Τα λαθραία αποφθέγματα του Γ. Σκαμπαρδώνη
Πριν από μερικές μέρες, ο καλός συγγραφέας Γ. Σκαμπαρδώνης δημοσίευσε στα Νέα
μιαν επιφυλλίδα με τίτλο «Η ατάσθαλη γλώσσα», στην οποία
επιχειρηματολογεί (αν και κάπως ασυνάρτητα) για το δικαίωμά του να
χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστης», «ανάλογα με τη συγκυρία, το ύφος
και το τι ακριβώς θέλω να πω», όπως λέει, διότι «Και αν αύριο βγει ένα
άλλο κόμμα στην εξουσία και πάει να μου επιβάλει με το ζόρι τη λέξη
«λαθρομετανάστης» ή κάποια ετέρα, το ίδιο ακριβώς θα απαντούσα και δεν
μπορεί, κάθε κυβέρνηση, κάθε φορά, να μου φοράει με το ζόρι όποια λέξη
είναι ασορτί με την προπαγάνδα της. Δεν θα ρωτάω τον Καρανίκα ή τον
εκάστοτε Σπίρτζη για το πώς θα χειριστώ τη γλώσσα».
Εξεγείρεται ο κ. Σκαμπαρδώνης κατά της «λεξικρισίας», εισάγοντας αυτόν τον ατυχή κατά τη γνώμη μου νεολογισμό πάνω στο πατρόν της λ. «λογοκρισία» και δηλώνει:
Θέλουν ακόμα και να μιλάμε καθ» υπαγόρευση παρότι, όπως λέγανε και οι αρχαίοι, «η γλώσσα είναι ατάσθαλη». Υπάρχουν βέβαια και τα σχετικά πρότυπα της υπαγόρευσης· ο Στάλιν στο βιβλίο του «Μαρξισμός και γλωσσολογία» (ήθελε να παριστάνει και τον γλωσσολόγο, ο πατερούλης) γράφει το εξής ανατριχιαστικό: «Οταν θα επιβληθεί ο κομουνισμός, όλοι θα αναγκαστούν να μιλούνε μια ενιαία γλώσσα».
Σε όλα αυτά υπάρχει μια θεμελιώδης παρεξήγηση. Κανείς δεν επιχείρησε να απαγορέψει τη χρήση της συγκεκριμένης ή όποιας άλλης λέξης από τον συγγραφέα κ. Σκαμπαρδώνη και κανείς δεν μπορεί να απαγορέψει γενικά κι αόριστα τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης (ή οποιασδήποτε λέξης, εδώ που τα λέμε).
Αυτό που έγινε είναι ότι υπήρξε μια σύσταση, πριν από 2-3 μήνες, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προς τις δικαστικές αρχές, με αφορμή τη χρήση του όρου «λαθρομετανάστης» σε εισαγγελικά έγγραφα. Το υπηρεσιακό αυτό έγγραφο συνιστούσε να αποφεύγεται ο όρος «λαθρομετανάστες» ως μη δόκιμος και μειωτικός για την αξιοπρέπεια του ατόμου και να χρησιμοποιούνται αντ’ αυτού οι εκάστοτε καταλληλότεροι όροι όπως «παράτυπα εισερχόμενα στη χώρα άτομα», «πρόσφυγες», «μετανάστες», «οικονομικοί μετανάστες», «αιτούντες άσυλο». Επίσης, η σύσταση καλούσε τις κατά τόπους εισαγγελίες να ευαισθητοποιήσουν γενικά την τοπική κοινωνία και ιδίως τους εκπαιδευτικούς, πράγμα που έγινε, τουλάχιστον σε αρκετές περιοχές της χώρας.
Σε αυτό το έγγραφο αντέδρασε η ανάξια ηγεσία των εκπαιδευτικών της Λέσβου που διεκδίκησε το δικαίωμα, κόντρα στους «θολοκουλτουριάρηδες», να χρησιμοποιεί τον φορτωμένο με μίσος όρο.
Στον όρο και στη χρήση του θα επανέλθω πιο κάτω. Αυτό που πρέπει τώρα να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι η σύσταση απευθύνεται προς δικαστικούς και προς εκπαιδευτικούς και όχι προς το ευρύτερο κοινό ή προς τους λογοτέχνες ή προς τον κ. Σκαμπαρδώνη.
Είναι φανερό ότι άλλους περιορισμούς έχει ο δικαστικός στη χρήση του λόγου του, άλλους ο εκπαιδευτικός, άλλους ο κοινός πολίτης ή ο λογοτέχνης. Μια χυδαία έκφραση έχει τη θέση της σε ένα μυθιστόρημα, είναι ανεκτή όταν χρησιμοποιείται στην συζήτηση από έναν κοινο πολίτη (το πολύ να τον πούμε αθυρόστομο) αλλά αν την ξεστομίσει κάποιος από δικαστική ή καθηγητική έδρα θα γίνει σάλος. Αν ο ταξιτζής, εκνευρισμένος από τη διαδήλωση που κλείνει την κυκλοφορία πει «ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται για να ξεβρωμίσει η χώρα», θα το προσπεράσουμε -το πολύ να κατεβούμε από το ταξί του. Αν την ίδια φράση την πει ένας δικαστικός (ή ένας στρατιωτικός!) θα ανησυχήσουμε -και θα πρέπει να υπάρξουν κυρώσεις.
Επομένως, κανείς δεν διανοήθηκε να απαγορέψει στον κ. Σκαμπαρδώνη, ή σε όποιον άλλο διανοούμενο που δημοσιολογεί, να χρησιμοποιεί, αν το θέλει, τον όρο «λαθρομετανάστης» -και βέβαια να χαρακτηρίζεται από αυτή του την επιλογή.
Διότι, κακά τα ψέματα, η λέξη «λαθρομετανάστης» δεν είναι όρος του δικαίου (άλλωστε στη νομοθεσία απαντά μία και μόνο φορά, σε διάταξη διοικητική μάλιστα) και δεν είναι όρος ουδέτερος.
Η χρήση του όρου “λαθρομετανάστης” στον δημόσιο λόγο προσβάλλει το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των προσώπων στα οποία αναφέρεται, αφού τους αποδίδει αυτόματα την ιδιότητα του παράνομου χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση.
Όχι τυχαία, λοιπόν, τον όρο τον έχει οικειοποιηθεί αναντίστρεπτα η ακροδεξιά και τον κραδαίνει ως αιχμή του δόρατος στη ρητορική μίσους της, συχνά συντέμνοντάς τον σε “λάθρο” και χρησιμοποιώντας τον ως πρώτο συνθετικό ευκαιριακών σχηματισμών που στάζουν απανθρωπιά και ξενοφοβία, όπως λαθροπρόσφυγες ή λαθροεισβολείς.
Για τον λόγο αυτό, μια σειρά από διεθνείς οργανισμούς, από τον ΟΗΕ ως την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν συστήσει να αποφεύγεται ο απάνθρωπος αυτός όρος στις διάφορες γλώσσες (πχ το illegal immigrant) και να χρησιμοποιούνται άλλοι όροι π.χ. παράτυπος μετανάστης ή μετανάστης χωρίς χαρτιά (irregular immigrant, undocumented immigrant). Δεν πρόκειται για κάποια εμμονή του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης, είναι μια διεθνής συζήτηση και αντιπαράθεση που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια, και μάλιστα από διεθνείς οργανισμούς που μόνο για αριστερό προσανατολισμό δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς. Εξειδίκευση αυτής της διεθνούς τάσης αποτελεί και η πρόσφατη παραίνεση των εισαγγελικών αρχών προς τους δικαστικούς να αποφεύγουν τον όρο.
Ωστόσο, το άρθρο του κ. Σκαμπαρδώνη μπαίνει κι από μια άλλη άποψη στα χωράφια του ιστολογίου. Εννοώ τα αποφθέγματα τα οποία παραθέτει ο καλός συγγραφέας. Δυστυχώς, φοβάμαι πως συλλαμβάνεται να διακινεί λαθραία αποφθέγματα, με την έννοια ότι το μεν πρώτο είναι ανύπαρκτο και το δεύτερο διαστρεβλωμένο. Και εξηγώ αναλυτικά:
Α. Οι αρχαίοι έλεγαν, λέει ο κ. Σκ., «η γλώσσα είναι ατάσθαλη». Και σε άλλο σημείο του άρθρου του, το διατυπώνει και στα αρχαία: «γλώτταν ατάσθαλον».
Όμως, δεν υπάρχει τέτοια φράση στην αρχαία γραμματεία. Το λέω αφού το έψαξα σχολαστικά (χώρια που είναι και το ζήτημα του τι θα εννοούσαν οι αρχαίοι αν έλεγαν ‘γλώτταν ατάσθαλον’). Το μόνο που υπάρχει είναι να χαρακτηρίζονται ατάσθαλα τα λόγια συγκεκριμένων ανθρώπων ή πλασμάτων, όπως στον βυζαντινό Ιωάννη Γεωμέτρη (που δεν ανήκει καν στην αρχαία γραμματεία) ο οποίος λέει: γλώσσα κακή και ατάσθαλος ήρξατο δαίμων… Αλλά αυτός δεν εννοεί τη γλώσσα γενικά, αλλά τα λεγόμενα του δαίμονα.
Κι έτσι ο κ. Σκαμπαρδώνης μπαίνει κι αυτός στη μακριά, μακρότατη σειρά των σύγχρονων λογίων που απέδωσαν στους αρχαίους ένα απόφθεγμα σύγχρονο ή μια φράση ανύπαρκτη -ένα «απόφευγμα» όπως τα λέμε χαριτολογώντας στο ιστολόγιο.
Όπως έγραψα στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ όπου έγινε σχετική συζήτηση: Θα έπρεπε να υπάρχει νόμος, όποιος παραθέτει απόφθεγμα αρχαίου να μπορείς να τον προκαλέσεις να αποδείξει τη γνησιότητά του. Αν την αποδείξει, του πληρώνεις κάτι για ψυχικη οδύνη. Αν δεν μπορεί να την αποδείξει, σου πληρώνει το αντίστοιχο. Πλούσιος θα είχα γίνει.
Υπάρχουν νεότερες φράσεις με ατάσθαλη γλώσσα -ας πούμε, βρίσκω στο γκουγκλ μια φράση που ίσως έχει γραφτεί από τον καθηγητή Μ. Κοπιδάκη, ότι: Έτοιμο, λοιπόν, το βιβλίο να κυκλοφορήσει, συνοδεύεται από τις ευχαριστίες προς όλους όσοι συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση ενός έργου χρήσιμου, απαραίτητου, ευσύνοπτου, με το γράμμα και το πνεύμα μιας γλώσσας, της ελληνικής, η οποία «ανέκαθεν υπήρξε υπερεκχειλής, ατάσθαλος, ανυπότακτος και δαιμονιώσα». Ποιος το είπε αυτό δεν το ξέρω, πάντως αρχαίος δεν ήταν. Οπότε, ας σταματήσουμε να δανειζόμαστε κύρος από τους αρχαίους για να ενισχύσουμε τα λεγόμενα των νεότερων.
Β. Ο Στάλιν, λέει ο κ. Σκ., στο βιβλίο του «Μαρξισμός και γλωσσολογία», υποστηρίζει: «Οταν θα επιβληθεί ο κομουνισμός, όλοι θα αναγκαστούν να μιλούνε μια ενιαία γλώσσα»
Εδώ δεν έχουμε ρητό ανύπαρκτο αλλά διαστρεβλωμένο. Πράγματι, ο Σταλιν έχει μιλήσει για ενιαία γλώσσα, αλλά ας δούμε τι είπε στην πραγματικότητα (στα αγγλικά): the epoch after the victory of socialism on a world scale, when world imperialism no longer exists; when the exploiting classes are overthrown and national and colonial oppression is eradicated; when national isolation and mutual distrust among nations is replaced by mutual confidence and rapprochement between nations; when national equality has been put into practice; when the policy of suppressing and assimilating languages is abolished; when the co-operation of nations has been established, and it is possible for national languages freely to enrich one another through their co-operation. It is clear that in these conditions there can be no question of the suppression and defeat of some languages, and the victory of others. Here we shall have not two languages, one of which is to suffer defeat, while the other is to emerge from the struggle victorious, but hundreds of national languages, out of which, as a result of a prolonged economic, political and cultural co operation of nations, there will first appear most enriched unified zonal languages, and subsequently the zonal languages will merge into a single international language, which, of course, will be neither German, nor Russian, nor English, but a new language that has absorbed the best elements of the national and zonal languages.
Είναι μια πρόβλεψη για την περίοδο της παγκοσμιας νικης του σοσιαλισμού, όπου όλοι οι λαοί θα είναι ίσοι και δεν θα καταπιέζονται κάποιες γλώσσες και ύστερα από παρατεταμένη επαφή και συνεργασία όλων των λαών θα αναδειχθούν πλούσιες ενοποιημένες περιφερειακές γλώσσες οι οποίες στη συνέχεια θα συγχωνευτούν σε μία ενιαία διεθνή γλώσσα που δεν θα είναι ούτε γερμανικά, ούτε ρωσικά, ούτε αγγλικά αλλά μια νέα γλώσσα που θα έχει απορροφήσει τα καλύτερα στοιχεία των εθνικών και των περιφερειακών γλωσσών.
Ολοφάνερα δηλαδή πρόκειται για μια πρόβλεψη που αφορά μια περίοδο πολύ μακριά στο μέλλον, έπειτα από αιώνες κομμουνισμού. Δεν μου φαίνεται πιθανό να επαληθευτεί, αλλά ομολογώ πως δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα είναι η ζωή με απουσία εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Σε κάθε περίπτωση, εγώ νομίζω πως πουθενά δεν λέει ο Στάλιν αυτό που του βάζει στο στόμα ο Γ. Σκαμπαρδώνης, ότι δηλαδή όλοι «θα αναγκαστούν να μιλάνε» μια ενιαία γλώσσα. Παρέθεσα τα τεκμήρια και μπορείτε να κρίνετε αν πρόκειται για διαστρέβλωση ή για ελεύθερη ερμηνεία.
Είπα πιο πάνω ότι οποιοσδήποτε διανοούμενος ή απλός πολίτης είναι απολύτως ελεύθερος να χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστης» παρά το γεγονός ότι είναι όρος φορτισμένος που τον έχει αναντίστρεπτα οικειοποιηθεί η ακροδεξιά και παρά το γεγονός ότι, κατά κοινή ομολογία, το να χρησιμοποιεί κάποιος σήμερα τον όρο, τον κατατάσσει πολιτικά.
Τότε, γιατί επιμένουν ορισμένοι διανοούμενοι να υπερασπίζονται τη χρήση του όρου και να τον παραλληλίζουν άστοχα ή κουτοπόνηρα με άλλους όρους όπως λαθρεπιβάτης ή λαθραναγνώστης, ξεχνώντας υποκριτικά ότι ποτέ δεν έγιναν πογκρόμ ενάντια σε όσους διαβάζουν εφημερίδες στο περίπτερο και ότι ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος “λαθροθήρας” σε κηρύγματα μίσους;
Ίσως είναι η αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά σε πρόσφατη συζήτηση ο Άκης Γαβριηλίδης έκανε μιαν επισήμανση που τη βρήκα εύστοχη. Αντιγράφω και κλείνω με αυτήν:
Ο Σκαμπαρδώνης πολύ ορθά λέει ότι «Κάθε λέξη περιέχει απαξία ή όχι, ανάλογα με τον τόνο, το περιβάλλον και το ύφος που τη χρησιμοποιείς» και ότι είναι κάλλιστα δυνατόν να πει κανείς «μαλάκα μου» και αυτό να είναι φιλικό και τρυφερό. Πολύ ωραία. Εν προκειμένω όμως, μήπως έχει υπόψη του αυτός -ή οποιοσδήποτε άλλος- κάποιο παράδειγμα όπου η λέξη «λαθρομετανάστης» να χρησιμοποιήθηκε κατά εξίσου φιλικό και τρυφερό τρόπο; Όπου να είπε κάποιος «γεια σου ρε λαθρομετανάστη μου, τι χαμπάρια;». Προφανώς όχι.
Η χρήση της λέξης αυτής είναι προφανώς και αποκλειστικά μειωτική, και η λυσσαλέα υπεράσπισή της ανάγεται στην επιθυμία διατήρησης μίας διεστραμμένης και σαδιστικής απόλαυσης, μίας δυνατότητας να πληγώνουμε.
Η εμμονή αυτή είναι προφανώς σκατολογική. Δηλαδή όσοι λυσσαλέα επιμένουν ότι «δεν θα υποκύψουν στον Καρανίκα που θέλει να τους το απαγορεύσει», κάνουν όπως τα παιδάκια που σκηνοθετούν τους γονείς τους ως λογοκριτές και σε αντίπραξη αντλούν ηδονή από το να λένε «κακές λέξεις» ώστε να τους εκνευρίσουν.
Εξεγείρεται ο κ. Σκαμπαρδώνης κατά της «λεξικρισίας», εισάγοντας αυτόν τον ατυχή κατά τη γνώμη μου νεολογισμό πάνω στο πατρόν της λ. «λογοκρισία» και δηλώνει:
Θέλουν ακόμα και να μιλάμε καθ» υπαγόρευση παρότι, όπως λέγανε και οι αρχαίοι, «η γλώσσα είναι ατάσθαλη». Υπάρχουν βέβαια και τα σχετικά πρότυπα της υπαγόρευσης· ο Στάλιν στο βιβλίο του «Μαρξισμός και γλωσσολογία» (ήθελε να παριστάνει και τον γλωσσολόγο, ο πατερούλης) γράφει το εξής ανατριχιαστικό: «Οταν θα επιβληθεί ο κομουνισμός, όλοι θα αναγκαστούν να μιλούνε μια ενιαία γλώσσα».
Σε όλα αυτά υπάρχει μια θεμελιώδης παρεξήγηση. Κανείς δεν επιχείρησε να απαγορέψει τη χρήση της συγκεκριμένης ή όποιας άλλης λέξης από τον συγγραφέα κ. Σκαμπαρδώνη και κανείς δεν μπορεί να απαγορέψει γενικά κι αόριστα τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης (ή οποιασδήποτε λέξης, εδώ που τα λέμε).
Αυτό που έγινε είναι ότι υπήρξε μια σύσταση, πριν από 2-3 μήνες, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προς τις δικαστικές αρχές, με αφορμή τη χρήση του όρου «λαθρομετανάστης» σε εισαγγελικά έγγραφα. Το υπηρεσιακό αυτό έγγραφο συνιστούσε να αποφεύγεται ο όρος «λαθρομετανάστες» ως μη δόκιμος και μειωτικός για την αξιοπρέπεια του ατόμου και να χρησιμοποιούνται αντ’ αυτού οι εκάστοτε καταλληλότεροι όροι όπως «παράτυπα εισερχόμενα στη χώρα άτομα», «πρόσφυγες», «μετανάστες», «οικονομικοί μετανάστες», «αιτούντες άσυλο». Επίσης, η σύσταση καλούσε τις κατά τόπους εισαγγελίες να ευαισθητοποιήσουν γενικά την τοπική κοινωνία και ιδίως τους εκπαιδευτικούς, πράγμα που έγινε, τουλάχιστον σε αρκετές περιοχές της χώρας.
Σε αυτό το έγγραφο αντέδρασε η ανάξια ηγεσία των εκπαιδευτικών της Λέσβου που διεκδίκησε το δικαίωμα, κόντρα στους «θολοκουλτουριάρηδες», να χρησιμοποιεί τον φορτωμένο με μίσος όρο.
Στον όρο και στη χρήση του θα επανέλθω πιο κάτω. Αυτό που πρέπει τώρα να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι η σύσταση απευθύνεται προς δικαστικούς και προς εκπαιδευτικούς και όχι προς το ευρύτερο κοινό ή προς τους λογοτέχνες ή προς τον κ. Σκαμπαρδώνη.
Είναι φανερό ότι άλλους περιορισμούς έχει ο δικαστικός στη χρήση του λόγου του, άλλους ο εκπαιδευτικός, άλλους ο κοινός πολίτης ή ο λογοτέχνης. Μια χυδαία έκφραση έχει τη θέση της σε ένα μυθιστόρημα, είναι ανεκτή όταν χρησιμοποιείται στην συζήτηση από έναν κοινο πολίτη (το πολύ να τον πούμε αθυρόστομο) αλλά αν την ξεστομίσει κάποιος από δικαστική ή καθηγητική έδρα θα γίνει σάλος. Αν ο ταξιτζής, εκνευρισμένος από τη διαδήλωση που κλείνει την κυκλοφορία πει «ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται για να ξεβρωμίσει η χώρα», θα το προσπεράσουμε -το πολύ να κατεβούμε από το ταξί του. Αν την ίδια φράση την πει ένας δικαστικός (ή ένας στρατιωτικός!) θα ανησυχήσουμε -και θα πρέπει να υπάρξουν κυρώσεις.
Επομένως, κανείς δεν διανοήθηκε να απαγορέψει στον κ. Σκαμπαρδώνη, ή σε όποιον άλλο διανοούμενο που δημοσιολογεί, να χρησιμοποιεί, αν το θέλει, τον όρο «λαθρομετανάστης» -και βέβαια να χαρακτηρίζεται από αυτή του την επιλογή.
Διότι, κακά τα ψέματα, η λέξη «λαθρομετανάστης» δεν είναι όρος του δικαίου (άλλωστε στη νομοθεσία απαντά μία και μόνο φορά, σε διάταξη διοικητική μάλιστα) και δεν είναι όρος ουδέτερος.
Η χρήση του όρου “λαθρομετανάστης” στον δημόσιο λόγο προσβάλλει το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των προσώπων στα οποία αναφέρεται, αφού τους αποδίδει αυτόματα την ιδιότητα του παράνομου χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση.
Όχι τυχαία, λοιπόν, τον όρο τον έχει οικειοποιηθεί αναντίστρεπτα η ακροδεξιά και τον κραδαίνει ως αιχμή του δόρατος στη ρητορική μίσους της, συχνά συντέμνοντάς τον σε “λάθρο” και χρησιμοποιώντας τον ως πρώτο συνθετικό ευκαιριακών σχηματισμών που στάζουν απανθρωπιά και ξενοφοβία, όπως λαθροπρόσφυγες ή λαθροεισβολείς.
Για τον λόγο αυτό, μια σειρά από διεθνείς οργανισμούς, από τον ΟΗΕ ως την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν συστήσει να αποφεύγεται ο απάνθρωπος αυτός όρος στις διάφορες γλώσσες (πχ το illegal immigrant) και να χρησιμοποιούνται άλλοι όροι π.χ. παράτυπος μετανάστης ή μετανάστης χωρίς χαρτιά (irregular immigrant, undocumented immigrant). Δεν πρόκειται για κάποια εμμονή του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης, είναι μια διεθνής συζήτηση και αντιπαράθεση που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια, και μάλιστα από διεθνείς οργανισμούς που μόνο για αριστερό προσανατολισμό δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς. Εξειδίκευση αυτής της διεθνούς τάσης αποτελεί και η πρόσφατη παραίνεση των εισαγγελικών αρχών προς τους δικαστικούς να αποφεύγουν τον όρο.
Ωστόσο, το άρθρο του κ. Σκαμπαρδώνη μπαίνει κι από μια άλλη άποψη στα χωράφια του ιστολογίου. Εννοώ τα αποφθέγματα τα οποία παραθέτει ο καλός συγγραφέας. Δυστυχώς, φοβάμαι πως συλλαμβάνεται να διακινεί λαθραία αποφθέγματα, με την έννοια ότι το μεν πρώτο είναι ανύπαρκτο και το δεύτερο διαστρεβλωμένο. Και εξηγώ αναλυτικά:
Α. Οι αρχαίοι έλεγαν, λέει ο κ. Σκ., «η γλώσσα είναι ατάσθαλη». Και σε άλλο σημείο του άρθρου του, το διατυπώνει και στα αρχαία: «γλώτταν ατάσθαλον».
Όμως, δεν υπάρχει τέτοια φράση στην αρχαία γραμματεία. Το λέω αφού το έψαξα σχολαστικά (χώρια που είναι και το ζήτημα του τι θα εννοούσαν οι αρχαίοι αν έλεγαν ‘γλώτταν ατάσθαλον’). Το μόνο που υπάρχει είναι να χαρακτηρίζονται ατάσθαλα τα λόγια συγκεκριμένων ανθρώπων ή πλασμάτων, όπως στον βυζαντινό Ιωάννη Γεωμέτρη (που δεν ανήκει καν στην αρχαία γραμματεία) ο οποίος λέει: γλώσσα κακή και ατάσθαλος ήρξατο δαίμων… Αλλά αυτός δεν εννοεί τη γλώσσα γενικά, αλλά τα λεγόμενα του δαίμονα.
Κι έτσι ο κ. Σκαμπαρδώνης μπαίνει κι αυτός στη μακριά, μακρότατη σειρά των σύγχρονων λογίων που απέδωσαν στους αρχαίους ένα απόφθεγμα σύγχρονο ή μια φράση ανύπαρκτη -ένα «απόφευγμα» όπως τα λέμε χαριτολογώντας στο ιστολόγιο.
Όπως έγραψα στην ομάδα Υπογλώσσια του Φέισμπουκ όπου έγινε σχετική συζήτηση: Θα έπρεπε να υπάρχει νόμος, όποιος παραθέτει απόφθεγμα αρχαίου να μπορείς να τον προκαλέσεις να αποδείξει τη γνησιότητά του. Αν την αποδείξει, του πληρώνεις κάτι για ψυχικη οδύνη. Αν δεν μπορεί να την αποδείξει, σου πληρώνει το αντίστοιχο. Πλούσιος θα είχα γίνει.
Υπάρχουν νεότερες φράσεις με ατάσθαλη γλώσσα -ας πούμε, βρίσκω στο γκουγκλ μια φράση που ίσως έχει γραφτεί από τον καθηγητή Μ. Κοπιδάκη, ότι: Έτοιμο, λοιπόν, το βιβλίο να κυκλοφορήσει, συνοδεύεται από τις ευχαριστίες προς όλους όσοι συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση ενός έργου χρήσιμου, απαραίτητου, ευσύνοπτου, με το γράμμα και το πνεύμα μιας γλώσσας, της ελληνικής, η οποία «ανέκαθεν υπήρξε υπερεκχειλής, ατάσθαλος, ανυπότακτος και δαιμονιώσα». Ποιος το είπε αυτό δεν το ξέρω, πάντως αρχαίος δεν ήταν. Οπότε, ας σταματήσουμε να δανειζόμαστε κύρος από τους αρχαίους για να ενισχύσουμε τα λεγόμενα των νεότερων.
Β. Ο Στάλιν, λέει ο κ. Σκ., στο βιβλίο του «Μαρξισμός και γλωσσολογία», υποστηρίζει: «Οταν θα επιβληθεί ο κομουνισμός, όλοι θα αναγκαστούν να μιλούνε μια ενιαία γλώσσα»
Εδώ δεν έχουμε ρητό ανύπαρκτο αλλά διαστρεβλωμένο. Πράγματι, ο Σταλιν έχει μιλήσει για ενιαία γλώσσα, αλλά ας δούμε τι είπε στην πραγματικότητα (στα αγγλικά): the epoch after the victory of socialism on a world scale, when world imperialism no longer exists; when the exploiting classes are overthrown and national and colonial oppression is eradicated; when national isolation and mutual distrust among nations is replaced by mutual confidence and rapprochement between nations; when national equality has been put into practice; when the policy of suppressing and assimilating languages is abolished; when the co-operation of nations has been established, and it is possible for national languages freely to enrich one another through their co-operation. It is clear that in these conditions there can be no question of the suppression and defeat of some languages, and the victory of others. Here we shall have not two languages, one of which is to suffer defeat, while the other is to emerge from the struggle victorious, but hundreds of national languages, out of which, as a result of a prolonged economic, political and cultural co operation of nations, there will first appear most enriched unified zonal languages, and subsequently the zonal languages will merge into a single international language, which, of course, will be neither German, nor Russian, nor English, but a new language that has absorbed the best elements of the national and zonal languages.
Είναι μια πρόβλεψη για την περίοδο της παγκοσμιας νικης του σοσιαλισμού, όπου όλοι οι λαοί θα είναι ίσοι και δεν θα καταπιέζονται κάποιες γλώσσες και ύστερα από παρατεταμένη επαφή και συνεργασία όλων των λαών θα αναδειχθούν πλούσιες ενοποιημένες περιφερειακές γλώσσες οι οποίες στη συνέχεια θα συγχωνευτούν σε μία ενιαία διεθνή γλώσσα που δεν θα είναι ούτε γερμανικά, ούτε ρωσικά, ούτε αγγλικά αλλά μια νέα γλώσσα που θα έχει απορροφήσει τα καλύτερα στοιχεία των εθνικών και των περιφερειακών γλωσσών.
Ολοφάνερα δηλαδή πρόκειται για μια πρόβλεψη που αφορά μια περίοδο πολύ μακριά στο μέλλον, έπειτα από αιώνες κομμουνισμού. Δεν μου φαίνεται πιθανό να επαληθευτεί, αλλά ομολογώ πως δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα είναι η ζωή με απουσία εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
Σε κάθε περίπτωση, εγώ νομίζω πως πουθενά δεν λέει ο Στάλιν αυτό που του βάζει στο στόμα ο Γ. Σκαμπαρδώνης, ότι δηλαδή όλοι «θα αναγκαστούν να μιλάνε» μια ενιαία γλώσσα. Παρέθεσα τα τεκμήρια και μπορείτε να κρίνετε αν πρόκειται για διαστρέβλωση ή για ελεύθερη ερμηνεία.
Είπα πιο πάνω ότι οποιοσδήποτε διανοούμενος ή απλός πολίτης είναι απολύτως ελεύθερος να χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστης» παρά το γεγονός ότι είναι όρος φορτισμένος που τον έχει αναντίστρεπτα οικειοποιηθεί η ακροδεξιά και παρά το γεγονός ότι, κατά κοινή ομολογία, το να χρησιμοποιεί κάποιος σήμερα τον όρο, τον κατατάσσει πολιτικά.
Τότε, γιατί επιμένουν ορισμένοι διανοούμενοι να υπερασπίζονται τη χρήση του όρου και να τον παραλληλίζουν άστοχα ή κουτοπόνηρα με άλλους όρους όπως λαθρεπιβάτης ή λαθραναγνώστης, ξεχνώντας υποκριτικά ότι ποτέ δεν έγιναν πογκρόμ ενάντια σε όσους διαβάζουν εφημερίδες στο περίπτερο και ότι ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ο όρος “λαθροθήρας” σε κηρύγματα μίσους;
Ίσως είναι η αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά σε πρόσφατη συζήτηση ο Άκης Γαβριηλίδης έκανε μιαν επισήμανση που τη βρήκα εύστοχη. Αντιγράφω και κλείνω με αυτήν:
Ο Σκαμπαρδώνης πολύ ορθά λέει ότι «Κάθε λέξη περιέχει απαξία ή όχι, ανάλογα με τον τόνο, το περιβάλλον και το ύφος που τη χρησιμοποιείς» και ότι είναι κάλλιστα δυνατόν να πει κανείς «μαλάκα μου» και αυτό να είναι φιλικό και τρυφερό. Πολύ ωραία. Εν προκειμένω όμως, μήπως έχει υπόψη του αυτός -ή οποιοσδήποτε άλλος- κάποιο παράδειγμα όπου η λέξη «λαθρομετανάστης» να χρησιμοποιήθηκε κατά εξίσου φιλικό και τρυφερό τρόπο; Όπου να είπε κάποιος «γεια σου ρε λαθρομετανάστη μου, τι χαμπάρια;». Προφανώς όχι.
Η χρήση της λέξης αυτής είναι προφανώς και αποκλειστικά μειωτική, και η λυσσαλέα υπεράσπισή της ανάγεται στην επιθυμία διατήρησης μίας διεστραμμένης και σαδιστικής απόλαυσης, μίας δυνατότητας να πληγώνουμε.
Η εμμονή αυτή είναι προφανώς σκατολογική. Δηλαδή όσοι λυσσαλέα επιμένουν ότι «δεν θα υποκύψουν στον Καρανίκα που θέλει να τους το απαγορεύσει», κάνουν όπως τα παιδάκια που σκηνοθετούν τους γονείς τους ως λογοκριτές και σε αντίπραξη αντλούν ηδονή από το να λένε «κακές λέξεις» ώστε να τους εκνευρίσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου