Απρίλιος του ΄41: γερμανικό άρμα περνάει δίπλα από έλληνες
φαντάρους, που επιστρέφουν πεζή στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
*************************************************************************
"Βασίλης Καραζάνος, Από την ζωή μου στον Πόλεμο:
Αλβανία, 1940-1941",
Αλβανία, 1940-1941",
Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας,
Μαρτυρίες VIIΙ, Βιβλιόραμα, 2007.
Μαρτυρίες VIIΙ, Βιβλιόραμα, 2007.
*
Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΚΩΧΗ ΜΕ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝΑ ΦΑΝΤΑΡΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
[ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1941]
[..................]Στα Τρίκαλα φθάσαμε αργά το βράδυ, αλλά δεν μπήκαμε μέσα. Κοιμηθήκαμε στην εισοδό τους έξω από τη μάντρα του νεκροταφείου, δίπλα δε στον τάφο του στρατηγού Κονδύλη, όπως είδαμε το πρωί. Εκεί περάσαμε τη νύχτα. Και με τα ξημερώματα, τρέξαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, για να... προφθάσουμε να πιάσουμε θέση στο τρένο. Η περίπτωση να μη βρίσκαμε (όπως συνέβη) ή αν βρίσκαμε να μην μας έπαιρνε δεν πέρασε από το μυαλό μας. Πιστεύαμε (χάνει κανείς ποτέ την ελπίδα;) ότι θα έρθουν όλα δεξιά. Και ότι θα πηγαίναμε μαζί ώς την σιδηροδρομική διασταύρωση του Δεμερλή, όπου εγώ μεν θα έπαιρνα τρένο προς Βορρά, προς την Θεσσαλονίκη, οι άλλοι δε άλλο, από τα κατευθυνόμενα προς την Αθήνα. Τόσο ξένοι εξακολουθούσαμε να παραμένουμε από την πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει στον τόπο μας η υποδούλωσή του στους Γερμανούς. Και είδαμε κι εδώ την ελπίδα που διατηρούσαμε (παρά τις δυσοίωνες πληροφορίες που πήραμε στην Καλαμπάκα) να χάνεται. Διότι τρένα δεν υπήρχαν, δεν έρχονταν πια. Κι όταν δε ερχόταν κανένα, ερχόταν για να εξυπηρετήσει τους Γερμανούς μόνο. Και πέσαμε του πεθαμού όλοι, περισσότερο όμως οι άλλοι της παρέας μας, οι οποίοι από την προσδοκία αυτή του τρένου δεν έφυγαν από τα Γιάννενα προς Νότο, όπως όλοι οι προοριζόμενοι για τις περιοχές της Νοτίου Ελλάδος (οι οποίοι θα είχαν φτάσει ήδη στο Μεσολόγγι) για να βρεθούνε τώρα, ύστερα μάλιστα από τριήμερο οδοιπορία, ακόμη μακρύτερα από τον τόπο τους. Έτσι χωρίσαμε. Εκείνοι πήραν τον δρόμο προς την Καρδίτσα κι εγώ έφυγα από τον σταθμό, για να πάω να βρω τον δημόσιο δρόμο που πήγαινε στη Λάρισα.
Κατά την μικρή διαδρομή μου αυτή μέσα στην πόλη είχα και μια ευχάριστη συνάντηση. Είδα κάποια στιγμή μπροστά μου τον Τρικαλινό δάσκαλο και συσπουδαστή μου στο Διδασκαλείο Χρίστο Γιουβρή. Και καθίσαμε και τα είπαμε λίγο, διότι για περισσότερα δεν μ’ άφηνε εμένα ο πολύς δρόμος που με περίμενε. Τα είπαμε όσο να πάρουμε έναν καφέ σ’ ένα διπλανό καφενεδάκι, και τον άφησα. Έφυγε.
Παρέα τώρα προς την Λάρισα είχα πολλούς άλλους στρατιώτες, για όλα τα διαμερίσματα της χώρα προοριζόμενους. Βαδίσαμε καμιά ώρα περίπου και κατόπιν νοικιάσαμε μερικοί ένα κάρο, που συναντήσαμε, για να μας πάει στη Λάρισα. Αλλά δεν μας πήγε. Αρκετά χιλιόμετρα προ αυτής συναντήσαμε ένα χαλασμένο γεφύρι και μας άφησε. Δεν μπορούσε να περάσει απέναντι. Αλλά δεν ήταν μεγάλο το κακό, διότι τον πολύ δρόμο τον είχαμε διανύσει. Το κακό ήτανε ότι, όπως υποψιαστήκαμε, ο καροτσέρης μας γέλασε. Ήξερε ότι υπήρχε χαλασμένο γεφύρι, αλλά μας πήρε για το αγώγι, το οποίο και φρόντισε να προεισπράξει. Και με κόπο κατόρθωσα να συγκρατήσω κάποιον της παρέας, που κινήθηκε να τον κακοποιήσει.
Στην Λάρισα φτάσαμε κατά τις απογευματινές ώρες, ότε πήραμε και την πρώτη γεύση της δουλείας στην οποία είχε πέσει η πατρίδα μας. Καθώς πλησιάζαμε στην κεντρική πλατεία, μας ξεκόβουν καμιά δεκαριά οι Γερμαναράδες και μας βάζουν και κατεβάσαμε, από δύο μεγάλα τους αυτοκίνητα, ασήκωτες από το βάρος κάσες και τεράστια τσουβάλια, που πέσαμε στο τέλος όλοι κάτω από την κούραση. Έπειτα ξαπλώσαμε κάπου να ξεκουραστούμε και εν συνεχεία πήγαμε σε κάποια ταβέρνα και φάγαμε κάτι. Και αμέσως κατόπιν ξαναπήραμε τον δρόμο. Κάποιον περίπατο που λογάριαζα να κάνω στην πόλη, την γνωστή μου από το χρόνο της φοιτήσεώς μου στο Μονοτάξιο Διδασκαλείο της –το 1928-1929– δεν τον έκανα. Δεν είχα διάθεση. Και το βραδάκι φτάσαμε στα Τέμπη. Κι εκεί, δίπλα στον Πηνειό, περάσαμε την νύχτα, χωρίς, λόγω της μεγάλης κοπώσεως, να χαρούμε την ομορφιά του περιβάλλοντος. Πέσαμε για ύπνο αμέσως.
Το απόγευμα της επομένης ήμασταν στον Πλαταμώνα, κατάκοποι και καταϊδρωμένοι, διότι την ημέρα εκείνη η ζέστη ήτανε αφόρητη. Την ώρα που φθάναμε αγκυροβολούσε κι ένα καΐκι που ερχόταν κι έπαιρνε στρατιώτες για την περιοχή της Θεσσαλονίκης και την Χαλκιδική. Έγινε σκοτωμός όσο ν’ ανεβούμε επάνω, διότι ήμασταν περισσότεροι από όσους μπορούσε να πάρει. (Εγώ ήμουνα από τους τυχερούς). Και το βράδυ ήμασταν στην Νέα Μηχανιώνα, στο λιμάνι της οποίας μας περίμεναν πολλοί από τους κατοίκους, ανήσυχοι για όσους δικούς τους δεν είχαν έρθει ακόμη. Έπεφταν, σωρό, οι αγωνιώδεις ερωτήσεις τους: «Μήπως είδατε τον Τάδε; Μήπως ακούσατε τίποτε για το δείνα σύνταγμα;» κλπ. Φιλοξενηθήκαμε καλά, σε σπίτια, και το άλλο πρωί, με άλλο καΐκι, μας πήγαν στην Θεσσαλονίκη, από την οποία εγώ είχα φύγει πριν από 165 ημέρες ακριβώς.
Μας αποβίβασαν στην πλατεία Αριστοτέλους και κάθισα λίγο και κοίταξα γύρω μου σαν να ήθελα να βεβαιωθώ ότι είχα επιστρέψει πράγματι. Έπειτα έφυγα βιαστικά για το σπίτι, διότι δεν ήξερα τι γίνονται οι δικοί μου. Ούτε αν βρίσκονται εκεί. Το βρήκα κλειστό. Ο αδερφός μου με την οικογένειά του και με την μάνα μας είχε φύγει, καθώς μου είπαν οι γειτόνοι, για το χωριό μας, από τις πρώτες ακόμη ημέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατόπιν αυτού άφησα έξω την χλαίνη μου, το μόνο στρατιωτικό είδος που είχα κρατήσει επειδή το χρειαζόμουνα για τον ύπνο, και πήγα να συναντήσω τον στενότερο από τους συγγενείς, τον Μπάμπη Μακαρόνα*.
Τον βρήκα στο γραφείο του στο Μουσείο, κι από τις πληροφορίες που μου έδωσε ησύχασα. «Όλοι οι δικοί μας», μου είπε, «είναι καλά κι αναμένονται να γυρίσουν από την Πελοπόννησο που είχαν πάει». Μου έδωσε δε και το κλειδί του σπιτιού μας, που του είχε αφήσει ο αδερφός μου και ξαναγύρισα. Το άνοιξα και κάθισα κι εδώ λίγο και το κοίταξα, μ’ ένα αίσθημα ανάμικτο από χαρά και συγκίνηση. Εγώ επέστρεψα, αλλά κάποιοι έμειναν για πάντα εκεί.
Έπειτα πλύθηκα, άλλαξα ρούχα και ξάπλωσα. Οι πέντε μήνες του πολέμου με τις κακουχίες τους και με τον φόβο του θανάτου είχαν περάσει. Ήσαν ανάμνηση πια. Είχα γυρίσει στο σπίτι μου, ήδη σ’ αυτό που είμαι τώρα και γράφω τούτες τις αναμνήσεις, στην οδό Μακεδονίας αρ. 86. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς, στα βουνά της Αλβανίας ανήκε πια στο παρελθόν, στην Ιστορία.
Θεσσαλονίκη
Ιούλιος-Αύγουστος 1941
Σημείωση Γεροντάκου: Χαράλαμπος Μακαρόνας: Έγκριτος αρχαιολόγος του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα και πέθανε το 1977. Μπήκε στην Αρχαιολογική υπηρεσία το 1924. Διετέλεσε Επιμελητής Αρχαιοτήτων Μακεδονίας. Εκτέλεσε ανασκαφές στην Νάουσα και τη Δοϊράνη, ενώ δημοσίευσε πολλές μελέτες πάνω σε διάφορα αρχαιολογικά θέματα, όπως π.χ. για την αρχαία Πέλλα, την Αψίδα του Γαλερίου και την αρχαία Μακεδονία .
Σημείωση Γεροντάκου: Χαράλαμπος Μακαρόνας: Έγκριτος αρχαιολόγος του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε το 1905 στην Αθήνα και πέθανε το 1977. Μπήκε στην Αρχαιολογική υπηρεσία το 1924. Διετέλεσε Επιμελητής Αρχαιοτήτων Μακεδονίας. Εκτέλεσε ανασκαφές στην Νάουσα και τη Δοϊράνη, ενώ δημοσίευσε πολλές μελέτες πάνω σε διάφορα αρχαιολογικά θέματα, όπως π.χ. για την αρχαία Πέλλα, την Αψίδα του Γαλερίου και την αρχαία Μακεδονία .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου