«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007
Ο κύριος των δέκα τεμαχίων
Στην εταιρεία έχει τη φήμη κλειστού ατόμου.
Είναι ικανός υπάλληλος , πράγμα αναμφισβήτητο,
αλλά η κοινωνικότητά του εξαντλείται στην αυστηρή
τήρηση των κανόνων που υπαγορεύει η επαγγελματική ρουτίνα.
Καμία εξωτερίκευση των προσωπικών του αισθημάτων,
καμία πληροφορία για την ιδιωτική του ζωή και
τα χόμπι του, κανένα ενδιαφέρον για τα
προσωπικά προβλήματα των άλλων.
Το πρόσωπό του μια μάσκα υπηρεσιακή , που κόβει
τη διάθεση του άλλου για στενότερη επαφή.
Στα παρτάκια που κάνουμε παραμονές των μεγάλων εορτών
δε συμμετέχει, ενώ δε γίνεται λόγος για συναντήσεις έξω από
τη δουλειά. Ούτε ονομαστικές γιορτές ούτε καφενείο, όπου παίζουμε
κανένα ποκεράκι, ούτε εκδρομές , για κανένα ουζάκι,
είναι σαν να μην υπάρχει, λες και είναι ένα ον χωρίς κοινωνική υπόσταση.
Δίκαια , νομίζω, του έχουν κολλήσει το παρατσούκλι "μισάνθρωπος".
Τις προάλλες όμως τον πέτυχα στο Carrefour . Περιφερόταν
με ένα καρότσι που είχε ελάχιστα πράγματα μέσα .
Μόλις με είδε , αντί να κάνει στροφή για να με αποφύγει,
ήρθε καταπάνω μου με πρόσωπο που λαμποκοπούσε
από ευχαρίστηση και μου ’πιασε κουβέντα σαν να ήταν άλλος
άνθρωπος από το "μισάνθρωπο" του γραφείου .
Έμοιαζε με θαύμα: αυτός που στη δουλειά μετά βίας του αποσπούσαμε
ένα λόγο παραπάνω έξω από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα,
ο τυπικός, ο απρόσιτος, ο παγωμένος, να συνομιλεί
μες στη χαρά μαζί μου, να με ρωτάει πώς ήταν η υγεία μου
και πώς πήγαιναν οι σπουδές των παιδιών μου!
«Να σε κεράσω ένα καφέ!», πρότεινε σε μια στιγμή και
η θέρμη της φωνής του είχε κάτι από από το σπαραγμό του ικέτη,
που μ’ έκανε να δεχτώ!
«Μια στιγμή όμως να πάρω τον μπακαλιάρο που μου παρήγγειλε η γυναίκα μου! 25 Μαρτίου ένεκα…», έδειξα γελώντας το χαρτί με τα ψώνια που κρατούσα στα χέρια μου.
Συναντηθήκαμε ύστερα από ένα τέταρτο στο Φλο Καφέ και δώσαμε την παραγγελιά στην κοπέλα που έσπευσε αμέσως στο τραπέζι μας. Εγώ το βυζαντινό βαρύ γλυκό
μου και ο αυτός ένα διπλό ουίσκι.
«Πώς έτσι, χαρούμενος, κύριε Γεωργόπουλε;», είπα σε μια στιγμή ρουφώντας
το μαυροζούμι μου. « Σας έπεσε το λαχείο;»
«Ποιο λαχείο, αγαπητέ μου; Πού τέτοιο θαύμα , να γλίτωνα από την αγκούσα της δουλειάς!»
«Τότε κάτι εξαιρετικό πρέπει να σας συμβαίνει, για να έχετε τέτοια κέφια…»
Με κοίταξε με μάτι που έπαιζε ανάμεσα στην ενοχή και την ιλαρότητα.
«Φίλε μου, κάθε φορά που πηγαίνω σε σουπερμάρκετ γίνομαι άλλος άνθρωπος!»
Μετά βίας συγκράτησα ένα χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί στο πρόσωπό μου.
«Σας αρέσει να ψωνίζετε;»
«Καθόλου! Η φιλοσοφία μου είναι διαμετρικά αντίθετη με το πνεύμα του καταναλωτισμού των ημερών μας. Δε βλέπετε, εξάλλου, το καρότσι μου;»
«Μα τότε, ποιος ο λόγος αυτής της συνήθειας;»
«Επειδή συναντώ ανθρώπους!»
Έμεινα ενεός.
«Και χρειάζεται να πηγαίνετε στα σουπερμάρκετ , για να συναντάτε
ανθρώπους; Χάθηκαν τα άλλα μέρη;»
«Αγαπητέ μου, όπως θα γνωρίζετε ίσως, εγώ είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος. Εσείς γυρίζετε στο σπίτι σας και σας περιμένουν οι δικοί σας άνθρωποι, η γυναίκα και τα παιδιά σας. Εγώ όταν γυρίζω στο σπίτι , αντικρίζω τους τέσσερις τοίχους μου. Πληρώνω το λάθος να πάρω τοις μετρητοίς το απόφθεγμα του πατέρα μου…»
«Ποιο απόφθεγμα;»
«Πυρ, γυνή και θάλασσα!»
«Α!...»
«Μάλιστα, κύριε! Πυρ, γυνή και θάλασσα! Τα τρία κακά που με καταδίωκαν σ’ όλη τη ζωή μου. Φοβόμουν τη φωτιά όπως το διάολο, δεν έμαθα κολύμπι, γιατί ποτέ δεν μπήκα σε θαλασσινό νερό, και απέφυγα οιανδήποτε δέσμευση σε όλες τις ερωτοδουλειές που είχα με το πάλαι ποτέ ασθενές φύλο. Έτσι κατέληξα μαγκούφης και έρημος σαν την καλαμιά στον κάμπο.»
«Δεν είναι τόσο τραγικός ο εργένικος βίος», αντέτεινα, «Δεν ξέρετε πόσοι παντρεμένοι θα ζήλευαν την ανεξαρτησία σας…»
«Κουραφέξαλα! Ας μείνουν μερικούς μήνες σε ένα σιωπηλό σπίτι και τότε ας έρθουν να μου μιλήσουν για τα αγαθά του. Δεν ξέρεις , φίλε μου, πόσο σε ζηλεύω, που σε λίγο θα γυρίσεις στο σπιτικό σου και θα βρεθείς ανάμεσα στους άνθρωπους σου…»
«Καλά , δεν έχετε φίλους, δεν έχετε γνωστούς και συγγενείς, για να μοιράζετε τον ελεύθερο χρόνο σας ;»
«Πώς δεν έχω! Τους αποφεύγω όμως , γιατί όλοι τους είναι παντρεμένοι. Όλο για τα οικογενειακά τους μιλάνε κι εμένα αυτό μου τη σπάει. Τι να πω εγώ; Για τις σφαλιάρες που τρώω κάθε βράδυ από τη μοναξιά; Γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω καθημερινά για ψώνια στο Carrefour, για να βρίσκομαι μέσα σε κόσμο και να συναντάω κανένα γνωστό , να τα λέμε.»
«Γιατί όμως ειδικά στο Carrefour και όχι σε κάποιο άλλο; Ένα σωρό πολυκαταστήματα υπάρχουν στην πόλη…»
«Είναι το μόνο που έχει ταμεία για λίγα τεμάχια. Δεν ξέρεις πόσο με καταθλίβει η θέα των γεμάτων καροτσιών. Αυτό σημαίνει οικογένεια! Κι όσο πιο ξέχειλο είναι ένα καρότσι , τόσο πιο μεγάλη είναι η οικογένεια. Ενώ ένας ερημίτης τι ανάγκες μπορεί να έχει;»
Έριξε ένα μελαγχολικό βλέμμα στο κατάφορτο καρότσι μου και φώναξε την γκαρσόνα:
«Παρακαλώ, μπορώ να έχω ένα ακόμη διπλό;»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
-
Κι ήτανε τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα Γιώργος Σαραντάκος "Γαργάλατα", 50 χρόνια μετά Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εν...
-
Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Μ. που εντόπισε τις φωτογραφίες στο sch.gr και μου τις έστειλε... 1.ΚΥΨΕΛΗ...
-
῎ ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΑΡΧΗ, ΠΟΥ ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΧΩΤΙΚΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΘΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Ηδη δέ τινας ἐγὼ εἶδο...
4 σχόλια:
Πολύ ωραίο φίλε μου κείμενο. Με άγγιξε κατά πολύ. Πράγματι υπάρχουν άνθρωποι που η ζωή τους είναι η δουλειά τους και η μοναξιά τους. Ξέρεις, τους λένε ιδιότροπους, παράξενους. Αν όπως εσύ του δεις μέσα τους, θα καταλάβεις ότι είναι πονεμένοι άνθρωποι. Ναι πονάει να ακούς τους φίλους σου να μιλάνε για την οικογένεια και εσύ να γυρνάς στο σπίτι που μένεις για 30 και κάτι χρόνια. Στο σπίτι που όλα έχουν μείνει στάσιμα. Στο κρεβάτι που κοιμόσουν έφηβος, 20άρης, 30άρης....Η μοναξιά.....Είναι και αυτή δύσκολη. Ο κάθε άνθρωπος τι βιώνει ίσως διαφορετικά. Άλλοι έχουν οικογένεια, φίλους και πάλι νιώθουν μόνοι. Άλλοι όπως ο φίλος σου δεν έχουν κανένα. Και στις δύο περιπτώσεις, η μοναξιά φέρνει το ίδιο συναίσθημα. Τη θλίψη. Όταν μιλάς με ανθρώπους σαν τον κύριο του ποστ σου, αλλάζεις τη γνώμη που μπορεί να είχες για κάποιους ανθρώπους, απόμακρους, κρύους, παράξενους. Τι θέλει; Αυτό που έκανες. Να έχεις τη διάθεση να κάτσεις μαζί τους και να πιεις έναν καφέ. Με έναν καφέ, παίρνεις ένα μάθημα ζωής. Μαθαίνεις πως μπορεί να είναι μέσα του, ένας άνθρωπος, που έξω βγάζει μιαν άλλη εικόνα μία άλλη συμπεριφορά. Να είσαι καλά για το ωραίο σου ποστ.
Φιλικά
Agorafoviagr
Και μένα αγγίζουν τα δικά σου κείμενα, αγαπητέ φίλε, γιατί εκπέμπουν ειλικρίνεια και ευαισθησία.
Να 'μαστε καλά , να τα λέμε...
Μέσα από τα (φαινομενικά) απλά κείμενά σου βγάζεις μεγάλες αλήθειες...
Gademissa, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά και συ δεν πας πίσω με την απερίφραστη και τίμια έκθεση των θεμάτων που σε απασχολούν...
Δημοσίευση σχολίου