Τρίτη, Οκτωβρίου 03, 2017

Μια θεατρική "Τάξη" με ιστορικές ρίζες συγκλονιστικές



Οι ζωντανοί σιώπησαν, τώρα μιλούν οι νεκροί

Η «Τάξη μας» του Πολωνού Ταντέους Σλομποντζιάνεκ
Για όσους δεν προλάβαμε να δούμε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Εθνικού πέρυσι στην Κεντρική Σκηνή του, φέτος μας δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία.
Η «Τάξη μας» του Πολωνού Ταντέους Σλομποντζιάνεκ, έργο που από την πρώτη του παρουσίαση, το 2009, έλαβε πολλά και σημαντικά βραβεία και πέτυχε ευρεία διασπορά εκτός Πολωνίας, παρουσιάζεται στη νευρώδη και συγκροτημένη σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά και στη ρέουσα μεταφορά στη γλώσσα μας από την Ερι Κύργια.
Δέκα συντοπίτες -πάνω από όλα «συμμαθητές»- σε μια μικρή, ήσυχη και αθώα πόλη της προπολεμικής Πολωνίας περνούν σε μόλις πέντε χρόνια από την πυκνή ιστορία που ζήσαμε κι εμείς σχετικά πρόσφατα στα Βαλκάνια: το κατάστρωμα της παιδικής ηλικίας τρεκλίζει, μαζί με ολόκληρο το έθνος, καθώς παλαντζάρει από την κατοχή των Σοβιετικών το '39 στη ναζιστική κατοχή του '41.
Το αποτέλεσμα είναι οι αδιόρατες ρωγμές να γίνουν χάσματα, οι πρώην συμμαθητές να αποκτήσουν ενήλικη πατρίδα άλλη από εκείνη των παιδικών τους χρόνων και οι μικροϊστορίες τους να αλεστούν στον μύλο της μεγάλης αδυσώπητης «Ιστορίας». Οσο για τη συνέχεια, την ξέρουμε καλά: τα όμορφα χωριά όμορφα καίγονται…
Αν θέλουμε να την κατατάξουμε κάπου, η «Τάξη» του Σλομποντζιάνεκ ανήκει τυπικά στο παλιό εκείνο είδος του «θεάτρου-ντοκουμέντου» στο οποίο διόλου τυχαία στηρίχτηκε μεταπολεμικά και η γερμανική δραματουργία για να ξαναβρεί τη λαλιά της μετά την αλαλία του υπνοβάτη.
Είναι στιγμές που ο δημιουργός ζητάει να κοιτάξει βαθιά στα υπόγεια της πατρίδας του, εκεί που κρύβονται οι απωθημένες ενοχές. Και ποιος άλλος τρόπος υπάρχει από το να αφήσεις τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους ή να βάλεις τους νεκρούς να μιλούν εκ μέρους των ζώντων που σιώπησαν…
Τα γεγονότα που αφηγείται ο Σλομποντζιάνεκ είναι αληθινά: Στη Γιεντβάμπντε της Πολωνίας, μια νύχτα της γερμανικής κατοχής, οι ίδιοι οι καθολικοί κάτοικοι του χωριού έκλεισαν τους Εβραίους συμπατριώτες τους σε έναν στάβλο. Και ύστερα έβαλαν φωτιά. (Λεπτομέρεια: Οι κατοχικές αρχές είχαν ζητήσει, λέει, από τους προεστούς του χωριού να αφήσουν τουλάχιστον μία οικογένεια Εβραίων από κάθε επάγγελμα. Οι Πολωνοί αρνήθηκαν: Είχαν αρκετούς δικούς τους τεχνίτες, για να κάνουν τη δουλειά τους.)
Η ιστορία προκαλεί ασφαλώς ανατριχίλες σήμερα, αν όχι και μια δόση περιφρόνησης. Κι όμως, είναι μια πολύ απλή ιστορία, απλά ειπωμένη, κοινή, μα και τόσο ανθρώπινη. Αυτό ας είναι το πρώτο που οφείλουμε να σημειώσουμε.
Πως ο σπουδαίος αυτός Πολωνός συγγραφέας (απόγονος μιας ολόκληρης λεγεώνας σπουδαίων συγγραφέων της πατρίδας του) δεν ψάχνει ενόχους, ανακαλύπτει θύματα.
Αδικα προσπαθούμε να αποδώσουμε σε κάτι ανακουφιστικό τη θηριωδία: Είναι μήπως ο θρησκευτικός διχασμός ή η σοβιετική προ-κατοχή που οδήγησαν στη θηριωδία; Ο φόβος; Η δειλία; Ενας ομαδικός παροξυσμός; Ή μήπως μια ενδόμυχη τάση του ανθρώπου για το Κακό, μια σχεδόν αταβιστική ευκολία στο να πετάει τα ενδύματα της ανθρωπιάς για να μετατραπεί σε γυμνό κτήνος
Είναι μια πολύ απλή ιστορία, απλά ειπωμένη, και το κυριότερο: ειπωμένη όχι από ζωντανούς που πάσχουν, αλλά με την απόσταση νεκρών που αναθυμούνται ήρεμα και χωρίς περιττό βάρος το παράλογο, ανοικονόμητο και ανιστόρητο αυτό ξόδεμα της ανθρώπινης ζωής.
Το δεύτερο που σημειώνω στο περιθώριο δεν έχει όμως σχέση με αυτά: σχετίζεται με τον πατριωτισμό της «Τάξης».
Για κοιτάξτε λίγο στο διαδίκτυο: η Γιεντβάμπντε υπάρχει λοιπόν ακόμη… ζει σε μια αληθινή ιστορία που λίγο σχετίζεται με αυτό που λέγεται εθνική αφήγηση.
Οι Πολωνοί έχουν βέβαια ζητήσει από χρόνια συγχώρεση για αυτήν την πράξη τους, είναι όμως γνωστοί διεθνώς περισσότερο σαν θύματα του χώρου μεταξύ σφύρας και άκμονος (όπου βρέθηκε η πλούσια -και εξαιρετικά… πεδινή- πατρίδα τους) παρά σαν θύτες.
Κι όμως, να που τώρα ένας συγγραφέας ζητάει να ανοίξει ξανά τα αρχεία, καλεί πεθαμένους να μιλήσουν στο θέατρό του και ζητάει την αλήθεια μέσα στο εθνικό.
Ναι, γνωρίζω ότι η ιστορία φτάνει σε εμάς σαν σκληρή υπενθύμιση για το ότι η Γιεντβάμπντε ανήκει σε κάθε τόπο όπου φωλιάζουν η πόλωση κι ο παραλογισμός.
Αλλά για τους Πολωνούς δεν είναι διόλου έτσι. Είναι ακόμη η βίαιη υπενθύμιση ενός μικρού αλλά δικού τους «Αουσβιτς». Δεν το κρύβω: Αν ήμουν Πολωνός, θα αισθανόμουν περήφανος για την «Τάξη μας».
Υπάρχει και τρίτο. Εχει να κάνει με τη σπουδαία καλλιτεχνική παράδοση με την οποία ο Σλομποντζιάνεκ συνομιλεί. Εδώ έχουμε μια αποσυμπιεσμένη «Νεκρή τάξη» του Κάντορ, επίμετρο στο πυκνό αισθητικό αριστούργημα του Πολωνού σκηνοθέτη. Υπάρχει σχεδόν μιμητική ακολουθία μαζί του, με μια ουσιαστική αλλαγή και μία παράλειψη: Από τη ράχη των προσώπων του Κάντορ λείπουν αυτή τη φορά οι ανθρωπόμορφες κούκλες, τα μανεκέν του – έχουν προφανώς αντικατασταθεί από την προφορική μαρτυρία. Και, μετά, λείπει από το κάδρο ο μαέστρος-σκηνοθέτης – τη θέση του έχει αναλάβει ασφαλώς ο Αγγελος της Ιστορίας.
Βρίσκονται όλα αυτά τα παραπάνω στη διδασκαλία του Τζαμαργιά, όπως κι εντός μιας αλυσίδας ιστορικής αυτογνωσίας που καλλιεργεί συνειδητά ή ασυνείδητα το Εθνικό μας τα τελευταία χρόνια (ανακαλώ το «Ζ» της Θεοδώρου). Σφιχτοί ρυθμοί, ουσιαστικές μορφές, θέατρο αφηγηματικό, που ώρες ώρες μοιάζει να προέκυψε από διασκευή παλιότερης ιστορικής μυθιστορίας.
Η επιτυχία του σκηνοθέτη βρίσκεται όμως και σε αυτό: καλλιέργησε μαζί με την Ελένη Μανωλοπούλου ένα περιβάλλον φθοράς, στο ημίφως της μνήμης, από μορφές που ζητούν δικαίωση αλλά και που ζητούν να μεταδώσουν κάτι από τη σοφία του ανθρώπινου.
Ολα εκείνα που ο θάνατος διέγραψε: μικροί ηρωισμοί και μικρά πάθη, αδικαίωτοι αγώνες και πάνω από όλα, η ανθρώπινη αδυναμία να αντικριστεί η ζωή σαν κάτι παροδικό μα και σπουδαίο.
Μονάχα κάποιος ανάμεσα στους δέκα, ο πονηρός Ζίγκμουντ, μοιάζει να υποδηλώνει μια μορφή που επιβιώνει σε κάθε περιβάλλον… Αλλά και πάλι, ούτε και αυτό: τη ραχοκοκαλιά του έργου διατρέχει ένα ρίγος τραγικής ειρωνείας που έρχεται κατευθείαν από τον Ευριπίδη.
Θα διακρίνω στην εξαιρετική ομάδα των ηθοποιών τον Γιώργο Πυρπασόπουλο στον ρόλο του Ζίγκμουντ: τόσο απλή και δυνατή μου φάνηκε η ερμηνεία του.
Δεν σημαίνει πως οι υπόλοιποι υστερούν σε αυτό που θα ονόμαζα «αφηγηματική δραματικότητα»: Κώστας Γαλανάκης, Καίτη Κωνσταντίνου, Βασίλης Μαγουλιώτης, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Γιάννης Νταλιάνης, Ράνια Οικονομίδου, Αλκης Παναγιωτίδης, Χάρης Χαραλάμπους και η Κωνσταντίνου Τάκαλου είναι ένας Χορός μαρτύρων μιας ιστορίας που συνέβη και μιας χώρας που ερήμωσε.
Εξαιρετική, βέβαια, συνοδοιπόρος, δίπλα τους, η μουσική του Δημήτρη Μαραμή.
barnes_1-111915.jpg
Η συναγωγή στο  Jedwabne, πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο

*Jedwabne pogrom (Το πογκρόμ στο Γιεδβάμπνε)- Wikipedia

Σχετική εικόνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Philip Glass - Songs From Liquid Days (Live) : Όταν ο μουσικός μινιμαλισμός ερωτεύτηκε την Ποίηση

Το Songs from Liquid Days(1986 είναι μια συλλογή τραγουδιών που συνέθεσε ο συνθέτης Philip Glass σε στίχους των Paul Simon, Suzanne Vega, ...