Ο,τι μένει τελικά είναι το καλό σινεμά και η ανταπόκριση του κοινού
Ο απολογισμός μας γι’ αυτά που είδαμε, ξεχωρίσαμε, νιώσαμε, μας άρεσαν ή και για όσα δεν θα θέλαμε ίσως να ξαναδούμε...
Ένα ακόμα Φεστιβάλ Κινηματογράφου; Θα μπορούσε. Ωστόσο, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για δεκάδες χιλιάδες θεατές κάθε χρόνο (φέτος έφτασε τους 92.000 θεατές στις προβολές σε φυσικούς χώρους και online) αλλά και για τους ίδιους τους δημιουργούς, εγχώριους και μη, δεν είναι ένα ακόμα φεστιβάλ. Είναι τόπος συνάντησης.
Συνάντησης σε μια πόλη που περπατιέται, που έχει ακόμα σημεία που ξέρεις πως θα βρεις τον Τέλλο ή τον Γιώργο ή την Ιλάμ. Σε μια πόλη, που τις μέρες του φεστιβάλ (ίσως και μόνο αυτές, για όσους πάνε στη Θεσσαλονίκη για τις δύο διοργανώσεις: φεστιβάλ κινηματογράφου τον Νοέμβριο και του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ τον Μάρτιο) θα ξαναβρεθείς με παλιούς φίλους ή γνώριμους σινεφίλ ή, το καλύτερο όλων, με ανθρώπους που πάνε πάνω από 30 χρόνια (κάποιοι και 40!) και τους αναγνωρίζεις από το πρόσωπο, δίχως να τους ξέρεις. Οπως ο Κώστας (έπειτα από 15 χρόνια, μάθαμε το όνομά του) ή η πολύχρωμη κυρία με το ποδήλατο (που κάθε μέρα φοράει και άλλα, πανέμορφα πολύχρωμα ρούχα και καπέλα). Αναρωτιέμαι στ’ αλήθεια πότε θα γίνει ένα ντοκιμαντέρ για το κοινό του φεστιβάλ. Γιατί αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τη διοργάνωση της Θεσσαλονίκης απ’ οποιαδήποτε άλλη στην Ελλάδα, ίσως και πανευρωπαϊκά: το κοινό του!
Πριν από μια εβδομάδα ολοκληρώθηκε το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (ΦΚΘ) και αυτό το κοινό, το κοινό του, ήταν εκεί. Το φεστιβάλ διήρκεσε έντεκα μέρες με συνολικά 337 προβολές. Από αυτές, οι 188 ήταν sold out. Ναι, για άλλη μια φορά, το κοινό του φεστιβάλ ήταν εκεί να στηρίξει τον θεσμό. Ισχύει όμως το ίδιο από την άλλη πλευρά;
Το ΦΚΘ ξεκίνησε το 1960 από τον διανοούμενο, μεταφραστή, βαθύ γνώστη του σινεμά και αγωνιστή Παύλο Ζάννα ως «Εβδομάς Ελληνικού Κινηματογράφου» και ήταν μία εντελώς ανεξάρτητη πρωτοβουλία και όχι κρατικός θεσμός. Στόχος του ήταν να προβληθούν ελληνικές ταινίες και να δημιουργηθεί χώρος για συζήτηση, αισθητική κριτική και επαφή με το κοινό. Εκείνη η πρώτη διοργάνωση έγινε στο Κινηματοθέατρο «Ολύμπιον», που έως τώρα είναι το εμβληματικό «σπίτι» του φεστιβάλ.
