ΛΕΝΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥΣ
Αυστριακός ποιητής. Γεννήθηκε το 1802 στο Κσατάντ της Ουγγαρίας και πέθανε
το 1850 στο Όμπερντεμπλινγκ της Βιέννης. Σπούδασε νομική και ιατρική. Έζησε στη
Στουτγκάρδη και το 1832 πήγε στην Αμερική, απ` όπου επέστρεψε τον επόμενο χρόνο
και εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Το έργο του διακρίνεται για την εσωτερική αγωνία,
την αίσθηση του κοσμικού πόνου, την ευαισθησία και το προαίσθημα του θανάτου.
Έγραψε ποιήματα λυρικά, που εμπνέονται συχνά από την ουγγρική παράδοση. Κύρια
έργα του: "Ποιήματα" (1832-1841), "Φάουστ" (1836),
"Σαβοναρόλα" (1837), "Δον Ζουάν" (1851) κ.ά.
___________________________________________
Nikolaus
Lenau
Die Drei
Drei Reiter
nach verlorner Schlacht,
Wie reiten
sie so sacht, so sacht!
Aus tiefen
Wunden quillt das Blut,
Es spürt
das Ross die warme Flut.
Vom Sattel
tropft das Blut, vom Zaum,
Und spült
hinunter Staub und Schaum.
Die Rosse
schreiten sanft und weich,
Sonst flöß
das Blut zu rasch, zu reich.
Die Reiter
reiten dicht gesellt,
Und einer
sich am andern hält.
Sie sehn
sich traurig ins Gesicht,
Und einer
um den andern spricht:
"Mir
blüht daheim die schönste Maid,
Drum tut
mein früher Tod mir leid."
"Hab
Haus und Hof und grünen Wald,
Und sterben
muss ich hier so bald!"
"Den
Blick hab ich in Gottes Welt,
Sonst
nichts, noch schwer mir's Sterben fällt."
Und lauernd
auf den Todesritt
Zieh'n
durch die Luft drei Geier mit.
Sie teilen
kreischend unter sich:
"Den
speisest du, den du, den ich."
________________________________________________
ΝΙΚΟΛΑΟΥΣ ΛΕΝΑΟΥ
Οι τρεις
Φεύγουν τρεις καβαλάρηδες από χαμένη μάχη.
Πώς παν αργοπερπάτητοι; Πού παν οι τρεις μονάχοι;
Το αίμα από τρίσβαθες πληγές αστείρευτο αναβρύζει
κι είναι η ροή του ολόθερμη και τ' άλογα ερεθίζει.
Κι από τις σέλες στάζοντας κι από τα χαλινάρια
σμιχτά μ' αφρούς και κορνιαχτό το αίμα χαράζει αχνάρια.
Τ' άλογα αργά, αλαφρά πατούν το χώμα… ειδάλλως το αίμα
θα σφύριζε σα σίφουνας και θα 'τρεχε σα ρέμα.
Παν οι τρεις καβαλάρηδες κοντά κοντά καβάλα
και τα λιγόζωα τα κορμιά στυλώνουν το ένα τ' άλλα.
Μάτια στα μάτια, σκύφτοντας κοιτάζονται θλιμμένοι
και λέει καθένας με φωνή στα χείλη αποσβησμένη:
- Με καρτερεί η πιο όμορφη νια στο μακρινό χωριό της,
γι' αυτό πονώ, που χάνομαι μέσ' στον ανθό της νιότης.
- Εγώ έχω σπίτι, κι έχω αυλή και κήπο καρπισμένο,
μα πριν της ώρας μου έρημος σε ξένη γη πεθαίνω.
- Μόνος μου πόθος και στερνός ο πόθος του άλλου κόσμου·
και τίποτε άλλο, - όμως πικρός και πάλι ο θάνατός μου.
Κι απάνω από την πένθιμην εκείνη συνοδεία
πετούν παραμονεύοντας όρνια μεγάλα τρία,
κι ένα με τ' άλλο κρώζοντας μοιράζουν το φαΐ των:
- Αυτόν εσύ, κι αυτόν εσύ, κι εγώ θα φάω τον τρίτον.
μτφρ. Γεώργιος Δροσίνης
(1859-1952)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου