Τρίτη, Αυγούστου 07, 2012

ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


RAINER MARIA RILKE*
(1875-1926)
 Η Δευτέρα Παρουσία
(Από το σημειωματάριο ενός μοναχού)

    Μετάφραση Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου
    Καστοριά 2010
http://odos-kastoria.blogspot.gr


Όλοι σαν μέσα από λουτρό
θα αναστηθούν απ’ τούς σαθρούς τους τάφους
μια κι όλοι τους πιστεύουν εις την καλήν αντάμωση
και τρομερή είν’ η πίστη τους, κι ανήλεη συνάμα.

Μίλα σιγά, Θεέ! Ίσως να νόμισαν,
πως ήχησε της Βασιλείας σου η σάλπιγγα
κι ότι ο ήχος της σε βάθη απροσμέτρητα κυλάει:
και τότε υψώνονται όλοι οι καιροί από τις πέτρες,
κι όλοι οι παραχωμένοι εμφανίζονται
με ξεσχισμένα σάβανα, με τα σαθρά τους κόκαλα
και κυρτωμένοι από το βάρος των χωμάτων τους.
Ένας αλλόκοτος θα είναι γυρισμός
σε μιαν αλλόκοτη πατρίδα
κι αυτοί ακόμη που ποτέ τους δεν σε γνώρισαν,
θ’ αρχίσουν να κραυγάζουν
το μεγαλείο σου ωσάν να δικαιούνται θα ζητήσουν:
ωσάν τον Άρτο και τον Οίνο.

Ω, Παντεπόπτη, γνωρίζεις την άγρια εικόνα,
που μέσα στο σκοτάδι μου τρέμοντας στιχουργώ.
Μέσα από σένα έρχονται τα πάντα,
γιατί η Πύλη είσ’ εσύ,-
κι όλα ήταν μέσ’στην όψη σου,
πριν να χαθούν μεσ΄ στη δική μας.
Γνωρίζεις την εικόνα της τεράστιας Κρίσης:

Ένα πρωϊνό είναι, όμως απ’ ένα φως,
που η ώριμη αγάπη σου ποτέ δεν δημιούργησε,
είν’ ένας ψίθυρος, όχι απ’ το δικό σου κάλεσμα,
ένα τρεμούλιασμα, όχι από θεϊκή παραίτηση,
ένας σεισμός, όχι στη δική σου ισορροπία.
Ένας τριγμός είναι και μία μάζωξη σ’ όλα τα γκρεμισμένα κτίσματα,
μια αυτοτιμωρία και μία ασωτία, μια αποχαύνωση και μια ακολασία,
και ένα άγγιγμα όλων των περασμένων των χαρών
και μαραμένη επιστροφή όλων των ηδονών.
Και ψηλά ,πάνω από εκκλησιές,
που χάσκουν σαν πληγές,
μαύρα πουλιά πλανώνται,
που εσύ δεν δημιούργησες ποτέ,
σε διαδρομές τρελές, χωρίς προορισμό.

Έτσι παλεύουν οι αναπαυθέντες εδώ και χρόνια
και αποσκορακίζονται με τα γυμνά τους δόντια
και τρόμος τους γεμίζει, γιατί πια δεν ματώνουν
και ψάχνουν εκεί που χάσκουν των ματιών οι κόχες,
με παγωμένα δάχτυλα για τα νεκρά τα δάκρυα.
Και τότε πια κουράζονται. Λίγα λεπτά
μετά το πρωινό τους, φθάνει το βράδυ τους.
Τότε πια σοβαρεύονται κι αφήνονται μονάχοι
και προθυμία δείχνουν, ορμητικά πάλι ν’ ανέβουν,
όταν επάνω στης αγάπης σου το διάφανο κρασί
οι σκοτεινές σταγόνες της οργής σου φαίνονται,
για νάναι πιο κοντά στην κρίση σου.
Και τότε αρχίζει, μετά απ’ το μεγάλο ολοφυρμό:
Εκείνη η τεράστια τρομακτική σιωπή.

Κάθονται όλοι σαν μπροστά από μαύρες πόρτες
σ’ ένα φως, που τους γεμίζει, λες κι είναι αποστήματα,
με άπειρους θαμπωτικούς λεκέδες.
Και προχωρεί το βράδυ και γερνά όσο περνάει η ώρα.
Και νύχτες πέφτουν σε τεράστια κομμάτια
πάνω στα χέρια και στην πλάτη τους
που απ’ το μαύρο φόρτο της αρχίζει να λυγίζει.
Και καρτερούν ώρα πολλή. Σείονται οι ώμοι τους
κάτω απ’ την πίεση σαν σκοτεινή να είναι θάλασσα,
κάθονται αυτοί, σε σκέψεις μέσα βυθισμένοι,
είναι όμως άδειοι.
Γιατί τα μέτωπα στυλώνουν; Ο νους τους κάπου αλλού γυρίζει
βαθιά μέσα στη γη, σκυφτός, ρυτιδωμένος:
Ολόκληρη η γέρικη η γη πλέρια συλλογάται,
και τα μεγάλα δέντρα της αδιάκοπα θροίζουν.

Ω, Παντεπόπτη, σκέφτεσαι τη χλωμή αυτή
και φοβισμένη εικόνα, που όμοια δεν υπάρχει
απ’ όλες όσες έπλασε η βούληση η δική σου;
Δεν σε φοβίζει αυτή η πόλη η βουβή,
που, γέρνοντας σε σένα σαν μαραμένο φύλο,
να σηκωθεί ψηλά ποθεί στο νεύμα της οργής σου;

Ω, πιάσε με το αδράχτι σου όλες αυτές τις μέρες,
για να μην φτάσουν σύντομα στο τέλος τους αυτό,-
ίσως και καταφέρεις ν’ αποφύγεις
αυτή την τρομερή σιωπή, που είδαμε κι οι δυό μας.
Ίσως μπορέσεις έναν από μας να ανυψώσεις,
που απ’ αυτό το τρομερό ξαναζωντάνεμα
το νου, το μισεμό και την ψυχή θα αφαιρέσει,
έναν, που ως τα κατάβαθα θα οργιστεί
κι όμως χαρούμενος θα κολυμπά μέσα στα πάντα,
και ξένοιαστος θα σπαταλά όλες του τις δυνάμεις,
που παίζει μουσική μ’ όλα τα όργανα του κόσμου
και ανέγγιχτος σαν κάποιος δύτης άγνωστος
στον πλήρη θάνατο και πάλι κατεβαίνει.

…Ή, πώς αλλιώς ελπίζεις τη μέρα αυτή να την αντέξεις,
που πιο μεγάλη είναι απ’ όλων των ημερών το μάκρος,
με τής σιωπής της τα φρικτά τραγούδια,
όταν μετά οι άγγελοι, σαν καίριες ερωτήσεις,
με τα φτερά τους να χτυπούν, σκέτη ανατριχίλα,
γύρω σου συνωθούνται;
Δες, πώς αιωρούνται τρέμοντας στο λίκνο τους
και με μυριάδες μάτια σε δικάζουν,
κι οι απαλές φωνές των τραγουδιών τους δεν τολμούν
μέσα από τα πολλά τρελά περάσματα
να υψωθούν σε κρυσταλλένιους ήχους.
Κι όταν οι γέροντες με τις πλατιές γενειάδες,
που σε συμβούλευαν στις κάλλιστες τις νίκες,
ελαφρά μόνο τα άσπρα τους κεφάλια γέρνουν,
και όταν οι γυναίκες που το γιο σου τάϊσαν
κι εκείνες που σαγήνευσε, οι σύντροφοι,
και όλες οι παρθένες που τόσο τον ελάτρεψαν:
οι φωτεινές οι δάδες των σκοτεινών σου κήπων,-
ποιός θα σε βοηθήσει, αν όλοι αυτοί θα σώπαιναν;

Και μόνο ο γιος σου απ’ όλους τους θα εγείρετο,
όσοι στον θρόνο σου τριγύρω κάθονται.
Θάγγιζε τότε η φωνή σου την καρδιά του;
Θα έλεγε τότε ο πόνος σου ο μοναχικός:
Υιέ μου!
Θα έψαχνες τότε την όψη εκείνου που κάλεσε την Κρίση,
την Κρίση σου και το Θρόνο σου:
Υιέ μου!
Θα πρόσταζες τότε, Πατέρα, τον κληρονόμο σου,
συνοδευόμενο αθόρυβα από Μαγδαληνές, να κατεβεί σε κείνους,
που τόσο πολύ ποθούν, και πάλι να πεθάνουν;

Αυτή θα ήταν η έσχατή σου, η βασιλική βουλή,
η τελευταία εύνοια, το τελευταίο μίσος.
Έπειτα όμως όλα θα ησύχαζαν:
Κι ο ουρανός και η Κρίση αλλά κι εσύ.
Όλα τα πέπλα του αινίγματος της γης,
που χρόνια ατέλειωτα κρυμμένο παραμένει,
πέφτουν μ’ αυτήν την πόρπη.
…Μα νοιώθω φοβισμένος....

Ω, Παντεπόπτη, δες πως φοβάμαι,
μέτρα το βάσανό μου!
Φοβάμαι, ότι έχεις παρέλθει από πολύ καιρό.
Όταν για πρώτη φορά
δημιούργησες τα πάντα,
του χλωμού αυτού Δικαστηρίου
την εικόνα είδες
που ζύγωσες αβοήθητος, Παντεπόπτη.
Τότε ήταν που δραπέτευσες;
Για πού;
Πιο έμπιστα
κανένας δεν μπορεί να ρθεί κοντά σου
απ’ ότι εγώ,
εγώ που Εσέ
δεν θα προδώσω για αμοιβή, όπως όλοι οι άλλοι ευσεβείς.
Θέλω μόνο, μια και θα μείνω άγνωστος
και κουρασμένος σαν και σένα, κι ίσως και περισσότερο από σένα,
και επειδή μπροστά στη θεία Δίκη ο φόβος μου
με τον δικό σου μοιάζει,
θέλω πολύ κοντά,
πρόσωπο με πρόσωπο,
κοντά σου να κολλήσω.
Με τις δυνάμεις μας κοινές
θ’ αντισταθούμε στον τροχό το μέγα
που πάνω του κυλάνε οι δυνάμεις των νερών,
που και θροϊζουν και αφρίζουν-
γιατί: Αλίμονο, να αναστηθούν σκοπεύουν.
Έτσι είναι η πίστη τους: μεγάλη και ανελέητη.

*

 


ΔΕΙΤΕ: Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Βικιπαίδεια


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...