Τα χρόνια περνούν, μετά τη χούντα το φεστιβάλ γίνεται πεδίο πολιτικών και καλλιτεχνικών αντιπαραθέσεων και ο ρόλος του Ζάννα παραμένει καθοριστικός, ειδικά ως πνευματικός πόλος αντίστασης στην καλλιτεχνική λογοκρισία. Τη δεκαετία του ’80 γίνεται επίσημος εθνικός διαγωνισμός, με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Ν. Περάκης, ο Φ. Λαμπρινός, ο Ν. Νικολαΐδης, ο Κ. Φέρρης κ.ά. να ξεσηκώνουν τον Β’ εξώστη του «Μακεδονικόν» (όπου τότε γίνονταν οι προβολές). Φτάνουμε στο 1992 για να γίνει η διοργάνωση «Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου» και να περάσουν επίσης σπουδαίοι άνθρωποι του σινεμά από το τιμόνι του, όπως ο Π. Βούλγαρης, ο Δ. Θέος, ο Δ. Εϊπίδης, ο Μισέλ Δημόπουλος, με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη να κρατάει το «τιμόνι» του φεστιβάλ τα τελευταία εννέα χρόνια. Κάθε καλλιτεχνικός διευθυντής έβαλε τη δική του υπογραφή στον θεσμό. Το ίδιο έχει κάνει και ο κ. Ανδρεαδάκης, καθώς παρατηρείται μία ξεκάθαρη στροφή τα τελευταία χρόνια του ΦΚΘ προς το πιο εμπορικό, με στήριξη της Αγοράς και όχι του κοινού του φεστιβάλ.
Με βάση τα παραπάνω και τα όσα ζήσαμε τις μέρες που καλύπταμε τη διοργάνωση, ξεχωρίσαμε τα εξής:
● Για μία ακόμη φορά, το κοινό στήριξε τη διοργάνωση. Παλαιότεροι σινεφίλ γέμιζαν τις αίθουσες σε όλες σχεδόν τις προβολές, στις οποίες ήταν και πολλοί νεότεροι θεατές. Ενδεικτική είναι η σκηνή που ζήσαμε μετά το πέρας της προβολής της ταινίας «Αμνετ» της βραβευμένης με δύο Οσκαρ, Κλόι Ζάο (σ.σ. η ταινία αφορά τη ζωή του Ουίλιαμ Σέξπιρ, ιδωμένη από την πλευρά της γυναίκας του, Ανιες): καθώς το κοινό αποχωρούσε από το κατάμεστο, ανακαινισμένο πλέον «Ολύμπιον», του οποίου είχε ανοίξει και ο Β’ εξώστης λόγω της αυξημένης ζήτησης εισιτηρίων, μια ομάδα νεαρών θεατών, μάλλον πρωτοετών φοιτητών νεοαφιχθέντων στην πόλη, σχολίαζε το πόσο όμορφη είναι η αίθουσα. Ενδεχομένως να μην είχαν ξαναμπεί σε κινηματογραφική αίθουσα «παλαιάς κοπής», όπως είναι το «Ολύμπιον», παρά μόνο στις ψυχρές και απρόσωπες αίθουσες των «μοντέρνων» πολυκινηματογράφων (multiplex).
● Το απολύτως αρνητικό και αδικαιολόγητο φαινόμενο, που παρατηρήθηκε σε πολλές προβολές, το ζήσαμε και εμείς και ήταν το κατεξοχήν θέμα συζήτησης στη φετινή διοργάνωση: να μην υπάρχουν εισιτήρια αρκετές μέρες πριν από την προβολή και όταν ξεκινούσε η προβολή να διαπιστώνεται ότι υπάρχουν δεκάδες κενές θέσεις! Κατά τη φετινή διοργάνωση ειδικά, το φαινόμενο αυτό ήταν σχεδόν επιδημικό. Προφανώς κάτι πρέπει να αλλάξει στον τρόπο διαχείρισης των εισιτηρίων. Για παράδειγμα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τη στιγμή που ξεκινούσε η προβολή των διαφημιστικών σποτ, λίγο πριν από την έναρξη της ταινίας, ένα άτομο από το προσωπικό της αίθουσας ήταν επιφορτισμένο με το καθήκον να μετρήσει, στα γρήγορα και κατά προσέγγιση, πόσες κενές θέσεις υπάρχουν και να ενημερώσει το ταμείο έξω από την αίθουσα, ώστε κάποιοι που εναγωνίως περίμεναν για έκδοση εισιτηρίου να μπορέσουν να το προμηθευτούν. Ηταν πραγματικά τρομερά αγχωτικό και ένα μεγάλο κρίμα να φαίνονται ως sold out προβολές, αλλά να υπάρχουν δεκάδες κενά καθίσματα, γιατί είχε γίνει προπώληση μέσω more, δεν έγιναν ακυρώσεις και δεν υπάρχει πλέον η παραπάνω πρόβλεψη όπως υπήρχε παλαιότερα.
● Ηταν τουλάχιστον σημαντικό το ότι σε όλες τις ελληνικές ταινίες, αλλά και σε κάποιες ελληνικής συμπαραγωγής, προβαλλόταν το σποτάκι της πρωτοβουλίας «Σινεμά στην Ελλάδα - Ορατότης Μηδέν» πριν από την έναρξη του φιλμ, το οποίο ενημέρωνε το κοινό για το χάλι του ελληνικού σινεμά ως προς τη στήριξή του από το κράτος (μόλις 0,63 ευρώ δίνει ο κάθε Ελληνας πολίτης τον χρόνο για τις ελληνικές παραγωγές - κάτι που μας κατατάσσει στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. σύμφωνα με το ΑΕΠ). Κάθε φορά που παιζόταν το σποτ, το κοινό χειροκροτούσε και ήταν φανερό πως στηρίζει την προσπάθεια των Ελλήνων δημιουργών του σινεμά να μπορέσουν να συνεχίσουν να κάνουν ταινίες. Ωστόσο, μας προκαλεί αλγεινή εντύπωση πως η διοίκηση του φεστιβάλ δεν δέχτηκε να παίζεται το συγκεκριμένο σποτ πριν από κάθε ταινία, με τη δικαιολογία πως «δεν θέλουν οι χορηγοί». Πάντως, το κοινό στήριξε τη δράση της «Ορατότητας».
● Το παρατηρούμε συνεχώς τα τελευταία χρόνια, αλλά κάθε χρόνο απογίνεται: οι επίσημοι καλεσμένοι στην τελετή έναρξης είναι άτομα απολύτως άσχετα με τον κινηματογράφο και είναι εκεί μόνο για τις φωτογραφίσεις. Καλούνται δηλαδή μόνο γι’ αυτό και γιατί; Τι σχέση έχει ο Λάκης Γαβαλάς, που δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, ή ο Σωτήρης Κοντιζάς, που είναι σεφ, αλλά έγινε «ambassador» της Αγοράς;
● Μιλώντας για την Τελετή Εναρξης της φετινής διοργάνωσης κρατάμε τα εξής ως «αναμνήσεις»: το ισχνότατο χειροκρότημα που έλαβε ο υφυπουργός Πολιτισμού, Ι. Φωτήλας, ο οποίος προφανώς δεν τόλμησε να κάνει και να πει τα όσα είπε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους στη Δράμα, ήταν πιο μαζεμένος στα λόγια του περί χρηματοδοτήσεων εκ μέρους του ΥΠΠΟ, αλλά τραγούδησε Σαββόπουλο, ώστε να εκβιάσει εν τέλει το πολυπόθητο χειροκρότημα (και πάλι αδύναμο ωστόσο).
● Υπέροχη ήταν κατά την ίδια τελετή η Ιντια Μουρ, πρωταγωνίστρια της ταινίας έναρξης «Father Mother Sister Brother» του Τζάρμους, που βραβεύτηκε και με τον Χρυσό Λέοντα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Η ίδια ήταν μοντέλο, αυτοπροσδιορίζεται ως transgender και non-binary άτομο, είναι ακτιβίστρια και ήταν ανάμεσα στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στο κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό «Time» το 2019. «Τα ίδια» (η Μουρ αυτοπροσδιορίζεται ως «them» στον πληθυντικό) ανέβηκαν στη σκηνή και είπαν: «Τα τελευταία τρία χρόνια πολλοί από μας γίναμε μάρτυρες μιας θηριωδίας που δεν περιμέναμε πως θα δούμε, η οποία συνέβη σε πατεράδες, μαμάδες, αδερφές και αδερφούς. Θρηνώ για την ανθρωπότητα, καθώς οδηγούμαστε στην αυτοκαταστροφή. Ωστόσο, οι ταινίες, η τηλεόραση και οι ιστορίες μάς υπενθυμίζουν πως δεν είμαστε απλώς άτομα, αλλά συνυπάρχουμε συλλογικά, ακούμε το γέλιο, το κλάμα, τη λύπη του διπλανού μας. Είμαστε όλοι αντανακλάσεις, ο ένας του άλλου. Και για να χτίσουμε ένα ασφαλές μέλλον για τα παιδιά μας πρέπει να θυμόμαστε πως η εμπειρία κάθε ανθρώπου είναι μια αντανάκλαση όλων των άλλων». Ισως ήταν και τα μόνα λόγια που ακούστηκαν με αναφορά, προφανώς, στη γενοκτονία στη Γάζα, καθώς και οι ταινίες που προβλήθηκαν με θέμα την Παλαιστίνη ήταν ελάχιστες.
● Η παρουσία της Ιζαμπέλ Ιπέρ τις πρώτες μέρες της διοργάνωσης ήταν το γεγονός, ίσως, της φετινής διοργάνωσης. Διαθέτοντας ερμηνευτική δεινότητα, ταλέντο, εργασιομανία και τελειοθηρία, αλλά πάνω απ’ όλα εμπειρία που πλέον ξεπερνά την πεντηκονταετία, με 120+ ταινίες στο ενεργητικό της (μετρώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1970), έμοιαζε να έχει έτοιμες όλες τις απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις και αυτό να φαίνεται ως κάτι απολύτως φυσικό. Ταυτόχρονα, είχε όλα τα στοιχεία της ντίβας: αργούσε δίχως να δίνει λογαριασμό και εξήγηση, είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις (μία κάποια ανακούφιση στα πρόσωπα όσων τη συνόδευαν από το φεστιβάλ την είδαμε σαν έφυγε), ήταν ευγενής μεν αλλά ήξερε και το μέγεθος του ονόματός της. Χαρακτηριστικό είναι πως όταν κάποιος από το κοινό της φώναξε «Είστε καταπληκτική», απάντησε απλά και σοβαρά «Το ξέρω». Η αλήθεια βέβαια είναι και πως είναι και πως το ξέρει...
● Η άψογη εξυπηρέτηση στα εκδοτήρια εισιτηρίων του φεστιβάλ και γενικά η ευγενική και εποικοδομητική στάση του προσωπικού και των δεκάδων εθελοντών. Εχουμε περάσει χρονιές που ειδικά οι εθελοντές ήταν δεόντως αγενείς - αυτή δεν ήταν μία από αυτές. Ωστόσο, θα ήταν καλό να έρθει κάποια στιγμή που να μπορούν όλοι όσοι μετέχουν ενεργά στη διοργάνωση να πληρώνονται - είναι εξωφρενική η δουλειά που κάνει και το μόνιμο επιτελείο του θεσμού (Γραφείο Τύπου, υπεύθυνοι τμημάτων, αφιερωμάτων οργάνωσης κ.λπ.), που δεν είναι ποτέ επί σκηνής, ούτε απλά για να φωτογραφηθούν υπέρλαμπροι. Αλλά δίχως αυτούς, φεστιβάλ δεν γίνεται!
● Η ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας γύρω από τη ζωή, την εποχή και τους οικείους της Φρίντα Κάλο. Ηρθαμε σε επαφή με πολλές άγνωστες ψηφίδες του ταραχώδους καλλιτεχνικού, αλλά και προσωπικού βίου της κι όλα αυτά ιδωμένα μέσα από στιγμές που συνέλαβε και αποτύπωσε ο φωτογραφικός φακός, σε μια έκθεση που θα μας μείνει αξέχαστη.
● Καταδικάζουμε την ομοφοβική επίθεση από αγνώστους που δέχθηκαν οι δύο ψυχολόγοι και συν-ιδρύτριες του Orlando LGBT+, Νάνσυ Παπαθανασίου (μέλος της κριτικής επιτροπής για το Mermaid Award) και Ελενα-Ολγα Χρηστίδη, καθώς περπατούσαν αγκαλιασμένες μετά από προβολή. Τους πέταξαν νερό άγνωστοι, μέσα από αυτοκίνητο. «Είμαστε καλά και ήρεμες επί προσωπικού. Αλλά η συλλογική μας οργή θα ξεχειλίζει όσο η ύπαρξη και μόνο στον δημόσιο χώρο, όλων των κουήρ υποκειμένων, τίθεται υπό αμφισβήτηση και απειλή» δήλωσαν.
● Αν κάτι σχολιάζαμε για τις ελληνικές ταινίες θα ήταν πως ενώ ήταν πολλές, δεν ήταν πολύ καλές, εκτός κάποιων. Κρατάμε τα λόγια της Αμέρισσας Μπάστα, σκηνοθέτριας του υπέροχου «Life in a beat» που μας είπε πως έκανε μία ταινία «για ανθρώπους που θα μπορούσαμε να βρούμε σε κάθε γειτονιά, όπου δεν έχει επέλθει ακόμη η γνωστή “αναβάθμιση”» και θα ευχόμασταν να βλέπαμε την ίδια απλότητα που έκανε την ταινία της σε κάθε άλλη ταινία - καθώς υπάρχουν «αναβαθμίσεις» και στο σινεμά που δεν λειτουργούν, ειδικά όταν γίνονται απλά για να γίνονται. Από την άλλη, δεν κατανοούμε την εμμονή αρκετών ελληνικών παραγωγών στην ένταξη ραπ/τραπ μουσικής, είτε ταιριάζει αυτό στη σχετική σεκάνς, είτε όχι. Θυμίζει την εποχή του ελληνικού κινηματογράφου των δεκαετιών του ’60 και ’70, όπου απαραιτήτως οι πρωταγωνιστές των ταινιών έπρεπε να περάσουν από τα «μπουζούκια» της εποχής.
● Θα κλείσουμε με μία εξίσου αξέχαστη ανάμνηση που μας χάρισε η φετινή διοργάνωση (και είναι κι ένας από τους λόγους ύπαρξης παρόμοιων διοργανώσεων - ή έστω θα έπρεπε να είναι): την έκπληξη που έκανε η ταινία «Dry leaf» του Γεωργιανού σκηνοθέτη Αλεξάντρ Κομπέριτζε, με θέμα την περιπλάνηση ενός πατέρα (στον ρόλο ο πατέρας του σκηνοθέτη, Ντέιβιντ) που αναζητά τη χαμένη κόρη του, Λίζα. Η ταινία, αν και διάρκειας 186’, δηλαδή άνω των τριών ωρών, γυρισμένη εξ ολοκλήρου με κάμερα κινητού τηλεφώνου παλαιάς τεχνολογίας και πολύ χαμηλής ανάλυσης, με εμφανώς πολύ φτωχό κινηματογραφικό εξοπλισμό, κατάφερε να διατηρήσει τη μαγεία της κινηματογραφικής αφήγησης και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον. Γι’ αυτό και το κοινό παρέμεινε στην αίθουσα ώς το τέλος, κανείς δεν κουνήθηκε και μάλιστα ακολούθησε μια μακρά και πολύ ζωντανή συζήτηση με τον σκηνοθέτη. Μια κατάσταση αμιγώς φεστιβαλική, πολύ τυχεροί όσοι τη ζήσαμε...
...Και του χρόνου λοιπόν. Ακόμα πιο φεστιβαλικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου