«Η “Σαλώμη” του Γκιστάβ Μορό και του Γ.Κ. Ισμάν»
Υπάρχουν πολλές «Σαλώμες». Κάποιες απ’ αυτές ιδιοποιούνται απλώς το όνομα. Κάποιες άλλες είναι ποιητικά αριστουργήματα, πίνακες ζωγραφικής, ηρωίδες τριών διαφορετικών ευαγγελιστών, μονόλογος του Όσκαρ Ουάιλντ που έπαιξε η Σάρα Μπερνάρ στο Παρίσι (ο Όσκαρ Ουάιλντ ντρεπόταν να τον γράψει στη γλώσσα του και τον έγραψε γαλλικά), φαντασίωση υποταγμένων ανδρών, ποίημα του Καβάφη και του Μαλαρμέ, εμμονή του Γιόρις Καρλ Ισμάν* και του ήρωά του Ντεζεσέντ.
Η Σαλώμη όμως ήταν ιστορικό πρόσωπο. Υπήρξε. Όπως η Ηρωδιάδα η μητέρα της, που έγινε ηρωίδα και του Φλoμπέρ, όπως ο Τετράρχης Ηρώδης, κι αυτός ιστορικό πρόσωπο και ήρωας του ευαγγελιστή Ματθαίου: «Την ημέρα των γενεθλίων του Ηρώδη, η κόρη της Ηρωδιάδας χόρεψε μπροστά στον Ηρώδη και τον μάγεψε. Της υποσχέθηκε, λοιπόν, με όρκο, να της προσφέρει οτιδήποτε του ζητούσε. Εκείνη τότε, παρακινημένη απ’ τη μητέρα της, είπε: “Δώσε μου σ’ ένα πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή”. Και ο βασιλιάς έπεσε σε μεγάλη λύπη, όμως εξαιτίας του όρκου και εκείνων που βρίσκονταν καθισμένοι στο τραπέζι μαζί του, διέταξε να της το παραδώσουν. Κι έστειλε το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσαν στην κόρη και εκείνη το παρουσίασε στη μητέρα της».
Θ’ αναρωτηθεί κανείς γιατί αυτός ο κανιβαλισμός, ο αποκεφαλισμός που παραπέμπει άμεσα στον ευνουχισμό. Σε μια προηγούμενη σκηνή της ιστορίας (που είναι μαζί και μύθος και θρύλος και παραμύθι με πολλά ψυχαναλυτικά συμφραζόμενα), η Ηρωδιάδα προσφέρει το κορμί της στον φυλακισμένο βλάσφημο προφήτη, αλλά εκείνος απορρίπτει την πρότασή της. Εκείνη εκλιπαρεί έστω το φιλί του όμορφου αλλά άγριου Βαπτιστή. Και εκείνος οπισθοχωρεί, ξέροντας βέβαια πως θα γίνει μάρτυρας, γιατί θα είναι αδύνατον να μην τον τιμωρήσουν. Το μόνο που αγνοεί είναι η φύση της τιμωρίας, η οποία δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά σωματική.
Να πώς τον περιγράφει ο Φλομπέρ: «Ένας άνδρας, γυμνός ως τη μέση, σαν εκείνους που κάνουν εντριβές στα λουτρά: πανύψηλος, λιπόσαρκος, γέρος, και στο πλευρό του κρεμόταν ένα μεγάλο μαχαίρι μέσα σε μπρούτζινη θήκη. Τα μαλλιά του, ανασηκωμένα μ’ ένα χτένι, έκαναν ακόμα πιο μεγάλο το ψηλό του μέτωπο. Τ’ άχρωμα μάτια του έδειχναν νυσταγμένα, όμως τα δόντια του λάμπανε, τα δάχτυλα των ποδιών του νυχοπατούσαν ανάλαφρα στις πλάκες. Όλο του το κορμί ήταν ευλύγιστο σαν μαϊμούς, μα το πρόσωπό του είχε την απάθεια μιας μούμιας».
Θ’ αναρωτηθεί κανείς γιατί αυτός ο κανιβαλισμός, ο αποκεφαλισμός που παραπέμπει άμεσα στον ευνουχισμό.
«Τον ίδιο καιρό που δυνάμωνε η επιθυμία του να απομακρυνθεί από μια μισητή εποχή αναξιοπρεπών χυδαιοτήτων» αποφάσισε «ν’ απαλλαγεί από πίνακες που αναπαριστούσαν την ανθρώπινη φιγούρα, ν’ αγωνιά γυρνώντας τους δρόμους και ψάχνοντας» και αφού είχε αποβάλει κάθε ενδιαφέρον για τη σύγχρονή του τάξη πραγμάτων «αποφάσισε να μην αφήσει να εισχωρήσουν στο κελί του φαντάσματα αποστροφής ή νοσταλγίας, έτσι, θέλησε ν’ αποκτήσει πίνακες μιας ζωγραφικής εξαίρετης, λεπτοφυούς, που να κολυμπά μέσα σ’ ένα παλαιικό όραμα, σε μια αρχαία σήψη, μακριά από τα ήθη μας, μακριά από την εποχή μας». Μιλά ο Ντεζεσέντ, ο εμβληματικός ήρωας του Ανάποδα [À rebours, 1884] του Γιόρις Καρλ Ισμάν (1848-1907).
Ο ένας απ’ τους δύο πίνακες που απέκτησε ο Ντεζεσέντ (του οποίου ένθερμος θαυμαστής ήταν ο νεαρός Μαρσέλ Προυστ) ήταν η Σαλώμη του Γκιστάβ Μορό (1826-1898): «Ένας θρόνος ορθωνόταν σαν Αγία Τράπεζα καθεδρικού ναού, κάτω από αμέτρητους θόλους, στηριγμένους σε χοντρές κολόνες σα ρωμαϊκούς στύλους, επενδεδυμένους με πολύχρωμες πλάκες, στολισμένες με μωσαϊκά, με λαζουρίτες και σαρδόνυχες μέσα σ’ ένα παλάτι όμοιο με βασιλική βυζαντινού και ταυτόχρονα μουσουλμανικού ρυθμού. Στο κέντρο της σκηνής που υψωνόταν πάνω απ’ το θρόνο, στον οποίο οδηγούσαν ημικυκλικά σκαλοπάτια, καθόταν ο Τετράρχης Ηρώδης, φέροντας μία τιάρα με τα πόδια ενωμένα και τα χέρια πάνω στα γόνατα. Το πρόσωπό του ήταν κίτρινο, περγαμηνώδες, σκαμμένο από ρυτίδες, φαγωμένο απ’ τα χρόνια». Αρώματα ανέδιναν ατμούς, φλόγες έλαμπαν, πολύτιμοι λίθοι στόλιζαν τα πλαϊνά του θρόνου, ενώ φωσφορίζοντα μάτια ζώων κοιτούσαν θαρρείς «το ακίνητο άγαλμα, το απολιθωμένο σε μια ιερατική πόζα ινδουιστικού θεού [...] Μες στην αλλόκοτη μυρωδιά των αρωμάτων, μέσα στην υπερβολικά ζεστή ατμόσφαιρα αυτής της εκκλησίας, η Σαλώμη, με το αριστερό χέρι τεντωμένο σε μια κίνηση προσταγής, με το δεξί χέρι διπλωμένο, κρατώντας στο ύψος του προσώπου ένα μεγάλο λωτό, προχωρά αργά στις μύτες των ποδιών, υπό τους ήχους της κιθάρας που παίζει μια γυναίκα καθισμένη οκλαδόν».
Κανένας απ’ τους τρεις ευαγγελιστές, ο Ματθαίος, ο Μάρκος ή ο Λουκάς, κανένας απ’ τους ποιητές, κανένας απ’ τους θεατές δεν μπόρεσε και δε θα μπορέσει ποτέ να κλείσει μέσα στο βλέμμα του, μέσα στο μυαλό του, μέσα στην καρδιά του, μέσα στο κορμί του αυτή την ανεπανάληπτη εικόνα που επιχειρεί να περιγράψει ο Ντεζεσέντ εκστασιασμένος, απόκοσμος, εραστής όχι της Ομορφιάς αλλά της Ασχήμιας όπως κάποιοι παρακμίες. Μόνο ο ζωγράφος τα κατάφερε να ζωντανέψει για μια ακόμα φορά την ιστορία, να τη φορτώσει αρώματα και οσμές, αισθησιασμό και επιθυμίες, μόνο ο Γκιστάβ Μορό μπόρεσε να δει έξω από τον πίνακα, στη θέση ακριβώς που πρέπει να βρίσκεται ο ζωγράφος. Μέσα κανείς δεν μπορεί να περπατήσει. Είναι ιερός χώρος, όπως το κοίλον του αρχαίου θεάτρου. Εκεί χορεύει η Σαλώμη τον χορό των εφτά πέπλων, κάθε πέπλο και μια μαγγανεία, και κάνει τον Ηρώδη να συρθεί σχεδόν στα πόδια της ικετεύοντάς τη να του ζητήσει ό,τι θέλει και τρομάζει ακούγοντάς τη να λέει: «Θέλω το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Το θέλει η μητέρα μου η Ηρωδιάς, η ερωμένη σου!» Χτες ήταν που απέφευγε τα χάδια και τα φιλιά της, ήξερε ο Τετράρχης πως κάτι θα του ζήταγε και γι’ αυτό αρνιόταν να πέσει μαζί της στη βελουδένια λάμψη της κάμαρής της για να μη γίνει υποχείριό της και τότε εκείνη σκέφτηκε τη Σαλώμη, πιο νέα, πιο υστερική, χωρίς οίκτο, κυριαρχική, μια femme fatale, γυναίκα «της ακατάλυτης Λαγνείας, θεά της αθάνατης Υστερίας, καταραμένη Ομορφιά, διαλεγμένη ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες, απ’ την καταληψία που της σκλήρυνε τη σάρκα και της τέντωσε τους μυς – το Κτήνος, το τερατώδες, το αδιάφορο, το ανεύθυνο, το ασυναίσθητο, που δηλητηριάζει, σαν την αρχαία Ελένη, όποιον το πλησιάσει, όποιον το κοιτάξει, όποιον το αγγίξει». Η πραγματικότητα δεν εξαντλείται σ’ αυτό που βλέπουμε. Ούτε ο Ντεζεσέντ έβλεπε την πραγματικότητα, την περνούσε μέσα από το φίλτρο της δικής του ιδιαίτερης ματιάς.
Ο Γκιστάβ Μορό είναι ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός από τους ηθελημένα «τεχνητούς» καλλιτέχνες. Θαύμαζε στον Μιχαήλ Άγγελο τον «ιδεώδη υπνοβατισμό» των μορφών του. «Δεν έχουν συνείδηση», έλεγε ο Μορό, «των ίδιων τους των κινήσεων, απορροφημένες σε ονειροπολήσεις που τις συνεπαίρνουν σε άλλους κόσμους». Οι μορφές του, παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν καμία σχέση με το νεύρο του Μιχαήλ Άγγελου. Είναι διφορούμενες, άλλοτε απαθείς, σκληρές, ονειρικές με έντονο το εφιαλτικό στοιχείο και μακριά απ’ τον κλασικισμό. Ο Μορό ήταν αρχικά ρομαντικός, αλλά η μοίρα του τον οδήγησε σ’ αυτό που αποκλήθηκε «ξεριζωμένη πρωτοπορία». Ξεπέρασε τον εξωτισμό του δασκάλου του, Σασεριό, και πήγε πολύ πιο πέρα απ’ αυτόν και από την αισθησιακή σκληρότητα, τον πόνο και τον σαδισμό που έχουν τα σώματα του Ντελακρουά, τον οποίο θαύμαζε πάρα πολύ. Οι μορφές του πάσχουν και είναι λίγο-πολύ συγκεχυμένες και σχεδόν εξ ολοκλήρου αντλημένες από τη μυθολογία, δηλαδή απ’ τη λογοτεχνία: η Σφίγγα, η Σαλώμη, ο Άγιος Σεβαστιανός, η Μεσσαλίνα, η Ωραία Ελένη, η Σφαγή των φορτικών μνηστήρων της Πηνελόπης μετά την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ο Μορό είναι συμβολιστής, παρακμίας, που σημαίνει πως οδηγείται έξω και πέρα από τον Διαφωτισμό ή το πνεύμα του ορθού λόγου, καταλήγοντας ούτε λίγο ούτε πολύ στον σουρεαλισμό, εκεί ακριβώς που συναντιέται με τον Μπρετόν. Είναι γι’ αυτόν ο πρώτος ζωγράφος που θα θαυμάσει ανεπιφύλακτα.
Η πραγματικότητα δεν εξαντλείται σ’ αυτό που βλέπουμε.
Ο λεπτολόγος Γκιστάβ Μορό, εραστής της άκρας ακρίβειας, είναι ίσως από άποψη καλλιτεχνικού χαρακτήρα το alter ego του Ισμάν. Είναι κι οι δύο μοναχικοί, σχεδόν ασκητικοί, αλλά ο Μορό θα διδάξει στη Σχολή Καλών Τεχνών τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Είχε μαθητές τους Ανρί Ματίς και Ζορζ Ρουό. Αλλά η μελαγχολία του πνεύματός του, η νοσηρή του φαντασία, οι πλατινένιες αποχρώσεις και λάμψεις στα χρώματά του, οι άτονες, σχεδόν ασημοκέντητες εικόνες του υμνούν μια πλευρά του έρωτα μόνο, τη βασανιστική, αυτή που παλεύει με τον θάνατο και αναδεικνύει την καταστρεπτική δύναμη της γυναίκειας «ρώμης» – αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Οπαδός του αλλόκοτου, του μακάβριου, ο Μορό ξεπηδάει, θαρρείς, από τα Άνθη του Κακού του Μποντλέρ. Ανήκει πάντως στον κόσμο του, αλλά όχι τόσο σ’ εκείνον του Μαλαρμέ. Και, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, στον κόσμο του Καβάφη από την άποψη τουλάχιστον της σκοτεινότητας, του κρυμμένου και του μισόφωτου:
Σαλώμη [1896]
Επάνω σε χρυσό σινί η Σαλώμη φέρνει
την κεφαλή του Ιωάννη Βαπτιστή
στον νέον Έλληνα τον σοφιστή
που από τον έρωτα με αδιαφορία γέρνει
«Σαλώμη την δική σου» απαντάει ο νέος
«ήθελα να με φέρουνε την κεφαλή».
Αστειευόμενος έτσι ομιλεί.
και την επαύριον ένας δούλος της δρομαίος
της Ερωμένης έρχεται την κεφαλή βαστώντας
ολόξανθη επάνω σε χρυσό σινί.
Πλην την επιθυμία του την χθεσινή
ο σοφιστής είχε ξεχάσει μελετώντας.
Τα αίματα που στάζουνε βλέπει και αηδιάζει.
Το αιματωμένο πράγμα αυτό να σηκωθεί
προστάζει από εμπροστά του, κ' εξακολουθεί
του Πλάτονος τους διαλόγους να διαβάζη.
Διάχυτη ειρωνεία, στο ποίημα αυτό που ανήκει στα «Κρυμμένα» –καθόλου τυχαίο– και ο ερωτισμός που στον Ισμάν και τον Μορό περισσεύει, εδώ είναι προκλητικός αλλά όχι ωμός. Πάντως στον Μορό κυριαρχεί ο ερωτισμός, ενώ στο Ανάποδα του Ισμάν είναι απών από τη ζωή του Ντεζεσέντ, που είναι ανέραστος, αλλά κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα με τη διεστραμμένη ασφαλώς μορφή του.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Οι μεταφράσεις των παραθεμάτων είναι των: Γιώργου Σπανού του διηγήματος του Φλομπέρ «Ηρωδιάς» από τις Τρεις ιστορίες (Εκδόσεις Πλέθρον 1985), Συλβάνας Ζερβακάκη του Ανάποδα του Ισμάν (Εκδόσεις Π. Τραυλός 2000), ενώ περιέχονται σύντομα αποσπάσματα από το: Ο ερωτισμός στην τέχνη του Έντουαρντ-Λούσι Σμιθ σε μετάφραση Ιουλίας Ραλλίδη (Εκδόσεις Υποδομή 1985).
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου