Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ - ΑΥΤΟΙ ΚΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ...

Μεγεθύνσεις

Από την ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ

Ο Γρηγόρης -«χρόνια σαν τα φτερά»...
*Στον καιρό της «επωνυμίας» και των «επωνύμων» της χρυσόσκονης, θα γράψω σήμερα για έναν «ανώνυμο» της ταπεινότητας, με αφορμή το τελευταίο, ανεπίστρεπτο ταξίδι του στους ουρανούς... Γράφοντας έτσι για άλλους ταπεινούς αυτής της κατηγορίας -τουλάχιστον αυτού του τόπου- και δη ηλικιωμένους, για τους οποίους ο θάνατος, εκτός από οδύνη και τρόμος, είναι και εξευτελισμός από την ύβριν συνανθρώπων, του κράτους εν προκειμένω· σε ...συμφωνία πιθανώς με τη σύγχρονη παγιωμένη «άποψη» που θεωρεί βάρος και αντιμετωπίζει ως απόβλητα αυτούς που πλέον δεν μπορούν να είναι «παραγωγικοί».

*Ο Γρηγόρης -εκεί κάτω στο χωριό μου, τα Πούλιθρα- στα 82 του χρόνια, δεν ήταν γέρος. Ηταν ένας μικροκαμωμένος άντρας, όλο ζωντάνια, με μυαλό ξυράφι και ένα «λακωνίζειν» ονομαστό για το χιούμορ, τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό του, εν δράσει μέχρι την τελευταία στιγμή: με το παμπάλαιο κίτρινο αγροτικό του πήγαινε στα χτήματά του και όλη μέρα ήταν παρών και βοηθούσε στο οικογενειακό καφενείο την κόρη του, την Παναγιώτα, στην οποία είχε παραχωρήσει σιγά σιγά την πρώτη θέση· παραμένοντας η ψυχή του. Κομμάτι της ιστορίας του χωριού και της ζωής του καθενός μας.

*Βοσκός, παιδί βοσκών στο βουνό απέναντι, άφησε τα πρόβατα όταν παντρεύτηκε τη Μεταξία και διστακτικά, σαν αγριμάκι στην αρχή, πλησίασε στα σπίτια και εντάχτηκε στη μικρή κοινωνία. Αρχισε να δουλεύει στα καΐκια, φορτώνοντας λάδια και χαρούπια· ψάρευε κιόλας και πούλαγε ο ίδιος με το αγροτικό του τα ψάρια του. Εχτισε σιγά σιγά το σπίτι του, έκανε καφενεδάκι το ισόγειο -το δεύτερο του χωριού στην παραλία- μπαίνοντας η δεκαετία του '70. Εκεί τον βρήκαμε και εμείς, στα πιο ωραία χρόνια της νιότης μας, ήταν το κάτι άλλο, κέρδισε την καρδιά μας, το μαγαζάκι του έγινε «στέκι» μας...

*Οταν ακόμα δεν έρχονταν «ξένοι» στα Πούλιθρα και «τα τραπεζάκια έξω» στου Γρηγόρη ήταν πάνω στο χώμα -τι τραπεζάκια δηλαδή, ένας ξύλινος πάγκος κάτω από τη γέρικη χαρουπιά όπου την αράζαμε τα καυτά καλοκαιρινά μεσημέρια, ακούγοντας από τη μια τα τζιτζίκια κι από την άλλη το κύμα... «Θα μου την ξεράνετε τη χαρουπιά τόσες ώρες στον ίσκιο, άιντε ξεκουνηθείτε λιγάκι, παιδιά πράματα, δεν ντρέπεστε...», μας φώναζε. Εκείνος πήγαινε πέρα δώθε, χωρίς ποτέ να φοράει παπούτσια· αλλά το δέρμα στις πατούσες του είχε γίνει με τα χρόνια σαν σόλα, τίποτα δεν καταλάβαινε.
*Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, προχθές, μόλις έχω φτάσει στο χωριό και σταματάω, όπως κάθε φορά, εκεί να πιω τον καφέ μου· το μαγαζί είναι κλειστό, τα τραπεζάκια που πυκνώσανε με τα χρόνια -όπως το χώμα έγινε τσιμέντο- άδεια, η Παναγιώτα με βλέπει από μέσα, διασχίζει τον δρόμο κι έρχεται προς το μέρος μου. Μαυροφορεμένη, «χθες κηδέψαμε τον πατέρα, πέθανε προχθές στο Παναρκαδικό Νοσοκομείο στην Τρίπολη, όπου είχε εισαχθεί με αναπνευστικό πρόβλημα την Τσικνοπέμπτη· εκεί μέσα, και ενώ περιμέναμε το εξιτήριο, προσβλήθηκε από ιό και έτσι έφυγε τελικά», μου λέει.

*Είναι λυπημένη και οργισμένη, αλλά η οργή της δεν επικεντρώνεται στο «μοιραίο», έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του νοσηλευτικού προσωπικού (πλην εξαιρέσεων) της καρδιολογικής κλινικής τού εν λόγω νοσοκομείου προς ασθενείς και συγγενείς: «Ειδικά μια νοσοκόμα, που τις φωνές της άκουγαν όλοι, που ώς και το παιδί της έφερνε για να το διαβάσει εκεί πέρα, που ενώ παραπονιόταν ότι είχε ίωση δεν φορούσε μάσκα, έκανε σκουπίδι τον πατέρα μου, αποκαλώντας τον "βρωμιάρη" και "γύφτο", που επιπλέον μοιάζει με δράκο· "να φύγεις από εδώ και να πας στο κωλοχώρι σου", τον απόπαιρνε...
* Και που όταν χρειαζόταν να του βγάλει την "πεταλούδα" και να τη βάλει αλλού, επειδή έσπαγαν οι φλέβες του, το έκανε με τόσα νεύρα ώστε του ξέσκιζε το δέρμα. Εκλαιγε ο πατέρας και μας εκλιπαρούσε να τον γυρίσουμε, και ας πέθαινε, στο χωριό... Αν ο άρρωστος ήταν αγρότης και γενικά έκανε κάποιο παρακατιανό επάγγελμα, έτσι του φέρονταν, ενώ σε έναν πολιτικό μηχανικό ή έναν στρατηγό της Αστυνομίας π.χ. στέκονταν σούζα -το είδα με τα μάτια μου αυτό· και όποτε πηγαίναμε στα γραφεία του προσωπικού, όπου συνήθως διάβαζαν περιοδικά ή μιλούσαν στα κινητά τους, να ζητήσουμε βοήθεια για τον ασθενή, ούτε που μας έδιναν σημασία. "Να πας στον Αβραμόπουλο να βρεις το δίκιο σου", μας έλεγαν όταν διαμαρτυρόμασταν».

*Δεν μπορώ να φανταστώ τον Γρηγόρη -που έχτισε τη ζωή του με τον ιδρώτα του, μεγάλωσε παιδιά, έκανε εγγόνια και κράτησε πάντα την περηφάνια του, την αύρα του βουνού και την αρμύρα της θάλασσας στο πρόσωπό του- να κλαίει ταπεινωμένος. Κανέναν πολίτη δεν μπορώ να φανταστώ σ' αυτή τη θέση, κανέναν άνθρωπο να φέρεται έτσι στον πάσχοντα συνάνθρωπο, πόσο μάλλον όταν πληρώνεται από το κράτος για να είναι δίπλα του. «Δεν θα χάσουμε τώρα και την υγειά μας για τον γέρο», είπε νοσηλευτής στην Παναγιώτα, που ψάχνει να βρει τρόπο -ειδάλλως δεν θα ησυχάσει- ώστε να υπάρξει κάποια κάθαρση σ' αυτή την ύβριν προς τον πατέρα.

*Αλλά αυτή είναι η Ελλάδα, που έλεγε πριν από περίπου δέκα χρόνια και ο κ. Σημίτης -σήμερα, χειρότερη ακόμα. Αυτή είναι η κοινωνική πρόνοια και ο σεβασμός στον πολίτη που ...οικοδόμησαν, περνώντας την το ένα στο άλλο, τα δύο κόμματα εξουσίας, μες στην οικογενειοκρατία και τ' αρχηγιλίκια. Ο λαός ή «κοσμάκης», εκεί που δεν φτάνει το μάτι τους, γιατί δεν τους συμφέρει ούτε τους ενδιαφέρει, παραμένει στην ίδια μοίρα -όλα τ' άλλα είναι βιτρίνα. Κάτι κάλπικο και σάπιο κυλάει πίσω απ' το κυρίαρχο συνεχές «ριάλιτι» της τηλεόρασης και της επιδεικνυόμενης ευημερίας της «επωνυμίας». Ανέκαθεν, και πάντως πολύ πριν ενσκήψει (για να μας αποτελειώσει;) ο παγκόσμιος, απρόβλεπτος δράκος της ύφεσης της οικονομίας.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/03/2009

***



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο ουλτρακαπιταλισμός που κυριαρχεί από τις αρχές της χιλιετίας και οι τρομακτικές αλλαγές που έχει επιφέρει στις κοινωνίες της εποχής μας

  Δύση, δημοκρατία, αντισυστημισμός – και το νέο κοινωνικό ζήτημα Παναγής Παναγιωτόπουλος booksjournal.gr   Πέμπτη, 07 Νοεμβρίου 2024  ...