ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Στο Χριστό στο Κάστρο
(6)
(6)
"Εστία",τόμ. 33, αρ. 1 (1892)
[Συνέχεια από το προηγούμενο]
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και ουχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θεια το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ΄νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν (=δέμα) καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον (=σκούπα) εκ στοιβών (=φύλλα δέντρων) και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον (= μαγκάλι), το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν (= ακτινοβολούν) αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου(=άσπιλης) Λεχούς (=λεχώνας. Μτφ: η Παναγία ), όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική (=ζωγραφική) ελάλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ' ον (= κάτω από τον οποίον) ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην (Μτφ: τον Ιουλιανό). Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλίττης. Διά δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδίον, και διά του παιδίου την μητέρα. Αλλ' ο παας, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον.
Και εις την χηβάδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαίνετο στεφανουμένη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτέρω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον( =ανέκφραστη) σεμνότητα αποπνέουσαι, αι μορφαί των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαίνοντο ως να έχαιρον διότι εμελλον ν΄ ακούσωσι και πάλιν τας ευχάς και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δε, και εντός και εκτός, εικονίζετο περιτέχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, αν και ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι (=αιγοβοσκοί), ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνίζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλώνωνται και κλέπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες κάππες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη (=με την ) βοηθεία των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες αιπόλοι, με τας ολίγας αίγας και τα ερίφιά των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιόνος. Και είτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψάλη η λιτή (= δέηση ολονυχτίας) της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ΄ ο ο κυρ Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμένοι, απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδια των (Α! έμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλείπωνται όλως, ως φορτικόν τι και παρέλκον (=περιττό)!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ΄ ευλαβώς και μετ΄ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον (=τμήμα)δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου (= ένωνε) εις εν, πότε δύο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα (=προτιμητέα) η αμάθεια της δοκησισοφίας (=της κατ΄επίφαση σοφίας)...
Αλλ΄ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν (=ευφράνθησαν) εις τους τοίχους. «Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. «Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι (=γεννηθέντα)», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κι η θεια το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.
Τας φωνάς είχον ρήξει ο εις των αιπόλων και ο εις των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Διά των φωνών τούτων είχον απαντήσει εις τινας κραυγάς ελθούσας απ΄ αντικρύ, εκ της θαλάσσης.
Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαί ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρούπη.
Παρήλθε πολλή ώρα έως ου (=έως ότου) εννοήσωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι είχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμένος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν΄(προετοιμασία των τίμιων δώρων), και ο κυρ Αλεξανδρής, τον οποίον εκράτει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τούτοις, κατ΄ εικασίαν μάλλον ή (=παρά) εκ βεβαίας πληροφορίας, ενόησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρούπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φως. Έβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τι αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τας ηχούς, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ΄ εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Αλλο μέσον βοήθειας δεν είχον ταχύ.
Εν τουτοις, ο Στεφανής ο πορθμεύς (=βαρκάρης) και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ΄ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημισεία ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας (=εγωπάθειας) και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι έλαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ηρχισαν να τρέχωσι τον κατήφορον.
Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν΄ανανεώσιν ολονέν την φλόγα, μη παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδία εις το πυρ.
Ο ιερεύς εβράδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν΄ εγνώριζε δ΄ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ου, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει ή ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δύο άλλοι άνδρες ανησυχήσαντες εξήλθον έως την Αγίαν Κυριακήν, πέραν της ξυλίνης γεφύρας, με δυο πυρσούς εις τας χείρας.
Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ΄ η λειτουργία προυχώρει και ψυχή δεν εφαίνετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθόντες προς επισκόπησιν (= εξέταση), είτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής και οι μετ΄ αυτού καταβάντες εις τον αιγιαλόν, και μετ΄ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσι τάς εικόνας και λάβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξοκείλαν πλοίον ήτο το γολετί του καπετάν Κωσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα εξής: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ΄ ο βορειάς τον εζουριασε (= μτφ. ταλαιπώρησε), αι αλυσίδες των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιας (=αμέσως) δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τις, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισέπλευσεν, αλλ΄ όπου δυσκόλως εισπλέει τις. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μη έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολετί, ξυλάρμενον (= που ταξίδευε με κατεβασμένα τα ιστία ), μετά ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τας νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιώντες ναυβάται (=επιβάτες) είδον έξαφνα φως, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ους είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφάνη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαίνοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψίστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον ή (=παρά) πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβώσιν εις τους βράχους του Κουρούπη. Ευτυχώς, δι΄ επιτηδείου χειρισμού απέφυγον την καταστροφήν κι εκάθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδύνατο να είναι με τάς δυο αγκύρας του, τας μεινάσας (=που έμειναν) ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολετί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δυο ασκούς γενναίου (=καλής ποιότητας) οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι (=κασέρι) της Αίνου, και ημισείαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότες (=κάπες), όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ΄ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφάσισαν ν΄ απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δύο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από Σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοηθεία της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες (=που κόπιασαν μαζί), δεν εβράδυναν να ξεκαθίσωσιν από την άμμον το γολετί, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ΄ εφαίνετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κόπων. Και αποχαιρετίσαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολετί, οι δε εις την βάρκαν, πότε ρυμουλκουμένην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κώπας πλέοντες, διά της βορειανατολικής οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
1892
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και ουχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθυρισε μετ ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θεια το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ΄νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν (=δέμα) καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον (=σκούπα) εκ στοιβών (=φύλλα δέντρων) και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδήλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζόμενου ορθού τοιχίου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον (= μαγκάλι), το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας.
Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημένον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τας περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν (= ακτινοβολούν) αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου(=άσπιλης) Λεχούς (=λεχώνας. Μτφ: η Παναγία ), όπου ζωνταναί παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στίλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική (=ζωγραφική) ελάλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ' ον (= κάτω από τον οποίον) ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην (Μτφ: τον Ιουλιανό). Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλίττης. Διά δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδίον, και διά του παιδίου την μητέρα. Αλλ' ο παας, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον.
Και εις την χηβάδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαίνετο στεφανουμένη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτέρω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον( =ανέκφραστη) σεμνότητα αποπνέουσαι, αι μορφαί των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαίνοντο ως να έχαιρον διότι εμελλον ν΄ ακούσωσι και πάλιν τας ευχάς και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δε, και εντός και εκτός, εικονίζετο περιτέχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, αν και ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κύριου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι (=αιγοβοσκοί), ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνίζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλώνωνται και κλέπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες κάππες των παρά το πυρ, είχον ανάψει έξω δύο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη (=με την ) βοηθεία των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες αιπόλοι, με τας ολίγας αίγας και τα ερίφιά των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιόνος. Και είτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψάλη η λιτή (= δέηση ολονυχτίας) της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ΄ ο ο κυρ Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμένοι, απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδια των (Α! έμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλείπωνται όλως, ως φορτικόν τι και παρέλκον (=περιττό)!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κυρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ΄ ευλαβώς και μετ΄ αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον (=τμήμα)δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου (= ένωνε) εις εν, πότε δύο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα. Αλλά προκριτωτέρα (=προτιμητέα) η αμάθεια της δοκησισοφίας (=της κατ΄επίφαση σοφίας)...
Αλλ΄ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν (=ευφράνθησαν) εις τους τοίχους. «Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. «Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι (=γεννηθέντα)», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
*
**
***
**
*
Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν (=τέλεσε σιωπηλή λειτουργία μπροστά στις εικόνες)και ήρχισε να προσφέρη τω Θεώ θυσίαν αινέσεως (=επαίνου).**
***
**
*
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθόν τινες των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κι η θεια το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς ερριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.
Τας φωνάς είχον ρήξει ο εις των αιπόλων και ο εις των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Διά των φωνών τούτων είχον απαντήσει εις τινας κραυγάς ελθούσας απ΄ αντικρύ, εκ της θαλάσσης.
Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαί ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρούπη.
Παρήλθε πολλή ώρα έως ου (=έως ότου) εννοήσωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι είχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμένος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν΄(προετοιμασία των τίμιων δώρων), και ο κυρ Αλεξανδρής, τον οποίον εκράτει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τούτοις, κατ΄ εικασίαν μάλλον ή (=παρά) εκ βεβαίας πληροφορίας, ενόησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρούπη, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φως. Έβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τι αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων. Αντηχούν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τας ηχούς, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ΄ εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Αλλο μέσον βοήθειας δεν είχον ταχύ.
Εν τουτοις, ο Στεφανής ο πορθμεύς (=βαρκάρης) και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ΄ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημισεία ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας (=εγωπάθειας) και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι έλαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ηρχισαν να τρέχωσι τον κατήφορον.
Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν΄ανανεώσιν ολονέν την φλόγα, μη παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδία εις το πυρ.
*
**
***
**
*
**
***
**
*
Ο ιερεύς εβράδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν΄ εγνώριζε δ΄ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ου, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος, αι κραυγαι μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει ή ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δύο άλλοι άνδρες ανησυχήσαντες εξήλθον έως την Αγίαν Κυριακήν, πέραν της ξυλίνης γεφύρας, με δυο πυρσούς εις τας χείρας.
*
**
***
**
*
**
***
**
*
Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ΄ η λειτουργία προυχώρει και ψυχή δεν εφαίνετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθόντες προς επισκόπησιν (= εξέταση), είτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής και οι μετ΄ αυτού καταβάντες εις τον αιγιαλόν, και μετ΄ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσι τάς εικόνας και λάβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξοκείλαν πλοίον ήτο το γολετί του καπετάν Κωσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα εξής: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ΄ ο βορειάς τον εζουριασε (= μτφ. ταλαιπώρησε), αι αλυσίδες των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιας (=αμέσως) δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τις, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισέπλευσεν, αλλ΄ όπου δυσκόλως εισπλέει τις. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μη έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολετί, ξυλάρμενον (= που ταξίδευε με κατεβασμένα τα ιστία ), μετά ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τας νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιώντες ναυβάται (=επιβάτες) είδον έξαφνα φως, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ους είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφάνη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαίνοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψίστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον ή (=παρά) πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβώσιν εις τους βράχους του Κουρούπη. Ευτυχώς, δι΄ επιτηδείου χειρισμού απέφυγον την καταστροφήν κι εκάθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδύνατο να είναι με τάς δυο αγκύρας του, τας μεινάσας (=που έμειναν) ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
*
**
***
**
*
**
***
**
*
Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολετί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δυο ασκούς γενναίου (=καλής ποιότητας) οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι (=κασέρι) της Αίνου, και ημισείαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότες (=κάπες), όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ΄ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφάσισαν ν΄ απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δύο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από Σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοηθεία της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες (=που κόπιασαν μαζί), δεν εβράδυναν να ξεκαθίσωσιν από την άμμον το γολετί, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ΄ εφαίνετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κόπων. Και αποχαιρετίσαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολετί, οι δε εις την βάρκαν, πότε ρυμουλκουμένην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κώπας πλέοντες, διά της βορειανατολικής οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
1892
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου