Στάθης Κοψαχείλης*: «Η Δρακοντιά» κριτική του Τάσου Καλούτσα
Στα φάσματα και τα ισκιώματα...
Πρωτογνώρισα τον Στ. Κοψαχείλη μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Το παραμιλητό», που υπήρξε ένα φυτώριο νέων προικισμένων δημιουργών (Γ. Δενδρινός, Γ. Γκολομπίας, Τ. Ερμείδης κ.ά.) και λειτούργησε αθόρυβα για λίγα χρόνια, με βάση το προσωπικό μεράκι και τις ποιοτικές αισθητικές αρχές τού εκδότη του Δημ. Παναγιωτόπουλου. Εκεί, γύρω στα 1988-90, διάβασα τα πρώτα σύντομα πεζά του (Νύχτα με χιόνι, Γυαλιά πρεσβυωπίας, Ο ίσκιος) και μου έκαναν βαθιά εντύπωση. Απέπνεαν μια γοητευτική μυστηριακή αύρα, ο χώρος όπου εκτυλίσσονταν ήταν το χωριό, οι πρωταγωνιστές μέσα απ’ τον στενό κύκλο της οικογένειας. Τύχαινε τότε λόγω συγγενικού μου προσώπου να έχω άμεση εμπειρία από ανάλογες καταστάσεις. Ανοίγω παρένθεση: Θα έπρεπε ίσως ν’ απασχολήσει ξεχωριστά τους μελετητές αυτή η στροφή στα τεκταινόμενα της επαρχίας ή η παλινδρόμηση, αν θέλετε, από τις πόλεις στα χωριά και τ’ ανάπαλιν, όπως απεικονίζεται στα γραπτά μερικών σημαντικών συγγραφέων μας (για παράδειγμα του Χρ. Μηλιώνη, του Βασ. Τσιαμπούση, του Σωτ. Δημητρίου κ.ά.). Mάλλον φυσικό παρεπόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης του κάθε δημιουργού, ίσως έλκει την καταγωγή του, ως φαινόμενο, από την καρπερή ρίζα του έργου του Παπαδιαμάντη. Σε μια πρώτη βιαστική διάγνωση, θα μπορούσε εύκολα κανείς να κάνει λόγο για τα χαρακτηριστικά μιας νεο-ηθογραφίας, μήπως όμως συμβαίνει κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο; Μήπως πρόκειται για ένα γόνιμο μπόλιασμα, μια αναζωογονητική «πνοή καθαρού αέρα» που έρχεται να φρεσκάρει, κατά μία ρήση του Τ. Καζαντζή, το κλίμα «βαρυθυμίας» του αστικού χώρου και των μεγαλουπόλεων που δείχνουν «κουρασμένες από μια φθίνουσα πρόοδο»; Εν πάση περιπτώσει, ο Στ. Κοψαχείλης δεν βιάστηκε· περίμενε μέχρι το 2011, οπότε με τη συλλογή Παραμιλητά επιβεβαίωσε την έξοχη διηγηματική του στόφα. Η Δρακοντιά (2015) φανερώνει πλέον τον ώριμο λογοτέχνη που ελέγχει τα αφηγηματικά του εργαλεία, ξέρει τι θέλει να πει και πώς να το πει.
Εκείνο που καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικές αυτές τις ιστορίες, προσδίδοντάς τους μια ποιητική και σχεδόν εξωλογική διάσταση –παρόλο που εδράζονται σε ρεαλιστικά περιστατικά– είναι που καταφέρνουν να μας υποβάλουν την αίσθηση του παράξενου, του αλλόκοτου.Ο χώρος, λοιπόν, όπου στήνεται το βασικό σκηνικό δεν αλλάζει. «Το χωριό κοντά στην Κατερίνη» (σ. 92) δεν είναι άλλο από το Λιτόχωρο (οικείο σε μας από την προηγούμενη συλλογή του), με το οποίο τον δένει μια άρρηκτη βιωματική σχέση. Μεγάλωσε σ’ αυτόν τον τόπο, όπου οι ήρωες «έχουν τον δικό τους τρόπο ύπαρξης», θυμάται με εκπληκτική ακρίβεια λεπτομέρειες από την περίοδο των μαθητικών του χρόνων, πριν ακόμα «μετοικήσει» στη μεγάλη πόλη, κι είναι γνώστης της πρακτικής ζωής και των γεγονότων που συνιστούν το «τοπικό γίγνεσθαι». Έτσι, οι αναφορές του σε διάφορα συμβάντα (π.χ. λίγο πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου) συμπαρασύρουν και γενικότερες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων στη συγκεκριμένη εκείνη (δεν θα ’τανε ίσως λάθος αν την ονομάζαμε «μεταβατική») περίοδο (σ. 41). Σ’ αυτά τα γεγονότα, η εμπλοκή του είναι συνήθως άμεση κι είναι χαρακτηριστικό ότι επιλέγει τον εξομολογητικό τόνο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης (μόνο στα δύο απ’ τα δώδεκα πεζά χρησιμοποιεί το γ΄ πρόσωπο).
Ωστόσο, εκείνο που καθιστά ιδιαίτερα γοητευτικές αυτές τις ιστορίες, προσδίδοντάς τους μια ποιητική και σχεδόν εξωλογική διάσταση –παρόλο που εδράζονται σε ρεαλιστικά περιστατικά– είναι που καταφέρνουν να μας υποβάλουν την αίσθηση του παράξενου, του αλλόκοτου. Άλλωστε, υπάρχει μια ομολογημένη ροπή του ευφάνταστου αφηγητή: «Εμένα ο νους μου πάντα έτρεχε στα φάσματα και τα ισκιώματα, έτσι και τώρα παρασύρθηκα...» (σ. 35). Άκρως παρατηρητικός, τυχαίνει να δει ή ν’ ακούσει κάτι που εξάπτει την περιέργειά του και στη συνέχεια πυροδοτεί τη μνήμη ή τη φαντασία του. Καμιά φορά η σάρωση της μνήμης είναι τόσο απότομη και έντονη, που μοιάζει «σαν να άνοιξε ξαφνικά με πάταγο ένα παράθυρο κι από μέσα να ξεχύθηκε ολοζώντανη μια σκηνή» καταχωνιασμένη εκεί για πολλά χρόνια (σ. 38). Έτσι, παράξενο μπορεί να ’ναι ένα συμβάν (π.χ. ένα φως που ανάβει μοναχό του, σ. 33), ένα θέαμα (Κόρακας κοράκου σ. 23, Η Δρακοντιά, σ. 52), μπορεί ο ίδιος ο αφηγητής ν’ αρέσκεται ν’ ακούει «παράξενες ιστορίες» (σ. 70) ή «περίεργη» να ’ναι η ενδυμασία, η μορφή, ακόμα κι ο τρόπος που βαδίζει κάποιος. Επίσης, ως «παράξενοι και μονήρεις» σκιαγραφούνται κάποιοι χαρακτήρες (Ο Κόρακας, ο σαλός Κολιός, ο Ξάπλας, ο Γάτος κ.ά.) . Θέλοντας μάλιστα να υπαινιχθεί την ύπαρξη ενός φασματικού κόσμου, πέραν των ορίων της συμβατικής λογικής, ονομάζει «αλλόκοσμο καταυγασμό» και την «παράξενη έκλαμψη» που εντοπίζει στα μάτια μιας γάτας (Πριν σαραντίσει, σ. 37).
Συνοψίζοντας, ο τωρινός αφηγητής (με το προσωπείο και του συγγραφέα) που διαμένει στο άστυ συνδέει μια μακρινή ανάμνηση του παρελθόντος με το παρόν ή το αντίθετο και την επεξεργάζεται μυθοπλαστικά με παραστατική δύναμη (μερικές από τις περιγραφές του, όπως ο σοκαριστικός ευνουχισμός του ζώου στο Χάθηκε η κλήρα του χαράζονται βαθιά στον αναγνώστη), ενώ η παλινδρόμησή του στον γενέθλιο τόπο προσφέρει και την τελική «λύση» (ή εξήγηση), καθώς συχνά το διήγημα κλείνει μ’ ένα θυμόσοφο επιμύθιο. Πρόκειται, θα ’λεγα, για μνήμη με ικανότητα «συνδυαστική», που δεν είναι άσχετη με την ευρηματικότητα του συγγραφέα. Καθώς, δε, τα ζώα ή τα πτηνά (κατοικίδια ή μη) που διαθέτει η ελληνική ύπαιθρος (κόρακες, τσομπανόσκυλα, κόκορες, κουρούνες, χελώνες, καβούρια, οχιές, όρνια, τσουτσουλιάνοι κ.λπ.) λαμβάνουν ενεργό ρόλο σ’ αυτές τις αφηγήσεις, εμπλέκονται και στα σημασιολογικά συμφραζόμενά τους.
Το πραγματικά καινούριο, όσον αφορά το περιεχόμενο, σε σχέση με τα διηγήματα του 1990 για τα οποία μίλησα αρχικά, είναι οι πυκνές αναφορές και πληροφορίες που δίνονται για καταστάσεις που έχουν να κάνουν με το «ιστορικό σύνδρομο» –ας το πούμε έτσι– της περιοχής. Έτσι ώστε, πίσω απ’ τη βιτρίνα της ιστορίας, ν’ αναδύεται μια άλλη, παράλληλη, η οποία αφορά τη δράση κάποιων ομάδων ή ατόμων που πρωταγωνιστούν και να της δίνει ειδικό βάθος, καθώς ξεσκεπάζει το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε. Μια δράση που, όπως φαίνεται, τους έχει σημαδέψει, καθορίζοντας τις μετέπειτα ζωές τους. Πρόκειται για μνείες ή περιγραφές που αφορούν τα στοιχεία παθογένειας μιας ολόκληρης εποχής μετά τον πόλεμο, τους δοσίλογους συνεργάτες των Γερμανών, τα παθήματα του Εμφυλίου (σ. 87), μνήμες από τη δεκαετία του ’50, τα κυνηγητά που εξαπέλυαν (Αστυνομία ή Στρατός) στους αριστερούς, το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε στο χωριό από τις ακροδεξιές παρατάξεις μετά τη γερμανική Κατοχή (σ. 100) κ.ά. Ο πατέρας του αφηγητή, στο διήγημα Ο Τσου¬τσουλιάνος είναι πρώην Ελασίτης και αρνείται να παγιδέψει έναν κορυδαλλό –προκα¬λώντας θυμό στον γιο του γι’ αυτή την «αλλόκοτη» συμπεριφορά του– όμως αποδείχνεται ότι είχε τους λόγους του που το έκανε... Σ’ αυτούς τους ήρωες με το βαρύ ιστορικό παρελθόν ο συγγραφέας-αφηγητής εκδηλώνει τη συμπόνια του (όπως και προς τους απλούς βασανισμένους ανθρώπους, λόγου χάρη στις Βουλγάρες που δουλεύουν σ’ ένα μπαρ της περιοχής, για τις οποίες αναρωτιέται: «Ποιες ανάγκες και ποια ματαιωμένα όνειρα άραγε να τις έχουν ξεβράσει σ’ αυτήν εδώ τη βροχερή και μελαγχολική επαρχία» [σ. 50]). Αντίθετα, δείχνει να καταγγέλλει όσους έχουν αναπτύξει ύποπτη ή «σκοτεινή» δράση, για τους οποίους μάλιστα κάποτε η μοίρα (νέμεση) επιφυλάσσει σκληρή τιμωρία (Κόρακας κοράκου, σ. 31).
Υπερβαίνοντας το πλαίσιο της εντοπιότητας, οι ιστορίες του μας ενδιαφέρουν άμεσα και μιλάνε στην καρδιά μας, καθώς αναμοχλεύουν παλιά προβλήματα με φρέσκο και καθαρό βλέμμα.Εδώ και λίγα χρόνια, ο Στ. Κοψαχείλης μπήκε δυναμικά στο σύγχρονο τοπίο της διηγηματογραφίας μας, εμπλουτίζοντάς το με την ποιοτική προσφορά του. Υπερβαίνοντας το πλαίσιο της εντοπιότητας, οι ιστορίες του μας ενδιαφέρουν άμεσα και μιλάνε στην καρδιά μας, καθώς αναμοχλεύουν παλιά προβλήματα με φρέσκο και καθαρό βλέμμα. Αναμφίβολα αυτό οφείλεται τόσο στους αφηγηματικούς τρόπους που διαθέτει, αλλά και στο συγγραφικό ήθος που τον διακρίνει.
Η Δρακοντιά
Στάθης Κοψαχείλης
Μελάνι
112 σελ.
ISBN 978-960-591-019-8
Τιμή: €13,00
*
Κοψαχείλης, Στάθης | |
| |||||||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου