(Παραλογή)
Σολωμός Φραγκουλίδης, Του νεκρού αδελφού, 1977
Η προέλευση του τραγουδιού αυτού έχει απασχολήσει πολύ τους μελετητές. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι το τραγούδι είναι από τα πιο παλιά ελληνικά τραγούδια και πλάστηκε πριν από τον 9ο μ.Χ. αιώνα στην περιοχή της Μ. Ασίας. Ακόμη υποστηρίζεται ότι ο μύθος του συνδέεται με την αρχαία μυθολογία, την επάνοδο του Άδωνη στη γη ή την ιστορία της Δήμητρας και της Κόρης.
Το θέμα είναι επίσης εμφανές στην μπαλάντα Λενόρα (1773) του Γερμανού ποιητή G. A. Bürger.
5 Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
10 Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
15 αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
20 αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
25 βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
30 το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
35 Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
40 «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
45 Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
50 - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
55 - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη,
60 κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
65 «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
70
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
75 βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
80 «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Κωνσταντίνος Παρθένης, Του νεκρού αδελφού
The Lied of the Dead Brother (Anonymous)
Freely rendered by Vassilis C. Militsis
The supernatural story of a dead brother, who rises from his grave by his mother’s curses in order to fulfill his pledge to bring his married sister from Babylon to meet their mother, is told in many versions not only among the Balkan but also among the European peoples.
The origin of the lied has intrigued many scholars. Today it is widely admitted that the lied is one of the oldest and was composed in Asia Minor before the 9th century A.D. It is also argued that the myth dates back to the antiquity and relates to the return of Adonis to the nether world or the story of Demeter and her daughter.
The motif is evident in the G. A. Bürger ballad Leonore (1773)
Oh mother, with thy nine sons and with thine only daughter;
The apple of thine eye and so much beloved.
Twelve Mays old was she whom the sun had never seen!
In the dark thou bathedst her, and in the dim thou combedst her hair.
Under the starry sky and the Morning Star thou braidedst her hair.
Matchmakers came from Babylon afar
To ask Aretí in marriage.
Eight of the brothers were against the match, save Constantine.
“Mother, let us give Aretí in marriage
Afar, where I travel and walk;
Should we happen to be in those lands,
We may not be deemed strangers.”
“Thou art wise, Constantine,
But now not of sound judgment.
”If I illness comes or death befalls,
In bitter times or in happy ones,
Who’ll go and bring me Aretí?”
“I swear by Heaven and the holy saints;
If illness comes or death befalls,
In bitter times or in happy ones,
I will go and bring thee Aretí.”
They married off Aretí to lands afar;
Then an ominous year set in
And ill-fated months ensued;
And black death took the lives
Of the nine sons;
And their mother was forsaken,
As a lonely bird in a heavy storm.
She cried and lamented over her sons’ graves,
But over Constantine’s tomb she tore her hair out.
“The curse and the damnation on thee, oh Constantine,
Who sent my Aretí to exile on distant lands!
How wilt thou fulfill thy vow to me now?
Thou hast sworn by Heaven and the holy saints:
If illness or joy befalls, thou shalt go and bring her to me.”
Because of her incessant curses
The earth shook and roiled
And Constantine arose from his grave.
He turned the cloud into a horse
And the star into reins,
And the moon being his guide,
Off he went to bring his sister to her mother.
He went over hills and left mountains behind.
He found her combing her hair out in the moon light.
He hailed her from afar and addressed her close by:
“Come on, sis, let us depart, and let us visit our mother’s.”
“Alas, my brother, at this hour?
If it is perchance for happiness,
Let me don my shining dress
And put on my adornments;
But if it is for bitter grief, say so,
That I may dress myself in sables
Before I come along with thee.”
“Come, Aretí, clad as thou art.”
He made his horse bend its legs
And sat her on its cruppers.
On their way, birds were singing;
They were not singing like birds
Nor like swift swallows;
But they were singing
And in human voices spoke:
“Who hath seen a fair maiden
In the company of the dead!”
“Hast thou heard, my Constantine,
What the birds are saying?”
“They’re only birds and let them sing.”
As they rode along the way
Other birds were singing on:
“Tis unfair and sad, a wondrous thing forsooth,
The living and the dead together to be riding.”
“Hast thou heard, my Constantine,
What the birds are saying?”
“Tis April and they sing
Tis May and they mate.”
“Thou frightenst me, my Constantine,
For thou dost smell of incense.”
“At Saint John’s feast yestreen I was;
The priest burned too much incense.”
As they rode still on the way
Other birds were singing:
“Oh, wonder of wonders,
Such a lissome, fair maiden
To be dragged by a revenant!”
Aretí heard the voices anew
And her heart was broken.
“Hast thou heard, my Constantine,
What the birds are saying?”
“Let, Aretí, the birds sing
For their nature pricketh them so.”
“Tell me, where are thy handsome looks,
And where is thy vigor?
And what’s become of thy fair hair
And of thy comely mustachio?”
“Tis long ago I fell ill
And I lost my hair.”
The church as they were nearing
Strongly he spurned his horse;
Horse and man in front of her went up in smoke.
She heard the gravestone shut with rumble
And felt the earth tremble beneath.
Homeward now Aretí went alone.
She saw the garden bare and bleak
And the trees wilted and sear.
She saw the salve plants all dead
And the clove flowers withered.
She found weeds in the courtyard,
The door barred and tightly locked.
The window shutters were tautly latched.
She knocked hard at the door
Making the windows creak.
“If thou art a friend thou mayest pass,
If thou art a foe, away, begone;
If thou art the Grim Reaper,
I’m left with no more bairns,
And my poor Aretí is far away.”
“Rise, my sweet mother, do open up.”
“Who is it that knocks the door
And calls me ‘sweet mother’?”
“Rise, my sweet mother, do open up.
Tis Aretí, thy precious daughter.”
She came down, they embraced
And they both together died.
****************************
The following ballad was written by Gottfried Bürger in 1796. It became very popular in England and influenced Romantic literature for years to come. (You may notice parallels with Samuel Taylor Coleridge's Rime of the Ancient Mariner or John Keats's "The Eve of St. Agnes".)
Η ακόλουθη μπαλάντα γράφτηκε από τον Γκότφριντ Μπύργκερ το 1796. Έγινε πολύ δημοφιλής στην Αγγλία και επηρέασε τα χρόνια που ακολούθησαν τη λογοτεχνία του ρομαντισμού. Μπορεί να συγκριθεί με το ποίημα του Σάμιουελ Τέιλορ Κόουλριτζ Η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού ή του Τζον Κιτς Η Παραμονή της Αγίας Αγνής.
L E N O R A
A BALLAD, FROM G. Α. BÜRGER
Ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά : Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Lenore and William riding on horseback, as depicted by Johann David Schubert
Η Λενόρα και ο Βίλμελμ πάνω στο άλογο, από τον Γιόχαν Ντέβιντ Σούμπερτ
Lenore
Lenore fuhr ums Morgenrot
Empor aus schweren Träumen:
»Bist untreu, Wilhelm, oder tot?
Wie lange willst du säumen?« –
Er war mit König Friedrichs Macht
Gezogen in die Prager Schlacht,
Und hatte nicht geschrieben:
Ob er gesund geblieben.
Der König und die Kaiserin,
Des langen Haders müde,
Erweichten ihren harten Sinn,
Und machten endlich Friede;
Und jedes Heer, mit Sing und Sang,
Mit Paukenschlag und Kling und Klang,
Geschmückt mit grünen Reisern,
Zog heim zu seinen Häusern.
Und überall all überall,
Auf Wegen und auf Stegen,
Zog alt und jung dem Jubelschall
Der Kommenden entgegen.
Gottlob! rief Kind und Gattin laut,
Willkommen! manche frohe Braut.
Ach! aber für Lenoren
War Gruß und Kuß verloren.
Sie frug den Zug wohl auf und ab,
Und frug nach allen Namen;
Doch keiner war, der Kundschaft gab,
Von allen, so da kamen.
Als nun das Heer vorüber war,
Zerraufte sie ihr Rabenhaar,
Und warf sich hin zur Erde,
Mit wütiger Gebärde.
Die Mutter lief wohl hin zu ihr: –
»Ach, daß sich Gott erbarme!
Du trautes Kind, was ist mit dir?« –
Und schloß sie in die Arme. –
»O Mutter, Mutter! hin ist hin!
Nun fahre Welt und alles hin!
Bei Gott ist kein Erbarmen.
O weh, o weh mir Armen!« –
»Hilf Gott, hilf! Sieh uns gnädig an!
Kind, bet ein Vaterunser!
Was Gott tut, das ist wohlgetan.
Gott, Gott erbarmt sich unser!« –
»O Mutter, Mutter! Eitler Wahn!
Gott hat an mir nicht wohlgetan!
Was half, was half mein Beten?
Nun ist's nicht mehr vonnöten.« –
»Hilf Gott, hilf! wer den Vater kennt,
Der weiß, er hilft den Kindern.
Das hochgelobte Sakrament
Wird deinen Jammer lindern.« –
»O Mutter, Mutter! was mich brennt,
Das lindert mir kein Sakrament!
Kein Sakrament mag Leben
Den Toten wiedergeben.« –
»Hör, Kind! wie, wenn der falsche Mann,
Im fernen Ungerlande,
Sich seines Glaubens abgetan,
Zum neuen Ehebande?
Laß fahren, Kind, sein Herz dahin!
Er hat es nimmermehr Gewinn!
Wann Seel und Leib sich trennen,
Wird ihn sein Meineid brennen.« –
»O Mutter, Mutter! Hin ist hin!
Verloren ist verloren!
Der Tod, der Tod ist mein Gewinn!
O wär ich nie geboren!
Lisch aus, mein Licht, auf ewig aus!
Stirb hin, stirb hin in Nacht und Graus!
Bei Gott ist kein Erbarmen.
O weh, o weh mir Armen!« –
»Hilf Gott, hilf! Geh nicht ins Gericht
Mit deinem armen Kinde!
Sie weiß nicht, was die Zunge spricht.
Behalt ihr nicht die Sünde!
Ach, Kind, vergiß dein irdisch Leid,
Und denk an Gott und Seligkeit!
So wird doch deiner Seelen
Der Bräutigam nicht fehlen.« –
»O Mutter! Was ist Seligkeit?
O Mutter! Was ist Hölle?
Bei ihm, bei ihm ist Seligkeit,
Und ohne Wilhelm Hölle! –
Lisch aus, mein Licht, auf ewig aus!
Stirb hin, stirb hin in Nacht und Graus!
Ohn ihn mag ich auf Erden,
Mag dort nicht selig werden.« – – –
So wütete Verzweifelung
Ihr in Gehirn und Adern.
Sie fuhr mit Gottes Vorsehung
Vermessen fort zu hadern;
Zerschlug den Busen, und zerrang
Die Hand, bis Sonnenuntergang,
Bis auf am Himmelsbogen
Die goldnen Sterne zogen.
Und außen, horch! ging's trapp trapp trapp,
Als wie von Rosseshufen;
Und klirrend stieg ein Reiter ab,
An des Geländers Stufen;
Und horch! und horch! den Pfortenring
Ganz lose, leise, klinglingling!
Dann kamen durch die Pforte
Vernehmlich diese Worte:
»Holla, Holla! Tu auf mein Kind!
Schläfst, Liebchen, oder wachst du?
Wie bist noch gegen mich gesinnt?
Und weinest oder lachst du?« –
»Ach, Wilhelm, du? – – So spät bei Nacht? – –
Geweinet hab ich und gewacht;
Ach, großes Leid erlitten!
Wo kommst du hergeritten?« –
»Wir satteln nur um Mitternacht.
Weit ritt ich her von Böhmen.
Ich habe spät mich aufgemacht,
Und will dich mit mir nehmen.« –
»Ach, Wilhelm, erst herein geschwind!
Den Hagedorn durchsaust der Wind,
Herein, in meinen Armen,
Herzliebster, zu erwarmen!« –
»Laß sausen durch den Hagedorn,
Laß sausen, Kind, laß sausen!
Der Rappe scharrt; es klirrt der Sporn.
Ich darf allhier nicht hausen.
Komm, schürze, spring und schwinge dich
Auf meinen Rappen hinter mich!
Muß heut noch hundert Meilen
Mit dir ins Brautbett eilen.« –
»Ach! wolltest hundert Meilen noch
Mich heut ins Brautbett tragen?
Und horch! es brummt die Glocke noch,
Die elf schon angeschlagen.« –
»Sieh hin, sieh her! der Mond scheint hell.
Wir und die Toten reiten schnell.
Ich bringe dich, zur Wette,
Noch heut ins Hochzeitbette.« –
»Sag an, wo ist dein Kämmerlein?
Wo? Wie dein Hochzeitbettchen?« –
»Weit, weit von hier! – – Still, kühl und klein! – –
Sechs Bretter und zwei Brettchen!« –
»Hat's Raum für mich?« – »Für dich und mich!
Komm, schürze, spring und schwinge dich!
Die Hochzeitgäste hoffen;
Die Kammer steht uns offen.« –
Schön Liebchen schürzte, sprang und schwang
Sich auf das Roß behende;
Wohl um den trauten Reiter schlang
Sie ihre Liljenhände;
Und hurre hurre, hopp hopp hopp!
Ging's fort in sausendem Galopp,
Daß Roß und Reiter schnoben,
Und Kies und Funken stoben.
Zur rechten und zur linken Hand,
Vorbei vor ihren Blicken,
Wie flogen Anger, Heid und Land!
Wie donnerten die Brücken! –
»Graut Liebchen auch? – – Der Mond scheint hell!
Hurra! die Toten reiten schnell!
Graut Liebchen auch vor Toten?« –
»Ach nein! – – Doch laß die Toten! –
Was klang dort für Gesang und Klang?
Was flatterten die Raben? – –
Horch Glockenklang! horch Totensang:
»Laßt uns den Leib begraben!«
Und näher zog ein Leichenzug,
Der Sarg und Totenbahre trug.
Das Lied war zu vergleichen
Dem Unkenruf in Teichen.
»Nach Mitternacht begrabt den Leib,
Mit Klang und Sang und Klage!
Jetzt führ ich heim mein junges Weib.
Mit, mit zum Brautgelage!
Komm, Küster, hier! Komm mit dem Chor,
Und gurgle mir das Brautlied vor!
Komm, Pfaff, und sprich den Segen,
Eh wir zu Bett uns legen!« –
Still, Klang und Sang. – – Die Bahre schwand. – –
Gehorsam seinem Rufen,
Kam's, hurre hurre! nachgerannt,
Hart hinter's Rappen Hufen.
Und immer weiter, hopp hopp hopp!
Ging's fort in sausendem Galopp,
Daß Roß und Reiter schnoben,
Und Kies und Funken stoben.
Wie flogen rechts, wie flogen links,
Gebirge, Bäum und Hecken!
Wie flogen links, und rechts, und links
Die Dörfer, Städt und Flecken! –
»Graut Liebchen auch? – – Der Mond scheint hell!
Hurra! die Toten reiten schnell!
Graut Liebchen auch vor Toten?« –
»Ach! Laß sie ruhn, die Toten!« –
Sieh da! sieh da! Am Hochgericht
Tanzt' um des Rades Spindel
Halb sichtbarlich bei Mondenlicht,
Ein luftiges Gesindel. –
»Sasa! Gesindel, hier! Komm hier!
Gesindel, komm und folge mir!
Tanz uns den Hochzeitreigen,
Wann wir zu Bette steigen!« –
Und das Gesindel husch husch husch!
Kam hinten nachgeprasselt,
Wie Wirbelwind am Haselbusch
Durch dürre Blätter rasselt.
Und weiter, weiter, hopp hopp hopp!
Ging's fort in sausendem Galopp,
Daß Roß und Reiter schnoben,
Und Kies und Funken stoben.
Wie flog, was rund der Mond beschien,
Wie flog es in die Ferne!
Wie flogen oben über hin
Der Himmel und die Sterne! –
»Graut Liebchen auch? – – Der Mond scheint hell!
Hurra! die Toten reiten schnell!
Graut Liebchen auch vor Toten?« –
»O weh! Laß ruhn die Toten!« – – –
»Rapp'! Rapp'! Mich dünkt der Hahn schon ruft. – –
Bald wird der Sand verrinnen – –
Rapp'! Rapp'! Ich wittre Morgenluft – –
Rapp'! Tummle dich von hinnen! –
Vollbracht, vollbracht ist unser Lauf!
Das Hochzeitbette tut sich auf!
Die Toten reiten schnelle!
Wir sind, wir sind zur Stelle.« – – –
Rasch auf ein eisern Gittertor
Ging's mit verhängtem Zügel.
Mit schwanker Gert' ein Schlag davor
Zersprengte Schloß und Riegel.
Die Flügel flogen klirrend auf,
Und über Gräber ging der Lauf.
Es blinkten Leichensteine
Rundum im Mondenscheine.
Ha sieh! Ha sieh! im Augenblick,
Huhu! ein gräßlich Wunder!
Des Reiters Koller, Stück für Stück,
Fiel ab, wie mürber Zunder.
Zum Schädel, ohne Zopf und Schopf,
Zum nackten Schädel ward sein Kopf;
Sein Körper zum Gerippe,
Mit Stundenglas und Hippe.
Hoch bäumte sich, wild schnob der Rapp',
Und sprühte Feuerfunken;
Und hui! war's unter ihr hinab
Verschwunden und versunken.
Geheul! Geheul aus hoher Luft,
Gewinsel kam aus tiefer Gruft.
Lenorens Herz, mit Beben,
Rang zwischen Tod und Leben.
Nun tanzten wohl bei Mondenglanz,
Rundum herum im Kreise,
Die Geister einen Kettentanz,
Und heulten diese Weise:
»Geduld! Geduld! Wenn's Herz auch bricht!
Mit Gott im Himmel hadre nicht!
Des Leibes bist du ledig;
Gott sei der Seele gnädig!«
- Frank Kirchbach Lenore (1895 - Χαρακτικό)
Λενόρα
Το γλυκοχάραμα από φρικτά
Ξύπνησε όνειρα η Λενόρα
«Σκοτώθηκες, Βίλελμ, στον πόλεμο
Ή πιστός πια δε μου είσαι;
Πόσον καιρό πια θα είσαι μακριά μου;»
Με του Φρειδερίκου τον στρατό
Πολέμησε στην Πράγα.
Αν ζει στ’ αλήθεια ή πέθανε
Η Λενόρ δεν πήρε γράμμα.
Του βασιλιά και της βασίλισσας
Από την κούραση της μάχης
Μαλάκωσε η σκληρή καρδιά
Και έγινε ειρήνη.
Και τότε τα στρατεύματα
Με χαρές και με τραγούδια,
Με των όπλων την κλαγγή
Και των τυμπάνων τη βροντή
Και με μυρτιές στην κεφαλή,
Στα σπίτια τους γυρνάνε.
Κι εδώ κι εκεί, κι από παντού,
Στα γεφύρια και στους δρόμους,
Γέροι και νέοι με χαρές
Τους δικούς τους περιμένουν.
Ευχαριστίες στον Θεό
Γυναίκες και παιδιά αναπέμπουν.
Καλωσορίζει το παιδί τον ήρωα πατέρα
Και τον καλό της η όμορφη κοπέλα.
Αλίμονο! Για τη Λενόρα
Ορφανά τα φιλιά υποδοχής.
Το πλήθος περιδιάβαζε
Και όλους τους ρωτούσε
Κι τα ονόματα διάβαζε.
Του κάκου απόκριση δεν πήρε
Από κανένα στον στρατό
Τον Βίλελμ να γνωρίζει.
Κι όταν το πλήθος πέρασε
Τα κορακίσια της μαλλιά
Άρχισε να τραβάει
Και μες τη μαύρη απελπισιά
Κατάχαμα να πέφτει,
Και με οργή κι απόγνωση
Τα χέρια να χτυπάει.
Την πλησιάζει η μάνα της,
Στην αγκαλιά την σφίγγει:
«Αχ, για τον Θεό, παιδάκι μου!
Τι κακό σε βασανίζει;»
«Ω, μανούλα μου γλυκιά!
Όλα για μένα χάνονται,
Κι όλος ο κόσμος σβήνει,
Κανένα έλεος για μένα!
Ωιμέ κι αλίμονο σε μένα!»
«Κύριε και Ύψιστε Θεέ,
Δείξε το έλεός σου.
Παιδάκι μου, γονάτισε
Και πες την προσευχή σου.
Ό, τι κι αν κάνει ο Θεός
Καλώς είν’ καμωμένο.
Ω, πανάγαθε Θεέ,
Δείξε μας τη στοργή σου!»
«Μάνα μου, ο Θεός
Πολύ μ’ έχει αδικήσει,
Γι’ αυτό προς τι λοιπόν
Χρεία η προσευχή μου;»
«Βόηθα, Θεέ, βόηθα μας!
Πατέρας μας που είσαι,
Τα τέκνα σου ελέησε.
Το θείο μυστήριο, κόρη μου,
Τον πόνο σου θα γιάνει».
«Ω, μάνα, μάνα μου γλυκιά!
Αυτό που εμένα καίει,
Κανένα θείο μυστήριο
Τον πόνο μου δε γιάνει!
Κανένα θείο μυστήριο
Νεκρούς δε φέρνει πίσω!»
«Άκου, κόρη μου όμορφη,
Κι αν ο φίλος σου, άπιστος,
Στη μακρινή Ουγγαρία,
Το λόγο του αθέτησε
με μια άλλη μορφονιά;
Ξέχνα, παιδί μου, τον επίορκο!
Τίποτε ποτέ δε θα κερδίσει.
Όταν πίσω του τη ζωή αφήσει,
Στην κόλαση ο προδότης θα καεί».
«Ω, μάνα, μάνα μου!
Τα πάντα έχουν χαθεί,
Κι ο θάνατος είν’ το κέρδος το δικό μου.
Άμποτε να μη γεννιόμουν.
Ας πάει να χαθεί το φως της ζωής μου
Μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας.
Απ’ το Θεό δεν έχω έλεος.
Ωιμέ στην πανάθλια ζωή μου!»
«Αλίμονο, παιδί μου! Μεγάλη ύβρη είπες.
Κι είθε ο Θεός να σ’ ελεήσει!
Μην πας αντίθετα στο θέλημά του.
Να μην τρέχει η γλώσσα σου
Μπροστά απ’ το μυαλό σου.
Απόφυγε τον πειρασμό της αμαρτίας
Και ξέχασε τον χοϊκό σου πόνο.
Να σκέφτεσαι μονάχα τον Θεό
Και τον Παράδεισό Του!
Κι έτσι η αθάνατη ψυχή σου
Δε θα προδώσει τον θείο σου Νυμφίο».
«Ω, μητέρα! Τι είναι ο Παράδεισος;
Ω, μητέρα! Τι είναι η Κόλαση;
Ο Βίλελμ είναι ο Παράδεισος
Και μακριά του είναι η Κόλαση!
Ας πάει να χαθεί το φως της ζωής μου
Μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας.
Χωρίς τον Βίλελμ πάνω στη γη
Παράδεισο δε βλέπω.»
Απόγνωση μαύρη της θέρισε
Το μυαλό και την καρδιά.
Και οργισμένη τάβαλε
Με του Θεού το θέλημα.
Τα στήθια της έσκιζε
Κι απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ
Τα χέρια της χτυπούσε
Σε μαύρη απελπισιά
Που και τ’ αστέρια τα χλωμά
Ακίνητα στον ουρανό
Σκιρτήσανε κι αυτά.
Και να απόξω ακούστηκε
Ένα τραχύ κροτάλισμα
Σαν καλπασμό αλόγου.
Και καβαλάρης έφτασε,
Τα γκέμια κουδουνίζουν,
Στου αυλόγυρου τη μάντρα.
Ξεπέζεψε και άνοιξε
Το μάνταλο της θύρας.
Κι αργά – αργά με κλινγκ-κλινγκ-κλινγκ
Ανέβηκε τις σκάλες
Και τούτα τα λόγια άρθρωσε:
«Χο, χο! Μικρή μου, είσαι ξυπνητή
Ή στου Ορφέα την αγκάλη;
Είσαι πιστή σ’ εμένα ακόμη;
Κλαις πικρά ή ανέμελα γελάς;»
«Αχ, Βίλελμ, καλέ μου εσύ;
Τόσο αργά στη νύχτα;
Δε σταματούσα νάκλαιγα
Κι ο ύπνος δε με πήρε.
Αχ, τα βάσανα που τράβηξα,
Αλλά εσύ εδώ πώς ήρθες;»
«Μεσάνυχτα σελώσαμε κι έφυγα
Πετώντας από τη Βοημία.
Μέσα στη νύχτα έφτασα
Μαζί μου να σε πάρω».
«Μα, Βίλελμ, άκου, ο άνεμος
Λυσσομανάει στις ξαγκαθιές.
Γι’ αυτό στην αγκαλιά μου,
Θησαυρέ της καρδιάς μου,
Μείνε απόψε και ξεκουράσου.
Άσε τον άνεμο, μικρή μου,
Να φυσάει μέσα στις ξαγκαθιές,
Το άλογό μου ρουθουνίσει.
Τα σπιρούνια κροταλίζουν.
Δεν είμαι για να καθίσω.
Έλα, βιάσου και πήδηξε
Στου αλόγου τα καπούλια.
Έχουμε άλλα εκατό μίλια μπροστά μας
Πριν στη νυφική παστάδα μας βρεθούμε».
«Αχ, γιατί πρέπει μίλια εκατό
να διαβούμε
πριν στη νυφική μας κλίνη
να βρεθούμε;
Άκου, η ώρα σήμανε έντεκα».
«Αλλά να, δες έξω εκεί
Ένα φεγγάρι φέγγει ολόλαμπρο!
Μόνο εμείς και οι νεκροί
Γρήγορα πάμε σαν το πουλί.
Και στοίχημα έχω βάλει
Απόψε στη νυφική μας κλίνη
Να σε πάω».
«Πες μου, όμως, Βίλελμ,
Πού είναι η καμαρούλα;
Πού το νυφικό μας κρεβατάκι;»
«Μακριά, μακριά από δω! –
Ήσυχο, μικρό και δροσερό!»
»Έξι τάβλες και δυο
Μικρά σανίδια! – »
«Έχει για μένα χώρο;»
«Και για τους δυο μας!
Έλα, βιάσου, σάλταρε
Στου αλόγου τα καπούλια!
Οι καλεσμένοι μας περιμένουν.
Η κάμαρά και το κρεβάτι
Μας προσμένουν».
Όμορφα και σβέλτα πήδησε
Στου αλόγου τα καπούλια.
Σφικτά τον καβαλάρη αγκάλιασε
Με τα ολόλευκα χεράκια.
Και γρήγορα σαν αστραπή,
Με τη ριπή του ανέμου
Όρμησαν εμπρός άλογο
Μαζί και καβαλάρης
Σπίθες στο διάβα βγάζοντας!
Περνούν ζερβά, περνούν δεξιά.
Σαν αστραπή απ’ τα μάτια τους
Φεύγουν αγροί, ρουμάνια, δάση!
Γεφύρια αντηχούν στο διάβα τους!
«Μικρή μου, τι φοβάσαι; -
Το ολόλαμπρο φεγγάρι;
Ουρά! Γρήγορα τρέχουν οι νεκροί!
Φοβάσαι μήπως τους νεκρούς;»
«Αλίμονο! – ας τους στην ησυχία».
Τι είναι εκείνες οι κλαγγές
Που σαν τραγούδια ηχούν;
Γιατί κοράκια φτερουγίζουν;
Άκου τον χτύπο της καμπάνας
Που πένθιμα σημαίνει:
«Ας τους νεκρούς τους ίδιους τους
Νεκρούς να θάψουν!»
Μια νεκρική πομπή κοντά τους πλησιάζει.
Το φέρετρο με τη σορό μαζί τους κουβαλούν.
Ψαλμοί και θρηνωδίες μοιάζουν
Σαν μέσα σε βαλτόνερα
Το κόασμα του βατράχου.
«Μεσάνυχτα κοντά το λείψανο εθάψαν
Με ψαλμωδίες, οδυρμούς και θρήνους!
Τώρα εγώ τη νεαρή γυναίκα μου
Μαζί μου στη νυφική παστάδα οδηγώ!
Νεωκόρε και ψαλτάδες
Ψάλετέ μου τον ύμνο τον γαμήλιο!
Έλα κι εσύ, παπά, και δώσε την ευχή σου
Πριν πέσουμε στο νυφικό κρεβάτι».
Θρήνοι και ψαλμωδίες σιώπησαν –
Άφαντο και το φέρετρο –
Υπάκουο στις κλήσεις του
Το μαύρο του άτι τρέχει
Βαριά βροντούν τα νύχια του.
Και γρήγορα σαν αστραπή,
Με τη ριπή του ανέμου,
Χοπ, χοπ, ορμούν εμπρός άλογο
Μαζί και καβαλάρης
Σπίθες στο διάβα βγάζοντας!
Πετούν ζερβά, πετούν δεξιά.
Πάνω από βουνά, δέντρα και θάμνους!
Περνούν αγρούς περνούν χωριά,
Περνούν και πολιτείες!
«Μικρή μου, τι φοβάσαι; -
Το ολόλαμπρο φεγγάρι;
Ουρά! Γρήγορα τρέχουν οι νεκροί!
Φοβάσαι μήπως τους νεκρούς;»
«Αλίμονο! – ας τους στην ησυχία τους».
Για δες εκεί! Για δες εκεί!
Στον τόπο της κρεμάλας
Μέσα στο φεγγαρόφωτο
Αερικά χορεύουν πηδώντας γύρω γύρω.
«Αχά! Ελάτε εδώ αερικά,
Ελάτε εδώ κοντά μας!
Χορέψτε πίσω από μας
Στου γάμου τη χαρά μας
Πριν επιτέλους πέσουμε
Στη νυφική παστάδα».
Και φρου φρου φρου τ’ αερικά
Ξωπίσω τους πηγαίνουν
Σαν άνεμος τρομακτικός
Που τα δέντρα κλυδωνίζει
Και κάνει τα φύλλα τους
Απαίσια να θροΐζουν.
Και όλο πιο γρήγορα μπροστά
Το ζευγάρι να πηγαίνει.
Και γρήγορα σαν αστραπή,
Με τη ριπή του ανέμου,
Χοπ, χοπ,
Ορμούν εμπρός άλογο
Μαζί και καβαλάρης
Σπίθες στο διάβα βγάζοντας!
Και το ολόγιομο φεγγάρι,
Ολόλαμπρο στον ουρανό,
Και τ’ άστρα πάνω στο στερέωμα,
Όλα τα προσπερνούν,
Μες στην τρελή πορεία τους.
«Μικρή μου, τι φοβάσαι; -
Το ολόλαμπρο φεγγάρι;
Ουρά! Γρήγορα τρέχουν οι νεκροί!
Φοβάσαι μήπως τους νεκρούς;»
«Αλίμονο! – ας τους στην ησυχία τους».
«Μαύρο μου άλογο, καλό μου άτι!
Ο πετεινός μού εφάνη λάλησε–
Γρήγορα κάνε, τελειώνει η κλεψύδρα.
Μαύρο μου άλογο, καλό μου άτι!
Το αεράκι της αυγής οσμίζομαι –
Άτι μου! γρήγορα κάνε
Να φύγουμε από εδώ! –
Ο δρόμος μας πια τελειώνει!
Για τη νύφη και τον γαμπρό
Η κάμαρα είν’ έτοιμη!
Γρήγορα τρέχουν οι νεκροί,
Φτάσαμε πια στο τέλος».
Και ξαφνικά εκεί μπροστά
Σε πόρτα σιδερένια.
Με χαλαρά τα γκέμια μπαίνουν.
Με το άγγιγμα του καβαλάρη
Χάμω πέφτουν τα μάνταλα,
Οι σιδεριές και η κλειδαριά
Λυγίζουνε και σπάζουν.
Τα φύλλα από την πόρτα
Με πάταγο ανοίγουν
Κι αμέσως βρίσκονται
Ανάμεσα σε τάφους.
Τα μνήματα χλομά φαντάζουνε
Στο αμυδρό φεγγάρι.
Για κοίτα εκεί για μια στιγμή!
Αλί, ένα απαίσιο θαύμα!
Του καβαλάρη το γιλέκο
Αρχίζει να ξεφτίζει και
Τρίβεται σαν ίσκα!
Και το κρανίο του φαλακρό
Με τα μαλλιά να πέφτουν
Τούφες – τούφες.
Θέαμα αποκρουστικό
Το αλλόκοτο κεφάλι.
Έπεσε η μάσκα με την ψεύτικη ζωή.
Έμεινε μόνο σκελετός
Με κλεψύδρα και δρεπάνι.
Τρομαγμένο το άτι ρουθούνισε,
Στα πίσω πόδια στάθηκε,
Σπίθες ολόγυρα σκορπίζοντας.
Και ω! άνοιξε η γη και το κατάπιε
Ή άφαντο στον αέρα έγινε;
Ουρλιαχτά ακούστηκαν από τον ουρανό,
Και βογκητά από τα έγκατα της γης.
Μισοζωντανή, μισοπεθαμένη
Της Λενόρας η καρδιά κι αυτή
Τον χάροντα προσμένει.
Κάτω από το φεγγαρόφωτο
Των νεκρών χορό εστήσαν οι ορδές
Σαν αλυσίδα γύρω της
Με ιαχές και ουρλιαχτά:
«Υπομονή! Υπομονή!
Όταν ραγίσει η καρδιά
Με τον Θεό δεν δύνασαι
Ποτέ σου να τα βάλεις!
Η ζωή είναι μόνο δική σου.
Κι ο Θεός να ελεήσει
Την ψυχή σου!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου