Πώς ήταν η Αγορά της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης
Λέξεις: Μαρία Κωνσταντινίδου
Η Αγορά ήταν «αναπόσπαστο» κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Καθορίζεται από τη δυναμική του χώρου συμπλεκόμενη – σε σύγκλειση με τη δυναμική των λαϊκών στρωμάτων που επιχειρούν, που δρουν στο χώρο.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ταξιδιωτών, περιηγητών, λογίων, ιεραρχών, ο χώρος της αγοράς είναι το κέντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων των πόλεων, σε τρόπο ώστε αγορά και πόλη να ταυτίζονται, να ενώνονται σε μια υπόσταση.
Όσον αφορά τα λαϊκά στρώματα, η αγορά είναι το κέντρο της πλειονότητας των οικονομικών και κοινωνικών τους δραστηριοτήτων, καθώς δουλεύουν και συνυπάρχουν εκεί τις περισσότερες ώρες της ημέρας και πηγαίνουν σπίτι τους μόνο για κοιμηθούν. Έτσι, ακόμα και οι συνήθειες της καθημερινής τους ζωής που αφορούν περισσότερο χώρους συνάντησης παρά δουλειάς, όπως τα θερμοπωλεία (πρόδρομοι ή των καφενείων), τα λουτρά και τα καπηλειά – μαγειρεία, ξενοδοχεία – πανδοχεία, έχουν άμεση σχέση με το χώρο της αγοράς. Σε ολα τα παραπάνω πρέπει να προστεθούν τα παζάρια, οι διοργανώσεις γιορτών των συντεχνιων και παρελάσεων από τους άρχοντες τα θρησκευτικά πανηγύρια και οι εμποροπανηγύρεις.
Ας δούμε λοιπόν την περιγραφή της Αγοράς των Βυζαντινών πόλεων, Θεσσαλονίκης, Κωνσταντινούπολης, Αναστασιουπολης, Καισάρειας, Αντιόχειας και πολλών άλλων.
Σε γενικές γραμμές, έχουμε δύο είδη αγορών όσον αφορά τα κτήρια όπου βρισκόταν τα καταστήματα και τα εργαστήρια. Το ένα είδος είναι οι στοές (τις ονόμαζαν δημόσιες στοές), δηλαδή σκεπαστοί δρόμοι που έπαιρναν τα ονόματά τους ανάλογα με το όνομα του ιδρυτή τους, ανάλογα με τα είδη των προϊόντων που πουλούσαν ή παράγονταν ή κατασκευάζονταν σ’ αυτές ή ακόμα ανάλογα και με το σχήμα τους (πρακτική που ακολουθούσαν και οι Ρωμαίοι). Λέγονταν δε και «έμβολοι».*
Οι «έμβολοι» είχαν ένα ή δύο πατώματα και συνήθιζαν να ζωγραφίζουν τους τοίχους τους αλλά και να τους διακοσμούν με αγάλματα. Όταν χρειάζονταν επιδιόρθωση, τα μισά χρήματα τα έβαζε το κράτος και τα άλλα μισά τα πλήρωναν οι καταστηματάρχες. Τις κολώνες τις αναλάμβανε το δημόσιο. «Εκεί βρίσκεις τα πάντα προς απολαύσουν, αλλά και πολλά προς τον βίον χρησίμων…».
Ξεχωριστό είδος αγοράς – στοάς ήταν εκείνο που είχε πόρτες οι οποίες έκλειναν τη νύχτα, εννοείται για να προστατεύονται τα εμπορεύματα. Πωλούνταν είδη πολυτελείας όπως πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα.
Αλλά είδη αγορών είναι αυτές που βρίσκονταν στις δύο πλευρές των μεγάλων κεντρικών λεωφόρων. Εκεί επίσης βρίσκουμε καταστήματα και εργαστήρια.
Καταστήματα οι Βυζαντινοί ονόμαζαν τους χώρους όπου γινόταν η κατεργασία των προϊόντων. Ενώ εργαστήρια ονόμαζαν τους χώρους πώλησης. Αυτοί οι δύο χώροι συμπίπτουν.
Τα προϊόντα προβάλλονταν όχι μόνο μέσα στα εργαστήρια αλλά και έξω απ’ αυτά, πάνω σε σανίδες και τραπέζια, τα οποία ονόμαζαν «προβολές». Η προβολή των προϊόντων εμπόδιζε συχνά την κυκλοφορία και στους παράπλευρους στενούς δρόμους και οι διάφορες μυρωδιές δημιουργούσαν μια δυσάρεστη κατάσταση. Έτσι σύμφωνα με τις διατάξεις στο Επαρχικο βιβλίο, απαγορευόταν η προβολή των προϊόντων τις Κυριακές, τις δεσποτικές εορτές και τις μέρες που περνούσαν οι άρχοντες ή ο αυτοκράτορας.
Σε σχέση με το νομικό καθεστώς, άλλα καταστήματα – εργαστήρια ήταν ιδιόκτητα, άλλα τα νοίκιαζαν οι επαγγελματίες από τους ιδιοκτήτες ή από την Εκκλησία, η οποία χρειαζόταν τους πόρους για το φιλανθρωπικό της έργο.
Η Αγορά γενικότερα ονομαζόταν και φόρος.
Τα μεταξωτά υφάσματα πωλούνταν σε κεντρική φυλασσόμενη αγορά. Τα «αργυροπρατεία» και τα χρυσοχοεια βρίσκονταν στις λεωφόρους. Οι «πρανδιοπράτες» πουλούσαν σε συγκεκριμένες αγορές τα υφάσματα τους και τα φορέματα που έφταναν κυρίως από τη Συρία (Δαμασκός). Τα «μυρεψεία» (αρωματοπωλεια) βρίσκονταν σε κεντρικό χώρο για να δίνουν ωραία αρώματα στο χώρο. Ακόμα ενδεικτικά αναφέρουμε ότι υπήρχαν «αρτοκοπεία» (αρτοποιεία, φούρνοι), «ιχθυοπρατεία» (ψαράδικα) και προβατέμποροι.
Τα εμπορεύματα που έφθαναν στα λιμάνια πωλούνταν στις αντίστοιχες αγορές. Εξαίρεση αποτελούσαν τα μπακάλικα που οι επαγγελματίες «σαλμαδάριοι» μπορούσαν να ανοίξουν οπουδήποτε τα εργαστήρια τους και τα κουρεία.
Υποχρεωμένοι ήταν οι βυρσοδέψες, οι γυψοποιοί, οι «σχοινοπλόκοι», οι «κωμοδρόμοι», οι «εριοπλύτες», οι γυαλάδες, οι ασβεστοποιοί και άλλοι να εμπορεύονται τα προϊόντα τους στα πέριξ των πόλεων λόγω αναθυμιάσεων ή κινδύνου πυρκαγιάς.
Αγορές σχηματίζονταν και στα προαύλια των ναών, πράγμα που η Εκκλησία προσπαθούσε να απαγορεύσει. Τελικά, η απαγόρευση ισχύει κυρίως για τους αιρετικούς.
Τα επαγγέλματα της αγοράς της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων του Βυζαντίου.
Ας δούμε δηλαδή τι δουλειές έκαναν οι αγοραίοι, οι «χειροτεχνάριοι», τα «παιδιά της πιάτσας» του Βυζαντίου. Ανάλογα με τα υλικά υπό κατεργασία και την παραγωγή των προϊόντων, βλέπουμε να δημιουργούνται κύρια και βοηθητικά επαγγέλματα.
Υλικά που συναντούμε: μαλλί, μέταλλα, άλευρα, μάζα γυαλιού, ξύλο, πηλός για διάφορες χρήσεις, νήματα και υφάσματα διάφορα, βαφές, δέρματα, κρέατα, αλλαντικά. Πολλά απ’ αυτά τα χρησιμοποιούμε και σήμερα, τα προϊόντα όμως που προέκυπταν από την κατεργασία ήταν διαφορετικά, γιατί διαφορετικές ήταν και οι ανάγκες των ανθρώπων, καθώς και η τεχνολογία.
Πρώτα – πρώτα, έχουμε τα μαργαριτάρια και τους αλιείς μαργαριταριών, επίσης τους κογχυλευτές που μάζευαν τα ιδιαίτερα κοχύλια από τα οποία κατασκεύαζαν την βαφή για το πορφυρό αυτοκρατορικό χρώμα.
Τα μεταξωτά υφάσματα εισάγονταν πάντα από την Κίνα, παρ’ όλο που οι μεταξάριοι και οι σηρικάριοι έφτιαχναν νήματα από κουκούλια μεταξοσκώληκα. Υπήρχαν οι μεταξωπράτες που αγόραζαν και μεταπωλούσαν μεταξωτά φορέματα καθώς και εκείνοι που τα διόρθωναν.
Ανυφάντης ή υφαντής ήταν εκείνος που ύφαινε τα νήματα, λινά, βαμβακερά κ.α. Οι ποικιλτές ή χρυσοράπτες κεντούσαν τα ρούχα με χρυσές ή μεταξωτές κλωστές, αλλά και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους. Οι μυρεψοί ή αρωματοπράτες πουλούσαν αρωματικά, φαρμακευτικά, μπαχαρικά και βαφικά είδη και εδώ αναφέρεται το γνωστό μας λουλάκι.
Βασταγάριος λέγονταν ο αχθοφόρος. Εκτός από τους βυρσοδέψες, κατεργάζονταν τα δέρματα και οι μαλακτάριοι για την κατασκευή παπουτσιών. Οι λωροτόμοι έφτιαχναν δερμάτινα λουριά για τα άλογα, οι χαλινοποιοί έφτιαχναν τα χαλινάρια και τις σέλλες οι σελλάδες. Ειδική κατηγορία οι σαμαροποιοί για τα μεταγωγικά ζώα. Με την κατασκευή των παπουτσιών ασχολούνταν οι τσαγκάρηδες ενώ οι επιδιορθωτές ονομάζονταν παλαιορράφοι ή νευροφάγοι ή πετσωτές.
Οι κρεοπώλες ή κρεόπουλοι (ή μακελλάριοι στην καθομιλουμένη «κοινή» λεγόμενη των Βυζαντινών) αγόραζαν τα κρέατα από τους προβατέμπορους και τους χοιρέμπορους και ήταν υποχρεωμένοι να σφάζουν τα ζώα μπροστά στον Έπαρχο. Τα χοιρινά μερικές φορές δεν τα πουλούσαν αμέσως, αλλά τα πάστωναν για να τα πουλήσουν σε καλύτερες τιμές όταν υπήρχε έλλειψη, πράγμα που ήταν απαγορευμένο. Οι μπακάληδες (σαλμαδαριοι ή αλμεοπώλεις πουλούσαν τουρσιά, λάχανα, αγγουράκια, παντζάρια κ.α. διατηρημένα σε άλμη. Στην εξέλιξη του επαγγέλματος, πουλούσαν και κρέας, χαβιάρι, παστά ψάρια, αλλαντικά (νεύρον), τυρί, μέλι, λάδι, όλα τα όσπρια, βούτυρο, ξερή και υγρή πίσσα, κέδρια (αρωματικό ξύλο), κάναβι, λινάρι, γύψο, σκαφιδιά, βαρέλια, καρφιά κ.α.
