«Ασ’ τον , ρε Κούλα, να περάσει!»
« Και πού να πάει, ο ηλίθιος; Δε βλέπει που είναι πήχτρα ο δρόμος;»
« Ας πάει όπου θέλει, ο βλάκας! Προκειμένου να σπάσει τα δικά μας νεύρα…»
« Όχι, Μανόλη μου, δε θα του κάνω τη χάρη! Γιατί είναι ανάγωγος. Έχει κολλήσει από πίσω μας, αναβοσβήνει τα φώτα και χειρονομεί σαν σεληνιασμένος. Ας πάει να σκάσει…».
Πηγαίναμε με πενήντα. Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Και μετά πάλι τα ίδια.Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Καβατζάροντας την Καρδία μάς κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μας ένα τεράστιο μεταλλικό φίδι με άπειρα λαστιχένια πόδια αργοσερνόταν πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο.
«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω, είπα αποθαρρημένος. Έτσι όπως πάμε ούτε σε πέντε ώρες δε φτάνουμε.»
« Λίγη υπομονή, αγάπη μου! Στην Καλλικράτεια θα καλυτερέψουν τα πράματα. Εξάλλου δε γίνεται να στήσουμε τους Ρομποτάδες. Σηκώθηκαν από τα άγρια μεσάνυχτα, οι άνθρωποι, για να πάνε. Αν κάναμε το ίδιο κι εμείς,τώρα δε θα ταλαιπωρούμασταν . »
« Ρε Κούλα, αν είναι να μείνω άγρυπνος όλη τη νύχτα για ένα μπάνιο μισής ώρας την επόμενη μέρα , καλύτερα να την περάσω στο σπιτάκι μου, με την εφημερίδα μου, τη μουσικούλα μου και την παγωμένη φραπεδιά μου...»
« Βλέπω ότι σ' έπιασαν πάλι τα μικροαστικά σου !»
«Κούλα, μη μου τη σπας με τα υπεράνω σου! Μιλάς εσύ, που για να πας το βράδυ στο κρεβάτι καταλαμβάνεις την τουαλέτα επί ένα εξάμηνο! Μιλάς εσύ που…»
«Καλά , καλά μη νευριάζεις! Χαλάρωσε, χριστιανέ μου! Δε θα τσακωθούμε τώρα για μια κουβέντα…»
«Να μη τσακωθούμε , βέβαια, αλλά μη μου την μπαίνεις έτσι στη φόρα.».
Ο πισινός μας τώρα είχε γίνει διπλανός . Τον έκοβα με το λοξό μου μάτι. Θηριώδης τύπος. Δασύτριχος μεσήλιξ. Προγούλι σαν κουλούρα γαρνιρισμένη με χρυσή λαιμαριά. Είχε κατεβάσει το παράθυρό της BMW του και κάτι έλεγε , έλεγε, έλεγε χειρονομώντας, με τον παράμεσο της χερούκλας του τεντωμένο σαν μακεδονική σάρισσα . Κατέβασα κι εγώ αγανακτησμένως το παράθυρο του ηρωικού Hundai μου.
"Γιατί φωνάζετε και χειρονομείτε ασέμνως, κύριε;", είπα παίρνοντας το πιο κυριλέ ύφος μου.
«Πες στη χαμούρα που έχεις δίπλα σου να οδηγεί καλύτερα, να μην τη γ...σω!» .
Ακούγοντας το ανθρωποειδές να αποκαλεί "χαμούρα" την Κούλα μου και να την απειλεί με κτηνώδη βιασμό, ένιωσα να ξυπνά μέσα μου ο ιππότης των χρόνων της γνωριμίας μας και είπα ηρωικά:
« Γιατί βρίζεις, ρε ζώο; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα;»
« Ο π...τσος μου, ρε καριόλη! Ο π...τσος μου , ρε αρχίδι!Κι αν είσαι άντρας, κάνε στο πλάι για να δεις πώς γ...νε τα ζώα.» .
Δίπλα του είχε προβάλει το κεφάλι του χασκογελώντας ένα ξανθό πλασματάκι όχι πάνω από είκοσι ετών, με κάτι γυαλιά ηλίου σε σχήμα τεράστιας ανοιχτής βεντάλιας.
«Μανόλη, κλείσε το παράθυρο! Ο άνθρωπος είναι βαρεμένος.», είπε η γυναίκα μου.
Υπάκουσα στην έκκλησή της και αφήσαμε τον τρελό με τη λαιμαριά να χειρονομεί και να βρίζει , ώσπου τον έπιασε η λύσσα. Έκανε μια ξαφνική στροφή προς τ΄αριστερά και μπήκε μπροστά μας , παρά λίγο να μας τρακάρει, ύστερα μας άλλαξε τα φώτα, πατώντας συνεχώς και απότομα φρένο, ώσπου, βλέποντας ότι δε μασάμε, έδωσε άλλον έναν πήδο και να 'σου τον μπροστά από τον παραμπροστινό μας, επιτέλους το χάσαμε το ζώο μαζί με την ξανθή βεντάλια του.
Μια ώρα κάναμε για να φτάσουμε στα έργα της Τρίγλιας, εκεί τροχαίοι μας έσπρωξαν προς Καλλικράτεια προς κάτι ανθυποδρομίδια ξυστά από μυριάδες αυθαίρετα απείρου κατασκευστικού κάλλους, κάποτες άλλοι τροχαίοι μάς ξανάβγαλαν στον κεντρικό για τα Μουδανιά και μπήκαμε πάλι στα ίσια μας. Όμως μετά τη διασταύρωση του Lidl καθηλωθήκαμε πάλι, αυτή τη φορά από ένα γιγάντιο Ρέμο που είχε στηλώσει τα πόδια του καταμεσής στο οδόστρωμα, δηλαδή , για να ακριβολογούμε , το μεταλλικό πλαίσιο της γιγαντοαφίσας του, που το είχε ξεριζώσει , όπως μας είπαν, το χτεσινό μπουρίνι, και είδαμε και πάθαμε για να τον προσπεράσουμε τον Ηρακλάκια.
Με αυτά και τούτα, περνώντας του Χριστού τα πάθη, φτάσαμε τελικά στον προορισμό μας. Ο ήλιος δοκίμαζε το πιο καλό του φλογοβόλο στα κεφάλια μας, όταν αράξαμε το αμάξι στο κακοτράχαλο μπαλκόνι πάνω από το δασωμένο ορμίσκο. Στην αρχή αποθαρρυνθήκαμε , βλέποντας από ψηλά το βάραθρο που έπρεπε να κατεβούμε. Η θάλασσα όμως κάτω μας ήταν μια απίστευτη πρόκληση δροσιάς σε χρώμα τιρκουάζ, ανοιχτά στο πέλαγος ταχύπλοα και κότερα σεργιάνιζαν νεόπλουτους με κασκέτα καπετάνιου, το θέαμα ενγένει ήτο τόσο λαμπρό, που διέλυσε τους φόβους μας και αποφασίσαμε την απονενοημένη κάθοδο των δύο.Αν είχαν, είπαμε, κατέλθει τόσοι μύριοι από εδώ , προς τι να ανησυχούμε εμείς οι δύο; Κατεβήκαμε , για να ακριβολογούμε τσουλήσαμε , από ένα απότομο μονοπατάκι όλο πέτρες κοφτερές , και φτάσαμε σχεδόν κωλοσουρτοί στην παραλία, που έμοιαζε καταπληκτικά με σαρδελοκούτι τη στιγμή που του αφαιρείς το καπάκι . Ομπρέλες επί ομπρελών, ξαπλώστρες με πισινούς όλων των ειδών, , παιδάκια με κουβαδάκια παρά θιν΄ αλός και δίπλα τους καραδοκούσαν μανάδες και γιαγιάδες με ταπεράκια τίγκα στους κεφτέδες και τ' αβγά, ζευγάρια απ΄τα bodyline επιδίδονταν στο γνωστό παραλιακό σπορ τη ρακέτα μου κρατώ , τακ αυτή και τακ εγώ, πωλητές της μαύρης ηπείρου διαλαλούσαν μυγοχεσμένους Λ΄κμά για τα νήπια και πειρατικά Dvd για τις ωραίες τους μαμάδες.
Αρχίσαμε τότε με την Κούλα μου το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, ψάξε εδώ και ψάξε εκεί, να το βρούμε το φλουρί, στο τέλος τους ανακαλύψαμε τους Ρομποτάδες που φρυγανίζονταν δίπλα στην ομπρέλα τους, ακολούθησαν εν μεσογειακώ στιλ οι εναγκαλισμοί , τα φιλιά και οι προσφωνήσεις, τα τετριμμένα δηλαδή μεταξύ των σιτεμένων φίλων και μπήκαμε και στη θάλασσα τρίβοντας κάμποσα λεπτά της ώρας τις ανατριχιασμένες μας πατσές…
Το θαλάσσιο λουτρό, ευωχία σώματος και ψυχής , μάς έσβησε τα ντέρτια κι απώθησε βιαίως στα βάθη του υποσυνειδήτου την ταλαιπωρία και το κωλοδάχτυλο του λαιμαριά .
Μερικές απλωτές, κάποιες ασκήσεις για να σφίξουν οι ανύπαρκτοι κοιλιακοί μας μυες, ατέρμον κουβεντολόι με κολύμβηση σε φυσική πισίνα διαστάσεων 1Χ1. Είπαμε τα δικά μας, για τα παιδιά που μεγάλωσαν πια και πήραν το δρόμο τους, για τις δουλειές που όλο και πιο πολύ στενεύουν, κάποια πονάκια της ηλικίας, εμφράγματα και θυρεοειδείς συγγενών και φίλων. Ύστερα ο Κωστής πρότεινε την ταβέρνα του Βαγγέλη , μια καλύβα του Καραγκιόζη στην άκρη της παραλίας , με καλαμωτή για στέγη. Δεν είχαμε αντίρρηση, και σε λίγο δίναμε την παραγγελιά μας στον Αλβανό σερβιτόρο: μύδια σαχανάκι, σαλάτες και λιθρίνια πελαγίσια ψητά στη σχάρα, σερβιρισμένα μερακλίδικα πάνω σε φρέσκα αμπελόφυλλα, μαλαματίνες παγωμένες , τα γνωστά ελληνικά.
Η ώρα κυλούσε ευφορικά. Κάτι οι ρετσίνες, κάτι η αύρα που είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα προγούλια μας, μάς τσιτώθηκε περαιτέρω η διάθεση. Βέβαια, για να πούμε την πάσα αλήθεια, το φαγητό δεν ήτανε τίποτα της προκοπής, τα μύδια πίκριζαν ελαφρώς, ενώ τα λιθρίνια μού φάνηκαν αρκετά σουρουκλεμένα, πολύ κομμένα είδα και τα ματάκια τους. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, αν είναι να περάσει καλά; Άσε που , αν αρχίσεις να βάζεις τέτοια θέματα στο τραπέζι τέτοιες ώρες, μπορεί να σε πουν ιδιότροπο και γκρινιάρη.
Ξαφνικά, εκεί που καμακώναμε το σαραγλάκι μας , ευγενική επιδόρπια προσφορά του καταστήματος, ο Κωστής σηκώνει ανήσυχος το κεφάλι : «Ακούω σειρήνες συναγερμών εκεί ψηλά, έδειξε προς το αλωνάκι. Δεν πάμε να δούμε τι συμβαίνει;»
Πήραμε την ανηφόρα αγκομαχώντας, ήτανε το περιδρόμιασμα που μας ζόριζε ποσώς, σκόνταψα και σ’ ένα αγκωνάρι, χτύπησα άσχημα το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού, τελικά ανεβήκαμε στο πλάτωμα με την ψυχή στο στόμα.
Το θέαμα που αντικρίσαμε μας αποσβόλωσε. Γινόταν ανάστα ο κύριος. Κόσμος με μπανιερά έτρεχε εδώ κι εκεί αλαφιασμένος. Τα μισά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σπάραζαν και οδύρονταν. Τζάμια σπασμένα , αλάρμ που αναβόσβηναν, πράγματα πεταγμένα καταγής. Κατευθύνθηκα προς το δικό μου, που με κοιτούσε με το πορτμπαγκάζ του ορθάνοιχτο. Οι μάγκες , τέσσερις-πέντε κουκουλοφόροι , βγήκαν με βαριοπούλες και λοστούς από ένα βανάκι κι άρχισαν να πλατσικολογούν αδιακρίτως: τσαντάκια με ταυτότητες , άδειες αυτοκινήτων και πιστωτικές, έως ρούχα και εφεδρικές πετσέτες. Σ΄εμάς , εκτός από τα παραπάνω περιουσιακά, είχαν βουτήξει ακόμα και τις σαγιονάρες της Κούλας!Τι διάολο, ξυπόλυτοι ήταν οι αλήτες;
« Και πού να πάει, ο ηλίθιος; Δε βλέπει που είναι πήχτρα ο δρόμος;»
« Ας πάει όπου θέλει, ο βλάκας! Προκειμένου να σπάσει τα δικά μας νεύρα…»
« Όχι, Μανόλη μου, δε θα του κάνω τη χάρη! Γιατί είναι ανάγωγος. Έχει κολλήσει από πίσω μας, αναβοσβήνει τα φώτα και χειρονομεί σαν σεληνιασμένος. Ας πάει να σκάσει…».
Πηγαίναμε με πενήντα. Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Και μετά πάλι τα ίδια.Πρώτη- δευτέρα- φρένο. Καβατζάροντας την Καρδία μάς κόπηκε η ανάσα. Μπροστά μας ένα τεράστιο μεταλλικό φίδι με άπειρα λαστιχένια πόδια αργοσερνόταν πάνω στην πυρωμένη άσφαλτο.
«Εγώ λέω να γυρίσουμε πίσω, είπα αποθαρρημένος. Έτσι όπως πάμε ούτε σε πέντε ώρες δε φτάνουμε.»
« Λίγη υπομονή, αγάπη μου! Στην Καλλικράτεια θα καλυτερέψουν τα πράματα. Εξάλλου δε γίνεται να στήσουμε τους Ρομποτάδες. Σηκώθηκαν από τα άγρια μεσάνυχτα, οι άνθρωποι, για να πάνε. Αν κάναμε το ίδιο κι εμείς,τώρα δε θα ταλαιπωρούμασταν . »
« Ρε Κούλα, αν είναι να μείνω άγρυπνος όλη τη νύχτα για ένα μπάνιο μισής ώρας την επόμενη μέρα , καλύτερα να την περάσω στο σπιτάκι μου, με την εφημερίδα μου, τη μουσικούλα μου και την παγωμένη φραπεδιά μου...»
« Βλέπω ότι σ' έπιασαν πάλι τα μικροαστικά σου !»
«Κούλα, μη μου τη σπας με τα υπεράνω σου! Μιλάς εσύ, που για να πας το βράδυ στο κρεβάτι καταλαμβάνεις την τουαλέτα επί ένα εξάμηνο! Μιλάς εσύ που…»
«Καλά , καλά μη νευριάζεις! Χαλάρωσε, χριστιανέ μου! Δε θα τσακωθούμε τώρα για μια κουβέντα…»
«Να μη τσακωθούμε , βέβαια, αλλά μη μου την μπαίνεις έτσι στη φόρα.».
Ο πισινός μας τώρα είχε γίνει διπλανός . Τον έκοβα με το λοξό μου μάτι. Θηριώδης τύπος. Δασύτριχος μεσήλιξ. Προγούλι σαν κουλούρα γαρνιρισμένη με χρυσή λαιμαριά. Είχε κατεβάσει το παράθυρό της BMW του και κάτι έλεγε , έλεγε, έλεγε χειρονομώντας, με τον παράμεσο της χερούκλας του τεντωμένο σαν μακεδονική σάρισσα . Κατέβασα κι εγώ αγανακτησμένως το παράθυρο του ηρωικού Hundai μου.
"Γιατί φωνάζετε και χειρονομείτε ασέμνως, κύριε;", είπα παίρνοντας το πιο κυριλέ ύφος μου.
«Πες στη χαμούρα που έχεις δίπλα σου να οδηγεί καλύτερα, να μην τη γ...σω!» .
Ακούγοντας το ανθρωποειδές να αποκαλεί "χαμούρα" την Κούλα μου και να την απειλεί με κτηνώδη βιασμό, ένιωσα να ξυπνά μέσα μου ο ιππότης των χρόνων της γνωριμίας μας και είπα ηρωικά:
« Γιατί βρίζεις, ρε ζώο; Ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα;»
« Ο π...τσος μου, ρε καριόλη! Ο π...τσος μου , ρε αρχίδι!Κι αν είσαι άντρας, κάνε στο πλάι για να δεις πώς γ...νε τα ζώα.» .
Δίπλα του είχε προβάλει το κεφάλι του χασκογελώντας ένα ξανθό πλασματάκι όχι πάνω από είκοσι ετών, με κάτι γυαλιά ηλίου σε σχήμα τεράστιας ανοιχτής βεντάλιας.
«Μανόλη, κλείσε το παράθυρο! Ο άνθρωπος είναι βαρεμένος.», είπε η γυναίκα μου.
Υπάκουσα στην έκκλησή της και αφήσαμε τον τρελό με τη λαιμαριά να χειρονομεί και να βρίζει , ώσπου τον έπιασε η λύσσα. Έκανε μια ξαφνική στροφή προς τ΄αριστερά και μπήκε μπροστά μας , παρά λίγο να μας τρακάρει, ύστερα μας άλλαξε τα φώτα, πατώντας συνεχώς και απότομα φρένο, ώσπου, βλέποντας ότι δε μασάμε, έδωσε άλλον έναν πήδο και να 'σου τον μπροστά από τον παραμπροστινό μας, επιτέλους το χάσαμε το ζώο μαζί με την ξανθή βεντάλια του.
Μια ώρα κάναμε για να φτάσουμε στα έργα της Τρίγλιας, εκεί τροχαίοι μας έσπρωξαν προς Καλλικράτεια προς κάτι ανθυποδρομίδια ξυστά από μυριάδες αυθαίρετα απείρου κατασκευστικού κάλλους, κάποτες άλλοι τροχαίοι μάς ξανάβγαλαν στον κεντρικό για τα Μουδανιά και μπήκαμε πάλι στα ίσια μας. Όμως μετά τη διασταύρωση του Lidl καθηλωθήκαμε πάλι, αυτή τη φορά από ένα γιγάντιο Ρέμο που είχε στηλώσει τα πόδια του καταμεσής στο οδόστρωμα, δηλαδή , για να ακριβολογούμε , το μεταλλικό πλαίσιο της γιγαντοαφίσας του, που το είχε ξεριζώσει , όπως μας είπαν, το χτεσινό μπουρίνι, και είδαμε και πάθαμε για να τον προσπεράσουμε τον Ηρακλάκια.
Με αυτά και τούτα, περνώντας του Χριστού τα πάθη, φτάσαμε τελικά στον προορισμό μας. Ο ήλιος δοκίμαζε το πιο καλό του φλογοβόλο στα κεφάλια μας, όταν αράξαμε το αμάξι στο κακοτράχαλο μπαλκόνι πάνω από το δασωμένο ορμίσκο. Στην αρχή αποθαρρυνθήκαμε , βλέποντας από ψηλά το βάραθρο που έπρεπε να κατεβούμε. Η θάλασσα όμως κάτω μας ήταν μια απίστευτη πρόκληση δροσιάς σε χρώμα τιρκουάζ, ανοιχτά στο πέλαγος ταχύπλοα και κότερα σεργιάνιζαν νεόπλουτους με κασκέτα καπετάνιου, το θέαμα ενγένει ήτο τόσο λαμπρό, που διέλυσε τους φόβους μας και αποφασίσαμε την απονενοημένη κάθοδο των δύο.Αν είχαν, είπαμε, κατέλθει τόσοι μύριοι από εδώ , προς τι να ανησυχούμε εμείς οι δύο; Κατεβήκαμε , για να ακριβολογούμε τσουλήσαμε , από ένα απότομο μονοπατάκι όλο πέτρες κοφτερές , και φτάσαμε σχεδόν κωλοσουρτοί στην παραλία, που έμοιαζε καταπληκτικά με σαρδελοκούτι τη στιγμή που του αφαιρείς το καπάκι . Ομπρέλες επί ομπρελών, ξαπλώστρες με πισινούς όλων των ειδών, , παιδάκια με κουβαδάκια παρά θιν΄ αλός και δίπλα τους καραδοκούσαν μανάδες και γιαγιάδες με ταπεράκια τίγκα στους κεφτέδες και τ' αβγά, ζευγάρια απ΄τα bodyline επιδίδονταν στο γνωστό παραλιακό σπορ τη ρακέτα μου κρατώ , τακ αυτή και τακ εγώ, πωλητές της μαύρης ηπείρου διαλαλούσαν μυγοχεσμένους Λ΄κμά για τα νήπια και πειρατικά Dvd για τις ωραίες τους μαμάδες.
Αρχίσαμε τότε με την Κούλα μου το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού, ψάξε εδώ και ψάξε εκεί, να το βρούμε το φλουρί, στο τέλος τους ανακαλύψαμε τους Ρομποτάδες που φρυγανίζονταν δίπλα στην ομπρέλα τους, ακολούθησαν εν μεσογειακώ στιλ οι εναγκαλισμοί , τα φιλιά και οι προσφωνήσεις, τα τετριμμένα δηλαδή μεταξύ των σιτεμένων φίλων και μπήκαμε και στη θάλασσα τρίβοντας κάμποσα λεπτά της ώρας τις ανατριχιασμένες μας πατσές…
Το θαλάσσιο λουτρό, ευωχία σώματος και ψυχής , μάς έσβησε τα ντέρτια κι απώθησε βιαίως στα βάθη του υποσυνειδήτου την ταλαιπωρία και το κωλοδάχτυλο του λαιμαριά .
Μερικές απλωτές, κάποιες ασκήσεις για να σφίξουν οι ανύπαρκτοι κοιλιακοί μας μυες, ατέρμον κουβεντολόι με κολύμβηση σε φυσική πισίνα διαστάσεων 1Χ1. Είπαμε τα δικά μας, για τα παιδιά που μεγάλωσαν πια και πήραν το δρόμο τους, για τις δουλειές που όλο και πιο πολύ στενεύουν, κάποια πονάκια της ηλικίας, εμφράγματα και θυρεοειδείς συγγενών και φίλων. Ύστερα ο Κωστής πρότεινε την ταβέρνα του Βαγγέλη , μια καλύβα του Καραγκιόζη στην άκρη της παραλίας , με καλαμωτή για στέγη. Δεν είχαμε αντίρρηση, και σε λίγο δίναμε την παραγγελιά μας στον Αλβανό σερβιτόρο: μύδια σαχανάκι, σαλάτες και λιθρίνια πελαγίσια ψητά στη σχάρα, σερβιρισμένα μερακλίδικα πάνω σε φρέσκα αμπελόφυλλα, μαλαματίνες παγωμένες , τα γνωστά ελληνικά.
Η ώρα κυλούσε ευφορικά. Κάτι οι ρετσίνες, κάτι η αύρα που είχε αρχίσει να χαϊδεύει τα προγούλια μας, μάς τσιτώθηκε περαιτέρω η διάθεση. Βέβαια, για να πούμε την πάσα αλήθεια, το φαγητό δεν ήτανε τίποτα της προκοπής, τα μύδια πίκριζαν ελαφρώς, ενώ τα λιθρίνια μού φάνηκαν αρκετά σουρουκλεμένα, πολύ κομμένα είδα και τα ματάκια τους. Αλλά ποιος δίνει σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, αν είναι να περάσει καλά; Άσε που , αν αρχίσεις να βάζεις τέτοια θέματα στο τραπέζι τέτοιες ώρες, μπορεί να σε πουν ιδιότροπο και γκρινιάρη.
Ξαφνικά, εκεί που καμακώναμε το σαραγλάκι μας , ευγενική επιδόρπια προσφορά του καταστήματος, ο Κωστής σηκώνει ανήσυχος το κεφάλι : «Ακούω σειρήνες συναγερμών εκεί ψηλά, έδειξε προς το αλωνάκι. Δεν πάμε να δούμε τι συμβαίνει;»
Πήραμε την ανηφόρα αγκομαχώντας, ήτανε το περιδρόμιασμα που μας ζόριζε ποσώς, σκόνταψα και σ’ ένα αγκωνάρι, χτύπησα άσχημα το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού, τελικά ανεβήκαμε στο πλάτωμα με την ψυχή στο στόμα.
Το θέαμα που αντικρίσαμε μας αποσβόλωσε. Γινόταν ανάστα ο κύριος. Κόσμος με μπανιερά έτρεχε εδώ κι εκεί αλαφιασμένος. Τα μισά από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σπάραζαν και οδύρονταν. Τζάμια σπασμένα , αλάρμ που αναβόσβηναν, πράγματα πεταγμένα καταγής. Κατευθύνθηκα προς το δικό μου, που με κοιτούσε με το πορτμπαγκάζ του ορθάνοιχτο. Οι μάγκες , τέσσερις-πέντε κουκουλοφόροι , βγήκαν με βαριοπούλες και λοστούς από ένα βανάκι κι άρχισαν να πλατσικολογούν αδιακρίτως: τσαντάκια με ταυτότητες , άδειες αυτοκινήτων και πιστωτικές, έως ρούχα και εφεδρικές πετσέτες. Σ΄εμάς , εκτός από τα παραπάνω περιουσιακά, είχαν βουτήξει ακόμα και τις σαγιονάρες της Κούλας!Τι διάολο, ξυπόλυτοι ήταν οι αλήτες;
Γύρω μου γινόταν ο κλαυθμός και οδυρμός στο όρος Μαϊουμά. Τα γαμωσταυρίδια από τους "χτυπημένους" έπεφταν σύννεφο, κάποιος ούρλιαζε από το κινητό του «Τι σόι αστυνομία είστε εσείς, που πρέπει να έρθουμε εμείς στην Ορμύλια , για να κάνουμε μήνυση κατ΄αγνώστων; Είμαι ή δεν είμαι φορολογούμενος πολίτης! Απαιτώ να έρθετε αμέσως εδώ ! Εγώ σας ταΐζω, εγώ σας ποτίζω , εγώ πληρώνω το τάβλι σας! Τώρα που σας χρειάζομαι, εσείς στρίβετε το τσιγάρο σας!». Επάνω στη θολούρα μου άκουσα και τον Ρομποτά να αναφωνεί θριαμβικά: «Εμένα δε με χτύπησαν, εμένα δε με χτύπησαν !» και μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Όχι , ρε π.....η!, είπα μέσα μου, "αυτό είναι η αποθέωση της αδικίας! Άφησαν ανέγγιχτο το τσίλικο Avensis του και έκαναν θερινό το σουρωτήρι μου! Αυτός ο άνθρωπος είναι η προσωποποίηση της κωλοφαρδίας...
Και μέσα σ' όλα αυτά , να με πονάει το δάχτυλο όλο και πιο πολύ, είχε αρχίσει να πρήζεται, το γα.....νο, και να ροδίζει σαν αστακός επί των ανθράκων. "Λες να είναι κάταγμα;" σκέφθηκα και σταυροκοπήθηκα καλού κακού μέσα μου, για να ξορκίσω παν το ενδεχόμενο, αυτό μας έλειπε τώρα...
Ειδοποιήσαμε με σηματωρίες από ψηλά τις γυναίκες μας να τα μαζέψουν και να έρθουν . Ανέβηκαν αλλόφρονες. Δε θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου τους μόλις έμαθαν τα καθέκαστα . Μιλάμε για το τέλειο κοντράστ. Της δικιάς μου ήταν μέσα κι έξω όλο πίκρα και οργή, της δε Ασπασίας απ’ έξω μια δήθεν μου τάχα μου αγανάκτηση, αλλά από μέσα ξεχυνόταν μια γλυκάδα και μια ανακούφιση που δεν περιγράφονται.
Εκεί επάνω αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Πατούσα το πεντάλ και ούρλιαζα από τον πόνο, το δάχτυλό μου διαμαρτυρόταν μονίμως πια για τους βάναυσους τρόπους μου. Πάτησα φρένο έξω από τα Ψακούδια. «Δεν μπορώ άλλο », λέω στη γυναίκα μου, «Πάρε εσύ το τιμόνι και πάμε για το νοσοκομείο του Πολυγύρου.»
«Πώς να πάμε; Έτσι με τα μαγιό μας;»
«Έτσι με τα μαγιό μας! Εδώ ο κόσμος χάνετε και ...."
"Έλα, άσε τις σάχλες και μίλα καλύτερα !" μίλησε η αξιοπρέπεια της γυναίκας μου, που ήταν της καθωσπρεπικής σχολής.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο του Πολυγύρου, αλλά , φευ, βρήκαμε την πύλη του κλειστή. «Απεργία των γιατρών!» , μας λέει ο φύλακας, «Διαμαρτύρονται για υπεβολικό φόρτο εργασίας. Πηγαίνετε στη Θεσσαλονίκη.».
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής βρίζοντας το ΕΣΥ και τις άσπρες μπλούζες του . Πλησιάζοντας όμως στη Γαλάτιστα, το τρισάθλιο ΕΣΥ απαλλάχθηκε από τις κατάρες και τις βρισιές μας εξαιτίας της αιφνίδιας έλευσης ενός ανεπιθυμητου επισκέπτη .
«Αισθάνεσαι ό,τι αισθάνομαι;», λέω στη γυναίκα μου.
« Ναι , μου λέει αυτή, το αισθάνομαι » , στριφογυρίζοντας με νόημα στο κάθισμά της. « Πρέπει να είναι τα μύδια που φάγαμε…»
«Τα λιθρίνια, Κούλα μου, τα λιθρίνια! Πώς δεν το σκεφτήκαμε; Με την πανσέληνο τα γαλανόλευκα ψαράκια μας πάνε για νάνι και με το νιο φεγγάρι αρχίζουν πάλι το σεργιάνι... Μάλλον τουρκομερίτικα θα ήταν, τα πού...κα, απ΄τον καιρό της Άλωσης , γ..ώ το Δράμαλη και όλο του το σόι!».
Βγαίνοντας από τη Γαλάτιστα κι αρχίζοντας οι στροφές, άρχισε το μαρτύριό μας . Δεν υπήρξε συστάδα θάμνων μέχρι τα Βασιλικά που να μην την επισκεφθήκαμε αντάμα. Καθισμένοι ανακούκουρδα βγάζαμε τη δυστυχία μας , εγώ να παρατηρώ με μπλάβο μάτι το πρησμένο δάχτυλό μου που μυρμήγκιαζε από τον πόνο, κι η Κούλα μου, που είχε αφήσει τους καθωσπρεπισμούς της κατά μέρος και βογκούσε μετρώντας τα δικά της, τα πραγματικά μυρμηγκάκια, που σουλατσάριζαν αμέριμνα μπροστά της.
Κακήν κακώς εφτάσαμε εις της οικίας μας τα μέρη και ετσακώθημεν πολλάκις για το ποιος θα πρωτοπάει στην μοναδική μας τουαλέτα. Μετά , ενώ η Κούλα όρμησε στην κουζίνα της και άρχισε τους λαπάδες, ήπιαμε και καφελέμονο με το λίτρο και κάπως συνεφέραμε, εγώ άρχισα τα τηλεφωνήματα για να ακυρώσω τις πιστωτικές που είχαν κάνει φτερά , ενδιάμεσα μας πήραν οι Ρομποτάδες για να μάθουν πώς φτάσαμε, αυτοί ήταν μια χαρά κοιλιακώς , μ’ έπιασαν οι τσατίλες κι αυξήθηκε ο πόνος του δακτύλου , ωχ, ωχ, ωχ και βάι, βάι , συνεπώς έπρεπε να ασχοληθούμε και μ’ αυτό το καημένο , να μην το αφήσουμε παραπονεμένο.
Μεσάνυχτα και κάτι αριβάραμε στου Παπαγρηγορίου. Μπαίνοντας στα ορθοπεδικά, μάς δώσανε το νούμερό 228.
Ρωτώ: «Ποιο νούμερο εξετάζεται τώρα;»
Απαντούν: «Το 22.»
« Εγώ όμως είμαι για τα επείγοντα. Έχω κάταγμα δακτύλου! Το έπαθα , ξέρετε, στη Χαλκιδική…»
« Όλοι για τα επείγοντα είναι , κύριε! Από τη Χαλκιδική έρχονται κι αυτοί…»
«Και πότε προβλέπεται να με εξετάσουν οι γιατροί;»
« Αν όλα εξελιχθούν φυσιολογικώς, δε θα προλάβουν να σας εξετάσουν σ' αυτήν την εφημερία.»
«Τι;»
«Μην ανησυχείτε! Θα σας δηλώσουμε κατά προτεραιότητα, στα εξωτερικά ιατρεία ενός άλλου νοσοκομείου.».
Με πήρε η Κούλα μου και φύγαμε για το Διευρωπαϊκό. Εκεί μου έδωσαν να καταλάβω πως εννοούν την περίθαλψη ενός δακτύλου τα ιδιωτικά θεραπευτήρια που σέβονται τον εαυτό τους . Μου βγάλανε πλάκες, μου πήρανε αίμα, έκανα και πυελογραφία , μου κάνανε και αξονική τομογραφία , μπας και έχω ενδιαμέσως κανένα καρκίνο, ευτυχώς όλα πήγανε καλά , στο τέλος μου βάλανε το πόδι στο γύψο και ησύχασα λιγάκι. Ύστερα περάσαμε από το λογιστήριο για τα περαιτέρω. Μόλις είδα το λογαριασμό κόντεψα να κρεπάρω.
« Γιατί, βρε παιδιά, για ένα σπασμένο δάχτυλο, να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου;»
«Δεν πειράζει, αν δεν έχετε μετρητά, παίρνουμε και κάρτες», μου πέταξαν αδιάφορα , λες και ήθελαν να παίξουν οι αθεόφοβοι με τον πόνο της ανάμνησης των πιστωτικών καρτών μου.
«Και ποιος σας είπε να μου κάνετε τσεκάπ για ένα δάχτυλο;»
« Αυτό είναι το σύστημά μας !Αν δε θέλατε ιδιωτικό θεραπευτήριο, να πηγαίνατε σε δημόσιο νοσοκομείο, κύριε! », μου είπε ενοχλημένη η κοπέλα επί της πληρωμής.
Ξημερώματα επιστρέψαμε στο σπίτι, πού να μας πάρει όμως ο ύπνος; Η Κούλα άνοιξε την τηλεόραση κι εγώ κουτρούσα στην κουζίνα μ’ ένα διπλό καφέ μπροστά μου και το γύψινο πόδι μου να καμαρώνει απλωμένο πάνω σε μια καρέκλα.
Εκείνο που με πείραζε περισσότερο δεν ήταν που μας έβρισε ο λαιμαριάς στο δρόμο ούτε που μου κλέψανε το τσαντάκι οι κουκουλοφόροι ούτε που μας δηλητηρίασαν στην ταβέρνα τα τουρκόψαρα ούτε το σπασμένο δάχτυλό μου και που μου έπιασαν τον κώλο στο Διευρωπαϊκό , αλλά η κωλοφαρδία των Ρομποτάδων, που εκείνη τη στιγμή της δικής μας ξαγρύπνιας θα ροχάλιζαν ευτυχισμένοι βλέποντας ασφαλώς στο όνειρό τους πως την περνούσαν φίνα σε κάποια παραλία της Χαλκιδικής.
Σε μια στιγμή η Κούλα έσβησε την τηλεόραση και σηκώθηκε. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας, πριν σύρει τα πόδια της για την κρεβατοκάμαρη:
« Πολύ γκαντέμικη η Κυριακή που περάσαμε, Μανόλη μου, δε βρίσκεις;»
Κούνησα το κεφάλι μου, συμφωνώντας:
«Ναι , Κούλα μου, πολύ γκαντέμικη. Με κωλοδάχτυλο μάς μπήκε , με κωλοδάχτυλο μάς βγήκε αυτή η Κυριακή !».
Και μέσα σ' όλα αυτά , να με πονάει το δάχτυλο όλο και πιο πολύ, είχε αρχίσει να πρήζεται, το γα.....νο, και να ροδίζει σαν αστακός επί των ανθράκων. "Λες να είναι κάταγμα;" σκέφθηκα και σταυροκοπήθηκα καλού κακού μέσα μου, για να ξορκίσω παν το ενδεχόμενο, αυτό μας έλειπε τώρα...
Ειδοποιήσαμε με σηματωρίες από ψηλά τις γυναίκες μας να τα μαζέψουν και να έρθουν . Ανέβηκαν αλλόφρονες. Δε θα ξεχάσω την έκφραση του προσώπου τους μόλις έμαθαν τα καθέκαστα . Μιλάμε για το τέλειο κοντράστ. Της δικιάς μου ήταν μέσα κι έξω όλο πίκρα και οργή, της δε Ασπασίας απ’ έξω μια δήθεν μου τάχα μου αγανάκτηση, αλλά από μέσα ξεχυνόταν μια γλυκάδα και μια ανακούφιση που δεν περιγράφονται.
Εκεί επάνω αποχαιρετιστήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Πατούσα το πεντάλ και ούρλιαζα από τον πόνο, το δάχτυλό μου διαμαρτυρόταν μονίμως πια για τους βάναυσους τρόπους μου. Πάτησα φρένο έξω από τα Ψακούδια. «Δεν μπορώ άλλο », λέω στη γυναίκα μου, «Πάρε εσύ το τιμόνι και πάμε για το νοσοκομείο του Πολυγύρου.»
«Πώς να πάμε; Έτσι με τα μαγιό μας;»
«Έτσι με τα μαγιό μας! Εδώ ο κόσμος χάνετε και ...."
"Έλα, άσε τις σάχλες και μίλα καλύτερα !" μίλησε η αξιοπρέπεια της γυναίκας μου, που ήταν της καθωσπρεπικής σχολής.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο του Πολυγύρου, αλλά , φευ, βρήκαμε την πύλη του κλειστή. «Απεργία των γιατρών!» , μας λέει ο φύλακας, «Διαμαρτύρονται για υπεβολικό φόρτο εργασίας. Πηγαίνετε στη Θεσσαλονίκη.».
Πήραμε το δρόμο της επιστροφής βρίζοντας το ΕΣΥ και τις άσπρες μπλούζες του . Πλησιάζοντας όμως στη Γαλάτιστα, το τρισάθλιο ΕΣΥ απαλλάχθηκε από τις κατάρες και τις βρισιές μας εξαιτίας της αιφνίδιας έλευσης ενός ανεπιθυμητου επισκέπτη .
«Αισθάνεσαι ό,τι αισθάνομαι;», λέω στη γυναίκα μου.
« Ναι , μου λέει αυτή, το αισθάνομαι » , στριφογυρίζοντας με νόημα στο κάθισμά της. « Πρέπει να είναι τα μύδια που φάγαμε…»
«Τα λιθρίνια, Κούλα μου, τα λιθρίνια! Πώς δεν το σκεφτήκαμε; Με την πανσέληνο τα γαλανόλευκα ψαράκια μας πάνε για νάνι και με το νιο φεγγάρι αρχίζουν πάλι το σεργιάνι... Μάλλον τουρκομερίτικα θα ήταν, τα πού...κα, απ΄τον καιρό της Άλωσης , γ..ώ το Δράμαλη και όλο του το σόι!».
Βγαίνοντας από τη Γαλάτιστα κι αρχίζοντας οι στροφές, άρχισε το μαρτύριό μας . Δεν υπήρξε συστάδα θάμνων μέχρι τα Βασιλικά που να μην την επισκεφθήκαμε αντάμα. Καθισμένοι ανακούκουρδα βγάζαμε τη δυστυχία μας , εγώ να παρατηρώ με μπλάβο μάτι το πρησμένο δάχτυλό μου που μυρμήγκιαζε από τον πόνο, κι η Κούλα μου, που είχε αφήσει τους καθωσπρεπισμούς της κατά μέρος και βογκούσε μετρώντας τα δικά της, τα πραγματικά μυρμηγκάκια, που σουλατσάριζαν αμέριμνα μπροστά της.
Κακήν κακώς εφτάσαμε εις της οικίας μας τα μέρη και ετσακώθημεν πολλάκις για το ποιος θα πρωτοπάει στην μοναδική μας τουαλέτα. Μετά , ενώ η Κούλα όρμησε στην κουζίνα της και άρχισε τους λαπάδες, ήπιαμε και καφελέμονο με το λίτρο και κάπως συνεφέραμε, εγώ άρχισα τα τηλεφωνήματα για να ακυρώσω τις πιστωτικές που είχαν κάνει φτερά , ενδιάμεσα μας πήραν οι Ρομποτάδες για να μάθουν πώς φτάσαμε, αυτοί ήταν μια χαρά κοιλιακώς , μ’ έπιασαν οι τσατίλες κι αυξήθηκε ο πόνος του δακτύλου , ωχ, ωχ, ωχ και βάι, βάι , συνεπώς έπρεπε να ασχοληθούμε και μ’ αυτό το καημένο , να μην το αφήσουμε παραπονεμένο.
Μεσάνυχτα και κάτι αριβάραμε στου Παπαγρηγορίου. Μπαίνοντας στα ορθοπεδικά, μάς δώσανε το νούμερό 228.
Ρωτώ: «Ποιο νούμερο εξετάζεται τώρα;»
Απαντούν: «Το 22.»
« Εγώ όμως είμαι για τα επείγοντα. Έχω κάταγμα δακτύλου! Το έπαθα , ξέρετε, στη Χαλκιδική…»
« Όλοι για τα επείγοντα είναι , κύριε! Από τη Χαλκιδική έρχονται κι αυτοί…»
«Και πότε προβλέπεται να με εξετάσουν οι γιατροί;»
« Αν όλα εξελιχθούν φυσιολογικώς, δε θα προλάβουν να σας εξετάσουν σ' αυτήν την εφημερία.»
«Τι;»
«Μην ανησυχείτε! Θα σας δηλώσουμε κατά προτεραιότητα, στα εξωτερικά ιατρεία ενός άλλου νοσοκομείου.».
Με πήρε η Κούλα μου και φύγαμε για το Διευρωπαϊκό. Εκεί μου έδωσαν να καταλάβω πως εννοούν την περίθαλψη ενός δακτύλου τα ιδιωτικά θεραπευτήρια που σέβονται τον εαυτό τους . Μου βγάλανε πλάκες, μου πήρανε αίμα, έκανα και πυελογραφία , μου κάνανε και αξονική τομογραφία , μπας και έχω ενδιαμέσως κανένα καρκίνο, ευτυχώς όλα πήγανε καλά , στο τέλος μου βάλανε το πόδι στο γύψο και ησύχασα λιγάκι. Ύστερα περάσαμε από το λογιστήριο για τα περαιτέρω. Μόλις είδα το λογαριασμό κόντεψα να κρεπάρω.
« Γιατί, βρε παιδιά, για ένα σπασμένο δάχτυλο, να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου;»
«Δεν πειράζει, αν δεν έχετε μετρητά, παίρνουμε και κάρτες», μου πέταξαν αδιάφορα , λες και ήθελαν να παίξουν οι αθεόφοβοι με τον πόνο της ανάμνησης των πιστωτικών καρτών μου.
«Και ποιος σας είπε να μου κάνετε τσεκάπ για ένα δάχτυλο;»
« Αυτό είναι το σύστημά μας !Αν δε θέλατε ιδιωτικό θεραπευτήριο, να πηγαίνατε σε δημόσιο νοσοκομείο, κύριε! », μου είπε ενοχλημένη η κοπέλα επί της πληρωμής.
Ξημερώματα επιστρέψαμε στο σπίτι, πού να μας πάρει όμως ο ύπνος; Η Κούλα άνοιξε την τηλεόραση κι εγώ κουτρούσα στην κουζίνα μ’ ένα διπλό καφέ μπροστά μου και το γύψινο πόδι μου να καμαρώνει απλωμένο πάνω σε μια καρέκλα.
Εκείνο που με πείραζε περισσότερο δεν ήταν που μας έβρισε ο λαιμαριάς στο δρόμο ούτε που μου κλέψανε το τσαντάκι οι κουκουλοφόροι ούτε που μας δηλητηρίασαν στην ταβέρνα τα τουρκόψαρα ούτε το σπασμένο δάχτυλό μου και που μου έπιασαν τον κώλο στο Διευρωπαϊκό , αλλά η κωλοφαρδία των Ρομποτάδων, που εκείνη τη στιγμή της δικής μας ξαγρύπνιας θα ροχάλιζαν ευτυχισμένοι βλέποντας ασφαλώς στο όνειρό τους πως την περνούσαν φίνα σε κάποια παραλία της Χαλκιδικής.
Σε μια στιγμή η Κούλα έσβησε την τηλεόραση και σηκώθηκε. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας, πριν σύρει τα πόδια της για την κρεβατοκάμαρη:
« Πολύ γκαντέμικη η Κυριακή που περάσαμε, Μανόλη μου, δε βρίσκεις;»
Κούνησα το κεφάλι μου, συμφωνώντας:
«Ναι , Κούλα μου, πολύ γκαντέμικη. Με κωλοδάχτυλο μάς μπήκε , με κωλοδάχτυλο μάς βγήκε αυτή η Κυριακή !».
1 σχόλιο:
Διαβάζοντας τα θαυμάσια διηγήματά σου,αναρωτιόμαστε γιατί δεν αποφασίζεις να τα εκδώσεις.
Νομίζω ότι η υπερβολική σεμνότητα βλάπτει τον ιδιοκτήτη της.
Γειά σου φίλε!
Βαγγέλης-Γιάννα από τις καλές μέρες του Πειραματικού...
Δημοσίευση σχολίου