Βαμμένα κόκκινα μαλλιά παλαιών πολιτικών
Έχουν εκφωνήσει δριμείς λόγους, καταγγελτικούς, υπερασπιστικούς, για ποικίλα νομοσχέδια, ρυθμίσεις, παροχές. Προσπαθούσαν για χρόνια να μιμηθούν το στυλ και την ατμόσφαιρα που έφερε ο εκάστοτε αρχηγός. Αυτό που νόμιζαν ότι του αρέσει. Αυτό με το οποίο θα τους ενέκρινε. Στην αρχή φαβορίτες και μουστάκες, τάχα μου απ’ τα χρόνια της «αντίστασης» στη χούντα. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1980 σιγά - σιγά πάχαιναν, έσκαγαν οι σβέρκοι έξω απ’ το πουκάμισο.
Την περίοδο Σημίτη αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν το ξερό ύφος (τάχα μου τεχνοκρατικό, τάχα σχεδιασμός του κράτους, της οικονομίας), αργότερα έγιναν ειδικοί στον ξεβράκωτο ελληνικό χρηματιστηριακό καπιταλισμό, εν τέλει έγιναν εναλλακτικοί, κοίταζαν τη μόλυνση του περιβάλλοντος μέσα από δράσεις, φόρα και ΜΚΟ (οι πιο καπάτσοι). Σε λίγο ανέλαβε η κόρη, αφού οι ίδιοι ξεπεράστηκαν, κουράστηκαν και μπαΐλντισε ο κόσμος να τους βλέπει. Καταβεβλημένοι, άδειοι πια, βάφουν τα μαλλιά κόκκινα, περνούν στην Καραγεώργη Σερβίας, έρχονται στο καφενείο της Βουλής, οδηγούν κάτι παλιές μερσεντές που καίνε τ’ άντερά τους.
Οι δεξιοί είναι πιο ζαρωμένοι. Πάντα ήταν πιο γκρίζοι, μιμούνταν ενδυματολογικά την προγενέστερη γενιά, συχνά είναι μέλη μεγάλων πολιτικών οικογενειών. Σπάνια τους μιλάει κάποιος. Κάθονται, στριφογυρνούν με κοκάλινα χέρια την εφημερίδα, κοιτούν πάνω απ’ τα πρεσβυωπικά γυαλιά τι παίζει, ποιος περνάει, ψάχνουν να συμβουλεύσουν. Συνήθως κριτικοί, όπως όλοι οι γέροι, «εμείς 'κείνα τα χρόνια», περνούν απ' τον γιατρό, τους γράφει τα αντιυπερτασικά, εξαφανίζονται το μεσημέρι. Οι παλιοί αποσυρμένοι πολιτικοί δεν υπάρχουν, κι όμως υπάρχουν. Είναι εγκατεστημένοι σε κάθε κομματάκι δημόσιου βίου, στη θεσούλα οποιουδήποτε παρ’ αξία διορισμένου -ακόμα κι όταν ο τελευταίος τους απαρνείται, αγνώμων. Υπάρχουν στα διάφορα φαντάσματα νομοθετημάτων που αναδύονται σαν στοιχειά πίσω απ’ τις δαιδαλώδεις παραπομπές των σύγχρονων νομοσχεδίων και συστήνουν το ίδιο το φάντασμα της χώρας μας. Τους λυπάσαι τώρα στα στερνά.
Ξεχασμένοι, αδύναμοι, με κόκκινα μαλλιά και κάτασπρες ρίζες, σκοντάφτεις διαρκώς στην παλιά τερατωδία τους. Κάποτε ισχυροί, αλλοπρόσαλλοι, ακαλλιέργητοι, νομοθέτησαν τις πομπές και τις βολές του κοινού τους. Το συνηθέστερο πολιτικό επάγγελμα (μόνο κατ’ όνομα, αφού ουδέποτε το άσκησαν) τα προηγούμενα χρόνια, ήταν αυτό του δικηγόρου. Είχαν ρητορική ευκολία, ήταν παραστατικοί όπως στα ποινικά, ήξεραν τα πιασάρικα σχήματα λόγου, μπορούσαν να σε μπερδέψουν με το δάσος παραπομπών σε αριθμούς νόμων, σε παραγράφους, εδάφια, ερμηνείες, δεδικασμένα. Με την κρίση μάλλον ο κόσμος φοβήθηκε. Έχει ανάγκη από γκουρού, από κάποιον που θα του εξασφαλίσει μια μικρή παράταση, μια μικρή θνησιγενή αιωνιότητα. Βρήκε τους γιατρούς. Πιο απτικοί, πιο θεολογικοί απ’ τους δικηγόρους, δίνουν ευκολότερα τον χρησμό.
«Πόσο θα ζήσω ακόμα, γιατρέ;». «Δεν είναι τίποτα, σαλοσπίρ». Περίπου έτσι. Επαγγέλματα που τα παραγγέλλει η ανάγκη και τα προτάγματα του καταβεβλημένου κοινού. Στάχτη και μπούρμπερη. Πίσω απ’ τα επαγγέλματα και την κουρασμένη επαφή με τη μεταφυσική του λαού, κρύβονται τα ίδια φαντάσματα, το ίδιο ομιχλώδες και δαιδαλώδες νομικό πλέγμα που ακινητοποιεί τη ζωή και τη χώρα, τα ίδια τα ρυθμιστικά αδιέξοδα. Πολιτική χαμηλή. Διοίκηση χαμηλή, εύκολα εντοπίζεις τα ελαττώματα της χώρας (που μάζεψες ατζαμής κατακέφαλα).
Υστερόγραφο: Τέλειωσε η συνεδρίαση της επιτροπής. Μιλούσαμε στην πόρτα αρκετοί, αρκετή ώρα. Σαν σίφουνας ήρθε η νεαρά. «Τελειώσατε; Κρίμα, δεν πρόλαβα. Πού είναι η γραμματέας;». Ήθελε να της σβήσει την απουσία. Για την αντιμισθία! Οι βαψομαλλιάδες έχουν τη συνέχειά τους και στην ευτέλεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου