Σάββατο, Ιουνίου 18, 2011

Η ΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΣΒΑΣΤΙΚΑΣ

Χάγκεν Φλάισερ:

Η Σαλονίκη στη σκιά της σβάστικας

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Μακεδονία της 20.03.2011
Μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ.

Στην κατάμεστη αίθουσα του Ινστιτούτου Γκαίτε πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 15 Μαρτίου -επέτειο της έναρξης του εκτοπισμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης προς τα στρατόπεδα θανάτου του Άουσβιτς το 1943- η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εκδήλωση με θέμα “Βόρεια Ελλάδα, Ήπειρος και Θεσσαλία την εποχή του εθνικοσοσιαλισμού”. Η εκδήλωση, που οργάνωσαν το γενικό προξενείo της Γερμανίας, η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, η Πανελλήνια Οργάνωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 και το Ινστιτούτο Γκαίτε Θεσσαλονίκης, έγινε στο πλαίσιο του εορτασμού για τα 125 χρόνια του γερμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Τους ομιλητές προλόγισαν και παρουσίασαν ο διευθυντής του Ινστιτούτου Γκαίτε Πέτερ Πάνες και ο γερμανός γενικός πρόξενος Βόλφγκανγκ Χέλσερ-Ομπερμάιερ.
Πρώτος εισηγητής ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα “Η Σαλονίκη στη σκιά της σβάστικας” και ακολούθησε η εισήγηση “Ο Βόλος κάτω από την κατοχή του Άξονα” του δρος Νικόλαου Τζαφλέρη, εξωτερικού συνεργάτη του United States Holocaust Memorial Museum. Η ιστορικός Ρένα Μόλχο, που έλαβε στη συνέχεια τον λόγο, στην ομιλία της με τίτλο “Πώς εξιχνιάζεται ένα έγκλημα που έμεινε ατιμώρητο;” παρουσίασε το βιβλίο του Κρίστοφερ Σμινκ Γκουστάβους “Μνήμες Κατοχής ΙΙ. Ιταλοί και Γερμανοί στα Γιάννενα και η καταστροφή της Εβραϊκής Κοινότητας”, ενώ ακολούθως ο Παρασκευάς Σοφιδιώτης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Οργάνωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 – Παράρτημα Θεσσαλονίκης, μίλησε για τον “Ανθρώπινο παράγοντα σε εποχή πολέμου”. Τελευταίος ομιλητής της εκδήλωσης ήταν ο πρώην πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα Βόλφγκανγκ Σουλτχάις, ο οποίος ασχολήθηκε με το θέμα “Γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών και η διατήρηση της μνήμης”.
Μετά τις εισηγήσεις ακολούθησε συζήτηση και η προβολή του ντοκιμαντέρ “Ο Χάγκεν Φλάισερ και οι πόλεμοι της μνήμης”, που γύρισε ο σκηνοθέτης Ηλίας Γιαννακάκης για τη σειρά “Παρασκήνιο” της ΕΤ1. Ανάμεσα στο πολυπληθές κοινό της εκδήλωσης δεν έλειψαν και οι μάρτυρες του Ολοκαυτώματος, από τους ελάχιστους διασωθέντες θεσσαλονικιούς Εβραίους. Ευχαριστούμε τον καθηγητή Χάγκεν Φλάισερ και το Ινστιτούτο Γκαίτε για την παραχώρηση του κειμένου της εισήγησής του, το οποίο δημοσιεύουμε σε μετάφραση της Ανθής Βηδενμάιερ.
Χάγκεν Φλάισερ: 
Η Σαλονίκη στη σκιά της σβάστικας
 
Xαίρομαι ιδιαίτερα που μετά από μιάμιση δεκαετία μιλώ ξανά εδώ στο Ινστιτούτο Goethe της Σαλονίκης. Την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ ήμουν στο πάνελ της 40ής επετείου του Ινστιτούτου τον Νοέμβριο του 1995. Εισηγητής ήταν τότε και ο κόμης Κουρτ Ποσαντόβσκι-Βένερ, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1955 ανέλαβε και έφερε σε πέρας το έργο να δημιουργήσει από το μηδέν ένα δεύτερο Ινστιτούτο Goethe στην Ελλάδα. Μόλις την επόμενη χρονιά, το 1956, άρχισαν να επαναλειτουργούν το Γερμανικό Προξενείο και η Γερμανική Σχολή της Σαλονίκης έπειτα από διακοπή δώδεκα χρόνων, ενώ παράλληλα υπογράφηκε και η ελληνογερμανική πολιτιστική συμφωνία.
Καταθλιπτική είναι ωστόσο η αφορμή της σημερινής εκδήλωσης. Στις 15 Μαρτίου 1943, ακριβώς σαν σήμερα πριν από 68 χρόνια, ξεκίνησε η βίαιη εκτόπιση του εβραϊκού πληθυσμού της Σαλονίκης προς το στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς.
Βέβαια είναι ευχάριστο το γεγονός ότι η πρωτοβουλία για τη σημερινή επετειακή εκδήλωση προήλθε από τη γερμανική πλευρά -το Γενικό Προξενείο της Γερμανίας και το Ινστιτούτο Goethe- σε συνεργασία με την Ισραηλιτική Κοινότητα και την Πανελλήνια Οργάνωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης 1941-1944. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, δεδομένου του γεγονότος ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν ήταν πάντα αυτονόητες. Ακόμη και στη δεκαετία του 1960 ένας γερμανός πρόξενος συμβούλευε τον προϊστάμενό του στη Βόννη: “…Η αδιάφορη στάση των Ελλήνων απέναντι στο εβραϊκό ζήτημα λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από το Προξενείο κατά την κατανομή του γερμανικού πληροφοριακού υλικού για το εβραϊκό ζήτημα. Επιθυμητό θα ήταν επίσης οι γερμανικές ταινίες που αντιμετωπίζουν το εβραϊκό πρόβλημα κατά κύριο λόγο υπό το πρίσμα της διαφώτισης των νέων να μη διοχετεύονται πλέον ει δυνατόν στην ελληνική αγορά κινηματογράφου, καθώς δεν μπορεί να αναμένεται κάποια επιτυχία από την άποψη της αύξησης της εκτίμησης του γερμανικού ονόματος . Το σχόλιο αυτό δείχνει κυρίως μια αρνητική εικόνα για τον συντάκτη του. Θα επανέλθουμε σε αυτό αργότερα.
Η γερμανική αποικία της Μακεδονίας 
Οι απαρχές της γερμανικής αποικίας της Μακεδονίας εντοπίζονται σχεδόν 150 χρόνια πριν. Δεν λαμβάνουμε υπόψη μας φαινόμενα όπως τη μετανάστευση των εβραίων Ασκεναζιτών από τη Βαυαρία στη Σαλονίκη τον 15ο αιώνα, οι οποίοι σύντομα χάθηκαν ανάμεσα στους σεφαραδίτες (σπανιόλους) Εβραίους, που σφράγισαν την εικόνα της πόλης μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία το 1492.
Με την κατασκευή των μακεδονικών σιδηροδρόμων, που επιτεύχθηκε με την καθοριστική γερμανο-αυστριακή συμμετοχή, άρχισαν να εισρέουν από τη δεκαετία του 1870 όλο και περισσότεροι μηχανικοί, έμποροι, εκπρόσωποι τύπου, καθώς και γεωργοί από τις γερμανόφωνες χώρες στα ακόμη τουρκικά βιλαέτια (διοικητικές περιφέρειες) στο Μοναστήρι και τη Σαλονίκη. Η αύξηση των υπηκόων του Ράιχ καθώς επίσης και οι εμπορικές σχέσεις οδήγησαν (1887) στην ίδρυση ενός Γερμανικού Επαγγελματικού Προξενείου στη Σαλονίκη.
Υπό τέτοιες ευνοϊκές συνθήκες εγκαινιάστηκε τον Φεβρουάριο του 1888 η Γερμανική Σχολή Σαλονίκης. Οι αριθμοί των μαθητών είναι μεγαλύτεροι από τη δύναμη της γερμανόφωνης αποικίας, προέρχονται από όλες τις εθνικότητες της πολυεθνικής μακεδονικής μητρόπολης. Έτσι το 1911 μόνο το 25% των μαθητών έχουν μητρική γλώσσα τη γερμανική, το 16% την ελληνική, ενώ το 40% είναι Σεφαραδίτες. Με κριτήρια θρησκευτικού δόγματος το εβραϊκό ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο. Η καλή σχέση μεταξύ της γερμανικής αποικίας και των σεφαραδιτών Εβραίων ξεπερνά τη σύγχυση των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως μας δείχνει η φιλογερμανική στάση του αρχιραβίνου Ουζιέλ στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Πριν αναλάβουν την εξουσία οι Ναζί το ποσοστό των εβραίων μαθητών φτάνει έως και 25%.
Έπειτα όμως φαίνεται ότι εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν το ίδρυμα, παρότι ακόμη και τον Απρίλιο του 1933 η διεύθυνση τους διαβεβαιώνει ότι θα εξαιρεθούν από οποιαδήποτε διάκριση. Στο μεταξύ τα επόμενα χρόνια μερικές εκατοντάδες εβραίοι πρόσφυγες από το Ράιχ του Χίτλερ βρίσκουν καταφύγιο στην ευρύτερη περιφέρεια της Σαλονίκης.
“Γερμανική Ακαδημία” – Ινστιτούτο Γκαίτε
Παράλληλα με τα γερμανικά μαθήματα για ενηλίκους της σχολής, τα οποία συγκεντρώνουν αρκετούς μαθητές, ενεργοποιείται ένας άλλος θεσμός σε αυτόν τον τομέα: η “Γερμανική Ακαδημία”, ο πρόδρομος του Ινστιτούτου Goethe. Στα τέλη του 1933 επτά από τις παγκοσμίως δεκαεπτά ακαδημίες του εξωτερικού βρίσκονται σε ελληνικές πόλεις, μεταξύ αυτών και στη Σαλονίκη. Τα επόμενα χρόνια ο αριθμός αυτών που μαθαίνουν γερμανικά αυξάνεται. Η αύξηση αυτή, ωστόσο, συμπίπτει με την απότομη άνοδο της τάσης για εκμάθηση των αγγλικών, καθώς το 1936 οι Βρετανοί αποφασίζουν να αντιπαρατεθούν στη φασιστική Γερμανία σε επίπεδο πολιτιστικής πολιτικής.
Πράγματι στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού η μακεδονική μητρόπολη αποτελεί για κάθε αντίπαλο ένα κέντρο βάρους ισότιμο με αυτό της Αθήνας, για να μην πούμε μάλιστα ότι ο Βορράς έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Έτσι τον Μάιο του 1940 το υπουργείο Εξωτερικών εγκρίνει τη διανομή 352 βιβλίων για τα τμήματα εκμάθησης γλώσσας στην Ελλάδα: από αυτά, τα δύο τρίτα πηγαίνουν στα πέντε τμήματα στη Μακεδονία, ενώ στα 40 βιβλία για την Αθήνα αντιστοιχούν 150 για τη Σαλονίκη.
Από άποψη ψυχολογίας οι Γερμανοί στη Βόρεια Ελλάδα επωφελούνται από το γεγονός ότι το Ράιχ είναι ο μακράν καλύτερος αγοραστής του βασικού προϊόντος της περιοχής, του καπνού. Αυτό δίνει την ευκαιρία στην προπαγάνδα να συνδέσει τα οικονομικά συμφέροντα της περιοχής με τη σημασία της γερμανικής γλώσσας για το εμπόριο και την αλλαγή της Μακεδονίας. Λογικό είναι επομένως ο εκπρόσωπος της καπνοβιομηχανίας Reemtsma, Κρίγκερ, να αναλάβει και τον ρόλο του επικεφαλής αξιωματούχου της τοπικής ναζιστικής ομάδας στη Σαλονίκη.
Τα γερμανικά στρατεύματα 
εισβάλλουν στην Ελλάδα
Τον Οκτώβριο του 1940 η ουδέτερη Ελλάδα οδηγείται στον πόλεμο. Αφού οι Έλληνες απέκρουσαν τα ιταλικά στρατεύματα πέρα από την αλβανική περιοχή, η Βέρμαχτ έσπευσε να βοηθήσει τον ηττημένο σύμμαχο του Άξονα. Στις 6 Απριλίου 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Ελλάδα. Τρεις ημέρες αργότερα καταλαμβάνουν τη Σαλονίκη. Μετά την τελική ήττα της Ελλάδας, οι νικητές παραχωρούν το μεγαλύτερο μέρος της λείας στους αδημονούντες ιταλούς και βουλγάρους συμμάχους.
Η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη -όπως και η γιουγκοσλαβική Βόρεια Μακεδονία γύρω από τα Σκόπια- δεν τελούν μόνο υπό καθεστώς κατεχόμενης περιοχής, αλλά προσαρτώνται ντε φάκτο από το καθεστώς της Σόφιας. Η γερμανική ζώνη κατοχής, αντιθέτως, εξασφάλισε μόνο στρατηγικής και οικονομικής σημασίας θέσεις-κλειδιά, μεταξύ αυτών και τη Σαλονίκη, όπου ζούσαν τα δύο τρίτα των περισσότερων από 73.000 ελλήνων Εβραίων. Τα αντιεβραϊκά μέτρα στην περιοχή της γερμανικής εξουσίας αρχικά σπανίως ξεπερνούσαν τα όρια του “καψονιού” σε προσωπικό επίπεδο: εξαναγκασμός σε στρατωνισμό, εξευτελισμός, φυλάκιση, κατασχέσεις. Αμέσως μετά την κατάληψη της Σαλονίκης κλείνει η τελευταία σπανιόλικη εφημερίδα Messagero και ιδρύεται ένα “άρειο” ελληνογερμανικό βιβλιοπωλείο – αφού προς μεγάλη λύπη των ντόπιων ναζιστών μέχρι πρότινος το βιβλιοπωλείο Μόλχο αποτελούσε το μοναδικό σημείο πώλησης γερμανικού τύπου και λογοτεχνίας! Αυτή η σχετικά συγκρατημένη συμπεριφορά σε σύγκριση με άλλες χώρες που κατέχονταν μόνο από γερμανικά στρατεύματα οφείλεται και στο ότι το Βερολίνο θέλει οι δυνάμεις κατοχής να δράσουν συντονισμένα, ενώ οι Ιταλοί αρνούνται κάθε συνεργασία. Επιπλέον η επιτροπή Ρόζενμπεργκ δήλωνε: “Για τονμέσο Έλληνα μέχρι τώρα δεν υφίσταται εβραϊκό ζήτημα. Δεν βλέπει τον πολιτικό κίνδυνο του παγκόσμιου ιουδαϊσμού και πιστεύει πως λόγω της σχετικά περιορισμένης αριθμητικής δύναμης δεν κινδυνεύει από μια πολιτισμική και οικονομική χειραγώγηση από τους Εβραίους».
Οι Εβραίοι θύματα του γερμανικού φυλετικού μίσους
Για να το αλλάξουν αυτό, οι νέοι κυρίαρχοι προσπαθούν με το νέο δημοσιογραφικό φερέφωνο Νέα Ευρώπη να ενεργοποιήσουν αντισημιτικές τάσεις της προπολεμικής περιόδου και να τις ενισχύσουν – τάσεις που βασίζονται κυρίως στον οικονομικό ανταγωνισμό καθώς και στην έλλειψη εμπιστοσύνης εξαιτίας εθνικιστικών ή θρησκευτικών κινήτρων.
Στις 11 Ιουλίου 1942 γίνεται δημόσια απογραφή και εξέταση του ικανού προς εργασία αντρικού εβραϊκού πληθυσμού στην πλατεία Ελευθερίας. Χιλιάδες Εβραίοι εξαναγκάζονται στις δυσκολότερες καταναγκαστικές εργασίες, ενώ πολλοί καταρρέουν υπό τις σκληρές και άθλιες συνθήκες. Όσοι επιβιώνουν, μετά από παραπλανητικές διαπραγματεύσεις με τον επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης Μαξ Μέρτεν, εξαγοράζουν την “ελευθερία” τους αντί ενός τεράστιου ποσού λύτρων. Η “ελευθερία” ωστόσο διαρκεί πολύ λίγο. Στις αρχές του 1943 ένα ειδικό απόσπασμα της υπηρεσίας ασφαλείας του Ράιχ (SD) από το Βερολίνο (υπό τον Βισλιτσένι και τον Μπρούνερ) ξεκινά τις προετοιμασίες για την εκτόπιση. Σε αυτή συμβάλλει και η έμπρακτη συμμετοχή της Βέρμαχτ με τον Μέρτεν ως σύνδεσμο – ένα όνομα το οποίο θα συναντήσουμε ξανά.
Η πρώτη μεταφορά προς το Άουσβιτς ξεκινά από τη Σαλονίκη την 15η Μαρτίου. Τον Αύγουστο η ελληνική Μακεδονία θεωρείται ήδη “καθαρή από Εβραίους”. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, χάνει και η ιταλική ζώνη τον χαρακτήρα ασύλου που ίσχυε για τους εβραίους πρόσφυγες της περιοχής, και μετά από προκαταρκτικά μέτρα ξεκινά τον Μάρτιο του 1944 με διαδοχικές αιφνιδιαστικές εφόδους η “εξέταση” των κοινοτήτων στην υπόλοιπη ενδοχώρα και στα νησιά. Πολλοί, για παράδειγμα σχεδόν όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης, βρίσκουν ξαφνικό θάνατο ήδη σε αυτό το στάδιο. Συνολικά εκτοπίζονται περίπου 60.000 Εβραίοι από την Ελλάδα, σχεδόν 2.000 επιβιώνουν. Άλλοι 2.000 καταφεύγουν στην Εγγύς Ανατολή, πάνω από 8.000 καταφέρνουν να κρυφτούν στη χώρα. Το 96% των Εβραίων της Σαλονίκης (το 83% ολόκληρης της χώρας) πέφτουν θύματα του γερμανικού φυλετικού μίσους.

“Είμαστε οι κυρίαρχοι της χώρας…”
Παράλληλα, όμως, υπάρχουν εξελίξεις και σε άλλους τομείς. Θα πρέπει να αναφερθεί ειδικότερα η αξιοσημείωτη ανάπτυξη της πολιτισμικής προπαγάνδας υπό συνθήκες κατοχής. Ενώ στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Ελλάδα η Σόφια προσπαθεί να επιβάλει τον εκβουλγαρισμό των “νέων επαρχιών” με αυστηρά διατάγματα περί της γλώσσας και ωμή βία, στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία ισχύει το summum imperium, η “εκτελεστική εξουσία” του “Διοικητή Σαλονίκης-Αιγαίου”. Ο νέος διευθυντής της Γερμανικής Ακαδημίας στη Σαλονίκη και πολλών εξωτερικών παραρτημάτων, Δρ. Ότο Κιλμάιερ, συναντά μια πραγματικότητα που ξεπερνά ταπιο τολμηρά του όνειρα. Η προώθηση του γερμανικού πολιτισμού δεν κερδίζει μόνο μια μονοπωλιακή θέση απέναντι στις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις, αλλά μπορεί πλέον να παρουσιαστεί εντελώς διαφορετικά και απέναντι στους ντόπιους. Το ιδεολογικό στοιχείο στο μάθημα γίνεται πιο έντονο. Ο ναζιστικός τύπος ανήκει στον μόνιμο εξοπλισμό των βιβλιοθηκών σε όλα τα κέντρα εκμάθησης γερμανικών, ο Γκαίτε και οι άλλοι κλασικοί εξοβελίζονται από λογοτεχνικούς εκπροσώπους της “νέας Γερμανίας”.
Επιπλέον πολλές σχολές γλώσσας χρησιμοποιούν στο μάθημα το τελευταίο κύριο άρθρο του υπουργού Προπαγάνδας Γκέμπελς. Με το ίδιο σκεπτικό ο Κιλμάιερ απορρίπτει τις προτάσεις του αθηναίου συναδέλφου του για ισότιμη ελληνογερμανική πολιτισμική ανταλλαγή: “Οι εποχές έχουν αλλάξει. Δεν είμαστε πια οι ξένοι που γίνονται λίγο ή πολύ απρόθυμα ανεκτοί, αλλά οι κυρίαρχοι της χώρας» . Επομένως δεν χρειάζεται πια να “κανακεύει” κανείς τους “πεισματάρηδες και κυκλοθυμικούς” Έλληνες, αλλά μπορεί από τώρα να «εφαρμόσει άλλες μεθόδους».
Το νεκροταφείο των ηρώων
Γι’ αυτό τον λόγο ο Κιλμάιερ απαιτεί από τις στρατιωτικές αρχές ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη, όμως αυτές προς το παρόν έχουν άλλες προτεραιότητες, όπως την “εξασφάλιση στρατιωτικοοικονομικά ση μαντικών αγαθών» , δηλαδή τη λεηλασία της χώρας. Στον πολιτιστικό τομέα υπάγεται ωστόσο μια άλλη, εξειδικευμένη προτεραιότητα: το “νεκροταφείο των ηρώων” – με την υπόδειξη ότι υπό συνθήκες ειρήνης δεν μπορούσε να υπάρξει λύση. Ήδη από το 1933 και για πολλά χρόνια η ομοσπονδιακή ηγεσία του Εθνικού Συνδέσμου για τη Μέριμνα Πολεμικών Τάφων διαμαρτυρόταν ότι το γερμανικό νεκροταφείο που δημιουργήθηκε το 1924 στο Τσαϊτινλίκ (κοντά στη Σαλονίκη) είναι σε άθλια κατάσταση και σε αναξιοπρεπή (προλεταριακή – βρόμικη – εβραϊκή) γειτονιά. Αντ’ αυτού θα μπορούσε να κατασκευαστεί στον λόφο της Τούμπας ένα νέο νεκροταφείο, με ένα τιμητικό μνημείο κυρίαρχο στην εικόνα της πόλης, που θα γέμιζε με υπερηφάνεια τη Γερμανία, θα “προκαλούσε όμως δέος στον Έλληνα χάρη στο μέγεθος του γερμανικού πολιτισμού“ και “την αναγεννημένη δύναμη“ του γερμανικού Ράιχ. “Όπως τα κτίσματα της αρχαίας Ρώμης ακόμη και μετά από δύο χιλιετίες σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες μαρτυρούν το πολιτικό και πολιτισμικό μεγαλείο της Ρώμης, έτσι και τα μνημεία που η Γερμανία χτίζει για τους πεσόντες της [...] πρέπει να μαρτυρούν τον πολιτισμό και τη δύναμη του γερμανικού Ράιχ“. Όταν οι αρχιτέκτονες του “χιλιετούς Ράιχ” δεν χρειάζεται πια να υπολογίσουν τις αντιδράσεις των Ελλήνων (1941), ο λόφος της Τούμπας για τους αυξημένους πλέον νεκρούς τους μοιάζει πολύ μικρός, πολύ χαμηλός, πολύ ασήμαντος. Αντ’ αυτού καταστρώνουν φιλόδοξα σχέδια για ένα νεκροταφείο ηρώων στον Όλυμπο.
“Ο οπορτουνισμός των Ελλήνων”
Χάρη στο διευρυνόμενο αντάρτικο αυτά τα τερατώδη οράματα τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν, αντιθέτως, όμως, εντυπωσιακή επιτυχία σημείωσαν οι φιλόδοξες πρωτοβουλίες της Γερμανικής Ακαδημίας. Όταν το 1941 στη Σαλονίκη αρχίζει το νέο σχολικό έτος, πολλοί υποψήφιοι απορρίπτονται, καθώς δεν επαρκούν οι δυνατότητες της Ακαδημίας.
Οι υποψήφιοι που γίνονται δεκτοί αυξάνονται στους 1.200 – σχεδόν διπλάσιοι από την προηγούμενη χρονιά. Το σχολικό έτος 1942-43 η ακαδημία διπλασιάζει ακόμη μια φορά τον αριθμό των μαθητών της στους 2.400, με συνεχώς αυξητική τάση. Έτσι η Σαλονίκη βρίσκεται σε μια κορυφαία θέση στην Ευρώπη, συγκρίσιμη μόνο με τα ινστιτούτα στο Παρίσι και τη Φλωρεντία. Ωστόσο ο Κιλμάιερ διαμαρτύρεται για την ανεπαρκή υλική υποστήριξη. Υπό τις δεδομένες συνθήκες οι γερμανοί καθηγητές συχνά αναγκάζονται “να γευτούν υγειονομικά μη ελέγξιμο φαγητό σε ένα εβραϊκό μαγειρείο“.
Παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, το 16% των εγγεγραμμένων μαθητών παρακολουθούν μαθήματα δωρεάν ή με μειωμένα δίδακτρα. Επίσης οι καλύτερες επιδόσεις επιβραβεύονται με δώρα και άλλες διακρίσεις – κάποιοι λίγοι λαμβάνουν υποτροφίες για το Μόναχο. Διοργανώνονται διαγωνισμοί για τη μετάφραση μικρών γερμανικών έργων, αλλά υπάρχει η ανησυχία μήπως κατά λάθος βραβευθούν εβραίοι προβοκάτορες που γνωρίζουν τη γερμανική γλώσσα.
Στις αναφορές του ο διευθυντής της ακαδημίας παραδέχεται ότι δεν τρέφει ψευδαισθήσεις για το γεγονός ότι πολλοί μαθητές του, ακόμη και ενήλικες, προσέρχονται στη σχολή με οπορτουνιστικά κίνητρα. Μια κάρτα μέλους της ακαδημίας βοηθά σε περίπτωση γερμανικής εφόδου… Ωστόσο ο Κιλμάιερ δηλώνει ότι θέλει να εκμεταλλευτεί αυτό τον “οπορτουνισμό των Ελλήνων” για δικούς του στόχους. Έτσι αποκτά παράλληλα και την πανεπιστημιακή έδρα Γερμανικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, η οποία ιδρύεται με απόφαση της κυβέρνησης των δωσίλογων τον Φεβρουάριο του 1943.
Από νωρίς ο Κιλμάιερ προέτρεπε να ακολουθηθεί το αγγλογαλλικό μοντέλο μονοπωλιακής πολιτιστικής προπαγάνδας. Καθώς μόνο “ένα έργο προγραμματισμένο, με σαφή στόχο [...] και πλήρους σύλληψης“ θα εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις ώστε “αφενός να παράσχει στον γερμανικό λαό πραγματική εκτίμηση και διαρκή επιρροή και αφετέρου σε μια μη συναισθηματική μεν αλλά εμφανή και στέρεα βάση να βοηθήσει τους Έλληνες προς μια πολιτισμική αυτοανανέωση“. Συγκεκριμένα το κέντρο βάρους της πολιτισμικής πολιτικής πρέπει να μετατοπιστεί στη Σαλονίκη, η οποία μετά τη νίκη του πολέμου κατέχει ως “γερμανικό λιμάνι“ μια στρατηγική θέση-κλειδί, ενώ αντιθέτως η Αθήνα θα παρέμενε στη σφαίρα της ιταλικής επιρροής.
Γεωστρατηγική θέση και εκπρόσωποι της “νέας τάξης πραγμάτων”
Σε αυτό το σημείο αξίζει μια παρέκβαση σχετικά με τις γεωστρατηγικές προθέσεις της ναζιστικής εξουσίας. Αφού τον Μάρτιο του 1941 ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τη Σαλονίκη ως δόλωμα απέναντι στη γιουγκοσλαβική ηγεσία, θέλει τον Μάιο να κατακτήσει την Κεντρική Μακεδονία με δικές του δυνάμεις.
Το κατά πολύ μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής ζώνης κατοχής αποτελεί η διοικητική περιφέρεια “Σαλονίκη-Αιγαίο”. Ενόψει της ανταγωνιστικής ιταλοβουλγαρικής απληστίας οι γερμανικές αρχές λαμβάνουν την εντολή να μη γίνει ανεκτή η εγκατάσταση “εκπροσώπων ξένων δυνάμεων“ στην περιοχή της Σαλονίκης, καθώς για το μέλλον της μακεδονικής μητρόπολης “δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση προς καμία κατεύθυνση“. Στους επόμενους μήνες το στρατιωτικό ναυτικό σε υπόμνημά του προς τον Χίτλερ υπογραμμίζει τη σημασία της Σαλονίκης ως “ηπειρωτικό τερματικό σημείο της γραμμής στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανία “ς ή ως συνδετικό κρίκο με το “Φρούριο Κρήτη”, η οποία είτε σε συνθήκες πολέμου είτε ειρήνης πρέπει να παραμείνει στα γερμανικά χέρια. Ακόμη και αν λόγω πολιτικού σκεπτικού η ναζιστική ηγεσία αποφεύγει κάθε δέσμευση πριν από την “τελική νίκη”, πολλοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν την άποψη ότι το μελλοντικό γερμανικό Ράιχ πρέπει να ελέγχει μακροπρόθεσμα αυτή τη σημαντική πύλη προς την Κεντρική Ευρώπη.
Οι εκπρόσωποι της “νέας τάξης πραγμάτων” στη Σαλονίκη ενσάρκωναν το συνολικό πρίσμα των πιθανών συμπεριφορών στο απολυταρχικό ναζιστικό καθεστώς: κυρίως οπορτουνιστική “λειτουργία” και καριερίστικη σκέψη καλυμμένη ως “εκπλήρωση καθηκόντων”, συχνά κατά τη διάρκεια του πολέμου κλιμακούμενη βιαιότητα, σπάνια η προσωπική άρνηση: να αρνηθούν να συμβάλλουν, να αρνηθούν να λειτουργήσουν ως γρανάζι ενός μηχανισμού καταστολής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο διάσημος βυζαντινολόγος Φραντς Ντέλγκερ, ο οποίος ήδη πριν από τον πόλεμο είχε αναλάβει κομματικές αποστολές προπαγάνδας στην Ελλάδα και το 1941 ανταμείβεται γι’ αυτό. Ως επικεφαλής του “ειδικού σώματος Άθωνος” επαινεί δημόσια τις βελτιωμένες συνθήκες εργασίας” ως συνέπεια της γερμανικής νίκης. Επιτέλους μπορεί να διεξαγάγει τις έρευνές του στη Δημοκρατία των μοναχών χωρίς “τα καψόνια επί εποχής ειρήνης”. Μια δεκαετία αργότερα, στο 9ο Συνέδριο Βυζαντινολόγων το 1953 στη Σαλονίκη, του επιτίθενται γι’ αυτό τον λόγο πολλές ελληνικές εφημερίδες, για λίγο, μέχρι να υποχωρήσουν μπροστά στην πίεση που ασκεί η αθηναϊκή κυβέρνηση για λόγους εξωτερικής πολιτικής.
Φριτς Σούμπερτ, Κουρτ Βάλντχαϊμ, Γκέοργκ Έκερτ
Με μεγαλύτερη σαφήνεια αποκαλύπτονται τα περιθώρια συμπεριφορών συγκρίνοντας τρία μέλη των στρατιωτικών δυνάμεων, τα οποία βρίσκονται στην περιοχή της Σαλονίκης, και με διαφορετικούς τρόπους σχετίζονται με την καταστροφή του Χορτιάτη τον Σεπτέμβριο του 1944 και την κτηνώδη δολοφονία και των 146 κατοίκων του, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδων.
1. Ο περιβόητος για τη δολοφονική βιαιότητά του λοχίας Φριτς Σούμπερτ, ως κύριος υπεύθυνος αυτής της σφαγής και πολλών άλλων, τον Οκτώβριο του 1947 καταδικάζεται σε θάνατο πάνω από 200 φορές και εκτελείται πίσω από τη φυλακή του Επταπυργίου.
2. Ο μετέπειτα γενικός γραμματέας του ΟΗΕ καθώς επίσης και αυστριακός πρόεδρος, υπολοχαγός Κουρτ Βάλντχαϊμ, τότε παρά το χαμηλό αξίωμά του υπεύθυνος στο γενικό επιτελείο για τις αναφορές σχετικά με την αντιστασιακή δράση και γι’
αυτό τον λόγο ένας από τους καλύτερα ενημερωμένους αξιωματούχους στα κατεχόμενα Βαλκάνια.
Συστηματικά αποσιωπά αυτή τη φάση της ζωής του μετά τον πόλεμο, ώστε να μην απειληθεί η εθνική και διεθνής καριέρα του. Μαζί με το δίχτυ των ψεμάτων του Βάλντχαϊμ κόβονται τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980 και τα “διά βίου ψεύδη” της Αυστρίας, σύμφωνα με τα οποία η Αυστρία ήταν το πρώτο θύμα του Χίτλερ και γι’ αυτό δεν έφερε καμία ευθύνη για τα γερμανικά εγκλήματα.
Ως μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Ιστορικών που ερευνούσε τότε το πολεμικό παρελθόν του Βάλντχαϊμ, τον ρώτησα επίμονα τι γνώριζε για τον Χορτιάτη, καθώς ήταν το διπλανό γειτονικό χωριό από εκεί που ζούσε (η βάση του Βάλντχαϊμ ήταν στο Αρσακλί, το σημερινό Πανόραμα). Και όπως συμβαίνει συχνά, ο πρόεδρος απάντησε ότι πρώτη φορά ακούει για αυτό το περιστατικό.
3. Αρκετά πιο ευχάριστη είναι η περίπτωση του υφηγητή και ταγματάρχη Γκέοργκ Έκερτ, διευθυντή του ναυτικού-μετεωρολογικού σταθμού στη Σαλονίκη. Επανειλημμένως βοήθησε Έλληνες που βρίσκονταν σε κίνδυνο (εβραίους και χριστιανούς), ενώ επίσης σύστησε μια ομάδα αντικαθεστωτικών στη Βέρμαχτ και ήρθε σε επαφή με την ελληνική αντίσταση, κυρίως με το ΕΑΜ. Όταν οι κατακτητές στα τέλη Οκτωβρίου του 1944 εγκατέλειψαν τη Σαλονίκη, ο σοσιαλδημοκράτης Έκερτ παρέμεινε μαζί με κάποιους ομοϊδεάτες του στην πόλη. Τους επόμενους μήνες θα συνειδητοποιήσει προς μεγάλη έκπληξή του ότι πολλοί Έλληνες, ακόμη και μετά τις πικρές εμπειρίες της κατοχής, ξέρουν να ξεχωρίζουν ανάμεσα στους Γερμανούς και τους ναζιστές. Ιδιαίτερα τον εντυπωσιάζει η επίσκεψή του στο μαρτυρικό χωριό του Χορτιάτη, όπου ο κόσμος υποδέχεται τον ίδιο και άλλους γερμανούς λιποτάκτες με εγκαρδιότητα, όπως θα δηλώσει αργότερα στον Σούμαχερ, αρχηγό του Κόμματος των Σοσιαλδημοκρατών. Μετά τον πόλεμο ο Έκερτ ίδρυσε το Διεθνές Ινστιτούτο Σχολικού Βιβλίου στο Μπραουνσβάιγκ για τη συμφιλίωση των λαών.
Οι επιπτώσεις της «υπόθεσης Μέρτεν»
Τέλος, σε αυτό το πλαίσιο δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να αναφερθούμε ειδικότερα στους δολοφόνους-συνεργούς του Άιχμαν, Βισλιτσένι και Μπρούνερ, οι οποίοι είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για την “τελική λύση” στη Σαλονίκη. Από ψυχολογική άποψη είναι πιο ενδιαφέρων ο ελαστικός δικηγόρος Δρ. Μαξ Μέρτεν, ο οποίος αντιμετώπισε τη γενοκτονία ως γραφειοκράτης χωρίς συναισθήματα και επιπλήξεις και στη Σαλονίκη προσωποποιεί τη συνυπευθυνότητα της Βέρμαχτ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η “υπόθεση Μέρτεν” -η δίκη, η καταδίκη, η απελευθέρωσή του μετά από έντονη πίεση της Βόννης, οι κατηγορίες του για υψηλά ιστάμενους έλληνες πολιτικούς- θα επιδεινώσει όχι μόνο τις ελληνογερμανικές σχέσεις αλλά και το κλίμα στο εσωτερικό της Ελλάδας με τον χειρότερο τροπο, και ταυτόχρονα για πρώτη φορά θα θέσει υπό αμφισβήτηση τη μέχρι τότε ισχύουσα θέση περί της σχεδόν απόλυτης αλληλεγγύης της χριστιανικής πλειοψηφίας του πληθυσμού με τους κυνηγημένους εβραίους συμπολίτες τους.
Αδιαμφισβήτητα θα ήταν αδύνατον να περάσουν στην παρανομία ή να διαφύγουν από τη Μεσόγειο οι 10.000 έλληνες Εβραίοι χωρίς την προσωπική συμβολή του χριστιανικού πληθυσμού. Αυτός ωστόσο ήταν περισσότερο πρόθυμος να ρισκάρει τη ζωή του στις περιπτώσεις των καλύτερα ενταγμένων ελληνόφωνων Ρωμανιωτών.
Η συχνά σημαντική διαφορά στα ποσοστά επιβίωσης δεν οφείλεται, όμως, μόνο στις τοπικές διαφορές όσον αφορά τη διάθεση για βοήθεια. Είναι πιο εύκολο να κρυφτεί κάνεις ανάμεσα στον πλειοψηφούντα πληθυσμό αν δεν υπάρχουν διαφορές στη γλώσσα και τις συνήθειες. Επιπλέον, το 1944 η διαφυγή από τη Θεσσαλία ή και από την ίδια την Αθήνα σε περιοχές ελεγχόμενες από τους αντάρτες (με ή χωρίς οικονομική ανταπόδοση) είχε σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας. Στις αρχές του 1943 στη Σαλονίκη αυτό ήταν εφικτό μόνο σε μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως δείχνει και ο συσχετισμός των αριθμών: 50.000 Σεφαραδίτες και μερικές εκατοντάδες αντάρτες με κακό εξοπλισμό.
Η στάση της χριστιανικής πλειοψηφίας απέναντι στους έλληνες Εβραίους
Ωστόσο ειδικά στη Σαλονίκη εκείνοι που αντιμετώπιζαν την τύχη των Εβραίων με αδιαφορία ή ακόμη και με ικανοποίηση ήταν περισσότεροι από οπουδήποτε αλλού. Από την άλλη, αντισημίτες του μεσοπολέμου αποκαλύπτονταν επανειλημμένως ως σωτήρες Εβραίων, και ο τύπος των δωσίλογων απειλούσε με βαριές ποινές όλους όσοι λόγω “κακώς εννοούμενης φιλανθρωπίας” ή “έλλειψης πατριωτισμού” παρείχαν βοήθεια στον “προαιώνιο εχθρό Εβραίο”.
Η στάση της χριστιανικής πλειοψηφίας του πληθυσμού απέναντι στους έλληνες Εβραίους –στον πόλεμο αλλά και μετά- δέχτηκε συχνά σκληρή κριτική. Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπερβολική ετυμηγορία της Χάνα Άρεντ (1964) ότι [ο χριστιανικός πληθυσμός] “στην καλύτερη περίπτωση συμπεριφέρθηκε αδιάφορα”. Η αναφερόμενη ως αποδεικτικό στοιχείο για τη θέση της “πρόωρη” απελευθέρωση του Μέρτεν επήλθε στην πραγματικότητα μετά από μόλις δυόμισι χρόνια φυλάκισης (είχε καταδικαστεί σε 25) ως απέλαση – έπειτα από μαζικές γερμανικές πιέσεις καθώς και υπό τον όρο ότι η συμμετοχή του στην εκτόπιση θα αποτελούσε αντικείμενο γερμανικής δίκης. Όμως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ούτε ο Μέρτεν ούτε οποιοσδήποτε άλλος Γερμανός καταδικάστηκε για εγκληματικές πράξεις που διέπραξε στην Ελλάδα. Αντιθέτως, οι έλληνες δωσίλογοι -όπως ο περιβόητος Παπαναούμ-, οι οποίοι επιδόθηκαν με μέγιστο ζήλο στο διωγμό των Εβραίων, απήλαυσαν ειρηνικά τα γεράματά τους στο γερμανικό άσυλο και με τη γερμανική υπηκοότητα.
«Δεν έγινε κατανοητό το μέγεθος του εγκλήματος»
Η στιγμή της ελευθερίας για την Ελλάδα ήρθε τον Οκτώβριο του 1944 με την αποχώρηση της Βέρμαχτ για στρατηγικούς λόγους. Ωστόσο για όλους τους Έλληνες ακολούθησε σύντομα η δίνη του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ οι Εβραίοι που είχαν κρυφτεί στη χώρα ανησυχούσαν επιπλέον και για τους εκτοπισμένους συγγενείς τους. Πολλοί δεν αποδέχονταν την αδιανόητη πραγματικότητα, μέχρις ότου οι αφηγήσεις όσων επέστρεψαν από το Άουσβιτς επιβεβαίωσαν τους πιο φρικτούς φόβους τους. Το νέο ξεκίνημα ήταν δύσκολο. Οι γερμανοί κατακτητές -αφού αυτοεξυπηρετήθηκαν και αντάμειψαν και τους δωσίλογους- είχαν επιδεικτικά παραχωρήσει την “περιουσία των Εβραίων” στο ελληνικό κράτος. Δύο βδομάδες μετά την απελευθέρωση η Ελλάδα ήταν η πρώτη πρώην κατεχόμενη χώρα που αποφάσισε την επιστροφή των περιουσιών. Ωστόσο όσοι επέστρεψαν δεν βρήκαν μόνο τους “μεσεγγυούχους” που είχε τοποθετήσει το καθεστώς κατοχής στα λεηλατημένα σπίτια τους.
Χιλιάδες άστεγοι είχαν επίσης καταλάβει -με άδεια ή χωρίς- τα “αδέσποτα” ακίνητα. Η προστασία των αστέγων για πολιτικούς λόγους καθώς επίσης και η κλιμακούμενη κατάσταση του Εμφυλίου Πολέμου συνέβαλαν ώστε ο βελτιωμένος νόμος αποκατάστασης που κατατέθηκε τον Ιανουάριο του 1946 να κυρωθεί μόλις το 1949, μετά από αυξανόμενη πίεση από το Παγκόσμιο Εβραϊκό Κογκρέσο και την πρεσβεία των ΗΠΑ.
Όμως τα υλικά αγαθά ούτως ή άλλως δεν αποτελούσαν την πρώτη προτεραιότητα. Όσοι επιβίωσαν δεν θέλουν και δεν μπορούν «να ζουν με τους πεθαμένους» και «να χάσουν τον εαυτό τους». Αναζητούν νέες προοπτικές και σχέσεις. Η έκρηξη γάμων και γεννήσεων ήταν, σύμφωνα με τους επιβιώσαντες, “ο τρόπος μας να νικήσουμε τον ναζισμό”. Πολλοί μετανάστευσαν. Η πλούσια εβραϊκή συμβολή στην ιστορία της Σαλονίκης εξαφανίστηκε από τη συλλογική μνήμη, καθώς έμοιαζε σαν όσοι επιβίωσαν να μη θέλουν να τραβήξουν την προσοχή στην ξεχωριστή δική τους ύπαρξη. Η πρόσφατα αποθανούσα Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο τη σιωπή αφενός και την έλλειψη κατανόησης αφετέρου για το ασύλληπτο αυτό έγκλημα της χιλιετίας: “Μαρτυρίες υπήρχαν, όμως δεν έγινε κατανοητό το μέγεθος του εγκλήματος και η ιδιαιτερότητά του, ενώ οι φρικαλεότητες δημιουργούσαν ‘δυσκολίες ακρόασης’. Η απουσία ενός ανάλογου ιστορικού παραδείγματος δεν επέτρεπε να γίνουν κατανοητές και ερμηνεύσιμες πολλές πλευρές της «ακραίας εμπειρίας».
Προσωπικές μαρτυρίες και υποχωρητικότητα του κράτους
Έτσι η πλειοψηφία όσων επέζησαν κατέφυγε ενόψει της πραγματικής ή υποτιθέμενης έλλειψης κατανόησης από το κοινωνικό περιβάλλον σε μια εσωτερική μετανάστευση. Σε αυτή προστέθηκε η αρχική συστολή να επικρίνει την εσφαλμένη συμπεριφορά χριστιανών συμπολιτών, και με αυτό τον τρόπο να διακινδυνεύσει τη δική της, δεύτερη ταυτότητα και το γεγονός ότι “ανήκε” στο ελληνικό κράτος. Μόλις τη δεκαετία του 1980 η παγκόσμια θεματοποίηση του Ολοκαυτώματος ενθάρρυνε τους πρώτους “πρωτοπόρους” να δημοσιοποιήσουν τις αυτοβιογραφικές μαρτυρίες τους.
Αυτή η καθυστέρηση ωστόσο οφείλεται μόνο εν μέρει ειδικά στο Ολοκαύτωμα, καθώς σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης ελληνικοί λόγοι, ενώ η χώρα είχε και έχει προβλήματα με την ιστορικοκοινωνική επεξεργασία της αιματηρής δεκαετίας του 1940. Με τους οιωνούς του Ψυχρού Πολέμου το δυτικογερμανικό μερικό κράτος επωφελήθηκε επίσης όχι μόνο από την παραδοσιακή γερμανική θέση ως της σημαντικότερης αγοράς για τις ελληνικές εξαγωγές, αλλά και από το γεγονός ότι ως “κράτος μετώπου” βρίσκεται στο ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο με τους νικητές του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.
Χαρακτηριστική σε αυτό το πλαίσιο είναι η αυξανόμενη υποχωρητικότητα της επίσημης Ελλάδας, η οποία μετά τη σύσταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας απέφυγε τις μη διπλωματικές δηλώσεις σχετικά με το πολεμικό παρελθόν και προτίμησε να επικαλεστεί τη νέα ένοπλη αδελφότητα ενάντια στον παγκόσμιο κομουνισμό. Οι συνέπειες δεν έχουν ξεπεραστεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο εκδηλώσεις σαν τη σημερινή αποτελούν ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Λίγα λόγια για την ορολογία
Η πρωτοφανής διάσταση της με γερμανική ακρίβεια οργανωμένης γενοκτονίας φαίνεται στα ελλείμματα της κατά τα άλλα πλούσιας ελληνικής γλώσσας. Έτσι ο όρος Deportation -η εκτόπιση στα στρατόπεδα εξόντωσης- μεταφράζεται ανεπαρκώς ως “απέλαση” ή “εκτοπισμός”, όροι οι οποίοι αφήνουν στους πληγέντες περιθώρια αοριστίας σχετικά με τον τελικό προορισμό. Οι υποψήφιοι νεκροί που μεταφέρονταν σε βαγόνια για μεταφορά ζώων δεν ήταν ούτε “απελαθέντες” ούτε “αιχμάλωτοι” ούτε “όμηροι”, όπως ονομάζονται στα ελληνικά, καθώς σε αυτή την περίπτωση θα είχαν τουλάχιστον διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους και κάποια στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...