Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2018

Το βουνό ως μεταιχμιακός χώρος ανάμεσα στην πραγματικότητα και το υπερφυσικό

 

του Ευριπίδη Γαραντούδη 

Πηγή: oanagnostis.gr




Το μυθιστόρημα του Βασίλη Κυριλλίδη Μαγικός αέρας είναι εκ πρώτης όψεως ένα αναμφίβολα συναρπαστικό αφήγημα που ο αναγνώστης του το διαβάζει με αμείωτο ενδιαφέρον χάρη στη δεξιοτεχνική πλοκή που έχει κατασκευάσει ο συγγραφέας και χάρη επίσης στην ολοένα εντεινόμενη αγωνία για το τι ακριβώς συμβαίνει και για το τι μέλλεται να συμβεί στους χαρακτήρες. Τα ποιοτικά αυτά γνωρίσματα του βιβλίου, η δεξιοτεχνική πλοκή και η κλιμακούμενη αγωνία, ενισχύονται από ένα άλλο βασικό χάρισμα του βιβλίου και του συγγραφέα του, την εκθετική οικονομία, η οποία εξάλλου αποτυπώνεται στη μικρή για μυθιστόρημα έκταση του βιβλίου, τις μόλις 153 σελίδες του. Από αυτή την άποψη, της μικρής έκτασης, και επίσης της ενότητας του χώρου και της βραχύτητας του χρόνου –όλη η ιστορία εκτυλίσσεται σ’ ένα ελληνικό βουνό γύρω απ’ την περιπέτεια μιας ομάδας επτά φίλων ορειβατών στη διάρκεια δύο σχεδόν ημερών ενός εκδρομικού σαββατοκύριακου– το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ειδολογικά και ως νουβέλα. Η γνώμη μου, ωστόσο, είναι ότι ο Μαγικός αέρας έχει την πυκνότητα της δράσης, την ένταση των συγκρούσεων και το στοχαστικό βάθος ενός μυθιστορήματος.
Αυτή καθεαυτή η ιστορία του Μαγικού αέρα, έτσι όπως συμπυκνώνεται και σχολιάζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες εκδοτικές συμβάσεις των ημερών μας, προδιαθέτει τον αναγνώστη ότι θα διαβάσει ένα ακόμα μυθιστόρημα αγωνίας ή μυστηρίου, γύρω από τον άξονα του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας, είδος μαζικά προσφερόμενο στη σύγχρονη αγορά του μυθιστορήματος, ελληνικού και ξένου. Παραθέτω, λοιπόν, την περίληψη-σχόλιο του οπισθόφυλλου: «Ένα συνηθισμένο Σαββατοκύριακο της άνοιξης, μια παρέα από ορειβάτες, έξι άντρες και μια γυναίκα, ξεκινάει μια συνηθισμένη ανάβαση σ’ ένα όμορφο και άγριο βουνό. Όμως τούτη τη φορά τίποτα δεν είναι συνηθισμένο. Όλα μοιάζουν παράξενα και πρωτόγνωρα. Τα φαινόμενα απατούν, οι σταθερές ανατρέπονται, η πραγματικότητα αλλάζει. Κι όσο η ομάδα εισχωρεί προς την καρδιά του βουνού, τα ανεξήγητα πληθαίνουν. Τα μέλη της συντροφιάς μπλέκουν σε μια περιπέτεια όπου το μεταφυσικό αντιμάχεται τη λογική, τα παράδοξα ζητούν ερμηνεία και οι ίδιοι αναζητούν αγωνιωδώς απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν: Πού ακριβώς διαδραματίζονται όλα αυτά; Πώς μια ανάβαση στο βουνό μετατρέπεται σε μια πορεία αναζήτησης της μυστηριακής δύναμης του ανθρώπινου μυαλού; Και πόσοι τελικά θα καταφέρουν να επιστρέψουν στην αφετηρία;». Πιο συγκεκριμένα, αυτό που συμβαίνει στην πορεία του μυθιστορήματος και συναρτάται με την περιπέτεια που επιφέρει την αγωνία είναι μια σειρά από απανωτές εξαφανίσεις. Σταδιακά, και όσο ανεβαίνουν από τους πρόποδες προς την κορυφή του βουνού, υπό απρόσμενα κακές για την άνοιξη καιρικές συνθήκες, οι φίλοι ορειβάτες χάνουν την επαφή τους με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας, στο τέλος απομένουν μόνο δύο, ο Παύλος, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής μέσα από την εσωτερική εστίαση του οποίου παρακολουθούμε την ιστορία, και η γυναίκα της ορειβατικής ομάδας, η άτυπη αρχηγός της, η ακατάβλητη και πάντα ψύχραιμη Βέρα. Στο τέλος, όμως, εξαφανίζεται και η Βέρα και ο Παύλος απομένει ολομόναχος, αντιμέτωπος πλέον με τον πανικό.
Αλλά πού οφείλονται οι εξαφανίσεις και κυρίως είναι πράγματι εξαφανίσεις σε αυτόν τον μοναδικό χωροχρόνο που είναι το βουνό; Ο μηχανισμός του παράδοξου εκκινεί από μια αρχική συζήτηση μεταξύ των επτά φίλων, στην αρχή της ανάβασης και πριν τη διανυκτέρευσή τους σε μια μικρή εγκαταλελειμμένη εκκλησία, ότι σύμφωνα με μία πρόσφατη επιστημονική θεωρία το ανθρώπινο μυαλό, όντας μικρογραφία του σύμπαντος, έχει τη δύναμη να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό την πραγματικότητα ώστε να μεταφέρει τους ανθρώπους σε διαφορετικές χωροχρονικές διαστάσεις, σε παράλληλα σύμπαντα. Φυσικά οι επτά φίλοι αντιμετωπίζουν αρχικά την παράδοξη αυτή θεωρία ως ένα σχεδόν διασκεδαστικό ανέκδοτο, αλλά το επόμενο πρωί, ύστερα από τη νυχτερινή διαμονή στο εκκλησάκι, ο ένας από τους ορειβάτες έχει εξαφανιστεί. Από εκεί και πέρα, το κύριο γνώρισμα του Μαγικού αέρα και η πηγή τόσο της αγωνίας όσο και της αναγνωστικής γοητείας του είναι η διαρκής αμφισημία ή η απροσδιοριστία όλων όσα συμβαίνουν και η ολοένα εντεινόμενη ταλάντωση των χαρακτήρων ανάμεσα στον έλεγχο της λογικής και την μέχρι την αίσθηση του πανικού αδυναμία τους, ακόμα και των πολύπειρων Παύλου και Βέρας, να ερμηνεύσουν τα γεγονότα με λογικό τρόπο. Όσο εξελίσσεται η δράση και τα παράδοξα πληθαίνουν, ενώ οι εναπομείναντες της ομάδας κινούνται προς την καλυμμένη από πυκνή ομίχλη κορυφή του βουνού, οι χαρακτήρες, αυτοί οι έμπειροι ορθολογιστές, ολοένα και περισσότερο ρέπουν στην υποψία ότι η εξωφρενική θεωρία ισχύει, ότι κάποιος από τους ορειβάτες την σκέφτηκε και έτσι την ενεργοποίησε και ότι η φυσική τάξη του κόσμου, έτσι όπως την γνώριζαν με ασφάλεια από τις πλήθος άλλες επισκέψεις τους στα βουνά, έχει ανατραπεί και όλα πια τείνουν αφενός στο άγνωστο της πραγματικότητας και αφετέρου στον κλονισμό της εσωτερικής διανοητικής τους τάξης. Αλλά μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος η αμφισημία και η απροσδιοριστία παραμένουν ακλόνητες, τόσο για τους εναπομείναντες στη σκηνή της δράσης χαρακτήρες, εντέλει τον Παύλο, όσο και για τον αναγνώστη: Όλα όσα συνέβησαν είναι πράγματι η ανατροπή της φυσικής τάξης, εκείνης της ισορροπίας στη σχέση των ανθρώπων με την εξωτερική πραγματικότητα που τους δημιουργεί την αίσθηση ότι την αναγνωρίζουν ως οικεία και την ελέγχουν ως αληθή, ή, μήπως, όλα όσα έγιναν αυτό το διήμερο της ορειβατικής εκδρομής δεν είναι παρά μια σειρά απανωτών συμπτώσεων, ατυχιών και άστοχων επιλογών των ίδιων των ορειβατών, ένα δίχτυ τυχαίας πλεκτάνης που έφτιαξε μιαν αχλή παρεξήγησης, μιαν αχλή που θα διαλυθεί μόλις οι ταλαιπωρημένοι και πανικόβλητοι ορειβάτες κατέβουν από το βουνό και επιστρέφουν ξανά πίσω στον πολιτισμό των ανθρώπων; Η αμφισημία και η απροσδιοριστία παραμένουν επιλογή του συγγραφέα –και πολύ σωστά, σχολιάζω– μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος που μπορεί γι’ αυτό να χαρακτηριστεί ανοικτό τέλος: ο Παύλος φτάνει στους πρόποδες του βουνού και στα αυτοκίνητα της παρέας, το σήμα του καθησυχαστικού πολιτισμού, αλλά είναι πλέον μόνος του· όλοι έχουν χαθεί ή μήπως αυτός έχει χαθεί για όλους τους άλλους;
Εντέλει, λοιπόν, ο πραγματικός πρωταγωνιστής του Μαγικού αέρα δεν είναι οι ψευδαισθητικά ισχυροί αλλά κατά βάθος ευάλωτοι άνθρωποι, εξαφανισμένοι ή μη, υπαρκτοί σ’ αυτόν τον οικείο κόσμο ή χαμένοι σε παράλληλα σύμπαντα, βέβαιοι για τη δύναμη του νου τους, την ακρίβεια των συσκευών τους, την ισχύ του ασυρμάτου τους ή με κλονισμένη τη διανοητική τάξη τους μπροστά στο παράδοξο και το ανεξήγητο. Ο πραγματικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Κυριλλίδη είναι το προαιώνιο, ακλόνητο, πανίσχυρο και κυρίως το βουβό βουνό, το μαγικό βουνό, ο απόλυτος χωροχρόνος στην άξενη επικράτεια του όπου ο άνθρωπος είναι ένας κατά βάθος ανίσχυρος και απρόσκλητος επισκέπτης. Το βιβλίο του Κυριλλίδη ανακαλεί, χωρίς να το αναφέρει, ότι στους αρχαίους πολιτισμούς τα βουνά ήταν οι κατοικίες των θεών, απροσπέλαστα από τους ανθρώπους, ακριβώς επειδή τα θεωρούσαν χώρο του θείου και του μεταφυσικού. Θα μπορούσα να πω ότι στον Μαγικό αέρα το μη κατονομαζόμενο βουνό λειτουργεί ως σύμβολο της φύσης, και ειδικότερα της ανεξάντλητης δύναμής της, της συντριπτικής εξουσίας της επάνω στον άνθρωπο που εξακολουθεί να βαυκαλίζεται με την πλαστή πεποίθηση ότι μπορεί να ελέγξει τη φύση και την πραγματικότητα. Κι επίσης το βουνό στον Μαγικό αέρα λειτουργεί ως χώρος μεταιχμιακός, χώρος φανέρωσης του μαγικού αέρα και δοκιμασίας των ανθρώπινων ορίων, τόπος που ενώνει το οικείο με το ανοίκειο, το γνωστό με το άγνωστο, τον πολιτισμό με την αρχέγονη φύση, την πραγματικότητα με τη φαντασία, το φυσικό με το μεταφυσικό.
Αναθέτοντας ουσιαστικά στο βουνό τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μαγικού αέρα, ο Κυριλλίδης πράττει μια πολύ συνετή επιλογή, επειδή τοποθετεί τον χωροχρόνο της δράσης του μυθιστορήματός του σε ένα εμπειρικό περιβάλλον που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά, γιατί έτσι πρέπει να κάνει κάποιος στη λογοτεχνία, να επιλέγει και να χειρίζεται βιωματική ύλη που κατέχει με ασφάλεια. Με άλλα λόγια, η πολύχρονη και εντατική ενασχόληση του Κυριλλίδη με την ορειβασία –πριν από λίγα χρόνια έφτασε μέχρι την υψηλότερη κατασκήνωση βάσης στο όρος Έβερεστ, στα περίπου 5300 μέτρα– δημιουργεί εκείνο το πλαίσιο αληθοφάνειας και ακρίβειας που χρειάζεται ένα καλό αφηγηματικό έργο, όπως είναι ο Μαγικός αέρας. Επίσης ο Κυριλλίδης έχει γράψει βιβλία για την πολύχρονη εμπειρία του ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων, όπου το πάθος για το τρέξιμο συνδυάζεται με τη στοχαστική ενατένιση και την αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού μέσα από την εμπειρία της σωματικής άσκησης, η οποία, όπως γνωρίζουμε κι όσοι δεν την ασκούμε, τουλάχιστον συστηματικά, ποτέ δεν είναι μόνο σωματική, ουσιαστικά είναι μια σύνθετη διαδικασία συνδιαμόρφωσης του σώματος και του νου.
Για να επιστρέψω στον Μαγικό αέρα, το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με την κορύφωση της έντασης στο ανοικτό τέλος του: οι επτά φίλοι ορειβάτες έχουν χαθεί μεταξύ τους. Τι έχει άραγε πράγματι συμβεί; Έχουν μεταβεί σε παράλληλα σύμπαντα κι έτσι αδυνατούν να επικοινωνήσουν και μήπως αυτή η αδυναμία εξισώνεται με την εμπειρία ενός εφιαλτικού θανάτου –ο κάθε άνθρωπος μόνος του μέσα σε μια κατάσταση συντριπτικής μοναξιάς–, ή μήπως η λύση του μυστηρίου και της αγωνίας τους απέχει ελάχιστα, όσο να φύγουν από το βουνό και να επιστρέψουν στον ψευδαισθητικά ασφαλή χώρο του πολιτισμού; Αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο, το σημείο του αναπάντητου τελικού ερωτήματος, κορυφώνεται η επιτυχία του μυθιστορήματος: μια όχι και τόσο ασυνήθης στο είδος του φανταστικού μυθιστορήματος ή του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας ιστορία χαμένων ορειβατών εξελίσσεται σε μια πορεία αδιέξοδης αναζήτησης της εσωτερικής ταυτότητας των χαρακτήρων.
Η επιμέλεια με την οποία είναι γραμμένο το βιβλίο επαληθεύεται, επίσης, από την οργάνωση της πλοκής του: φαινομενικώς ασήμαντα συμβάντα, όπως η συνάντηση της ομάδας των ορειβατών με ένα λουλούδι, φωτίζονται και αποκτούν τη λειτουργική σημασία τους πολλές σελίδες αργότερα, πείθοντας έτσι τον αναγνώστη ότι τίποτα στο μυθιστόρημα δεν είναι άσκοπο ή διακοσμητικό. Αρετή, επίσης, του Μαγικού αέρα είναι το στοχαστικό υπόβαθρο του βιβλίου, συνδεόμενο σταθερά με εκείνη τη στάση και φιλοσοφία ζωής που έχει στο επίκεντρό της την ορειβατική εμπειρία. Παραθέτω δύο παραθέματα αυτής της στάσης ζωής. Το πρώτο, όταν σκέφτεται ο Παύλος: «Εδώ που είμαστε η ανθρώπινη παρουσία απουσιάζει εντελώς. Αναλογίζομαι ξανά τη μοναχικότητα της ορειβασίας. Όμως ίσως εκεί να κρύβεται και η γοητεία της, συμπεραίνω γι’ άλλη μια φορά. Η γοητεία του να βρίσκεσαι μόνος σ’ ένα αχανές, φτιαγμένο από κτίσεως κόσμου, εδαφικό μόρφωμα και να θωρείς από ψηλά τις ομορφιές της γης, την ταπεινότητα των υπάρξεών της, την επανατοποθέτηση των προβλημάτων σου στις πραγματικές τους διαστάσεις» (σ. 114). Και το δεύτερο παράθεμα, όταν ο Παύλος μιλάει στη Βέρα, τη στιγμή που έχουν κορυφωθεί οι αμφιβολίες και οι αγωνίες τους για το τι πραγματικά συνέβη στους συντρόφους τους και συμβαίνει στους ίδιους: «…Το βουνό είναι η συμπύκνωση των εμπειριών της ζωής, έτσι δεν συνηθίζουμε να λέμε, Βέρα; Ο κόσμος που, αν τον ζήσεις, είσαι έτοιμος κι ικανός για όλα. Ένα παράλληλο σύμπαν, αν θέλεις. Παράλληλο προς τον άλλο κόσμο, που αφήνουμε στις πόλεις. Ένα σύμπαν που μέσα του ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας, την ταυτότητά μας. Ένα σύμπαν απ’ όπου προερχόμαστε και όπου λαχταρούμε να ξαναγυρίσουμε. Αυτό δεν είναι η ορειβασία, Βέρα; Γι’ αυτό δεν αισθανόμαστε αλλοτριωμένοι αν περάσουν κάποιες εβδομάδες χωρίς ν’ ανέβουμε σε βουνό; Γι’ αυτό δεν σου φαίνεται, εσένα τουλάχιστον, αδιανόητο να εγκαταλείψεις την ανάβαση και να γυρίσεις πίσω, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες; Γιατί ξέρεις πως, αν το βάλεις κάτω, αν εγκαταλείψεις εδώ, Βέρα, τότε θα το βάλεις κάτω και θα τα παρατήσεις στην πρώτη μεγάλη δυσκολία της ζωής σου» (120).
Κράτησα για το τέλος αυτού του σύντομου κειμένου ό,τι θεωρώ την κύρια αρετή του Μαγικού αέρα, κύρια επειδή λανθάνει ή επειδή έχω την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να διακρίνει ένας συστηματικός αναγνώστης της λογοτεχνίας, του δικού μου είδους. Πρόκειται για ό,τι θα ονόμαζα μεταμυθοπλαστική ειρωνεία. Εξηγούμαι. Όλα αυτά τα επίφοβα και εναγώνια που διαβάζουμε στον Μαγικό αέρα δεν αποκλείεται να μην είναι τίποτε περισσότερο από μια πλαστή κατασκευή, δηλαδή το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, μυστηρίου και αγωνίας που στη διάρκεια της ορειβατικής εμπειρίας συλλαμβάνει ως ιδέα, με αφορμή την εξωφρενική θεωρία των παράλληλων συμπάντων, και σκέφτεται να γράψει –κι εντέλει ίσως έχει γράψει– ο βασικός χαρακτήρας, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και επίδοξος συγγραφέας, ο Παύλος. Πίσω λοιπόν από τον Παύλο, αν υιοθετήσουμε αυτή την εκδοχή ερμηνείας του Μαγικού αέρα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το ειρωνικό προσωπείο του πραγματικού συγγραφέα, του ορειβάτη-πεζογράφου Βασίλη Κυριλλίδη, αν μάλιστα σκεφτούμε ότι ο Μαγικός αέρας είναι το πρώτο αφηγηματικό βιβλίο του που πρωτοεκδόθηκε το 2004. Ανεξάρτητα, πάντως, από την εκδοχή της ερμηνείας και σε σχέση με όλα τα παραπάνω θετικά γνωρίσματά του, το μυθιστόρημα του Κυριλλίδη λειτουργεί, τουλάχιστον για αναγνώστες-συστηματικούς δρομείς της πολυθρόνας του γραφείου τους και ανθρώπους καθηλωμένους στους κάμπους, όπως εγώ, ως παρακίνηση να μπουν έστω στην υποψία μήπως κάποια μέρα πρέπει να πάρουν τα βουνά.


info:Αποτέλεσμα εικόνας για Βασίλης ΚυριλλίδηΒασίλης Κυριλλίδης, Μαγικός αέρας. Μυθιστόρημα, Αθήνα, Εκδόσεις Διάπλαση 2018, σσ. 153.


 Η παρουσίαση του βιβλίου σε ζωντανή μετάδοση από τον Ιανό στις 18 Οκτωβρίου  2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...