Οι αρτοποιοί ή αρτοκόποι η μανγκίπες – κοινή ελληνική, έπρεπε να στήνουν τα εργαστήριά τους σε απόσταση από τα σπίτια, επειδή χρησιμοποιούσαν εύφλεκτα υλικά για να ανάβουν τους φούρνους. Βοηθοί τους ήταν ο ζυμωτής, ο παραζημωτής, ο προφούρνιος και ο φουρνητάρης, δηλαδή ο ψήστης των φαγητών και των γλυκών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τους ασβεστοποιούς, γυψοποιούς (γυψάρεια, γυψοκοπεία), γυψοπλάστες (δημιουργούσαν γύψινα διακοσμητικά στοιχεία μέσα και έξω από τα σπίτια), τους αμαξοποιούς ή καροποιούς, τους βουτσάδες (βαρελάδες), τους σχοινοπλόκους ή σχοινουργούς, τους εριοπώλες, τους εριοπλύτες, τους λανάριους ή κτενιστές, τους καλαθοπλόκους, τους καρβουνιάρηδες (καρβωνάριοι), τους κεραμείς, τους πηλοπλάστες, τους πλινθουργούς, τους κεραμιδάδες, χυτροπλάστες, πιθοπλάστες, κηρουλάριοι, πλύντες (έπλεναν τα ρούχα).
Ακόμη έχουμε τους κοσκινάδες, τους πινακάδες (έφτιαχναν τα ξύλινα πιάτα), τους κλινοποιούς ή κραββατοποιούς, τους σκαφιδοποιούς, τους ξυραφιστές που ξύριζαν τους πελάτες στα κουρισκαρεία, τους εργολάβους, τους κτίστες, λιθοφόρους, μαρμάριους, τους μαγείρους, τους μυλωνάδες, τους πεταλουργούς ή καλιγάριους.
Ακολουθούν αυτοί που έφτιαχναν σαπούνια, σπαθιά, τόξα, τύμπανα, καθρέφτες, αυτοί που επιδιόρθωναν τα γεωργικά εργαλεία (σιδηροκόποι, χάλκεις), οι μολυβουργοί, οι πορθμείς (δηλαδή οι περαματάρηδες) και οι βρακάδες, που έφτιαχναν και διακοσμούσαν τα λινά εσώρουχα.
Οι πλανόδιοι μικροπωλητές των Ανατολικο-μεσαιωνικών χρόνων κουβαλούσαν τα μαγαζιά τους στους ώμους τους και πάνω στα γαϊδουράκια τους. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν παράνομα μικρά εργαστήρια στα σπίτια τους, άλλοι αγόραζαν τα προϊόντα από τις αγορές και σε άλλη περίπτωση ήταν υπάλληλοι εργαστηρίων που τους έστελναν να πουλήσουν τα προϊόντα κατασκευής του εργαστηρίου. Συνήθως επιδιόρθωναν τα προϊόντα που πουλούσαν ή ήταν απλώς επιδιορθωτές – μικροτεχνίτες. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε αυτούς που πουλούσαν στους δρόμους παστέλια (παστελόπουλοι), λούπινα (πικροκουκιά) βραστά και ρεβύθια (στραγαλάδες), οι οποίοι πουλούσαν ακόμη και βραστή φακή και κόκκους καννάβεως. Οι χορδευτές και αλλαντευτές έφτιαχναν τα αλλαντικά.
Μερικοί απ’ αυτούς τα πουλούσαν στις γωνιές των δρόμων, επίσης για να φτιάξουν πατσά τον οποίο πουλούσαν, μαγείρευαν έντερα και κοιλιές αιγοπροβάτων.
Τα πολιτισμικά δημιουργήματα δεν περιορίζονται από τους αιώνες και από τα σύνορα. Να φανταστείτε ότι την δεκαετία του ’70 υπήρχε μικροπωλητής στην Φλωρεντία που πουλούσε πατσά στις γωνιές του δρόμου.
Ακόμα, ενδεικτικά αναφέρουμε όσους γύριζαν τις γειτονιές και πουλούσαν δαντέλες, πιπεροτρίφτες, καρυδάτα, σησαμάτα (με σουσάμι) και οξύγαλα. Επίσης, συναντάμε τους μανάβηδες, τους ραφτάδες, τους υφασματοπώλες, αυτούς που πουλούσαν χύτρες και τους παλιατζήδες που αγόραζαν και πουλούσαν παπούτσια, ρούχα και παλιά αντικείμενα. Έτσι, εκτός από τους μικροπωλητές μας έχουν μείνει οι εκφράσεις: τι τζίρο έχει το μαγαζί ή το προϊόν, το τάδε επάγγελμα ή προϊόν έχει «πέραση», και ότι η «τρέχουσα» τιμή του προϊόντος είναι η τάδε.
Όλοι οι επαγγελματίες και όλοι οι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να ανήκουν σε μια μόνο συντεχνία. Αυτός ήταν ένας τρόπος να ελέγχει το κράτος τους εργαζόμενους και τα ιδιωτικά εργαστήρια.
Οι Έπαρχοι ήταν οι αντιπρόσωποι του κράτους σε κάθε πόλη. Αυτοί καθόριζαν τις τιμές των προϊόντων και την κερδοφορία από την πώληση των προϊόντων. Επίσης, διόριζαν ή ενέκριναν τον αρχηγό, τον υπεύθυνο κάθε συντεχνίας, ο οποίος αγόραζε όλες τις πρώτες ύλες και τις μοίραζε ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παραγωγικής μονάδας. Ακόμα, οι Έπαρχοι καθόριζαν τις ώρες εργασίας, τους μισθούς και τον χώρο όπου μπορούσε κάθε συντεχνία να διαθέτει τα προϊόντα της.
Ο πρώτος, ο μαΐστωρας ή μαΐστρος, στην ιεραρχία σε κάθε εργαστήριο ήταν ο ειδικός της τέχνης, ο δάσκαλος, ο καλύτερος τεχνίτης (πολλές φορές και ιδιοκτήτης) και υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του εργαστηρίου. Δεύτεροι έρχονταν οι «έμπειροι», οι «αμειβόμενοι τεχνίτες», οι οποίοι εννοείται ότι είχαν περάσει όλα τα επίπονα και μακροχρόνια στάδια του μαθητευόμενου.
Όλοι οι χειροτεχνάριοι καλούνταν «δουλευτές» ή «άνθρωποι». Επίσης, χρησιμοποιούνταν και δούλοι. Για όλους δεν υπήρχε όριο στις ώρες εργασίας, δούλευαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας, οι τεχνίτες με ελάχιστη πληρωμή και επιπλέον ρούχα και φαγητό όχι καλής ποιότητας. Οι μαθητευόμενοι δεν πληρώνονταν καθόλου, είχαν δικαίωμα σε φαγητό και ρούχα και ήταν υποχρεωμένοι να κοιμούνται μέσα στο εργαστήριο. Η αμοιβή τους ήταν ότι μάθαιναν την τέχνη.
Στα καπηλειά, μετά την παραγγελία σέρβιραν σε ποτήρια το κρασί που έπαιρναν από μεγάλα πιθάρια και κρατούσαν λογαριασμό με τον αριθμό των ποτηριών. Πολλές φορές οι θαμώνες μεθούσαν και όχι μόνο δεν πλήρωναν, αλλά καλούσαν τους περαστικούς και τους κερνούσαν. Η Πολιτεία για να αποτρέψει τις φασαρίες που γίνονταν συνήθως υποχρέωνε τους κάπηλους να ανοίγουν και να κλείνουν νωρίς τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Μια σκηνή που σε μας μπορεί να φανεί περίεργη είναι ότι έξω από από τα καπηλειά έστρωναν αχυρένια στρώματα ή ψάθες για τους πελάτες.
Όσα μαγαζιά είχαν βγάλει κακό όνομα έπρεπε να έχουν τις πόρτες τους σε πλάγιο δρόμο και να τις σκεπάζουν με ένα ύφασμα. Όταν σκοτείνιαζε, έβγαζαν λυχνάρια έξω από τα μαγαζιά τους. Στα καπηλειά μπορούσαν βέβαια και να φάνε ή να αγοράσουν φαγητό για το σπίτι. Μεγάλα παράπονα και φασαρίες γίνονταν επειδή οι ταβερνιάρηδες νέρωναν το κρασί.
Οι μουσικοί θεωρούνταν πλανόδιοι επαγγελματίες. Γύριζαν στην αγορά, στις ταβέρνες και στα χάνια ή πήγαιναν όπου τους καλούσαν. Σε γάμους, σε γενέθλια, σε γιορτές που γινόταν στα σπίτια. Έφτιαχναν κομπανίες με τραγουδιστές/στριες και χορευτές/τριες.
Το ρεπερτόριο τους άλλαζε ανάλογα με το κοινό που τους άκουγε και συμμετείχε. Το γλέντι μπορούσε να άναψει αυθόρμητα και αυτοσχέδια όταν συνέβαινε κάτι που οι θεατές ήθελαν να αποδοκιμάσουν ή να επικροτήσουν. Συνήθως χόρευαν μαζί με τις κομπανίες ή χτυπούσαν παλαμάκια συνοδεύοντας τα δρώμενα.
Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν στα καπηλειά, στην αγορά, στους δρόμους ή στα στενά δρομάκια των πόλεων. Ερμήνευαν και παλαιότερα τραγούδια που είχαν διαδοθεί και καταξιωθεί από γενιά σε γενιά αλλά συχνά αυτοσχεδίαζαν, ακολουθώντας βέβαια συγκεκριμένους μουσικούς δρόμους που είχαν μάθει προφορικά με τα χρόνια από τους παλαιότερους. Και τέλος, έφτιαχναν και δικά τους στιχάκια (στιχοπλόκοι) ακολουθώντας την παράδοση. Τέλος, ξεχωριστή ομάδα μουσικών αποτελούσαν οι μουσικοί του παλατιού και της αυλής των αρχόντων.
*έμβολο=κάθε τι το εισαγόμενο // στοιχείο μηχανής ή αντλίας ή σύριγγας που κινείται παλινδρομικά μέσα σε κύλινδρο // επίσης: το κύριο επιθετικό όπλο στα αρχαία πολεμικά πλοία, αιχμηρή μεταλλική δοκός, που διαπερνούσε τα ύφαλα του εχθρικού σκάφους.
εμβόλιμος= που παρεμβάλλεται, μπαίνει ανάμεσα.
**Σχέδια: Σιμόνη Χαραλαμπίδου
***Πηγή: Βυζαντινοί δρόμοι – παραδοσιακές πόλεις, Μαρία Κωνσταντινίδου, 1996, Μέδουσα / Σέλας Εκδοτική
Η Αγορά ήταν «αναπόσπαστο» κομμάτι του λαϊκού πολιτισμού της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Καθορίζεται από τη δυναμική του χώρου συμπλεκόμενη – σε σύγκλειση με τη δυναμική των λαϊκών στρωμάτων που επιχειρούν, που δρουν στο χώρο.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ταξιδιωτών, περιηγητών, λογίων, ιεραρχών, ο χώρος της αγοράς είναι το κέντρο των οικονομικών δραστηριοτήτων των πόλεων, σε τρόπο ώστε αγορά και πόλη να ταυτίζονται, να ενώνονται σε μια υπόσταση.
Όσον αφορά τα λαϊκά στρώματα, η αγορά είναι το κέντρο της πλειονότητας των οικονομικών και κοινωνικών τους δραστηριοτήτων, καθώς δουλεύουν και συνυπάρχουν εκεί τις περισσότερες ώρες της ημέρας και πηγαίνουν σπίτι τους μόνο για κοιμηθούν. Έτσι, ακόμα και οι συνήθειες της καθημερινής τους ζωής που αφορούν περισσότερο χώρους συνάντησης παρά δουλειάς, όπως τα θερμοπωλεία (πρόδρομοι ή των καφενείων), τα λουτρά και τα καπηλειά – μαγειρεία, ξενοδοχεία – πανδοχεία, έχουν άμεση σχέση με το χώρο της αγοράς. Σε ολα τα παραπάνω πρέπει να προστεθούν τα παζάρια, οι διοργανώσεις γιορτών των συντεχνιων και παρελάσεων από τους άρχοντες τα θρησκευτικά πανηγύρια και οι εμποροπανηγύρεις.
Ας δούμε λοιπόν την περιγραφή της Αγοράς των Βυζαντινών πόλεων, Θεσσαλονίκης, Κωνσταντινούπολης, Αναστασιουπολης, Καισάρειας, Αντιόχειας και πολλών άλλων.
Σε γενικές γραμμές, έχουμε δύο είδη αγορών όσον αφορά τα κτήρια όπου βρισκόταν τα καταστήματα και τα εργαστήρια. Το ένα είδος είναι οι στοές (τις ονόμαζαν δημόσιες στοές), δηλαδή σκεπαστοί δρόμοι που έπαιρναν τα ονόματά τους ανάλογα με το όνομα του ιδρυτή τους, ανάλογα με τα είδη των προϊόντων που πουλούσαν ή παράγονταν ή κατασκευάζονταν σ’ αυτές ή ακόμα ανάλογα και με το σχήμα τους (πρακτική που ακολουθούσαν και οι Ρωμαίοι). Λέγονταν δε και «έμβολοι».*
Οι «έμβολοι» είχαν ένα ή δύο πατώματα και συνήθιζαν να ζωγραφίζουν τους τοίχους τους αλλά και να τους διακοσμούν με αγάλματα. Όταν χρειάζονταν επιδιόρθωση, τα μισά χρήματα τα έβαζε το κράτος και τα άλλα μισά τα πλήρωναν οι καταστηματάρχες. Τις κολώνες τις αναλάμβανε το δημόσιο. «Εκεί βρίσκεις τα πάντα προς απολαύσουν, αλλά και πολλά προς τον βίον χρησίμων…».
Ξεχωριστό είδος αγοράς – στοάς ήταν εκείνο που είχε πόρτες οι οποίες έκλειναν τη νύχτα, εννοείται για να προστατεύονται τα εμπορεύματα. Πωλούνταν είδη πολυτελείας όπως πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα.
Αλλά είδη αγορών είναι αυτές που βρίσκονταν στις δύο πλευρές των μεγάλων κεντρικών λεωφόρων. Εκεί επίσης βρίσκουμε καταστήματα και εργαστήρια.
Καταστήματα οι Βυζαντινοί ονόμαζαν τους χώρους όπου γινόταν η κατεργασία των προϊόντων. Ενώ εργαστήρια ονόμαζαν τους χώρους πώλησης. Αυτοί οι δύο χώροι συμπίπτουν.
Τα προϊόντα προβάλλονταν όχι μόνο μέσα στα εργαστήρια αλλά και έξω απ’ αυτά, πάνω σε σανίδες και τραπέζια, τα οποία ονόμαζαν «προβολές». Η προβολή των προϊόντων εμπόδιζε συχνά την κυκλοφορία και στους παράπλευρους στενούς δρόμους και οι διάφορες μυρωδιές δημιουργούσαν μια δυσάρεστη κατάσταση. Έτσι σύμφωνα με τις διατάξεις στο Επαρχικο βιβλίο, απαγορευόταν η προβολή των προϊόντων τις Κυριακές, τις δεσποτικές εορτές και τις μέρες που περνούσαν οι άρχοντες ή ο αυτοκράτορας.
Σε σχέση με το νομικό καθεστώς, άλλα καταστήματα – εργαστήρια ήταν ιδιόκτητα, άλλα τα νοίκιαζαν οι επαγγελματίες από τους ιδιοκτήτες ή από την Εκκλησία, η οποία χρειαζόταν τους πόρους για το φιλανθρωπικό της έργο.
Η Αγορά γενικότερα ονομαζόταν και φόρος.
Τα μεταξωτά υφάσματα πωλούνταν σε κεντρική φυλασσόμενη αγορά. Τα «αργυροπρατεία» και τα χρυσοχοεια βρίσκονταν στις λεωφόρους. Οι «πρανδιοπράτες» πουλούσαν σε συγκεκριμένες αγορές τα υφάσματα τους και τα φορέματα που έφταναν κυρίως από τη Συρία (Δαμασκός). Τα «μυρεψεία» (αρωματοπωλεια) βρίσκονταν σε κεντρικό χώρο για να δίνουν ωραία αρώματα στο χώρο. Ακόμα ενδεικτικά αναφέρουμε ότι υπήρχαν «αρτοκοπεία» (αρτοποιεία, φούρνοι), «ιχθυοπρατεία» (ψαράδικα) και προβατέμποροι.
Τα εμπορεύματα που έφθαναν στα λιμάνια πωλούνταν στις αντίστοιχες αγορές. Εξαίρεση αποτελούσαν τα μπακάλικα που οι επαγγελματίες «σαλμαδάριοι» μπορούσαν να ανοίξουν οπουδήποτε τα εργαστήρια τους και τα κουρεία.
Υποχρεωμένοι ήταν οι βυρσοδέψες, οι γυψοποιοί, οι «σχοινοπλόκοι», οι «κωμοδρόμοι», οι «εριοπλύτες», οι γυαλάδες, οι ασβεστοποιοί και άλλοι να εμπορεύονται τα προϊόντα τους στα πέριξ των πόλεων λόγω αναθυμιάσεων ή κινδύνου πυρκαγιάς.
Αγορές σχηματίζονταν και στα προαύλια των ναών, πράγμα που η Εκκλησία προσπαθούσε να απαγορεύσει. Τελικά, η απαγόρευση ισχύει κυρίως για τους αιρετικούς.
Τα επαγγέλματα της αγοράς
Τα επαγγέλματα της αγοράς της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων του Βυζαντίου.
Ας δούμε δηλαδή τι δουλειές έκαναν οι αγοραίοι, οι «χειροτεχνάριοι», τα «παιδιά της πιάτσας» του Βυζαντίου. Ανάλογα με τα υλικά υπό κατεργασία και την παραγωγή των προϊόντων, βλέπουμε να δημιουργούνται κύρια και βοηθητικά επαγγέλματα.
Υλικά που συναντούμε: μαλλί, μέταλλα, άλευρα, μάζα γυαλιού, ξύλο, πηλός για διάφορες χρήσεις, νήματα και υφάσματα διάφορα, βαφές, δέρματα, κρέατα, αλλαντικά. Πολλά απ’ αυτά τα χρησιμοποιούμε και σήμερα, τα προϊόντα όμως που προέκυπταν από την κατεργασία ήταν διαφορετικά, γιατί διαφορετικές ήταν και οι ανάγκες των ανθρώπων, καθώς και η τεχνολογία.
Πρώτα – πρώτα, έχουμε τα μαργαριτάρια και τους αλιείς μαργαριταριών, επίσης τους κογχυλευτές που μάζευαν τα ιδιαίτερα κοχύλια από τα οποία κατασκεύαζαν την βαφή για το πορφυρό αυτοκρατορικό χρώμα.
Τα μεταξωτά υφάσματα εισάγονταν πάντα από την Κίνα, παρ’ όλο που οι μεταξάριοι και οι σηρικάριοι έφτιαχναν νήματα από κουκούλια μεταξοσκώληκα. Υπήρχαν οι μεταξωπράτες που αγόραζαν και μεταπωλούσαν μεταξωτά φορέματα καθώς και εκείνοι που τα διόρθωναν.
Ανυφάντης ή υφαντής ήταν εκείνος που ύφαινε τα νήματα, λινά, βαμβακερά κ.α. Οι ποικιλτές ή χρυσοράπτες κεντούσαν τα ρούχα με χρυσές ή μεταξωτές κλωστές, αλλά και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους. Οι μυρεψοί ή αρωματοπράτες πουλούσαν αρωματικά, φαρμακευτικά, μπαχαρικά και βαφικά είδη και εδώ αναφέρεται το γνωστό μας λουλάκι.
Βασταγάριος λέγονταν ο αχθοφόρος. Εκτός από τους βυρσοδέψες, κατεργάζονταν τα δέρματα και οι μαλακτάριοι για την κατασκευή παπουτσιών. Οι λωροτόμοι έφτιαχναν δερμάτινα λουριά για τα άλογα, οι χαλινοποιοί έφτιαχναν τα χαλινάρια και τις σέλλες οι σελλάδες. Ειδική κατηγορία οι σαμαροποιοί για τα μεταγωγικά ζώα. Με την κατασκευή των παπουτσιών ασχολούνταν οι τσαγκάρηδες ενώ οι επιδιορθωτές ονομάζονταν παλαιορράφοι ή νευροφάγοι ή πετσωτές.
Οι κρεοπώλες ή κρεόπουλοι (ή μακελλάριοι στην καθομιλουμένη «κοινή» λεγόμενη των Βυζαντινών) αγόραζαν τα κρέατα από τους προβατέμπορους και τους χοιρέμπορους και ήταν υποχρεωμένοι να σφάζουν τα ζώα μπροστά στον Έπαρχο. Τα χοιρινά μερικές φορές δεν τα πουλούσαν αμέσως, αλλά τα πάστωναν για να τα πουλήσουν σε καλύτερες τιμές όταν υπήρχε έλλειψη, πράγμα που ήταν απαγορευμένο. Οι μπακάληδες (σαλμαδαριοι ή αλμεοπώλεις πουλούσαν τουρσιά, λάχανα, αγγουράκια, παντζάρια κ.α. διατηρημένα σε άλμη. Στην εξέλιξη του επαγγέλματος, πουλούσαν και κρέας, χαβιάρι, παστά ψάρια, αλλαντικά (νεύρον), τυρί, μέλι, λάδι, όλα τα όσπρια, βούτυρο, ξερή και υγρή πίσσα, κέδρια (αρωματικό ξύλο), κάναβι, λινάρι, γύψο, σκαφιδιά, βαρέλια, καρφιά κ.α.
Οι αρτοποιοί ή αρτοκόποι η μανγκίπες – κοινή ελληνική, έπρεπε να στήνουν τα εργαστήριά τους σε απόσταση από τα σπίτια, επειδή χρησιμοποιούσαν εύφλεκτα υλικά για να ανάβουν τους φούρνους. Βοηθοί τους ήταν ο ζυμωτής, ο παραζημωτής, ο προφούρνιος και ο φουρνητάρης, δηλαδή ο ψήστης των φαγητών και των γλυκών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τους ασβεστοποιούς, γυψοποιούς (γυψάρεια, γυψοκοπεία), γυψοπλάστες (δημιουργούσαν γύψινα διακοσμητικά στοιχεία μέσα και έξω από τα σπίτια), τους αμαξοποιούς ή καροποιούς, τους βουτσάδες (βαρελάδες), τους σχοινοπλόκους ή σχοινουργούς, τους εριοπώλες, τους εριοπλύτες, τους λανάριους ή κτενιστές, τους καλαθοπλόκους, τους καρβουνιάρηδες (καρβωνάριοι), τους κεραμείς, τους πηλοπλάστες, τους πλινθουργούς, τους κεραμιδάδες, χυτροπλάστες, πιθοπλάστες, κηρουλάριοι, πλύντες (έπλεναν τα ρούχα).
Ακόμη έχουμε τους κοσκινάδες, τους πινακάδες (έφτιαχναν τα ξύλινα πιάτα), τους κλινοποιούς ή κραββατοποιούς, τους σκαφιδοποιούς, τους ξυραφιστές που ξύριζαν τους πελάτες στα κουρισκαρεία, τους εργολάβους, τους κτίστες, λιθοφόρους, μαρμάριους, τους μαγείρους, τους μυλωνάδες, τους πεταλουργούς ή καλιγάριους.
Ακολουθούν αυτοί που έφτιαχναν σαπούνια, σπαθιά, τόξα, τύμπανα, καθρέφτες, αυτοί που επιδιόρθωναν τα γεωργικά εργαλεία (σιδηροκόποι, χάλκεις), οι μολυβουργοί, οι πορθμείς (δηλαδή οι περαματάρηδες) και οι βρακάδες, που έφτιαχναν και διακοσμούσαν τα λινά εσώρουχα.
Οι στραγαλατζήδες του Βυζαντίου
Οι πλανόδιοι μικροπωλητές των Ανατολικο-μεσαιωνικών χρόνων κουβαλούσαν τα μαγαζιά τους στους ώμους τους και πάνω στα γαϊδουράκια τους. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν παράνομα μικρά εργαστήρια στα σπίτια τους, άλλοι αγόραζαν τα προϊόντα από τις αγορές και σε άλλη περίπτωση ήταν υπάλληλοι εργαστηρίων που τους έστελναν να πουλήσουν τα προϊόντα κατασκευής του εργαστηρίου. Συνήθως επιδιόρθωναν τα προϊόντα που πουλούσαν ή ήταν απλώς επιδιορθωτές – μικροτεχνίτες. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε αυτούς που πουλούσαν στους δρόμους παστέλια (παστελόπουλοι), λούπινα (πικροκουκιά) βραστά και ρεβύθια (στραγαλάδες), οι οποίοι πουλούσαν ακόμη και βραστή φακή και κόκκους καννάβεως. Οι χορδευτές και αλλαντευτές έφτιαχναν τα αλλαντικά.
Μερικοί απ’ αυτούς τα πουλούσαν στις γωνιές των δρόμων, επίσης για να φτιάξουν πατσά τον οποίο πουλούσαν, μαγείρευαν έντερα και κοιλιές αιγοπροβάτων.
Τα πολιτισμικά δημιουργήματα δεν περιορίζονται από τους αιώνες και από τα σύνορα. Να φανταστείτε ότι την δεκαετία του ’70 υπήρχε μικροπωλητής στην Φλωρεντία που πουλούσε πατσά στις γωνιές του δρόμου.
Ακόμα, ενδεικτικά αναφέρουμε όσους γύριζαν τις γειτονιές και πουλούσαν δαντέλες, πιπεροτρίφτες, καρυδάτα, σησαμάτα (με σουσάμι) και οξύγαλα. Επίσης, συναντάμε τους μανάβηδες, τους ραφτάδες, τους υφασματοπώλες, αυτούς που πουλούσαν χύτρες και τους παλιατζήδες που αγόραζαν και πουλούσαν παπούτσια, ρούχα και παλιά αντικείμενα. Έτσι, εκτός από τους μικροπωλητές μας έχουν μείνει οι εκφράσεις: τι τζίρο έχει το μαγαζί ή το προϊόν, το τάδε επάγγελμα ή προϊόν έχει «πέραση», και ότι η «τρέχουσα» τιμή του προϊόντος είναι η τάδε.
Συντεχνίες ή Συστήματα
Όλοι οι επαγγελματίες και όλοι οι εργαζόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να ανήκουν σε μια μόνο συντεχνία. Αυτός ήταν ένας τρόπος να ελέγχει το κράτος τους εργαζόμενους και τα ιδιωτικά εργαστήρια.
Οι Έπαρχοι ήταν οι αντιπρόσωποι του κράτους σε κάθε πόλη. Αυτοί καθόριζαν τις τιμές των προϊόντων και την κερδοφορία από την πώληση των προϊόντων. Επίσης, διόριζαν ή ενέκριναν τον αρχηγό, τον υπεύθυνο κάθε συντεχνίας, ο οποίος αγόραζε όλες τις πρώτες ύλες και τις μοίραζε ανάλογα με τις ανάγκες κάθε παραγωγικής μονάδας. Ακόμα, οι Έπαρχοι καθόριζαν τις ώρες εργασίας, τους μισθούς και τον χώρο όπου μπορούσε κάθε συντεχνία να διαθέτει τα προϊόντα της.
Ο πρώτος, ο μαΐστωρας ή μαΐστρος, στην ιεραρχία σε κάθε εργαστήριο ήταν ο ειδικός της τέχνης, ο δάσκαλος, ο καλύτερος τεχνίτης (πολλές φορές και ιδιοκτήτης) και υπεύθυνος για την καλή λειτουργία του εργαστηρίου. Δεύτεροι έρχονταν οι «έμπειροι», οι «αμειβόμενοι τεχνίτες», οι οποίοι εννοείται ότι είχαν περάσει όλα τα επίπονα και μακροχρόνια στάδια του μαθητευόμενου.
Όλοι οι χειροτεχνάριοι καλούνταν «δουλευτές» ή «άνθρωποι». Επίσης, χρησιμοποιούνταν και δούλοι. Για όλους δεν υπήρχε όριο στις ώρες εργασίας, δούλευαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας, οι τεχνίτες με ελάχιστη πληρωμή και επιπλέον ρούχα και φαγητό όχι καλής ποιότητας. Οι μαθητευόμενοι δεν πληρώνονταν καθόλου, είχαν δικαίωμα σε φαγητό και ρούχα και ήταν υποχρεωμένοι να κοιμούνται μέσα στο εργαστήριο. Η αμοιβή τους ήταν ότι μάθαιναν την τέχνη.
Οι παρελάσεις
Οι Συντεχνίες έπαιρναν μέρος στις αυτοκρατορικές και εκκλησιαστικές γιορτές (οπότε γίνονταν μεγάλες παρελάσεις). Συμμετείχαν με δικά τους άρματα, δρώμενα με αναφορά στην τέχνη τους. Κάθε συντεχνία είχε δικά της τραγούδια και χορούς που ερμηνεύονταν από μουσικούς και χορευτές: «παρατηρούμε ότι πολλά είδη χορού ονομάζονταν τότε από των επαγγελμάτων των χορευόντων, ως ο μακελλαρικός (κοινώς χασάπικος) και ο ναυτικός ον υπαινίσσονται ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Πρόδρομος και ον, φαίνεται, εχόρευον μετά πολλών στρεμμάτων (βημάτων) και λυγισμάτων».Καπηλειά (καθαροποτεία) και παιγνιώτες (μουσικοί)
Στα καπηλειά, μετά την παραγγελία σέρβιραν σε ποτήρια το κρασί που έπαιρναν από μεγάλα πιθάρια και κρατούσαν λογαριασμό με τον αριθμό των ποτηριών. Πολλές φορές οι θαμώνες μεθούσαν και όχι μόνο δεν πλήρωναν, αλλά καλούσαν τους περαστικούς και τους κερνούσαν. Η Πολιτεία για να αποτρέψει τις φασαρίες που γίνονταν συνήθως υποχρέωνε τους κάπηλους να ανοίγουν και να κλείνουν νωρίς τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Μια σκηνή που σε μας μπορεί να φανεί περίεργη είναι ότι έξω από από τα καπηλειά έστρωναν αχυρένια στρώματα ή ψάθες για τους πελάτες.
Όσα μαγαζιά είχαν βγάλει κακό όνομα έπρεπε να έχουν τις πόρτες τους σε πλάγιο δρόμο και να τις σκεπάζουν με ένα ύφασμα. Όταν σκοτείνιαζε, έβγαζαν λυχνάρια έξω από τα μαγαζιά τους. Στα καπηλειά μπορούσαν βέβαια και να φάνε ή να αγοράσουν φαγητό για το σπίτι. Μεγάλα παράπονα και φασαρίες γίνονταν επειδή οι ταβερνιάρηδες νέρωναν το κρασί.
Οι μουσικοί θεωρούνταν πλανόδιοι επαγγελματίες. Γύριζαν στην αγορά, στις ταβέρνες και στα χάνια ή πήγαιναν όπου τους καλούσαν. Σε γάμους, σε γενέθλια, σε γιορτές που γινόταν στα σπίτια. Έφτιαχναν κομπανίες με τραγουδιστές/στριες και χορευτές/τριες.
Το ρεπερτόριο τους άλλαζε ανάλογα με το κοινό που τους άκουγε και συμμετείχε. Το γλέντι μπορούσε να άναψει αυθόρμητα και αυτοσχέδια όταν συνέβαινε κάτι που οι θεατές ήθελαν να αποδοκιμάσουν ή να επικροτήσουν. Συνήθως χόρευαν μαζί με τις κομπανίες ή χτυπούσαν παλαμάκια συνοδεύοντας τα δρώμενα.
Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν στα καπηλειά, στην αγορά, στους δρόμους ή στα στενά δρομάκια των πόλεων. Ερμήνευαν και παλαιότερα τραγούδια που είχαν διαδοθεί και καταξιωθεί από γενιά σε γενιά αλλά συχνά αυτοσχεδίαζαν, ακολουθώντας βέβαια συγκεκριμένους μουσικούς δρόμους που είχαν μάθει προφορικά με τα χρόνια από τους παλαιότερους. Και τέλος, έφτιαχναν και δικά τους στιχάκια (στιχοπλόκοι) ακολουθώντας την παράδοση. Τέλος, ξεχωριστή ομάδα μουσικών αποτελούσαν οι μουσικοί του παλατιού και της αυλής των αρχόντων.
*έμβολο=κάθε τι το εισαγόμενο // στοιχείο μηχανής ή αντλίας ή σύριγγας που κινείται παλινδρομικά μέσα σε κύλινδρο // επίσης: το κύριο επιθετικό όπλο στα αρχαία πολεμικά πλοία, αιχμηρή μεταλλική δοκός, που διαπερνούσε τα ύφαλα του εχθρικού σκάφους.
εμβόλιμος= που παρεμβάλλεται, μπαίνει ανάμεσα.
**Σχέδια: Σιμόνη Χαραλαμπίδου
***Πηγή: Βυζαντινοί δρόμοι – παραδοσιακές πόλεις, Μαρία Κωνσταντινίδου, 1996, Μέδουσα / Σέλας Εκδοτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου