Σάββατο, Ιανουαρίου 02, 2010

ΟΜΕΛΕΤΑ ΜΕ ΜΠΙΛΙΕΣ

ΟΜΕΛΕΤΑ ΜΕ ΜΠΙΛΙΕΣ

[ Αφήγημα σε αναθεωρημένη ανάρτηση]
Το κουδούνι του θυροτηλέφωνου έκοψε στη μέση τη θαλπωρή μας ,
σαν το ξαφνικό μπουρίνι την ώρα που βλέπεις ένα θρίλερ του Χίτσκοκ σε θερινό σινεμά. Εννιά η ώρα της νυκτός, με το Βαρδάρη να παγώνει τ΄αρνάκια και τους ανθρώπους, κατά πώς λέει ο ποιητής, κι εγώ με την Κούλα να απολαμβάνουμε την ηρεμία της οικογενειακής μας ρουτίνας και να ΄χουμε αφήσει ες αύριον όλα τα σπουδαία.
"Μανόλη, εσύ;"
"Ναι, ποιος είναι;"
"Κορόπουλος! Μπορώ να σε δω λιγάκι; Σε χρειάζομαι επειγόντως!
Ζήτημα ζωής ή θανάτου! Επαγγελματικώς, εννοώ..."
Πάγωσα.
Φτου, ρε γαμώ το, τι γκαντεμιά ήταν αυτή τέτοια ώρα , ο Κορόπουλος στην ιερότερη στιγμή μου, ο Γιάννης ο τσιφούτης προ των πυλών μου!
"Μια στιγμούλα, Γιάννη μου, κατεβαίνω αμέσως!", είπα και ελάλησα και κατέβασα αστραπιαία το ακουστικό.
Δεν τον προσκάλεσα ν’ ανέβει επάνω. Κατέβηκα εγώ με τις ριγωτές σε στιλ Αλκατράζ πιτζαμούλες
μου και τις σκοτσέζικες παντοφλίτσες μου, τακτικά και μη εξαιρετέα δώρα της πεθερούλας μου, δέκα ολόκληρες μέρες πριν από τη γιορτή μου, για να μπορώ να τις αλλάξω εγκαίρως κατά το προνοητικό μυαλό της.
Απαπαπαπα! Δεν είχα καμία όρεξη να χαλάσω τη βολή μου για το Γιάννη τον Κορόπουλο. Το κανάλι που έβλεπα είχε μεγάλη πλάκα εκείνη την ώρα, τα συνοφρυωμένα βουλευτάκια που έσχιζαν τις γάτες εξαπέλυαν μύδρους το ένα ενάντια στο άλλο και το ΚΚΕ έβαλλε κατά πάντων, άσε που η Κούλα μου επιδιδόταν στην προ κατακλίσεως μυσταγωγία της, με τις κρεμούλες της και τα προπολεμικά μπικουτάκια της, τούθ' όπερ σημαίνει πως θα ήτο μεγίστη ιεροσυλία να τη δει ξένος οφθαλμός, έτσι όπως φάνταζε σαν το δεύτερο πνεύμα των Χριστουγέννων ενώπιον του Σκρουτζ.
Αλλά...αλλά... η δουλειά είναι δουλειά! Καλή και άγια η οικογενειακή θαλπωρή, όταν όμως το καθήκον σε καλεί, πρέπει να κάνεις και τις θυσίες σου. Κι ο Κορόπουλος ήταν κατηγορηματικός: "Μανόλη, σε χρειάζομαι επειγόντως! Ζήτημα ζωής ή θανάτου!" είχε πει.

Ανοίγοντας την πόρτα του ασανσέρ έμεινα άναυδος με το θέαμα που αντίκρισα στον προθάλαμο της πολυκατοικίας
. Αυτό το δίποδο που στεκόταν μπροστά μου και έσταζε απ’ την κορυφή ως τα νύχια μια παράξενη υποκίτρινη κόλλα ήταν όντως ο Γιάννης ο Κορόπουλος , ο επονομαζόμενος και "τσιφούτης", λόγω της παγκοίνως γνωστής τσιγγουνιάς του, ή μήπως ήταν κάποιο εκτόπλασμα, που είχε κατέβει από το υπερπέραν για να με τρομάξει, παίρνοντας την αμυδρή μορφή του;
« Τι συμβαίνει, ρε Γιάννη, έπεσες
με το κεφάλι σε ταψί με ρεβανί του Χατζή ;», είπα αστειευόμενος.
Το εκτόπλασμα του φίλου μου αναστέναξε βαριά.
«Πού τέτοια τύχη,
Μανόλη μου, πού τέτοια τύχη! Σε αβγοθύελλα έπεσα , σε αβγοθύελλα ο δυστυχής! Παρά λίγο να γίνω ομελέτα!».
Τι "παρά λίγο" , μου έλεγε ο άνθρωπος; Ήταν ήδη ομελέτα , μόνο η φέτα της έλειπε, αλλά , πού ξέρεις, μπορεί να την είχε φυλαγμένη στις τσέπες του και να την έτρωγε ξεχωριστά . Τον έβλεπα με ανοιχτό στόμα και δεν πίστευα στο ελεεινό θέαμα που αντίκριζαν τα μάτια μου, τη γλοιώδη δηλαδή μάζα που κάλυπτε το κουστούμι του από την κορυφή ως τα νύχια και τα κροκάδια που είχαν αρχίσει να ξεραίνονται στα ακάλυπτα μέρη του σώματός του . Μαλλιά, πρόσωπο και χέρια καλύπτονταν από απίθανα αραβουργήματα , ένα τερατώδες σύμπλεγμα κιτρινοασπρίλας με πιτσιλωτή επικάλυψη από κομματάκια τσόφλια που είχαν απομείνει κολλημένα πάνω τους. Η οπτική όμως παραμόρφωση δεν ήταν τίποτα μπροστά στη δυσωδία που είχε αρχίσει να κατακλύζει το χώρο και τον έκανε να όζει σαν την περιοχή των λουτρών της Αγίας Ελένης, στη Χαλκιδική, όπου μπαίνεις με αραμπά των 10 χιλιομέτρων και βγαίνεις βολίδα γκαζώνοντας 250 χιλιόμετρα την ώρα .
Έσπρωξα προς τα πίσω ένα κύμα εμετού που ορμούσε αποφασιστικά προς την έξοδο του ανώτερου γαστρεντερικού μου και είπα όλως ανοήτως : "Ψυχραιμία, φίλε, ψυχραιμία! Όλα θα πάνε καλά!".
Κούνησε καταπτοημένος το κεφάλι :
« Κατάντια , φίλε μου, κατάντια ! Τριάντα τέσσερα χρόνια υπηρεσίας και ιδού το αποτέλεσμα: να με κάνουν ομελέτα! Θα τους δείξω όμως εγώ , θα τους πιω το αίμα, τους αλήτες! Ντύσου γρήγορα , να πάμε στην Αστυνομία…»
«Στάσου, Γιάννη μου, να το συζητήσουμε λιγάκι, να καταλάβω κι εγώ τι σου συνέβη!»
«Τι να συζητήσουμε, ρε Μανόλη; Χρειάζεται συζήτηση για να καταλάβεις; Δε βλέπεις το χάλι μου; Με κάνανε ρεζίλι των σκυλιών κι εγώ θα κάθομαι να κάνω φιλοσοφικές συζητήσεις ;»
« Ποιοι σε κάνανε ρεζίλι των σκυλιών και πώς; Αυτό θέλω να μάθω πρώτα και μετά να πάμε όπου θες , ακόμα και στον Άρειο Πάγο.»
Τα λόγια μου επέδρασαν επάνω του ως καταλύτης.
«Δίκιο έχεις! Πρώτα πρέπει να μάθεις περί τίνος πρόκειται και ύστερα προχωρούμε στις μηνύσεις. Λοιπόν επί τροχάδην η ιστορία μου έχει ως εξής…».
Και άρχισε ο Γιάννης το επιτροχάδην του και έλεγε , έλεγε... και δε σταματούσε. Κι εγώ είχα σκυμμένο το κεφάλι και έκανα πως τον άκουγα με άκρα σοβαρότητα , αλλά περισσότερο με απασχολούσαν οι αβγουλοκατεβασιές του , που τις έβλεπα να κοσμούν με απίθανα αραβουργήματα τη μοκέτα της εισόδου της πολυκατοικίας μας και μ' είχε πιάσει απελπισία, καθότι, πέρα από ένοικος ,τυγχάνει να είμαι και ο διαχειριστής της, εγώ ξέρω τι πόλεμο κάνω εκάστην πρώτην του μηνός για να μαζέψω τα κοινόχρηστα . Εν τη απελπισία μου όμως ευγνωμονούσα την αρχική απόφασή μου να μην τον ανεβάσω επάνω. Για φαντάσου στη θέση της κοινόχρηστης μοκέτας να ήταν το ασανσέρ, ο διάδρομος του ορόφου μου και προπαντός το χαλί του σαλονιού μας, το κόκκινο καμάρι της Κούλας μου από τη χώρα των Ιρανών Αγιατολάχ, προϊόν σκληρής οικονομίας τριών χρόνων στον κουμπαρά της, ευρουδάκι, ευρουδάκι αγοράζουμε χαλάκι…
Σε όσους αναγνώστες αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την επαγγελματική μου ευσυνειδησία , δηλώ κατηγορηματικώς ότι η περίπτωση του Γιάννη ήταν απ’ αυτές που δε χρειάζονται πολλά λόγια για να καταλάβεις τι του συνέβη. Οι λεπτομέρειες είναι περιττές, όταν έχεις να κάνεις με δυο τσογλάνια, που τον παραφυλάνε σε κάποιο παραδρόμι και τον κάνουν του αλατιού, επί το ορθότερον του... αβγού, καθώς αναχωρεί μέσα στη νύχτα, από το σχολείο του , μετά την επίδοση των Ελέγχων Προόδου του Α΄ Τετραμήνου στους γονείς των μαθητών.
«Τους αναγνώρισες;»
«Αν τους αναγνώρισα, λέει; Τους είδα, κύριε, όπως σε βλέπω και με βλέπεις! Πετάχτηκαν ξαφνικά και μου έφραξαν το δρόμο. Κρατούσαν από μια σακούλα μ’ αβγά ο καθένας τους και φώναζαν καγχάζοντας "Σ’ αρέσουν τα αβγά, Κωλόπουλε; Πάρτα, ρε μαλάκα, να τα κάνεις ομελέτα!", ενώ με βομβάρδιζαν αλύπητα. »
« Μαθητές σου είναι αυτά τα τσογλάνια ;»
« Ναι, τα πασίγνωστα δίδυμα της περιοχής Συκεών και των γύρω κορφοβουνίων!
»
« Γιατί τα αποκαλείς δίδυμα;»
«Γιατί είναι όντως δίδυμα!
Ανέστης και Βασίλης Λεβέντογλου ονομάζονται , στάσιμοι τρεις φορές στην Α΄ Λυκείου. Αντί να φοιτούν στο Πανεπιστήμιο, ταλαιπωρούν όλους εμάς , καθηγητές και μαθητές, χωρίς να μπορεί κανείς να τους κάνει τίποτα.Μιλάμε για κράτος εν κράτει...»
«Κατάλαβα! Πρόκειται περί επικίνδυνων φρούτων!»
« Μην αδικείς τα φρούτα. Πρόκειται περί δολοφονικών φυτών!».
Πήρα το πιο αποφασιστικό δικηγορίστικο ύφος μου.
« Λοιπόν, θα τους τσακίσουμε ! Θα τους τυλίξουμε σε μια κόλλα χαρτί, θα πούμε απρόκλητος επίθεσις σκοπούσα εις τον ευτελισμόν της προσωπικότητος , συνοδευομένη υπό χυδαίων εξυβρίσεων και …»
« …Και φθορά ξένης περιουσίας να γράψεις, Μανόλη! Και απειλή κατά της ζωής μου!»
.
Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω.
«Ωπα! Είχαμε και τέτοιο από πάνω; Αυτά δε μου τα 'πες, Γιαννάκη μου!»
«Ξέρεις πώς μου έκαναν το αυτοκίνητο; Θερινό!»
«Πέταξαν και σ’ αυτό αβγά;»
« Τα αβγά δεν είναι τίποτα, μπροστά σε ό,τι ακολούθησε. Όταν κατάφερα να το σκάσω και χώθηκα στο αυτοκίνητό μου, ώσπου να καταφέρω να το βάλω μπρος, τα χέρια μου βλέπεις έτρεμαν από την ταραχή και τα ζουμιά, άρχισαν να με πατατοβολούν..

«Να σε... "πατατοβολούν"; Δε το πιάνω αυτό.»

« Μου πετούσαν πατάτες, αλλά τι πατάτες , παραγεμισμένες με... μπίλιες από ρουλεμάν! Μου έσπασαν όλα τα τζάμια, παρά λίγο να μου βγάλουν το μάτι με τα θραύσματα… Και ξέρεις τι άλλο έκαναν;»
«Υπάρχει και άλλο, χειρότερο απ' αυτά; Μη μου πεις ότι χειροδίκησαν επάνω σου!»
« Κάτι αισχρότερο: μου τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τους!»
« Φοβερό! Λήψις φωτογραφιών άνευ της συναινέσεως του φωτογραφουμένου συνιστά αδίκημα , το οποίον …»
«Αυτό έλειπε να είχαν και τη συναίνεσή μου! Με το ένα χέρι με βομβάρδιζαν τα καθίκια και με τ’ άλλο μου τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τους! Ποιος ξέρει τι θα γίνεται τώρα στο Ιντερνέτ. Ρεζίλι των σκυλιών θα έχω γίνει!»
« Δε μου λες, τι βαθμό τους έχεις στα Μαθηματικά;
« Ό,τι τους βάζω πάντοτε : δυάρια και τριάρια! Όταν ο κουμπούρας χαρακτηρίζεται και από απύθμενο θράσος, τότε ακόμη και το πεντάρι είναι σκανδαλώδης εύνοια προς αυτόν. Α, ξέχασα να σου πω ότι υπάρχει και μάρτυρας του επεισοδίου.»
« Αυτό είναι καλό, πολύ καλό τεκμήριο
, εάν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας.»
« Είναι ο περιπτεράς , που βρίσκεται δίπλα απ’ το σχολείο. " Τα ξέρω τα κωλόπαιδα!", φώναζε, " Πρώτα τους χρειάζεται ένα γερό ξύλο και μετά φυλακή!"
« Το πράγμα είναι ξεκάθαρο , φίλε μου! Τους έχουμε δεμένους χεροπόδαρα ! Έχουμε το κίνητρο, έχουμε το γεγονός, έχουμε και τη βεβαιωμένη μαρτυρία . Θα τους κάνουμε μια μηνυσάρα επί τεντιμποϊσμώ, που θα το φυσάνε και δε θα κρυώνουν. Περίμενε δυο λεπτά να πάω να ετοιμαστώ και φεύγουμε για τη Αστυνομία. Όμως…»
«Τι όμως
«Πώς θα πας εσύ εκεί πέρα;»
« Τι πώς θα πάω; Όπως είμαι και μαζί σου! »
«Αδύνατο! Στη κατάσταση που είσαι , θα μου κάνεις χάλια το αυτοκίνητο. Εσύ θα έρθεις με το δικό σου αμάξι.»
«Μανόλη, δε μου τα λες καλά! Το αμάξι δεν είναι για τσούλημα, άσε που μπορεί να αρπάξω καμιά πούντα. Δωσ’ μου κάτι να ρίξω επάνω κι αν σου λερώσω το αυτοκίνητο, αναλαμβάνω να στο κάνω καινούριο. Σου ορκίζομαι ότι θα το πάω αύριο πρωί πρωί στο καλύτερο πλυντήριο…».
Ντράπηκα. Σκέφτηκα τι θα προσδοκούσα εγώ από ένα φίλο ευρισκόμενος εν κινδύνω
, και υποχώρησα.
« Καλά , καλά, κάτι θα βρούμε να κάνουμε…», είπα μέσα από τα δόντια μου.
«Περίμενε εδώ. Πάω να ετοιμαστώ και επιστρέφω αμέσως.».
Ανέβηκα επάνω και ντύθηκα στο άψε σβήσε.
Η Κούλα είχε πέσει και κοιμόταν του καλού καιρού, δε θέλησα να την ξυπνήσω. Έψαξα για κανένα παλιόρουχό μου , αλλά δε βρήκα τίποτε , στο τέλος βούτηξα μια ρόμπα της , απ’ αυτές που τις έχει από το Μάη του 68 για να κάνει δουλειές του σπιτιού, και βγήκα.Ξεκινήσαμε για το Τμήμα, εγώ με τη δικηγορική κουστουμιά και τη γραβάτα και ο Γιάννης που έμοιαζε με άλιεν τραβεστί , έτσι όπως φορούσε με άπειρη χάρη τη λουλουδάτη ρόμπα της Κούλας. Ευτυχώς που η απόσταση ως την Αστυνομία δεν ήταν μεγάλη, γιατί αλλιώς θα πέθαινα από τη μπόχα που ανέδιδε ο κακομοίρης, μπόχα αφόρητη και που , παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που κατέβαλλε ο παγωμένος αέρας για ναμε βοηθήσει εισορμώντας από τα ανοιχτά παράθυρα , με πολιορκούσε στενά επιχειρώντας επίμονες εφορμήσεις με κατεύθυνση την περιοχή του στομάχου. Ήταν ηλίου φαεινότερο: τα Λεβεντόπουλα είχαν διαλέξει τις πιο δραστικές αβγουλοβομβίδες που υπάρχουν για τέτοιου είδους επιθέσεις , δηλαδή τις κλούβιες!
Στο τμήμα αντιμετωπίσαμε τη συνήθη στάση των αστυνομικών οργάνων προς τους αγρίως φορολογούμενους και ηλιθίως νομοταγείς πολίτες , η οποία συνοψίζεται στις τέσσερις λέξεις- κλειδιά για την κατανόηση των υπηρεσιών που προσφέρουν : Καφεδάκι, Αδιαφορία, Κυνισμός, Αγένεια, που με τη σειρά αυτή σχηματίζουν την κακώνυμη ακροστιχίδα ΚΑΚΑ. Χέσε μέσα που λέει ο λαός, όταν μιλάει για την Αστυνομία!...
« Να κάνετε μήνυση!» είπε ο Αξιωματικός Υπηρεσίας , που έπινε χαλαρά το φραπεδάκι του, έχοντας λύσει τη ζώνη , για να μη ζορίσει την εξαμηνίτικη κοιλιά του , και μας κοιτούσε με κάτι γαριδίσια μάτια νααα..., ενώ με δυσκολία κρατούσε τα γέλια του για το αξιοθρήνητο θέαμα του όζοντος μες στη ρόμπα της συμβίας μου Ιωάννη.
Καθίσαμε και συ
ντάξαμε τη μήνυση , το και το, με το νι και με το σίγμα και με ΄κρα φραστική φροντίδα και επιμέλεια, ο Γιάννης αφηγούνταν κι εγώ υπαγόρευα...
«Εντάξει! Θα ερευνήσουμε την καταγγελία και θα σας ειδοποιήσουμε εν ευθέτω χρόνω . Πηγαίνετε τώρα!», είπε ο Αξιωματικός και πέταξε τη μήνυση πάνω σε μια πελώρια στοίβα από ομογάλακτες αδελφές της, που ροχάλιζαν μακαρίως σε μια άκρη του γραφείου του.
«Τι πάει να πει εν ευθέτω χρόνω; αντέτεινα οργίλος. Εμείς θέλουμε να δώσετε εντολή στα όργανά σας να συλληφθούν αμέσως οι δράστες. Δεν έχει παρέλθει ο χρόνος για το Αυτόφωρο.Πρόκειται για καθαρή δολοφονική ενέργεια! Υπάρχουν και μάρτυρες...»
Με κοίταξε ψυχρά με τα γαριδίσια μάτια του:

« Θα αστειεύεστε φαίνεται, κύριε δικηγόρε! Τι να ψάξουμε δηλαδή, ψύλλους στα άχυρα; Νομίζετε ότι θα βρείτε τέτοια ώρα στα σπίτια τους τους πιτσιρικάδες σας; Αυτοί ήδη θα έχουν μετακομίσει οικογενειακώς για την Αθήνα .»
«Μα…»
« Δεν έχει μα και ξεμά! Αυτό που σας λέω! Άσε που δεν έχω ούτε ένα όργανο διαθέσιμο ούτε ένα περιπολικό, είναι όλοι τους απασχολημένοι σε σοβαρές υποθέσεις. Με ομελέτες και πατατοκεφτέδες θα ασχολούνται τώρα;»
«Δεν ήταν πατατοκεφτέδες, αλλά πατάτες με μπίλιες από ρουλεμάν!»
«Εντάξει, εντάξει, δε θα τα χαλάσουμε στο είδος της γέμισης των πατατών!Όπως και να ΄χει το πράμα, καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα: η Αστυνομία σηκώνει τα χέρια ψηλά ελλείψει ανδρών και οχημάτων. Το καταλάβατε αυτό ή να σας το ξαναπώ από την αρχή;».
Φύγαμε ζεματισμένοι από το Τμήμα , εγώ έχοντας ένα λόγο παραπάνω να νιώθω το κάψιμο , διότι κρίμα τα γαλόνια του Αρείου Πάγου που έχω και τα καμαρώνω σε περίοπτη θέση στο γραφείο μου , κι ο Γιάννης που θρηνούσε τη μοίρα του και καταριόταν όλους τους Υπουργούς Δημόσιας Τάξης από καταβολής ρωμαίικου. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του , στη Θέρμη, μου ήρθε η μια ιδέα.
« Αύριο θα έρθω πρωί πρωί απ’ το σχολειό σου, να τα πούμε με το Λυκειάρχη σου, μπας και μπορεί να βοηθήσει την κατάσταση. Εσύ στο μεταξύ κάν’ του ένα τηλεφώνημα απόψε, να τον ενημερώσεις για τα καθέκαστα , και κάθισε να γράψεις μια αναφορά καταγγέλλοντας το γεγονός στο Σύλλογό σου, ζητώντας επειγόντως έκτακτη συνεδρίαση.»
« Τώρα προκόψαμε! Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα! Δε νομίζω ότι θα πετύχουμε τίποτα.»
« Γιατί όχι; Τους ενόχους τους ξέρεις, ο περιπτεράς είναι στο stand by, αν ο Λυκειάρχης σου τους ζορίσει λιγάκι , αυτοί θα σπάσουν και τότε το πράγμα είναι απλό.»
« Δεν τον ξέρεις καλά τον Κουτσάφτη. Είναι ικανός να έχει ένα βομβιστή με τις μολότοφ αναμμένες μπροστά του και να ισχυρίζεται ότι δε βλέπει τίποτα. Μη θίγετε τα κακώς κείμενα, κύριοι, πρέπει να βλέπουμε το δάσος κι όχι το δέντρο , τα παιδιά δε φταίνε σε τίποτα, είναι εικόνα και ομοίωσή μας, δώστε τους άλλη μία ευκαιρία… Μας έχει πρήξει στα τσιτάτα και στις χρηστοήθειες, ο δειλός!»
« Δε σε πιστεύω! Εδώ έγινε το έλα να δεις με ένα συνάδελφό του κι αυτός θα μου μιλήσει για δεύτερες ευκαιρίες και δασάκια
« Μανόλη, τι να σου πω; Άμ θέλεις να περάσεις , πέρνα, αλλά όταν συναντήσεις τον Κουτσαύτη , με την πρώτη ματιά θα καταλάβεις τι σόι κουμάσι είναι.»

Πήγα λοιπόν την επομένη στο σχολείο, ενώ ο Βαρδάρης είχε αρχίσει να παγώνει, εκτός από τα αρνάκια , και τα γελάδια του Νομού Θεσσαλονίκης , και τα είπαμε ένα χεράκι με τον κύριο Κουτσάφτη, του οποίου τα ώτα περιέργως ήταν αντιστρόφως ανάλογα του επιθέτου του: είχαν μιαν καταπληκτική ομοιότητα με τα αυτιά από
το ελεφαντάκι Ντάμπο . Ο Λυκειάρχης απεδείχθη τάλε κουάλε όπως τον περιέγραψε ο ατυχής μαθηματικός Ιωάννης Κορόπουλος, όστις παρευρίσκετο φυσικά στη συνάντησή μας, κατακόκκινος σαν ινδιάνος, περισσότερο από το ολονύκτιο γδάρσιμο της αβγουλίλας απ’ το πετσί του και λιγότερο από το μένος του κατά των χθεσινοβραδινών .
«Δεν είμαι ανακριτής , κύριε, εγώ , είπε ο Κουτσαύτης απευθυνόμενος σε μένα , για να κάνω ανακρίσεις και μάλιστα για ένα επεισόδιο που συνέβη έξω από το σχολείο! Δεν έχω τέτοιες δικαιοδοσίες.»
«Ακόμα και όταν αφορά έναν καθηγητή, ένα συνάδελφό σας , ο οποίος έπεσε θύμα τεντιμπόιδων μαθητών του σχολείου που διευθύνετε εσείς;», σημείωσα εμφαντικά.
«Δε το βρίσκετε σόλοικο για ένα διευθυντή του κύρου σας;», συνέχισα με ειρωνικό τόνο.
« Κοιτάξτε , κύριε Βασιλειάδη... πριν έρθετε, φρόντισα να ενημερωθώ για το συμβάν. Σας πληροφορώ ότι οι μαθητές που κατηγορείτε όχι μόνο αρνούνται πως είναι οι δράστες του απαισίου συμβάντος , πράγμα για το οποίο απειλούν με μηνύσεις κάθε συκοφάντη, αλλά υπάρχει και η έγγραφη μαρτυρία του παπά της ενορίας μας , ο οποίος προσήλθε αυθορμήτως το πρωί , για να με διαβεβαιώσει ότι τα παιδιά έμειναν χθες στο σπίτι του και δεν απομακρύνθηκαν καθόλου από αυτό. Την ώρα μάλιστα που έγιναν όλα αυτά, τα παιδιά ήταν μαζί του στον Άγιο Σώστη και τον βοηθούσαν στην ακολουθία του Εσπερινού…»
«Κύριε Λυκειάρχα, τι αξία μπορεί να έχει μια τέτοια μαρτυρία, όταν όλοι ξέρουμε ότι ο παπάς είναι αδελφός του πατέρα των μαθητών μας;", πετάχτηκε με αγανάκτηση ο Γιάννης.
« Αγαπητέ συνάδελφε, ένας ιερωμένος είναι πρόσωπον υπεράνω πάσης υποψίας! Δεν διανοούμαι ότι έας εκπρόσωπος του Θεού , ένας άγιος άνθρωπος , μπορεί να λέει ψέματα.»
«Να φωνάξουμε τότε τον περιπτερά! Αυτός τα είδε όλα. Οπωσδήποτε θα τους αναγνωρίσει.»
« Έχουν γνώσιν οι φύλακες , κύριε συνάδελφε! Φρόντισα ήδη και μίλησα και μ' αυτόν, ερχόμενος στο σχολείο.», είπε καμαρωτά ο Κουτσαύτης.
« Επομένως δεν έχομεν χρείαν άλλων μαρτύρων... », μπήκα
στη μέση εγώ.
«
Έχομεν, έχομεν, κύριε δικηγόρε! Διότι ο περιπτεράς δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα για το επεισόδιο με το συνάδελφο!
«Τι; Πώς;», έκανε ο Γιάννης , που έχασε αστραπιαίως την κοκκινίλα του
και σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα δίπλα στο γραφεία του Λυκειάρχη.
«Μα πώς είναι δυνατόν, κύριε Λυκειάρχα;»
«Για τον απλούστατο λόγο, αγαπητέ μου, επειδή το περίπτερο ήταν κλειστό , όταν επέπεσαν επάνω σου οι κάφροι! Ο περιπτεράς δήλωσε ότι κατέβασε από νωρίς τα κεπέγκια λόγω στομαχικών ενοχλήσεων…»
"Αν δεν τρελαθώ σήμερα, σίγουρα θα πάθω εγκεφαλικό!", αναστέναξε ο Γιάννης, με ύφος που έκλεινε προς την λιποθυμία.
«Για να τελειώνουμε , κύριε συνάδελφε, αν θέλετε τη δική μου γνώμη, νομίζω ότι δεν είδατε καλά τους δράστες της πρωτοφανούς, ομολογουμένως, επίθεσης που υποστήκατε . Συνεπώς πρέπει να αποκλεισθούν οι Λεβέντογλου. Πιθανότατα να ήσαν Αλβανοί ή Ρωσοπόντιοι. Ακούγεται πως έχουν επαναδραστηριοποιηθεί οι συμμορίες τους στην περιοχή μας και...»
«Μα δεν έχω τέτοιους μαθητές στα τμήματα που διδάσκω, κύριε Λυκειάρχα! Τι λόγο είχαν να μου επιτεθούν; Εξάλλου, δε μου έκλεψαν τίποτα.»
«Και τι μ’ αυτό; Μπορεί να μην αρέσει σε κάποιους η φάτσα σου, άσε που υπάρχει κι η περίπτωση οι δράστες να ενεργούσαν κατά παραγγελία μαθητών σας, που δε σας χωνεύουν λόγω υπερβολικής αυστηρότητος. Κι εδώ που τα λέμε εμείς οι διδάσκαλοι της παλαιάς γενιάς δημιουργούμε εύκολα αντιπάθειες. Είμεθα άτεγκτοι σε θέματα πειθαρχίας και τσιγγούνηδες εις την βαθμολογίαν. Τολμώ να πω , φίλτατε, ότι έχουμε φάει τα ψωμιά μας, είμεθα ξεπερασμένοι επιμένοντες σε παλαιομοδίτικες παιδαγωγικές και διδασκαλίες!»
«Δηλαδή , για να είμαστε και μεις μοντέρνοι, πρέπει να τους αφήνουμε να κάνουν ό,τι θέλουν και να επιβραβεύουμε την τεμπελιά τους;»
«Ας μην είμεθα υπερβολικοί, αγαπητέ συνάδελφε. Ομιλώ για κατανόηση και επικείκεια . Λίγη επιείκεια δε βλάπτει. Αντιθέτως αποκαθιστά τις ισορροπίες και εξομαλύνει τις σχέσεις μαθητών -καθηγητών…»
«Η επιείκεια όπως την εννοείτε εσείς, γεννά τις αδικίες! Γιατί τότε τι θα πουν οι φιλότιμοι μαθητές, αυτοί που ξεσχίζονται στο διάβασμα, οι άριστοι;»
« Δεν πρέπει να ανησυχούν. Ουδείς πρόκειται να αμφισβητήσει τα πρωτεία τους.»
« Απ’ όσα λέτε, φοβάμαι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθούν οι Λεβέντογλο
υ οι αλήτες
« Σε παρακαλώ να μη χρησιμοποιείς εκφράσεις μειωτικού χαρακτήρα για μαθητές του σχολείου μας! Το έχουμε πει άπειρες φορές ότι δε φτ…»
« Ξέρω, ξέρω: … δε φταίνε
τα παιδιά! Τα παιδιά είναι η εικόνα και η ομοίωσή μας…»
« Μπράβο, πολύ σωστά , κύριε Κορόπουλε! Διότι όταν βλέπουμε μόνο το δέντρο, κινδυνεύουμε να χάσου…»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει το σλόγκαν του και είχαμε βγει δρομαίοι απ’ το γραφείο του.
«Εγώ στα έλεγα κι εσύ δε μ’ άκουγες, Βασιλειάδη! Σκέτος Πόντιος Πιλάτος, ο αδιάντροπος ! Πρώτα με έβγαλε γκαβό κι έπειτα με είπε γκαβό, μουρλό και ξεπερασμένο !", αναφώνησε ο φίλος μου στο διάδρομο χειρονομώντας σε έξαλλη κατάσταση.
« Δε μου λες, γιατί κάθεσαι και βουρλίζεσαι ακόμα σ’ αυτό το τρελοκομείο; Δεν τους στέλνεις όλους στο διάολο, λέω εγώ!; Και τους Κουτσαύτηδες και τους Λεβέντογλου! Με τριάντα τέσσερα χρόνια υπηρεσίας κι ακόμα κάθεσαι να σε κάνουν οι κανάγιες ομελέτα με μπίλιες;»
« Και να χάσω τρεις χιλιάδες Ευρώ από το εφάπαξ μου; Δεν κατάλαβες καλά , παλικάρι μου! Δε χαρίζω στο κωλοσύστημα ούτε ένα Ευρώ, Μανόλη , ούτε ένα ευρώ ! Καλύτερα ομελέτα με μπίλιες και να με δουλεύει ύστερα ο Κουτσαύτης, παρά ριγμένος από το Δημόσιο! Άσε που στη σύνταξή μου θα πάρω επιπλέον 45 ευρώ! Ξέρεις τι είναι 45 ευρώ παραπάνω το μήνα για ένα συνταξιούχο , από τον οποίο έχουν τα τελευταία χρόνια κόψει την αύξηση;Άντε , γεια σου τώρα και σ΄ευχαριστώ πολύ!». Προχώρησε με ανοιχτές δρασκελιές προς το βάθος του διαδρόμου.
Έμεινα να τον κοιτάζω μαρμαρωμένος."Ιδού , σκέφτηκα, ο μωρός που ο Κύριος βούλεται απολέσαι για...45 ευρώ!".

2 σχόλια:

Unknown είπε...

den yparxei !

xaxaaxa!

poly kalo !

Ανώνυμος είπε...

Έχω ζήσει παρόμοιο περιστατικό σε Λύκειο της Θεσσαλονίκης , όπου υπηρετούσα πριν από χρόνια.
Έπιασα επ΄αυτοφόρω τρεις μαθητές να σχίζουν τα λάστιχα του αυτοκινήτου μου και να του σπάνε τα παρμπρίζ.
Το ανέφερα στο Λυκειάρχη, που υποσχέθηκε να τους τιμωρήσει παραδειγματικά.
Το αποτέλεσμα ήταν να μπλέξω σε μια ατέλειωτη περιπέτεια αμφισβήτησης της αλήθειας όσων είπα και να αθωωθούν οι δράστες λόγω αμφιβολιών.
Σημειωτέον ότι άλλαξα τηλέφωνο λόγω των ύβρεων και απειλών που δεχόμουν εγώ και η οικογένειά μου.
Στο τέλος, από αηδία πήρα μετάθεση για άλλο σχολείο.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ , ΓΕΡΟΝΤΑΚΟ! ΝΑ 'ΣΑΙ ΚΑΛΑ , ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΕΙΣ ΣΑΝ ΣΕ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΠΡΟΣΩΠΟ.