε σεις;

— Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

— Ο ίδιος;  

— Ο ίδιος και ολόκληρος! 

Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, η πένα έφυγε από τα χέρια μου, όλα εκεί μέσα, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σαν να στροβιλίσθηκαν γύρω μου και έκανα ώρες να συνέλθω.

 

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αυτός ο πρίγκηψ των Ελλήνων λογογράφων, που τον φανταζόμουνα ακτινοβολούντα, γελαστόν, ωραίον, καλοντυμένον, ευτυχή, γεμάτον εγωισμόν, αέρα και μεγαλοπρέπεια, αυτός!… Αυτός ο μαλακός, ο καλός, ο δειλός, ο φοβισμένος και τσαλακωμένος άνθρωπος, που στεκότανε με συστολή μαθητού επιμελούς, εκεί ενώπιόν μου!… Αυτός, που μας έδωκε γλύκες πνευματικές και συγκινήσεις ψυχικές, που συνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς κι εζωντάνεψε εμπρός μας ανθρώπους μακρινούς κι αγνώστους, που τους έκανε δικούς μας, εντελώς δικούς μας, σαν να περάσαμε μια ζωή μαζί, αυτός σε μια τέτοια κατάσταση, εκεί ενώπιόν μου! Του έσφιξα το χέρι, χωρίς να ημπορώ ούτε μια λέξη να προφέρω. Από την ταραχή μου και τη σαστιμάρα μου ούτε το φως δεν άναψα. Αισθάνθηκα ένα τρεμουλιαστό χέρι να σφίγγει το δικό μου και τον έχασα μέσα εις το σκοτάδι.

Έτσι τον έχασα κι απόψε, μόλις της λάμπας το φιτίλι έπεφτε κι έσβηνε το φως, γιατί δεν είχε πια πετρέλαιο! Έμεινε όμως πίσω μια μοσχοβολιά κηριού που λιώνει εμπρός στις άγιες εικόνες, κάτι από του καντηλιού το σβήσιμο, κάτι από θυμιατού πέρασμα μακρινό, μακρινό πολύ…».

Διαβάζοντας το άρθρο του Σταμ. Σταμ., χρειάζεται να συνδυάσει κανείς ημερομηνίες για να καταλάβει σε ποια εποχή αναφέρεται. Ο δημοσιογράφος γεννήθηκε το 1881. Οπότε για να φοιτεί στο γυμνάσιο δεν θα ήταν πάνω από 18 χρόνων. Άρα, απ’ όσα γράφει ,το περιστατικό συνέβη το 1899 ή λίγο αργότερα, όταν δηλαδή ο Παπαδιαμάντης ήδη είχε φύγει από την «Ακρόπολη» όπου εργαζόταν για χρόνια. Υπάρχει ωστόσο και το ενδεχόμενο να μην θυμάται καλά ο Σταμ. Σταμ. έπειτα από σχεδόν μισό αιώνα και να συνέβη αρκετά αργότερα, μετά το 1904 δηλαδή που όντως ιδρύεται το περιοδικό «Α.Ο.Δ.Ο.» και επιστρέφει ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια (1902-1904) που έμεινε στη Σκιάθο από όπου δημοσίευσε τη «Φόνισσα» το 1903 στο περιοδικό «Παναθήναια». 

 

Ο Παπαδιαμάντης εργαζόταν στον Τύπο ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1870. Το πρώτο του διήγημα ήταν το «Χριστόψωμο» το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στις 26 Δεκεμβρίου 1887 (όταν ο Σταμάτης Σταματίου ήταν μόλις έξι χρόνων) και έχει θέμα μια κακιά πεθερά, τη γραία Καντάκαινα, «ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της». Όταν η γραία προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαβάλλει την «αγαθοτάτης ψυχής» νύφη της, Διαλεχτή (ποτέ τα ονόματα δεν είναι τυχαία στον Παπαδιαμάντη), βρίσκει αντίσταση από τον γιο της, τον Καπετάν Καντάκη, ο οποίος αγαπά πολύ τη γυναίκα του. Έτσι η ίδια αναλαμβάνει να δηλητηριάσει τη νύφη της προκειμένου να απαλλάξει τον γιο της.  

 

Από τα 170 διηγήματα του Παπαδιαμάντη που γνωρίζουμε σήμερα τα 25 είναι γραμμένα με αφορμή την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων (Μ. Θεοδοσοπούλου, Παπαδιαμαντικά 2011, Εκδόσεις Τέττιξ). Τα διηγήματα αυτά τα έγραψε σε περιόδους που βρισκόταν στην Αθήνα και εργαζόταν στις εφημερίδες. Πώς βρέθηκε όμως ο Παπαδιαμάντης να εργάζεται σε εφημερίδες; Σύμφωνα με τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Φώτη Αρ. Δημητρακόπουλο, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, συμπατριώτης και συγγενής του Παπαδιαμάντη, ήταν εκείνος που τον παρακίνησε να εργαστεί στην εφημερίδα «Εφημερίς» ίσως από το 1874. «Στον Μωραϊτίδη λοιπόν χρωστάμε το ότι έφερε τον Παπαδιαμάντη σε επαφή με το δημοσιογραφικό κόσμο, συγκυρία ευτυχής που οδήγησε το μεγάλο πεζογράφο μας, μέσω των εφημερίδων, στη δημιουργική γραφή»

 

Πέντε χρόνια μετά, πάλι μέσω του Μωραϊτίδη, γνώρισε τον Βλάση Γαβρηιλίδη, τον εκδότη της «Ακροπόλεως». Ο Γαβρηιλίδης ο οποίος ήταν ένα λαμπρό μυαλό που διέβλεπε αμέσως το ταλέντο και τις ικανότητες βοήθησε τον Παπαδιαμάντη στη δημοσίευση του μυθιστορήματος «Μετανάστις» (1879) στον «Νεολόγο» της Κωνσταντινούπολης, ενώ δημοσίευσε τους «Εμπόρους των Εθνών» στη σατιρική εφημερίδα του «Μη Χάνεσαι» το 1882. Η τακτική συνεργασία με την «Ακρόπολη» ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1891 όπου ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε λογοτεχνικές επιφυλλίδες (συχνά κείμενα ελαφρά, χωρίς καμία λογοτεχνική αξία) και τις ειδήσεις που λάμβανε από τις ξένες εφημερίδες – ο Δροσίνης τον χαρακτήριζε «νυχτερίδα των εφημερίδων» γιατί ξενυχτούσε περιμένοντας να έρθουν τα ξενόγλωσσα φύλλα. 

 

Ο Παπαδιαμάντης εργαζόταν πολλές φορές πάνω από δέκα ώρες τη μέρα. Ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος κάνει λόγο για «μεταφραστικό είλωτα». Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο κείμενό του με τίτλο «Αλ. Παπαδιαμάντης – ο άνθρωπος» γράφει: «Ποιος δεν θυμάται εκείνα τα δάκτυλα, που είχανε βγάλει κάλους χοντρούς, βαστώντας την πέννα και γράφοντας; Ο άνθρωπος ο πιο πρωτότυπος ήτανε γραμμένο του να μεταφράζη, να μεταφράζη...». Κάποιες φορές είχε την τύχη να πέφτουν στα χέρια του τιτάνες όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Πόε –μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει τον «Δράκουλα» του Στόκερ– όμως αυτό δεν συνέβαινε κάθε μέρα. Ο Παπαδιαμάντης σε αντίθεση με τους εδραιωμένους λόγιους που μετέφραζαν επώνυμα, όπως ο Βλάχος, ο Ραγκαβής και ο Βικέλας, ήταν σχεδόν αόρατος ή αρκετά σπάνια υπέγραφε με αρχικό γράμμα ή ψευδώνυμο. Εκείνη την εποχή έστελνε συχνά γράμματα στον ιερέα πατέρα του όπου σχεδόν πάντα έκανε λόγο για την ανέχειά του και ζητούσε την οικονομική ενίσχυση της οικογένειάς του. Τον Οκτώβριο του 1881 έγραφε σε επιστολή του προς τον πατέρα του: «Με έξι χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια»

 

Μπορεί όπως αναφέρει ο Βλαχογιάννης να «ζούσε αδιαφορώντας τέλεια, αν η κοινωνία των ασήμαντων ή μοχθηρών συγχρόνων του τον αγνοούσε ή τον παρεγνώριζε», ωστόσο ήταν ένας άνθρωπος μακριά απ’ τον τόπο του, μόνος του στην Αθήνα χωρίς οικογένεια και με ελάχιστους φίλους (συναναστρεφόταν μόνο όσους θεωρούσε αυθεντικούς πνευματικούς δημιουργούς και τους απλούς ανθρώπους της γειτονιάς). Αυτή ήταν η ζωή του όταν έγραψε «Το χριστόψωμο», τη «Σταχομαζώχτρα», τα «Χριστούγεννα του τεμπέλη», τον «Χριστό στο Κάστρο» όπου κατέγραψε κατά βάση την ασφυκτική πίεση που ασκεί η οικογένεια στα μέλη της, όταν ακόμη οι θεωρίες του Φρόιντ δεν είχαν καν διατυπωθεί. Το βάθος των έργων του Παπαδιαμάντη έκαναν τον Γιάννη Τσαρούχη αρκετές δεκαετίες μετά να σημειώσει στο βιβλίο «Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου» (Εκδόσεις Καστανιώτη): «Ο Παπαδιαμάντης κάτω από το ήσυχο βλέμμα του, κάτω από τη γαλήνη, η οποία στηρίζεται στη χριστιανική, ορθόδοξη πίστη είναι πολύ πιο τραγικός, πολύ πιο Ευρωπαίος στις ανησυχίες από πολλούς ευρωπαΐζοντες οι οποίοι σήμερα δεν θα έκαναν ούτε για επαρχιακά φύλλα, με τις επαναστατικές τους ιδέες και με τις πρωτοτυπίες τους»

 

Επανέρχομαι στο άρθρο του Σταμ. Σταμ. όπου περιγράφει τον Παπαδιαμάντη κακοντυμένο «με υποκάμισο ζουλισμένο στο λαιμό, χωρίς γραβάτα, με ρούχα οπωσδήποτε απεριποίητα και μακρύ επανωφόρι τριμμένο» για να κλείσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» (Εκδόσεις Καστανιώτη) του Κωστή Παπαγιώργη: «Εξωθημένος σε μια πενιχρή περιθωριακή ζωή, σε λαϊκούς χώρους με συντροφιά κάποια ναυάγια της ζωής, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης θα δεχθεί ως φυσικό συγγενή του το κρασί. Μέχρι τέλους θα του μείνει πιστός. Το κρασί του χάριζε μια εσωτερική γαλήνη, το σπίθισμα της πνευματικής μεταρσίωσης, που τόσο το είχε ανάγκη. Το άλλο πάθος του ήταν το κάπνισμα. Τα “ψιλά Αγρινίου, του Βάρκα...”  τα αγόραζε χύμα, με την οκά, και το τραπέζι του στην εφημερίδα ήταν κατάστικτο από καψίματα. Πότης, καπνιστής, άνθρωπος που ήξερε το καλό φαγητό, επειδή είχε σπουδάσει την πείνα, ο νέος συγγραφέας θα αφήσει στην ιστορία των γραμμάτων αυτή τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη, που θα κέρδιζε πολλά σαν συγγραφέας, επειδή είχε χάσει σαν άνθρωπος».

 

ΥΓ.: Το https://papadiamantis.net/ είναι ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του. Από εκεί προέρχονται και οι δύο φωτογραφίες του άρθρου. 

______________

Σταμάτης Σταματίου ή Σταμ Σταμ: Μία μεγάλη προσωπικότητα από τη Ναυπακτία*Σταμάτης Σταματίου ή Σταμ Σταμ: Μία μεγάλη προσωπικότητα ..

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Take My Life/Η ζωή μου είναι στα χέρια σου (1947): μια καλογυρισμένη αγγλική ταινία νουάρ

Ένας άντρας που κατηγορείται άδικα για τη δολοφονία μιας πρώην φίλης πρέπει να βασιστεί στη σύζυγό του για να κάνει το ντετέκτιβ και να βρει...