T. S. ELIOT
(1888-1965)
Journey of the Magi
(1927)
"A cold coming we had of it,
Just the worst time of the year
For a journey, and such a long journey:
The was deep and the weather sharp,
The very dead of winter."
And the camels galled, sore-footed, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
And running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires gong out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty, and charging high prices.:
A hard time we had of it.
At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly.
Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine-skins.
But there was no information, and so we continued
And arrived at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you may say) satisfactory.
All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we lead all that way for
Birth or Death? There was a Birth, certainly,
We had evidence and no doubt. I have seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death.
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.
(1888-1965)
Journey of the Magi
(1927)
"A cold coming we had of it,
Just the worst time of the year
For a journey, and such a long journey:
The was deep and the weather sharp,
The very dead of winter."
And the camels galled, sore-footed, refractory,
Lying down in the melting snow.
There were times we regretted
The summer palaces on slopes, the terraces,
And the silken girls bringing sherbet.
Then the camel men cursing and grumbling
And running away, and wanting their liquor and women,
And the night-fires gong out, and the lack of shelters,
And the cities hostile and the towns unfriendly
And the villages dirty, and charging high prices.:
A hard time we had of it.
At the end we preferred to travel all night,
Sleeping in snatches,
With the voices singing in our ears, saying
That this was all folly.
Then at dawn we came down to a temperate valley,
Wet, below the snow line, smelling of vegetation;
With a running stream and a water-mill beating the darkness,
And three trees on the low sky,
And an old white horse galloped away in the meadow.
Then we came to a tavern with vine-leaves over the lintel,
Six hands at an open door dicing for pieces of silver,
And feet kicking the empty wine-skins.
But there was no information, and so we continued
And arrived at evening, not a moment too soon
Finding the place; it was (you may say) satisfactory.
All this was a long time ago, I remember,
And I would do it again, but set down
This set down
This: were we lead all that way for
Birth or Death? There was a Birth, certainly,
We had evidence and no doubt. I have seen birth and death,
But had thought they were different; this Birth was
Hard and bitter agony for us, like Death, our death.
We returned to our places, these Kingdoms,
But no longer at ease here, in the old dispensation,
With an alien people clutching their gods.
I should be glad of another death.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
(1927)
(1927)
"Έκανε πολύ κρύο,
Ήταν απλώς η χειρότερη εποχή του έτους
Για ένα ταξίδι, για ένα τόσο μακρύ ταξίδι:
Οι δρόμοι τρομεροί και ο καιρός δριμύς,
Μες στο καταχείμωνο."
Και οι καμήλες όλο χολή, με πληγιασμένα πόδια,
απείθαρχες,
Να πλαγιάζουν στο χιόνι που 'λιωνε.
Ήταν φορές που μας έπιανε ο πόνος
Για τα θερινά παλάτια στις πλαγιές,
τις πεζούλες
Και τα μεταξένια κορίτσια που έφερναν σερμπέτια.
Και οι καμηλιέρηδες να βλαστημούν και
να γκρινιάζουν
και να το σκάνε, και να ζητούν
ποτό και τις γυναίκες τους,
Και οι πυρές να σβήνουν τα βράδια
και να μη βρίσκεις μια φωλιά να ξαποστάσεις
Κι οι μεγάλες πόλεις εχθρικές και οι μικρές
αφιλόξενες
Και τα χωριά μες στη βρόμα και να χρεώνουν
πανάκριβα:
Δύσκολες μέρες.
Στο τέλος προτιμήσαμε να ταξιδεύουμε
νύχτα,
Και να κοιμόμαστε στα κλεφτά,
Με φωνές να τραγουδούνε στα αυτιά μας,
λέγοντας
Πως όλα τούτα ήταν μια τρέλα.
Φτάσαμε τότε ξημερώματα σε μιαν
εύκρατη κοιλάδα,
Υγρή, κάτω απ΄τη χιονογραμμή, που μύριζε
βλάστηση΄
Το ρέμα κυλούσε κι ένας νερόμυλος
χτυπούσε το σκοτάδι,
Και τρία δέντρα πέρα στο χαμηλό ουρανό,
Κι ένα γέρικο άσπρο άλογο έφυγε καλπάζοντας
στο λιβάδι.
Ήρθαμε τότε σε μια ταβέρνα με
κληματόφυλλα πάνω απ' το υπέρθυρο,
Έξι χέρια μπρος σε ορθάνοιχτη πόρτα έριχναν τα ζάρια
για ασημένια νομίσματα ,
Και ποδάρια κλωτσούσαν τα άδεια ασκιά του οίνου.
Αλλά από ειδήσεις τίποτα, κι έτσι
συνεχίσαμε το δρόμο μας
Και φτάνοντας κατά το δειλινό,
πάνω στην ώρα
Βρήκαμε το μέρος΄ήταν (μπορείς να πεις)
ικανοποιητικό.
Όλα αυτά πάει καιρός που έγιναν, θυμάμαι,
Και πάλι θα το ξανά ΄κανα, αλλά πρόσεξε
Σημείωσέ το
Αυτό: διανύσαμε όλον αυτό το δρόμο για να πάμε
σε Γέννηση ή σε Θάνατο; Υπήρξε μία Γέννηση
οπωσδήποτε
Είχαμε τις αποδείξεις αναμφίβολα. Είχα
δει γεννήσεις και θανάτους,
Αλλά σκέφτηκα πως ήταν διαφορετικά΄
αυτή η Γέννηση υπήρξε
Σκληρή και πικρή αγωνία , σαν το Θάνατο,
το δικό μας θάνατο.
Επιστρέψαμε στα μέρη μας, σ΄αυτά
τα Βασίλεια,
Καμιά όμως περαιτέρω ανακούφιση εδώ, σαν την
παλιά μας απομόνωση
Κοντά σε ξένους ανθρώπους που είναι σφιχτά δεμένοι
με τους θεούς τους.
Θα ΄μουν ευχαριστημένος μ΄έναν αλλιώτικο θάνατο.
[Απόδοση: Gerontakos]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου